Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Γ
γαβγίζω
γωνία

Γαβγίζω: (αμτβ., για σκύλο) βγάζω ήχο: Ένα σκυλί αγριεμένο γάβγιζε. γάβγισμα το.

γάζα η: 1 λευκό, λεπτό αποστειρωμένο ύφασμα για την κάλυψη πληγών: Έδεσε το τραύμα με ~. 2 λεπτό μεταξένιο ή λινό ύφασμα: κουρτίνες από ~.

γαζώνω -ομαι: (μτβ.) 1 ράβω σε ραπτομηχανή: Μπορείς να γαζώσεις τη σκισμένη φόρμα; 2 (μτφ.) πληγώνω ή σκοτώνω κπ με ριπές πολυβόλου όπλου: Οι στρατιώτες γάζωσαν τουςδιαδηλωτές με τα αυτόματα. γάζωμα το: το να γαζώνει κανείς κτ. γαζί το: ραφή που γίνεται με ραπτομηχανή. γαζώτρια η: γυναίκα που εργάζεται με ραπτομηχανή.

γαιοκτήμονας ο: ιδιοκτήτης μεγάλης καλλιεργήσιμης έκτασης. γαιοκτησία η. glass  σχ. γη.

γάλα το γεν. γάλακτος, πληθ. γάλατα, χωρίς γεν. πληθ.: 1 λευκό ή ελαφρά κίτρινο υγρό που παράγεται από τα θηλυκά θηλαστικά μετά τον τοκετό και εκκρίνεται από τους μαστούς τους: αγελαδινό /πρόβειο /φρέσκο ~. 2 χυμός φυτών που μοιάζει με το ζωικό γάλα: ~ καρύδας. γαλατάς ο, -ού η. γαλατάδικο το.

γαλάζιος -α -ο: αυτός που έχει ανοιχτό μπλε χρώμα, όπως το χρώμα του ουρανού χωρίς σύννεφα=γαλανός. γαλάζιο το: ανοιχτό μπλε χρώμα.

γαλακτοκομικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την επεξεργασία του γάλακτος ή που παράγεται από το γάλα: Το τυρί και το γιαούρτι είναι ~ προϊόντα. γαλακτοκομία η.

γαλάκτωμα το: παχύρρευστο υγρό, συνήθως λευκού χρώματος, που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό για καθαρισμό προσώπου ή ενυδάτωση σώματος.

γαλανός -ή -ό: αυτός που έχει ανοιχτό μπλε χρώμα=γαλάζιος: ~ μάτια. γαλανό το: το γαλανό χρώμα.

γαλαξίας ο: ΑΣΤΡΟΝ 1 αστρικό σύστημα με δισεκατομμύρια αστέρια και μεσοαστρική ύλη. 2 Γαλαξίας ο: ο γαλαξίας στον οποίο ανήκει η Γη, ο ήλιος και το πλανητικό μας σύστημα.

γαλαρία η: 1 υπόγεια στοά ορυχείου: Η ~ έπεσε καταπλακώνοντας ανθρακωρύχους. 2 οι τελευταίες θέσεις στον εξώστη θεάτρου, κινηματογράφου ή σε λεωφορείο και (συνεκδ.) όσοι κάθονται σ' αυτές: Πάμε να καθήσουμεστη ~; Η ~ έκανε φοβερή φασαρία.

γαλήνη η: 1 κατάσταση απόλυτης ηρεμίας, ακινησίας στη φύση (ιδιαίτερα στη θάλασσα). 2 κατάσταση ψυχικής και πνευματικής ηρεμίας=ηρεμία, αταραξία ταραχή, αναστάτωση: Ένιωσε ~ μετά την εξομολόγησή της. γαλήνιος -α -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από γαλήνη: ~ βλέμμα / τοπίο. γαλήνια (επίρρ.). γαληνεύω: (αμτβ. & μτβ.) γίνομαι γαλήνιος ή κάνω κπ γαλήνιο. γαλήνεμα το.

γαλόνι1 το: ΣΤΡΑΤ διακριτικό αξιώματος πάνω στη στολή=σιρίτι. γαλονάς ο: [μειωτ.] βαθμοφόρος στρατιωτικός.

γαλόνι2 το: μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, ισοδύναμη με 4,546 και 3,785 λίτρα αντίστοιχα.

γαλουχώ -ούμαι: (μτβ.) 1 (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ κπ σύμφωνα με κάποιες αρχές: Γαλουχήσαμε τα παιδιά με ηθικές αξίες και υγιή πρότυπα. 2 δίνω γάλα ως τροφή=θηλάζω. γαλουχία η: [επίσ.] θηλασμός. γαλούχηση η: το να γαλουχεί (σημ. 1) κανείς κπ=διαπαιδαγώγηση, ανατροφή.

γάμος ο: 1 τελετή που πραγματοποιείται στην εκκλησία ή σε δημαρχείο με σκοπό την ένωση ζευγαριού ως συζύγων: θρησκευτικός /πολιτικός ~. 2 κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα παντρεμένο ζευγάρι: Είχαν έναν ευτυχισμένο ~. γαμήλιος -α -ο.

γαμπρός ο: 1 άντρας που παντρεύεται ή πρόκειται να παντρευτεί. 2 (για συγγένεια) ο παντρεμένος άντρας σε σχέση με τους γονείς ή τα αδέρφια της γυναίκας του. γαμπριάτικος -η -ο.

γαμψός -ή -ό: (κυρ. για μύτη, νύχια, ράμφος) αυτός που είναι κυρτός και μυτερός στην άκρη: Το γεράκι έχει ~ νύχια.

γάντζος ο: κατασκευή που καταλήγει σε αγκίστρι, η οποία χρησιμοποιείται για το κρέμασμα αντικειμένων: Κρέμασε το παλτό στον ~ που έχει πίσω από την πόρτα. γαντζώνω -ομαι: 1 (μτβ.) πιάνω, συγκρατώ με γάντζο=αγκιστρώνω. 2 παθ. (αμτβ.) α. κρατιέμαι δυνατά από κάπου: Γαντζώθηκε πάνω του τρομαγμένη. β. (μτφ.) είμαι προσκολλημένος ή εξαρτημένος από κπ: Μετά το ατύχημα, έχει γαντζωθεί πάνω του. γάντζωμα το. γαντζωτός -ή -ό.

γαργαλώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 προκαλώ γέλιο και ανατριχίλα σε κπ αγγίζοντας (με τα δάχτυλα ή άλλο αντικείμενο) ευαίσθητα μέρη του σώματος (μασχάλες, πλευρά, πατούσες). 2 (μτφ.) διεγείρω τις αισθήσεις: Οι μυρωδιές της κουζίνας γαργαλούσαν ευχάριστα την όσφρηση. γαργάλημα το. γαργαλιστικός -ή -ό: 1 αυτός που γαργαλάει (σημ. 2). 2 αυτός που προκαλεί=προκλητικός, ερεθιστικός: Πες μας όλες τις ~ λεπτομέρειες της εκδρομής.

γαργάρα η: πλύση του στόματος και του λάρυγγα με διάλυμα για θεραπευτικούς σκοπούς.

γάργαρος -η -ο: αυτός που είναι διαυγής, καθαρός και ηχεί ευχάριστα=κελαρυστός: το ~ νερό της πηγής. το ~ γέλιο των παιδιών. γάργαρα (επίρρ.)

γαστρεντερικός -ή -ό: ΙΑΤΡ αυτός που αναφέρεται στο στομάχι, την κοιλιά και τα έντερα: ~ σύστημα. glass  σχ. γαστρικός. γαστρεντερίτιδα η: ΙΑΤΡ ασθένεια του στομάχου και του εντέρου, που οφείλεται σε φλεγμονή. glass σχ. ωτίτιδα.

γαστρικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην κοιλιά: ~ φόρτος / υγρό. γαστρίτιδα η ΙΑΤΡ ασθένεια του στομάχου. glass σχ. ωτίτιδα.

Η λ. γαστρικός προέρχεται από τη γαλλική gastrique, η οποία προήλθε από ΑΕ ρίζα γαστρ- (γαστήρ=«κοιλιά»). Από την ίδια ρίζα προέρχονται και σύνθετες λέξεις όπως γαστρεντερικός, γαστρονομία, γαστρονομικός κτλ.

γαστρονομία η: η τέχνη της υψηλής μαγειρικής: συμβουλές ~ από διάσημο σεφ. γαστρονομικός -ή -ό. γαστρονομικά (επίρρ.). glass  σχ. γαστρικός.

γάτα η, γάτος ο: 1 ζώο κατοικίδιο, αιλουροειδές, με μικρό κεφάλι και σώμα, μακριά ουρά και γαμψά νύχια. 2 (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος και ικανός: Είναι ~, κανείς δεν μπορεί να τον γελάσει! γατίσιος -α -ο.

γδέρνω -ομαι: (μτβ.) 1 αφαιρώ δέρμα: Έσφαξε το ζώο και μετά το έγδαρε. 2 προκαλώ γρατζουνίσματα, πληγώνω: Τα κλαδιά τού έγδαραν το πρόσωπο. 3 (μτφ.) χρεώνω μεγάλο ποσό: Σ' αυτά τα εστιατόρια τρως καλά, αλλά σε γδέρνουν με τον λογαριασμό. γδάρσιμο το: 1 το να αφαιρεί κανείς το δέρμα: το ~ του λαγού. 2 πληγή: Έπεσε κι έκανε ένα άσχημο ~ στο πόδι. γδάρτης ο: πρόσωπο που γδέρνει.

γδύνω -ομαι: (μτβ.) 1 βγάζω τα ρούχα από κπ=ξεντύνω ντύνω: Έγδυσε το μωρό για να το αλλάξει. 2 ενεργ. (μτφ.) καταληστεύω: Μπήκαν κλέφτες στο σπίτι τους, όταν έλειπαν σε διακοπές, και τους έγδυσαν. γδύσιμο το. γδυτός -ή -ό: αυτός που δε φορά ρούχα=γυμνός, ξεντυμένος.

γεγονός το πληθ. γεγονότα: 1 κτ που έχει συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο ή περίσταση=συμβάν, περιστατικό: Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους είναι σημαντικό ιστορικό ~. τετελεσμένο ~: κτ οριστικό, το οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε, που πρέπει να αποδεχθούμε όπως είναι. 2 κτ που είναι αναμφισβήτητο: Η νίκη της ομάδας μας είναι ~.

Από το ΑΕ γεγονός, ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μππ. του ρ. γίγνομαι.

γεια (επιφ.): κυρίως σε τυποποιημένες εκφράσεις 1 για φιλικό χαιρετισμό: ~ (σου), τι κάνεις; 2 για έπαινο σε επιτυχία: ~ στα χέρια σου /στο στόμα σου. 3 σε ευχές: με ~ (σου): για κτ καινούριο που αποκτά κπ. ~ σου!: ευχή όταν φταρνίζεται κάποιος. ~ μας!: ευχή που δίνουν όσοι πίνουν μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.

γέλιο το: έκφραση ευχαρίστησης, ειρωνείας ή χλευασμού, που εκδηλώνεται με συσπάσεις των μυών του προσώπου και κυρίως του στόματος, συνοδευόμενες από έντονες εκπνοές: Λύθηκα /τρελάθηκα /έσκασα /πέθανα /ξεκαρδίστηκα στα γέλια. γελώ & -άω: 1 (αμτβ.) με δυνατά γέλια εκφράζω χαρά, ευχαρίστηση, καλή διάθεση: ~ με την ψυχή μου / με την καρδιά μου / μέχρι δακρύων: γελάω πάρα πολύ. 2 (αμτβ. & μτβ.)=χαμογελώ: Το μωρό γέλασε ικανοποιημένο. Μόλις με είδε, μου γέλασε. 3 (αμτβ.) κοροϊδεύω, περιγελώ: Μ' αυτά που κάνει γελάνε όλοι μαζί του. 4 (μτβ.) εξαπατώ, ξεγελώ: Με γέλασε ο μανάβης και μου έδωσε σάπια μήλα. γελιέμαι: κάνω λάθος, πέφτω έξω στην κρίση μου=λαθεύω, απατώμαι: Αν νομίζεις ότι θα σε στηρίξουμε πάλι, γελιέσαι! γελαστός -ή -ό. γελαστά (επίρρ.).

γελοιογραφία η: σκίτσο (με ή χωρίς σχόλια) που σατιρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις της επικαιρότητας. γελοιογράφος ο, η: καλλιτέχνης που κάνει γελοιογραφίες. γελοιογραφώ: (αμτβ.) σκιτσάρω γελοιογραφίες σε εφημερίδα ή περιοδικό. γελοιογραφικός -ή -ό.

γελοιοποιώ -ούμαι: (μτβ.) παρουσιάζω κπ ή κτ με τρόπο ώστε να φαίνεται γελοίος=διακωμωδώ=ρεζιλεύω, διασύρω. γελοιοποίηση η.

γελοίος -α -ο:=φαιδρός 1 αυτός που με την εμφάνιση ή τις πράξεις του προκαλεί την κοροϊδία: Μ' αυτό το ντύσιμο φαντάζει γελοίος.=κωμικός. 2 (για πρόσ. ή καταστάσεις) αυτός που δεν αξίζει να ασχολείται κανείς μαζί του: ~ υποκείμενο. Είναι ~ να πιστεύεις σε τέτοιες δεισιδαιμονίες στην εποχή μας. γελοίο το: έλλειψη σοβαρότητας και σπουδαιότητας: Η ασυνέπειά του αγγίζει τα όρια του γελοίου. γελοιότητα η. γελοιώδης -ης -ες συνήθ. στον συγκρ. γελοιωδέστερος & υπερθ. γελοιωδέστατος:=γελοίος. glass σχ. αγενής.

γεμάτος -η -ο: 1 (για πράγματα ή δραστηριότητες) αυτός που δε διαθέτει κενό χώρο=πλήρης άδειος, κενός: δοχείο ~ λάδι. ~ φεγγάρι: πανσέληνος. 2 αυτός που έχει κτ σε μεγάλη ποσότητα, αφθονία: Το γραπτό σου είναι ~ λάθη. 3 (για άνθρ. ή μέρος του σώματος) αυτός που είναι λίγο πιο παχύς από το κανονικό=εύσωμος, παχουλός. γεμίζω: 1 (μτβ.) βάζω μέσα σε κτ όλη την ποσότητα που μπορεί να χωρέσει αδειάζω: ~ το ποτήρι. 2 (αμτβ., για πράγμ.) γίνομαι γεμάτος αδειάζω: Η αίθουσα γέμισε από κόσμο. 3 (μτφ., μτβ.) ικανοποιώ, δίνω σε κπ το αίσθημα της πληρότητας: Δε με ~ αυτή η σχέση. Το νέο μάς γέμισε χαρά. 4 (αμτβ.) καλύπτομαι σχεδόν σε όλη μου την επιφάνεια από κτ ή (για πράγμ.) το περιέχω σε αφθονία: Τα χέρια σου γέμισαν μπογιές. Η Αθήνα έχει γεμίσει αυτοκίνητα. γέμισμα το: το να γεμίζει κανείς κτ. γέμιση η: ό,τι γεμίζει κτ. γεμιστός -ή -ό. γεμιστά τα: είδος φαγητού με λαχανικά (ντομάτες, πιπεριές, κολοκυθάκια κτλ.) γεμισμένα με ρύζι ή με κιμά.

γενεά η: [επίσ.] γενιά, κυρ. στις εκφρ.: το χάσμα των γενεών: διαφορά αντιλήψεων μεταξύ διαδοχικών γενιών. περνάω κπ γενεές δεκατέσσερις: βρίζω. glass σχ. γέννα.

γενεαλογία η: καταγραφή της χρονικής διαδοχής των γενεών. γενεαλογικός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη γενεαλογία: ~ δέντρο: διάγραμμα που απεικονίζει τη γενεαλογική σειρά ενός προσώπου ή μιας οικογένειας.

γενέθλια τα: η επέτειος της γέννησης κπ: Γιορτάζω /έχω ~. γενέθλιος -α -ο: αυτός που σχετίζεται με τη γέννηση κπ: ~ πόληglass σχ. γέννα.

γενειάδα η: πυκνό και μακρύ τρίχωμα στα μάγουλα και το πιγούνι ανδρών.

γένεση η: 1 δημιουργία πνευματικού, ιστορικού, κοινωνικού κτλ. φαινομένου: H ~ του Σύμπαντος δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί χρονικά. 2 ΒΙΟΛ η δημιουργία οργανισμών από ανόργανη και οργανική ύλη. 3 Γένεση η: ΕΚΚΛ το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου.  glass σχ. γέννα. γενετική η: ΒΙΟΛ επιστημονικός κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φαινόμενα και τους νόμους της κληρονομικότητας των οργανισμών. γενετικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στη γένεση, στην προέλευση των όντων. 2 ΒΙΟΛ αυτός που αναφέρεται στη γενετική: ~ κώδικας /~ υλικό. γενετικά (επίρρ.). γενετιστής ο, -ίστρια η: επιστήμονας που ασχολείται με τη γενετική.

γενέτειρα η: πόλη ή χωριό όπου γεννήθηκε κπ, η ιδιαίτερη πατρίδα του, καθώς και η χώρα του σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο: Η Αλεξάνδρεια ήταν η ~ του Καβάφη.

γένι το: συνήθ. πληθ. τρίχωμα που καλύπτει το πρόσωπο των ανδρών στα μάγουλα και στο πιγούνι: όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια: όποιος έχει αξιώματα ή προνόμια πρέπει να αναλαμβάνει και τις αντίστοιχες ευθύνες.

γενιά η: 1 σύνολο ανθρώπων με κοινή οικογενειακή καταγωγή=γένος: Καταγόταν από βασιλική ~. 2 άνθρωποι που έχουν την ίδια περίπου ηλικία: H δεύτερη ~ των μεταναστών θα έχει ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική κοινωνία. η ~ του Πολυτεχνείου. 3 καλλιτέχνες μιας συγκεκριμένης εποχής με κοινά χαρακτηριστικά στην τέχνη τους: η ~ του '30. 4 χρονικό διάστημα τριάντα περίπου χρόνων, κατά το οποίο μια γενιά διαδέχεται την επόμενη στην ενεργό δράση: Μετά από δύο γενιές, το κληρονομικό αυτό χαρακτηριστικό μπορεί να έχει χαθεί. 5 (μτφ.) στάδιο εξέλιξης πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: κινητά τηλέφωνα τρίτης ~glass σχ. γέννα.

γενικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με ή εφαρμόζεται σε ένα σύνολο πραγμάτων, προσώπων ή περιπτώσεων (ή στο μεγαλύτερο μέρος του)=συνολικός ειδικός, μερικός: Μετά τη δυσάρεστη είδηση, υπήρξε ~ αναστάτωση στην κοινή γνώμη. 2 αυτός που περιλαμβάνει όλα τα βασικά στοιχεία χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες: Το σχολείο σήμερα προσφέρει πάνω απ' όλα ~ παιδεία. 3 αυτός που καλύπτει τόσο ευρύ φάσμα, ώστε να είναι ασαφής=αόριστος συγκεκριμένος, ακριβής: Έδωσε πολύ ~ απαντήσεις. γενικά & -ώς (επίρρ.). γενικότητα η: 1 η ιδιότητα του γενικού. 2 πληθ. ασαφή λόγια. γενικεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) επεκτείνω σε ευρύτερο σύνολο κάτι που εφαρμόζεται ή ισχύει σε ορισμένες περιπτώσεις εξειδικεύω: Μη γενικεύεις και τον απορρίπτεις από μια άστοχη ενέργεια. γενίκευση η: το να γενικεύει κπ. γενικευτικός -ή -ό: αυτός που γενικεύει. γενικευτικά (επίρρ.).

γέννα η: η διαδικασία με την οποία έρχεται στον κόσμο ένας νέος οργανισμός=τοκετός: Δεν είχε εύκολη ~, αλλά όλα πήγαν καλά. γεννώ &-άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 α. (& με παράλ. αντικ., για τη γυναίκα και τα θηλυκά θηλαστικά ζώα) φέρνω στον κόσμο, στη ζωή έναν νέο οργανισμό: Η φίλη μας γέννησε δίδυμα. Ο πατέρας μουγεννήθηκε το 1960. β. (για πουλιά και ψάρια) κάνω αυγά. 2 (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: H ομιλία του μου γέννησε πολλές απορίες. 3παθ. είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιάθεση για κτ που το κάνω πολύ καλά: Είναι γεννημένος μουσικός. γέννηση η. γεννητούρια τα: [οικ.] γέννα, τοκετός. γέννημα το: 1 ό,τι γεννιέται, προέρχεται ή έχει δημιουργηθεί από κπ ή κτ: Δεν είναι αλήθεια, όσα λέει είναι γεννήματα της φαντασίας του.=δημιούργημα. ~θρέμμα: χαρακτηρισμός για κπ που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε συγκεκριμένο τόπο ή περιβάλλον: Είναι ~ Πειραιώτης. 2 αποτέλεσμα=προϊόν: Η νεανική βία είναι ~ της κρίσης αξιών στην εποχή μας. 3 συνήθ. πληθ. [λαϊκ.] το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά.

Προσοχή στις ορθογραφικές διαφορές: γεννώ, γέννα, γέννηση, αλλά γενιά, γενεά, γένεση, γενέθλια.

γενναιόδωρος -η -ο: αυτός που προσφέρει ή προσφέρεται σε αφθονία: Ήταν ~ άνθρωπος, πάντα προσέφερε σε όλους.=ανοιχτοχέρης. τσιγγούνης. Έκανε μια ~ δωρεά για την ίδρυση του ορφανοτροφείου. γενναιόδωρα (επίρρ.). γενναιοδωρία η.

γενναίος -α -ο: 1 αυτός που τον χαρακτηρίζει το θάρρος, που δε φοβάται τον κίνδυνο=θαρραλέος, ανδρείος δειλός: Διάλεξε τους πιο ~ στρατιώτες για τη νυχτερινή περιπολία. 2 αυτός που απαιτεί γενναιότητα: Χρειάζονται ~ μέτρα για να αντιμετωπιστεί η διαφθορά. 3 αυτός που παρέχεται με αφθονία, σε μεγάλη ποσότητα: Μου σέρβιρε μια ~ μερίδα φαγητό. γενναία (επίρρ.). γενναιότητα η.

γεννήτρια η: μηχανή η οποία παράγει ηλεκτρικό ρεύμα με τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική.

γενοκτονία η: σχεδιασμένη εξόντωση ανθρώπων που ανήκουν στο ίδιο έθνος, στην ίδια θρησκεία ή φυλή: Καταδίκασε τις εθνικές εκκαθαρίσεις και τη ~ των Κούρδων.

γένος το: 1 α. ΒΙΟΛ ΒΟΤ κατηγορία ταξινόμησης των ζωντανών οργανισμών που περιλαμβάνει συγγενή είδη, με κοινά χαρακτηριστικά, υποδιαίρεση της οικογένειας. β. ΦΙΛΟΣ γενική έννοια που περιλαμβάνει ειδικότερες έννοιες: Το ~ «κτίριο» περιλαμβάνει τις έννοιες «σπίτι», «εκκλησία» κτλ. εν γένει: γενικά, συνολικά: Η στάση του και η ~ συμπεριφορά του ήταν φιλική. 2 α. ΓΡΑΜΜ μορφολογική κατάταξη των ονομάτων μιας γλώσσας: αρσενικό / θηλυκό / ουδέτερο / γραμματικό ~. β. διάκριση φύλου ανδρών και γυναικών: φυσικό /αρσενικό /θηλυκό ~. 3 α. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή: το ~ των Λαβδακιδών.=γενιά, καταγωγή. β. η οικογένεια από την οποία κατάγεται κπ, καθώς και το επώνυμο της πατρικής οικογένειας παντρεμένης γυναίκας: Άννα Κοκκίνη, το ~ Αναστόπουλου. Καταγόταν από βασιλικό ~. γ. (επέκτ.) φυλή, έθνος: Οι αγώνες του ελληνικού ~ συγκίνησαν τους φιλέλληνες. το ανθρώπινο ~.

γερνώ & -άω αόρ. γέρασα, μππ. γερασμένος: 1 (αμτβ.) α. μεγαλώνω σε ηλικία: Δεν αντέχει πλέον σε τόσες κακουχίες, γιατί έχει γεράσει. β. με τα χρόνια εμφανίζω σημάδια εξάντλησης ή συντηρητισμού: γερασμένο σώμα. γερασμένες απόψεις. 2 (μτβ.) κάνω κπ να φαίνεται γέρος. γεράματα & γηρατειά τα: προχωρημένη ηλικία και η αντίστοιχη περίοδος: Έφτασε σε βαθιά ~. γέρος ο, γριά η: 1 πρόσωπο προχωρημένης ηλικίας=ηλικιωμένος. 2 [οικ.] (+ κτητ. αντων.) α. οι γονείς κπ: Οι γέροι μου δεν είναι καλά στην υγεία τους. β. ηλικιωμένος σύζυγος: Όταν έχασε τον ~ της, αρρώστησε. γέροντας ο, γερόντισσα η: 1 ηλικιωμένος άνθρωπος. 2 μοναχός. γεροντάκι το: ηλικιωμένος άνδρας. γεροντικός -ή -ό.

γέρνω αόρ. έγειρα, μππ. γερμένος: 1 (μτβ.) κάνω κτ να πάρει πλάγια θέση, κλίση προς τα κάτω ή τα πλάγια: Μπορείς να γείρεις το βαρέλι, για να αδειάσουμε το υπόλοιπο κρασί;2 (αμτβ.) παρουσιάζω κλίση: Το πλοίο έγειρε από τη μια πλευρά. 3 (αμτβ.) σκύβω: Έγειρε από το μπαλκόνι και κόντεψε να πέσει. 4 (μτφ., αμτβ., για ουράνια σώματα) πηγαίνω να δύσω: Ο ήλιος έγειρε.

γερός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που σωματικά είναι σε καλή κατάσταση=υγιής: Tι κάνεις; ~, δυνατός; 2 αυτός που είναι ανθεκτικός, στέρεος: Το παλιό σπίτι έχει γερά θεμέλια.=στερεός, ασφαλής. 3 α. (μτφ.) αυτός που είναι πολύ ικανός σε κτ: Είναι ~ στα μαθηματικά. β. αυτός που γίνεται με ένταση: Μουσκέψαμε, γιατί μας έπιασε ~ βροχή.=σφοδρός, έντονος. γερά (επίρρ.).

γεύμα το: 1 τροφή που καταναλώνει κπ σε συγκεκριμένη ώρα της ημέρας: Καλό είναι να παίρνετε πέντε μικρά γεύματα την ημέρα. 2α. η διαδικασία και ο χρόνος παράθεσης ενός γεύματος: Θα ακολουθήσει ~ μετά το συνέδριο. β. το μεσημεριανό φαγητό, κυρίως σε επίσημη συνάντηση: Ο Πρωθυπουργός θα παραθέσει ~ στους Ευρωπαίους ηγέτες. glass σχ. γεύομαι. γευματίζω (αμτβ.).

γεύομαι: (μτβ.) 1 δοκιμάζω φαγητό ή ποτό βάζοντας στο στόμα μου μικρή ποσότητα. 2 (μτφ.) αισθάνομαι, νιώθω, αποκτώ για πρώτη φορά μια εμπειρία: Γεύτηκε τις χαρές της ζωής κοντά στη φύση.=γνωρίζω. γεύση η: 1 μία από τις πέντε αισθήσεις, η οποία εντοπίζεται στη γλώσσα και το στόμα. 2 α. το αίσθημα από την επαφή διάφορων τροφών με τη γλώσσα και το στόμα: Αγόρασα τσίχλες με ~ φράουλας. β. ωραία γεύση, νοστιμιά. 3 (μτφ.) το αίσθημα ή η εντύπωση που προκύπτει από εμπειρία: Με την είσοδό μας στην Αθήνα, πήραμε μια πρώτη ~ του τι σημαίνει κυκλοφοριακό χάος. γευστικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στην αίσθηση ή το αίσθημα της γεύσης. 2 αυτός που έχει ωραία γεύση=νόστιμος. γευστικά & -ώς (επίρρ.).

Από το AE ρ. γεύομαι «δοκιμάζω» (μέλλ. γεύσομαι). Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα γεύμα, γούστο, γευσιγνώστης κτλ.

γέφυρα η: 1 κατασκευή που συνδέει τις δύο πλευρές ποταμού, χαράδρας, διώρυγας ή ανισόπεδης διάβασης, επιτρέποντας τη διέλευση ανθρώπων, ζώων και οχημάτων. 2 ΙΑΤΡ μεταλλικός σύνδεσμος ανάμεσα σε δύο μη συνεχόμενα δόντια. 3 (μτφ.) μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται επικοινωνία και επαφή: Η επίσκεψή του αποτέλεσε ~ επικοινωνίας. 4 τμήμα από όπου γίνεται η διακυβέρνησή του πλοίου. γεφύρι το: μικρή γέφυρα. γεφυρώνω (μτβ.): 1 συνδέω με γέφυρα. 2 (μτφ.) συμφιλιώνω αντικρουόμενα μέρη, εξαλείφω διαφορές ή αντιθέσεις: Προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα . γεφύρωμα το.

γεωγραφία η: επιστήμη που μελετά τη γη και την τοπογραφία της, καθώς και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. γεωγράφος ο, η. γεωγραφικός -ή -ό. γεωγραφικά & -ώς (επίρρ.).

γεωλογία η: επιστήμη που μελετά τη δομή και την εξέλιξη του φλοιού της γης, καθώς και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. γεωλόγος ο, η. γεωλογικός -ή -ό. γεωλογικά & -ώς (επίρρ.).

γεωμετρία η: 1 ΜΑΘ κλάδος των μαθηματικών που μελετά τον χώρο και καταμετρά την επιφάνεια και τον όγκο των σωμάτων. 2 το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. γεωμέτρης ο, η. γεωμετρικός -ή -ό. γεωμετρικά & -ώς (επίρρ.).

γεωργία η: κλάδος της παραγωγής που αφορά τη συστηματική καλλιέργεια της γης με σκοπό την παραγωγή αγαθών: Oι κάτοικοι στην περιοχή ασχολούνται με τη ~. γεωργός ο=αγρότης. γεωργικός -ή -ό=αγροτικός. glass σχ. γη.

γεώτρηση η: άνοιγμα στο έδαφος βαθιάς τρύπας, με σκοπό την έρευνα του υπεδάφους, την αναζήτηση νερού ή πετρελαίου κτλ.

γη η: 1 ΑΣΤΡΟΝ πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, τρίτος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο, όπου κατοικούμε. 2 η επιφάνεια πάνω στην οποία ζουμε και κινούμαστε.=έδαφος. 3 καλλιεργήσιμη έκταση: Όλη αυτή η ~ καλλιεργείται με σύγχρονα μηχανήματα. 4 τόπος, χώρα, περιοχή: Υπερασπίστηκαν τη ~ των προγόνων τους. γήινος -η -ο.

Από το ΑΕ ουσ. γαῖα < αrα «ζωογόνος γη, πατρίδα». Χρησιμοποιείται στη σύνθεση ως α΄ συνθ. σε λ. όπως γηγενής, γήπεδο, και με το θ. γεω- σε λ. όπως γεωλόγος, γεωργός. Επίσης, ως β΄ συνθ., συνήθ. με πρόθ., σχηματίζει λ. όπως έγγειος, επίγειος, υπόγειος, υπέργειος. Από τη ρίζα γαιο- σχηματίζονται τα γαιοκτησία, γαιοκτήμονας κτλ.

γηγενής -ής -ές: αυτός που κατοικεί στον τόπο που γεννήθηκε=αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος. glass  σχ. αγενής & γη.

γήπεδο το: 1 χώρος ειδικά διαμορφωμένος, με κερκίδες και ειδικές εγκαταστάσεις, για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων: ανοικτό / κλειστό ~. 2 (συνεκδ.) οι θεατές που παρακολουθούν αγώνα: Όλο το ~ τους αποθέωνε. γηπεδούχος ο, η: ομάδα που αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο.  glass σχ. γη, έχω & επίπεδος.

γηραιός -ά -ό: [επίσ.] γέρος: γηραιά κυρία. Γηραιά Ήπειρος: η Ευρώπη. Γηραιά Αλβιόνα / Αλβιών: η Μεγάλη Βρετανία. γήρανση η.

γηροκομείο το: ίδρυμα στο οποίο παρέχεται φροντίδα σε ηλικιωμένους. γηροκομώ: (μτβ.) φροντίζω ηλικιωμένο: Γηροκόμησε τη μητέρα της, μέχρι που πέθανε σε βαθιά γεράματα.

για1 & (πριν από το α) γι' (πρόθ.): δηλώνει 1 (+ αιτ.) α. σκοπό γεγονότος, κατάστασης κτλ.: Βγήκαμε έξω ~ φαγητό. β. την αιτία που προκάλεσε κτ: Πήρε κλήση ~ παράνομη στάθμευση. γ. την απόσταση ή το χρονικό διάστημα που διαρκεί κτ: ~ πολύ καιρό δε μας μιλούσε. δ. χάρη, ωφέλεια σε κπ ή κτ: Έφτιαξα κέικ ~ τα παιδιά. ε. αναφορά σε κπ ή κτ: Πάλι ~ ποδόσφαιρο μιλούν. στ. αντικατάσταση προσώπου ή πράγματος από κπ ή κτ άλλο: Πήγε ο Γιάννης ~ σένα. ζ. αντίτιμο, αξία πράγματος: Αγόρασε το σπίτι ~ ένα κομμάτι ψωμί. 2 (+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο στον οποίο κατευθυνόμαστε: Πώς πάνε ~ την πλατεία; 3 (+ πτώση του όρου που προσδιορίζει) α. εντύπωση, άποψη για κπ ή κτ: Περνιέται ~ έξυπνος. Μοιάζει ~ ψεύτικο.=σαν. Την είχαν ~ νεκρή. β. καταλληλότητα προσώπου: Δεν κάνει ~ τραγουδιστής. Δεν τον θέλει ~ άντρα της.

Από την ΑΕ πρόθ. διά.

για2 (μόρ.): δηλώνει 1 προτροπή: ~ έλα εδώ! ~ να δω κι εγώ τι γίνεται εδώ! 2 απειλή, δυσαρέσκεια, ειρωνεία, έκπληξη κτλ.: ~ δες που θα μας πεις κι εσύ τι να κάνουμε! ~ μάζεψε λίγο τα παιδιά σου!

Από το ΑΕ επιφ. εἶα «μπρος! έλα!».

για να (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 σκοπό ενέργειας, κατάστασης, γεγονότος κτλ.: Έφυγα ~ μην τσακωθούμε. Και τι δεν έκανε ~ πετύχει στην καριέρα του! 2 αποτέλεσμα ενέργειας, κατάστασης κτλ.=ώστε να: Είναι υπερβολικά σύντομα η προθεσμία ~ προλάβουμε να κάνουμε κάτι. 3 αιτία για κτ: ~ γυρίσει τόσο σύντομα από τη βόλτα, κάτι κακό θα συνέβη. 4 γεγονός που συμβαίνει μετά από άλλο γεγονός=ώσπου να, μέχρι να: Χρειάστηκε πολύς καιρός ~ καταλάβει το λάθος του.

γιαλός ο: το κομμάτι της θάλασσας που εκτείνεται κατά μήκος της ξηράς: Ένα μικρό ιστιοφόρο αρμένιζε στον ~. γιαλό-γιαλό: κατά μήκος της ακτής.

γιατί1 (επίρρ.): εισάγει ερώτηση σχετικά με την αιτία ή τον σκοπό για κτ: ~ δε διάβασες; ~ ήρθες εδώ; Με ρώτησε ~ δεν πήγα στο σχολείο.

γιατί2 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει την αιτία για κτ=επειδή, [επίσ.] διότι: Δε διάβασα, ~ ήμουν άρρωστη. γιατί το: αιτία, λόγος που συμβαίνει κτ: Έψαχνε να μάθει το ~ και το πώς της ξαφνικής του φυγής.

γιατρός ο, η & [λαϊκ.] γιατρίνα & [λαϊκ.] γιάτρισσα η: 1 πρόσωπο που έχει σπουδάσει ιατρική και έχει τα προσόντα και την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος: νοσοκομειακός /στρατιωτικός /αγροτικός ~. 2 (μτφ.) ό,τι καταπραΰνει, ανακουφίζει, θεραπεύει: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος ~. 3 θηλ. γιατρίνα: γυναίκα γιατρός και (σπάν.) γυναίκα γιατρού. γιάτρισσα: κυρίως γυναίκα γιατρός ή γυναίκα που θεραπεύει με εμπειρικές μεθόδους. γιατρεύω (μτβ.). γιατρικό το. γιατρειά η.

γίγαντας & γίγας ο: 1 α. άνθρωπος του οποίου οι διαστάσεις και το ύψος ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο όρο νάνος. β. (μτφ.) κπ που έχει μεγάλη δύναμη ή ισχύ και εξαιρετικές επιδόσεις: H Κίνα είναι ο μελλοντικός βιομηχανικός ~. 2 Γίγαντας ο: ΜΥΘΟΛ καθένας από τους γιους του Oυρανού και της Γης, μυθικά όντα με ανθρώπινη μορφή αλλά και υπερφυσικές διαστάσεις και τρομερές δυνάμεις: μάχη θεών και Γιγάντων. 3 πληθ. είδος μεγάλων φασολιών. γιγάντιος -α -ο: αυτός που είναι πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης. γιγαντώνω -ομαι (μτβ.). γιγαντιαίος -α -ο. γιγαντισμός ο.

γίνομαι αόρ. έγινα & [οικ., σπάν.] γίνηκα: (αμτβ.) 1 αποκτώ κπ ιδιότητα: Έγινε βουλευτής. Έγινε επιθετικός απέναντί μου. 2 (για πρόσ.) δημιουργούμαι: O μεγάλος ποδοσφαιριστής γεννιέται, δε ~. 3 είμαι έτοιμος για κατανάλωση: Oι μπανάνες δεν έγιναν ακόμα. 4 για να δηλωθεί η συμπλήρωση ενός ορισμένου ποσού ή αριθμού: Mε τον καινούριο μαθητή στην τάξη γίναμε τριάντα. 5 (για πράξεις, ενέργειες, καταστάσεις κτλ.) λαμβάνω χώρα, συμβαίνω, πραγματοποιούμαι: Θα γίνει διάλογος για την παιδεία. γίνεται το δικό μου: γίνεται αυτό που θέλω εγώ. ό,τι έγινε έγινε: για αποδοχή μιας άσχημης κατάστασης που δεν μπορεί να αλλάξει. ό,τι και να γίνει: οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση. έγινε!: [οικ.] ως υπόσχεση για την πραγματοποίηση διαταγής. 6 παράγομαι ή προέρχομαι από κτ άλλο: Το ποτό αυτό ~ από καρύδα. γίνεται: απρόσ. είναι δυνατόν: ~ να είναι τόσο ανόητος; πώς γίνεται /έγινε και…; : για να εκφράσουμε απορία: Πώς έγινε και τελικά όλοι οι υποψήφιοι απέτυχαν; γινωμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): (για καρπούς) αυτός που έχει γίνει (σημ. 3)=ώριμος άγουρος. γίνωμα το.

γινόμενο το: ΜΑΘ το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού.

γιορτή η:=[επίσ.] εορτή 1 κοινωνική εκδήλωση που γίνεται με την ευκαιρία ή σε ανάμνηση γεγονότος, προς τιμήν προσώπου κτλ.: ονομαστική ~. 2 συγκεκριμένη ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη κπ αγίου: η ~ του Αγ. Νικολάου. 3 πληθ. το διάστημα των Χριστουγέννων κυρίως ή του Πάσχα: Τι θα κάνετε τιςγιορτές; γιορτάζω (μτβ. & με παράλ. αντικ.)=[επίσ.] εορτάζω. γιορτινός -ή -ό=[επίσ.] εορτινός. γιορτινά τα: καλά ρούχα που φοράει κπ σε γιορτές.

γιος ο: 1 αρσενικό παιδί κπ=αγόρι κόρη, κορίτσι. 2 [οικ.] πολύ νεαρός άντρας=νεαρός: Έλα, ~ μου, να με βοηθήσεις, νά 'χεις την ευχή μου!

γκάζι το: 1 εύφλεκτο αέριο που χρησιμοποιείται για φωτισμό, θέρμανση ή κίνηση: Διάβαζε ως αργά με το φως μιας λάμπας γκαζιού. 2 πεντάλ μηχανοκίνητου οχήματος, με το πάτημα του οποίου αυξάνεται η ταχύτητά του: Πάτα ~ να προλάβουμε! 3 συνήθ. πληθ. (μτφ.) μεγάλη ταχύτητα: Έφυγε με τέρμα τα γκάζια.

γκέτο το άκλ.: 1 ΙΣΤΟΡ απομονωμένη συνοικία ευρωπαϊκών πόλεων, όπου ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν οι Eβραίοι. 2 (μτφ.) υποβαθμισμένη περιοχή, στην οποία ζει μια μειονότητα ανθρώπων απομονωμένη από τον υπόλοιπο πληθυσμό: Στα ~ των μαύρων στη Νέα Υόρκη η βία είναι συχνό φαινόμενο. γκετοποιώ (μτβ.). γκετοποίηση η.

Από το όνομα ενός μικρού νησιού έξω από τη Βενετία, όπου υποχρεώθηκαν το 1516 να διαμένουν απομονωμένοι οι Εβραίοι.

γκρεμός ο: πολύ απότομη κλίση του εδάφους, συνήθως βραχώδης. γκρεμίζω -ομαι: (μτβ.) 1 (για οικοδομήματα) μετατρέπω σε ερείπια=κατεδαφίζω: Γκρέμισαν το παλιό σπίτι για να χτίσουν καινούριο. 2 ρίχνω από μεγάλο ύψος: Τον έσπρωξε και τον γκρέμισε στα βράχια. 3 (μτφ.) καταστρέφω: Μετά το τέλος αυτής της σχέσης, ένιωσε να γκρεμίζονται ταόνειρά της. γκρέμισμα το.

γκρίζος -α -ο: 1 αυτός που έχει γκρίζο χρώμα: Γέρασε και τα μαλλιά του έγιναν ~. 2 (μτφ.) θλιβερός: Του φαίνονται όλα ~. γκρίζο το: το χρώμα που προκύπτει όταν ανακατέψουμε άσπρο και μαύρο. γκριζάρω: (αμτβ.) αποκτώ γκρίζα μαλλιά.

γκριμάτσα η: στιγμιαία παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου με σύσπαση των μυών=μορφασμός.

γκρίνια η: λεκτική εκδήλωση δυσφορίας, συνήθως χωρίς λόγο=μουρμούρα, μεμψιμοιρία: Άρχισε την ~, μόλις άκουσε ποιες δουλειές έπρεπε να κάνει. γκρινιάζω (αμτβ.). γκρινιάρης -α -ικο.

γλαρός -ή -ό: αυτός που δείχνει ονειροπόλος: Με κοιτούσε με τα ~ της μάτια /το βλέμμα ~. γλαρώνω: (αμτβ.) με πιάνει υπνηλία.

γλάρος ο: πουλί που ζει κοντά στη θάλασσα.

γλαφυρός -ή -ό: (για ύφος, κείμενο, ομιλία κτλ.) αυτός που παρουσιάζει, περιγράφει κτ με ζωντάνια=παραστατικός. γλαφυρά (επίρρ.). γλαφυρότητα η.

γλείφω -ομαι: (μτβ.) 1 σύρω τη γλώσσα μου σε επιφάνεια: ~ το κουτάλι του γλυκού. 2 (μτφ.) πλησιάζω και ακουμπώ ελαφρά: Στο εξοχικόμας το κύμα ~ την αυλή μας. 3 [οικ.] κολακεύω, συμπεριφέρομαι δουλικά για να πετύχω κτ: ~ τον καθηγητή, για να πάρει βαθμό. γλείψιμο το. γλείφτης ο -τρα η=κόλακας.

Προσοχή: να μη συγχέεται με το AE ρ. γλύφω «χαράσσω, λαξεύω», με το οποίο συνδέονται τα γλύπτης, γλυπτικός κτλ.

γλέντι το=διασκέδαση, γιορτή. γλεντώ & -άω: (αμτβ. & μτβ.) διασκεδάζω με τραγούδια, χορό και φαγοπότι: Στον γάμο του γλεντούσαμε τρεις μέρες.=ξεφαντώνω, διασκεδάζω. Γλεντάμε την εισαγωγή μου στο Πανεπιστήμιο! γλεντζές ο, γλεντζού η.

γλιστρώ & -άω: (αμτβ.) 1 α. μετακινούμαι επάνω σε λεία επιφάνεια με συνεχή και αθόρυβη κίνηση: Η βάρκα γλιστρούσε στα ήρεμα νερά. β. μετακινούμαι, περπατώ σιγά-σιγά: Άνοιξε την πόρτα αθόρυβα και γλίστρησε έξω από το δωμάτιο. 2 (για επιφάνεια) είμαι λείος, με αποτέλεσμα να γλιστρά εύκολα κπ ή κτ πάνω μου: Πρόσεχε, μόλις σφουγγάρισα το πάτωμα και γλιστράει! 3 χάνω την ισορροπία μου σε γλιστερό έδαφος και πέφτω: Γλίστρησα κι έπεσα. 4 (μτφ.) καταφέρνω να ξεφύγω με ευκολία=ξεγλιστρώ: Γλίστρησε μέσα από τα γραφεία της ασφάλειας. γλίστρημα το. γλιστερός -ή -ό. γλίστρα η: πτώση από γλίστρημα.

γλιτώνω: 1 (μτβ.) βοηθώ κπ να αποφύγει κτ δυσάρεστο ή επικίνδυνο=σώζω: Τον γλίτωσε από βέβαιο πνιγμό. 2 (μτβ.) ξεφεύγω από κτ που φαινόταν αναμενόμενο: Αυτή τη φορά το γλίτωσες το ξύλο, αλλά, αν το ξανακάνεις, θα τις φας!=αποφεύγω. 3 (αμτβ.) διαφεύγω κίνδυνο, διασώζομαι: Το ατύχημα ήταν φοβερό, αλλά ο Γιάννης γλίτωσε με λίγα κατάγματα. 4 (μτβ.) εξοικονομώ, κερδίζω: ~ χρόνο/χρήματα. Πήγα από μία παράκαμψη και γλίτωσα πολύ δρόμο. γλιτωμός ο.

γλοιώδης -ης -ες: 1 αυτός που καλύπτεται από παχύρρευστη και κολλώδη ουσία και προκαλεί αηδία όταν τον ακουμπάμε. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που είναι ύπουλος, χυδαίος και αναξιοπρεπής. glass  σχ. αγενής.

Από το ελνστ. γλοιώδης «με λιπαρό κατακάθι».

γλυκός -ιά -ό γλυκύτερος, γλυκύτατος: 1 αυτός που έχει τη γεύση της ζάχαρης ή που δεν είναι αλμυρός, ξινός ή πικρός. 2 (μτφ.) αυτός που είναι ευχάριστος, γαλήνιος, ήρεμος: Πήρε έναν ~ ύπνο. 3 (για πρόσ.) αυτός που είναι συμπαθητικός, χαριτωμένος. γλυκά (επίρρ.). γλυκαίνω -ομαι: 1 (μτβ.) δίνω σε κτ γλυκιά γεύση. 2 (μτφ., μτβ.) ανακουφίζω σωματικό ή ψυχικό πόνο=απαλύνω: Tου έβαλε στις πληγές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. 3 συνήθ. παθ. (μτβ.) προσφέρω απόλαυση σε κπ με σκοπό να τον καταφέρω να κάνει κτ που δεν πρέπει να κάνει (παράνομο, ανήθικο κτλ.): Γλυκάθηκε από τα κέρδη. 4 (αμτβ.) γίνομαι ήπιος, μαλακός, ήρεμος: Ο καιρός γλύκανε. γλύκα η: 1 η ιδιότητα και η αίσθηση του γλυκού, η γλυκιά γεύση=γλυκύτητα πίκρα. 2 (μτφ.) σωματική και ψυχική ευχαρίστηση, απόλαυση, ηδονή: Δε χάρηκε τη ~ του έρωτα. 3 απαλότητα, τρυφερότητα, γαλήνη: Έχει μια ~ στο πρόσωπο. 4 πληθ. καλοπιάσματα, τρυφερότητες: Μου έκανε γλύκες. γλυκό το: γλυκό τρόφιμο. γλύκισμα το=γλυκό.

γλύπτης ο, γλύπτρια η: καλλιτέχνης που δημιουργεί έργα τέχνης δουλεύοντας την πέτρα, το μάρμαρο, το μέταλλο κτλ. γλυπτικός -ή -ό. γλυπτική η. γλυπτός -ή -ό. γλυπτό το. glass σχ. γλείφω.

Από το AE ρ. γλύφω «χαράσσω, λαξεύω».

γλώσσα1 η: 1 ΑΝΑΤ όργανο στη στοματική κοιλότητα. 2 οτιδήποτε έχει το σχήμα της γλώσσας: Πύρινες ~ κατέτρωγαν τα πάντα στο πέρασμά τους. 3 σύστημα επικοινωνίας: νοηματική ~ /η ~ της μουσικής /της τέχνης. 4 (ειδικ.) ο ανθρώπινος κώδικας επικοινωνίας που αποτελείται από ήχους και σύμβολα: ελληνική / αγγλική / μητρική / δεύτερη / ξένη ~. 5 ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζει άτομα ή ομάδες ατόμων: η ~ του Παλαμά /της πολιτικής. 6 (γενικότ.) τρόπος έκφρασης: Μας απάντησε με χυδαία ~. βγάζω ~: αυθαδιάζω. 7 ΠΛΗΡΟΦ σύστημα συμβόλων και κανόνων για τη μεταβίβαση εντολών σε υπολογιστή: ~ προγραμματισμού. γλωσσικός -ή -ό. γλωσσικά (επίρρ.).

γλώσσα2 η: είδος ψαριού.

γλωσσολογία η: επιστήμη που μελετά τη γλώσσα. γλωσσολογικός -ή -ό. γλωσσολογικά (επίρρ.). γλωσσολόγος ο, η.

γνέφω αόρ. έγνεψα: (μτβ.) κάνω νόημα σε κπ με ελαφριά κίνηση του κεφαλιού, των χεριών ή των ματιών=[επίσ.] νεύω: Μας έγνεψε να >πάμε κοντά του. γνέψιμο το.

γνήσιος -α -ο: 1 αυτός που είναι ό,τι φαίνεται, δεν είναι ψευτικός, πλαστός: ζώνη από ~ δέρμα. 2 αυτός που δεν έχει νοθευτεί: ~ τοπικά προϊόντα. 3 (για πρόσ. και συναισθήματα) αυτός που είναι πραγματικός, αληθινός, δεν προσποιείται: Παρότι γεννήθηκε στην Αγγλία, παραμένει ~ Έλληνας. Ένιωσα ~ χαρά βλέποντάς τον. γνήσια (επίρρ.). γνησιότητα η.

γνώμη η: ό,τι πιστεύει κπ για ένα θέμα, ό,τι θεωρεί ότι είναι σωστό=άποψη, θέση, στάση, εκτίμηση: Έχω τη ~ ότι οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν. κοινή ~: οι απόψεις που αποδέχεται ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας και (συνεκδ.) η πλειοψηφία της κοινωνίας, ο κόσμος. glass  σχ. γνώση. γνωματεύω (μτβ.). γνωμάτευση η: γνωμοδότηση ειδικού για ορισμένο θέμα.

γνωμικό το: περιεκτική φράση, απόσταγμα της λαϊκής σοφίας, που εκφράζει μια γενική αλήθεια=απόφθεγμα, ρητό.

γνωμοδότηση η: διατύπωση επίσημης γνώμης ύστερα από μελέτη=γνωμάτευση: Ζητήθηκε η ~ του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης για το θέμα. γνωμοδοτώ (αμτβ.). γνωμοδοτικός -ή -ό.

γνωρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 έχω μάθει=ξέρω αγνοώ: ~ όλες τις λεπτομέρειες αυτής της υπόθεσης. 2 συναντώ κπ για πρώτη φορά και αναπτύσσω σχέσεις μαζί του: Τον γνώρισα πριν από δύο χρόνια σ' ένα ταξίδι. (& παθ., αμτβ.) Γνωρίστηκα με τον άντρα μου όταν ήμαστε στο πανεπιστήμιο. 3 αναγνωρίζω κπ ή κτ: Τον γνώρισε αμέσως, παρότι έλειπε χρόνια στο εξωτερικό. 4 αποκτώ εμπειρία, βιώνω: Γνώρισαν πολλές πίκρες και βάσανα στα χρόνια της Κατοχής. 5 συστήνω κπ σε κπ άλλον: Να σας γνωρίσω τη σύζυγό μου! 6 [επίσ.] παρέχω πληροφορίες για κτ=γνωστοποιώ: Σας ~ ότι δεν επιτρέπεται η λήψη φωτογραφιών. γνώρισμα το: στοιχείο ή ιδιότητα που χαρακτηρίζει κπ, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. γνωριμία η: το να γνωρίζει κανείς κπ και (συνεκδ.) το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει: Έκανα μια ενδιαφέρουσα ~. γνωστός -ή -ό: 1 αυτός τον οποίο γνωρίζουμε εμπειρικά ή μετά από μελέτη: Οι τακτικές εξαπάτησης στις διαφημίσεις είναι ~, αλλά όλοι πέφτουμε θύματά τους. Είναι ~ ότι οι δύο άνδρες είχαν αντιπαλότητα. 2 (για πρόσ.) άγνωστος α. αυτός τον οποίο γνωρίζει κπ, αλλά δεν είναι στενός του φίλος: Είμαστε απλοί ~: έχει τύχει να βρεθούμε δυο τρεις φορές σε κάποια πάρτι. β. αυτός τον οποίο γνωρίζουν πολλοί=διάσημος άσημος: Στο σκάνδαλο εμπλέκεται ~ μοντέλο. γνώριμος -η -ο: αυτός τον οποίο γνωρίζουμε καλά και αισθανόμαστε οικείο, φιλικό: ~ αίσθημα /φωνή.

γνώση η: 1 το να γνωρίζει κανείς κτ άγνοια: Έκανε την καταγγελία με ~ των συνεπειών που μπορεί να έχει. λαμβάνω ~: [επίσ.] πληροφορούμαι: Μόλις έλαβε ~ των γεγονότων, έσπευσε να βοηθήσει. εν γνώσει: γνωρίζω, είμαι ενήμερος για κτ εν αγνοία: Οι αλλαγές δεν ήταν ~ μας και μας ξάφνιασαν. 2 το σύνολο των εννοιών και πραγμάτων που ξέρει κπ: Έχει πολλές ~. Είναι αναγκαία η ~ ηλεκτρονικού υπολογιστή. γνώστης ο, -τρια η: πρόσωπο που γνωρίζει κτ σε βάθος. γνωστικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στη γνώση: ~ αντικείμενο / διαδικασία. 2 αυτός που τον χαρακτηρίζει σύνεση=συνετός, μυαλωμένος. γνωστικά (επίρρ., σημ. 2).

Από θέμα του AE ρ. γιγνώσκω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται επίσης τα γνώμη, γνώστης, γνωστικός, αλλά και τα παράγωγα και σύνθετα αυτών, όπως γνωμοδότηση, γνωστοποιώ, γευσιγνώστης, γευσιγνωσία κτλ.

γοητεύω -ομαι: (μτβ.) ασκώ μεγάλη έλξη=σαγηνεύω, θέλγω: Αυτή η κοπέλα μάς έχει γοητεύσει όλους. γοητεία η. γόης ο, γόησσα η: πρόσωπο που γοητεύει. γοητευτικός -ή -ό. γοητευτικά (επίρρ.). γόητρο το: φήμη, κύρος και η γενική εκτίμηση προσώπου.

γόνατο το: ΑΝΑΤ άρθρωση μεταξύ μηρού και κνήμης που επιτρέπει το λύγισμα του ποδιού. γονατίζω: 1 (αμτβ.) λυγίζω το ένα ή και τα δύο πόδια έτσι, ώστε να ακουμπώ στο έδαφος με τα γόνατα: Γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. 2 (μτφ.) α. (αμτβ.) λυγίζω από το βάρος των δυσκολιών=καταβάλλομαι: Είχαν γονατίσει από την κούραση. β. (μτβ.) κάνω κπ να γονατίσει: Τα πολλά χρέη τον γονάτισαν. γονάτισμα το. γονατιστός -ή -ό.

γονίδιο το: ΒΙΟΛ η βασική μονάδα της γενετικής, αποτελεί μέρος του χρωμοσώματος και μεταδίδεται στον απόγονο, προσδιορίζοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του. γονιδιακός -ή -ό. γονιδίωμα το: το σύνολο των γονιδίων ενός οργανισμού.

γόνιμος -η -ο: 1 αυτός που είναι ικανός να γεννά ή να παράγει ή που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή: Αναπτύσσεται καλύτερα σε ~ εδάφη.=εύφορος άγονος. Είναι στη ~ περίοδο ακόμη, μπορεί να μείνει έγκυος. 2 (μτφ.) αυτός που είναι δημιουργικός ή αποτελεσματικός: Είχαμε μια ~ κουβέντα και λύσαμε το πρόβλημα. γόνιμα (επίρρ., σημ. 2). γονιμότητα η.

γουλιά η: μικρή ποσότητα υγρού που πίνει κανείς: Ήπια μια ~ νερό.

γουρλώνω: (μτβ.) ανοίγω διάπλατα τα μάτια με έκπληξη ή θυμό. γουρλωτός -ή -ό: για μάτια που είναι από φυσικού τους γουρλωμένα. γούρλωμα το.

γούστο το: 1 η αίσθηση του ωραίου που έχει κπ: Το καλό της ~ φαίνεται από τα όμορφα αντικείμενα που δωρίζει. 2 πληθ. προτιμήσεις: Έπαιζε μουσική για όλα τα γούστα. κάνω ~: διασκεδάζω με κπ ή κτ. έχει ~ να: για κτ που δεν επιθυμούμε να συμβεί, αλλά το θεωρούμε πιθανό: ~ μας κουβαλήσει και την αδερφή του!  glassσχ. γεύομαι. γουστόζος -α -ικο &γουστόζικος -η -ο: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από γούστο. 2 αυτός που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός. γουστόζικα (επίρρ.). γουστάρω: [οικ.] (μτβ.) 1 μου αρέσει κτ ή κπ: Δε ~ να μου λένε άλλοι τι να κάνω. 2 έλκομαι ερωτικά από κπ: ~ τη Μαρία.

γοφός ο: ΑΝΑΤ τμήμα του ανθρώπινου σώματος που περιλαμβάνει την άρθρωση της λεκάνης και του μηριαίου οστού=[επίσ.] ισχίο.

γραμματέας ο, η γεν. θηλ. γραμματέως: 1 υπάλληλος με αρμοδιότητα την οργάνωση και ομαλή λειτουργία ενός γραφείου: Εκτελεί χρέη γραμματέα. 2 ανώτατος αξιωματούχος οργανισμού ή κόμματος: Ο Γενικός ~ του ΟΗΕ. γραμματεία η: τμήμα οργανισμού που στελεχώνεται από γραμματείς, καθώς και τα στελέχη αυτού του τμήματος. γραμματειακός -ή -ό.

γραμματική η: ΓΛΩΣΣ σύνολο κανόνων που περιγράφουν την ορθή χρήση μιας γλώσσας. γραμματικός -ή -ό. γραμματικά (επίρρ.).

γραμμή η: 1 σύνολο διαδοχικών θέσεων ίχνους, λεπτό και μακρύ, που μοιάζει να δημιουργείται από ένα σημείο που κινείται: Τράβηξε μια ευθεία ~. Οι λεπτές ~ του προσώπου οφείλονται στην ηλικία.=ρυτίδα. 2 σύνολο προσώπων ή ομοειδών αντικειμένων παραταγμένων σε σειρά: Μπήκε στη ~ με τους άλλους. ~ παραγωγής. 3 τηλεφωνική σύνδεση: Η ~ είναι κατειλημμένη. 4 σύνδεση με μέσα μαζικής μεταφοράς, δρομολόγιο: ακτοπλοϊκές /αεροπορικές ~. 5 συνήθ. πληθ. ειδική διαδρομή πάνω στην οποία κινούνται τρένα=ράγα: σιδηροδρομική ~. 6 σε γραπτό κείμενο, χαρακτήρες και λέξεις τοποθετημένες σε μία σειρά=αράδα. 7 (μτφ.) τακτική ή οδηγία που ακολουθείται σε ένα θέμα: η υπερασπιστική ~ του δικηγόρου. Οι δηλώσεις του ξέφυγαν από τη ~ του κόμματος. γραμμικός -ή -ό: αυτός που γίνεται με γραμμές: ~ σχέδιο. γραμμικά (επίρρ.).

γραπώνω -ομαι: 1 (μτβ.) αρπάζω κπ ή κτ: Τον γράπωσε από τον λαιμό και δεν τον άφηνε να φύγει. 2 παθ. πιάνομαι δυνατά από κάπου: Γραπώθηκε από τα κάγκελα και έτσι σώθηκε από τον χείμαρρο. γράπωμα το.

γρατζουνώ & -άω -ιέμαι & -ίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω πληγή ή σημάδι σε κπ ή κτ με τα νύχια ή αιχμηρό αντικείμενο: Μου γρατζούνισαν το καινούριο μου αυτοκίνητο. Η γάτα τον γρατζούνισε στο μάγουλο. 2 [ειρων.] παίζω αδέξια μουσικό όργανο με χορδές: Γρατζουνάει την κιθάρα και νομίζει ότι παίζει μουσική. γρατζούνισμα το. γρατζουνιά η: πληγή ή σημάδι από νύχια ή αιχμηρό αντικείμενο.

γραφείο το: 1 έπιπλο που μοιάζει με τραπέζι και χρησιμοποιείται για μελέτη ή γράψιμο. 2 δωμάτιο ή σύνολο δωματίων στο οποίο εργάζεται κπ ή στο οποίο στεγάζεται μία εταιρεία: Πού βρίσκονται τα ~ της εταιρείας; 3 υπηρεσία ή οργανισμός: ~ ευρέσεως εργασίας.   σχ. γράφω. γραφειακός -ή -ό.

γραφειοκρατία η: 1 χρονοβόρες διαδικασίες της δημόσιας διοίκησης: Έμπλεξα με τη ~ και να δούμε πότε θα ξεμπερδέψω! 2 η διοίκηση του δημοσίου και οι σχετικές αρμόδιες υπηρεσίες.  glass  σχ. γράφω. γραφειοκρατικός -ή -ό. γραφειοκρατικά (επίρρ.).

γραφικός -ή -ό1: 1 (για τόπο) αυτός που είναι όμορφος και μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα: ~ ακρογιάλι /εκκλησάκι. 2 (για πρόσ.) αυτός που είναι παράξενος ή ιδιόρρυθμος: ένας τύπος ~, με περίεργη εμφάνιση. γραφικά (επίρρ.). γραφικότητα η.

γράφω -ομαι παθ. αόρ. γράφτηκα & (σπάν.) γράφηκα: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 αποτυπώνω τον λόγο ή τη σκέψη μου κυρίως πάνω σε χαρτί, χρησιμοποιώντας σύμβολα (γράμματα): Έμαθε να ~ από πολύ μικρή. Βλέπεις τι γράφει εκεί; ~/έχω γραμμένο κπ /κτ στα παλιά μου τα παπούτσια /κανονικά: περιφρονώ ή αδιαφορώ για κπ ή κτ. 2 αποτυπώνω ήχο ή εικόνα σε μηχάνημα: Σου έγραψα στο βίντεο την εκπομπή. 3 γράφω επιστολή=αλληλογραφώ: Γράφε μας μία φορά την εβδομάδα, να ξέρουμε ότι είσαι καλά. 4 συντάσσω επιστημονικό, λογοτεχνικό κτλ. έργο: ~ διηγήματα /την πτυχιακή του /στην τοπική εφημερίδα.=δημοσιογραφώ. 5 συνθέτω μουσική: ~ λαϊκά τραγούδια. 6 δηλώνω κπ σε κατάλογο=εγγράφω: Έγραψα το παιδί στα αγγλικά. 7 αφήνω περιουσιακό μου στοιχείο σε κπ με διαθήκη: Τους έγραψε από ένα διαμέρισμα. 8 (για τη μοίρα) ορίζω ως πεπρωμένο: Ήταν γραμμένο από τη μοίρα να συναντηθούμε. γράψιμο το. γραπτός -ή -ό: αυτός που διατυπώνεται με γράμματα προφορικός: ~ λόγος/εξέταση. γραπτό το: 1 γραπτή απάντηση εξεταζομένου σε διαγωνισμό ή εξέταση. 2 συνήθ. πληθ. το σύνολο των έργων ενός λογοτέχνη: Από τα ~ του σώθηκαν ελάχιστα. γραφτό &γραμμένο το: ό,τι έχει γράψει η μοίρα για κπ=πεπρωμένο, ριζικό: Ήταν της μοίρας μας ~. γραπτά & -ώς (επίρρ.). γράμμα το: 1 σύμβολο με το οποίο αναπαριστάνουμε τους φθόγγους μιας γλώσσας: Το ελληνικό αλφάβητο έχει 24 ~. κατά ~: με ακρίβεια=πιστά: Ακολουθούσε τις οδηγίες ~. 2 γραπτό μήνυμα που απευθύνεται σε κπ=[επίσ.] επιστολή: στέλνω /γράφω /παίρνω ~. 3 πληθ. α. μόρφωση: Μάθε, παιδί μου, ~! β. λογοτεχνία, καλλιεργημένος γραπτός λόγος: Ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών. γραφή η: 1 το να γράφει κπ κτ=γράψιμο: Ξέρει ~ και ανάγνωση. 2 σύστημα σημείων για τη γραπτή αποτύπωση του λόγου: ιερογλυφική ~. γραφικός2 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη γραφή ή το γράψιμο. ~ χαρακτήρας: ο ιδιαίτερος τρόπος που γράφει ο καθένας με το χέρι. ~ τέχνες: σύνολο καλλιτεχνικών, σχεδιαστικών και εκτυπωτικών μεθόδων.

Οι λ. γραπτός - γραπτό προέρχονται από θέμα του ρ. γράφω. Ο εναλλακτικός τ. γραφτός δεν είναι εύχρηστος, ενώ ο τ. γραφτό χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία.
Από το ρ. γράφω προέρχονται πολλές λέξεις, όπως γραφέας, γραφίστας, γραφομηχανή, γραφειοκρατία κτλ.

γρήγορος -η -ο: 1 αυτός που κινείται με μεγάλη ταχύτητα=ταχύς αργός. 2 αυτός που ενεργεί ή συμβαίνει αμέσως ή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: ~ απάντηση / εξέλιξη. γρήγορα (επίρρ.) αργά, σιγά. γρηγοράδα η. glass σχ. εγείρω.

γυαλί το: 1 διαφανές υλικό που σπάει εύκολα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή βάζων, ποτηριών κτλ.: γλυπτό από μέταλλο και ~. 2συνήθ. πληθ. κομμάτι σπασμένου αντικειμένου από γυαλί: Πρόσεξε τα γυαλιά, θα κοπείς! 3πληθ. κομμάτια από γυαλί που στερεώνονται σε ειδικό σκελετό και χρησιμεύουν για τη βελτίωση της όρασης ή την προστασία των ματιών από τον ήλιο ή τον αέρα: γυαλιά οράσεως /ηλίου. 4 [μειωτ.] (μτφ.) η τηλεόραση: Βγαίνει καλά στο ~. γυάλινος -η -ο: αυτός που είναι από γυαλί. γυαλικά τα: είδη κουζίνας ή σπιτιού όπως ποτήρια, πιάτα, βάζα κτλ. γυαλάκιας ο: [μειωτ.] πρόσωπο που φορά γυαλιά οράσεως.

γυαλίζω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ λείο και λαμπερό: ~ τα παπούτσια /τα ασημικά. 2 (αμτβ.) φαίνομαι λείος και λαμπερός: Τα πετράδια γυάλιζαν στο φως. γυάλισμα το. γυαλιστερός -ή -ό. γυαλάδα η: η ιδιότητα του γυαλιστερού.

γυμνάζω -ομαι: (μτβ.) ασκώ το σώμα μου: Πρέπει να ~ καθημερινά τους κοιλιακούς μου. γυμναστής ο, -άστρια η. γυμναστικός -ή -ό. γυμναστική η.

γυμνάσιο το: 1 οι τρεις πρώτες τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και (συνεκδ.) το κτίριο όπου στεγάζονται, καθώς και οι μαθητές της βαθμίδας αυτής. 2 πληθ. ασκήσεις στρατιωτικής ετοιμότητας. γυμνασιακός -ή -ό. γυμνασιάρχης ο, η & [οικ.] -ισσα η.

γυμνός -ή -ό: 1 α. αυτός που δε φοράει ρούχα=γδυτός ντυμένος: Κυκλοφορούσε στην παραλία ~. Ήταν ~ από τη μέση και πάνω! β. αυτός που δεν καλύπτεται από κτ: Το δέντρο ήταν τελείως ~, δεν είχε ούτε ένα φύλλο. 2 (μτφ.) αυτός που του λείπει κτ: ~ δωμάτιο (χωρίς διακόσμηση). ~ αλήθεια: πλήρης αλήθεια. γύμνια η: η κατάσταση του γυμνού.

γυναίκα η: 1 άνθρωπος θηλυκού φύλου που έχει περάσει την παιδική και την εφηβική ηλικία: Τώρα πια είσαι ολόκληρη ~ και όχι κοριτσάκι! 2 [οικ.] η σύζυγος: Τι κάνουν η ~ και τα παιδιά σου; 3 [οικ.] γυναίκα που απασχολείται επαγγελματικά με το καθάρισμα σπιτιών: Κάθε Σάββατο έχω ~ που μου κάνει το σπίτι. γυναικείος -α -ο. γυναικεία (επίρρ.). γυναικεία τα: τμήμα καταστήματος που πουλάει γυναικεία ρούχα.

γυρεύω: (μτβ.) 1 ψάχνω να βρω κπ ή κτ=ζητώ, αναζητώ: Στον ουρανό σε γύρευα, στη γη σε βρήκα. 2 ζητώ επίμονα, επιθυμώ πολύ να κάνω κτ: Γύρευε να βρει το δίκιο του. τρέχα γύρευε: για κτ που είναι απίθανο ή μάταιο.

γυρίζω: 1 (αμτβ.) επανέρχομαι στο σημείο ή τον τόπο προέλευσης=επιστρέφω: Θα γυρίσω στη δουλειά σε μία ώρα. 2 α. (αμτβ.) στρέφομαι προς τα πίσω: ~ και βλέπω πίσω μου έναν άγνωστο. β. (μτβ.) στρέφω κτ προς μία κατεύθυνση: Γύρισα το κεφάλι και τον είδα πίσω μου. ~ τον διακόπτη. 3 (αμτβ.) κινούμαι γύρω από έναν άξονα: Η γη ~. 4 (μτφ., αμτβ.) κινούμαι, κάνω βόλτες άσκοπα εδώ και εκεί: Όλη μέρα ~ στους δρόμους. 5 (αμτβ.) αλλάζω: Επιτέλους, γύρισε η τύχη μας! 6 (μτβ.) δίνω πίσω κτ που έχω δανειστεί=επιστρέφω: Της έδωσα ένα βιβλίο, αλλά δε μου το γύρισε ποτέ πίσω. 7 (μτβ.) ξεναγώ κπ: Τον γύρισε σε όλα τα αξιοθέατα της πόλης. 8 (μτβ.) κινηματογραφώ: ~ ταινία. γυρισμός ο: το να γυρίζει (σημ. 1) κπ κάπου=επιστροφή. γύρισμα το: το να γυρίζει κπ ή να γυρίζει κανείς κτ (σημ. 2, 5 & 8): το ~ του κεφαλιού/της τύχης/μιας ταινίας.

γωνία & [οικ.] στις σημ. 2, 3 & 4 γωνιά η: 1 ΓΕΩΜ γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τεμνόμενες ευθείες: ορθή /οξεία /αμβλεία ~. 2α. εσοχή ή εξοχή που σχηματίζουν επιφάνειες που τέμνονται: Έβαλα το τραπέζι στη ~ του δωματίου. β. το σημείο στο οποίο τέμνονται δύο δρόμοι: το περίπτερο της ~. 3 η άκρη αντικειμένων: η ~ του τραπεζιού /του ματιού.4 (μτφ.) άκρη, απομακρυσμένο σημείο: Τι χώθηκες σ' αυτή τη ~; γωνιακός -ή -ό. γωνιακά (επίρρ.). γωνιάζω: (μτβ.) δίνω σε κτ το σχήμα γωνίας.

Προσοχή στην προφορά: χωρίς συνίζηση τα γω-νί-α, γω-νι-α-κός, αλλά με συνίζηση το γω-νιά-ζω.