Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Β

βαγγέλιο ευαγγέλιο
βάδην βαδίζω
βαδίζω
βάδιση βαδίζω
βάδισμα βαδίζω
βαδιστής βαδίζω
βαδίστρια βαδίζω
βάζω
βαθαίνω βάθος
βαθιά βάθος
βαθμιαία βαθμός
βαθμιαίος βαθμός
βαθμιαίως βαθμός
βαθμίδα
βαθμολόγηση βαθμολογώ
βαθμολογητής βαθμολογώ
βαθμολογήτρια βαθμολογώ
βαθμολογία βαθμολογώ
βαθμολογικά βαθμολογώ
βαθμολογικός βαθμολογώ
βαθμολογώ
βαθμός
βάθος
βαθύς βάθος
βαίνω
βαλβίδα1
βαλβίδα2
βάλθηκα βάζω
βάλλω
βάλσιμο βάζω
βαμβάκι
βάναυσα βάναυσος
βάναυσος
βαναυσότητα βάναυσος
βανδαλισμός βάνδαλος
βάνδαλος
βαπτίζω βαφτίζω
βάπτιση βαφτίζω
βάπτισμα βαφτίζω
βαραίνω βάρος
βαράω
βάρβαρα βάρβαρος
βάρβαρος
βαρβαρότητα βάρβαρος
βαρέλι
βαρελίσιος βαρέλι
βαρεμάρα βαριέμαι
βαρετά βαριέμαι
βαρετός βαριέμαι
βαρέως βάρος
βαριά βάρος
βαριέμαι
βαρομετρικός βαρόμετρο
βαρόμετρο
βάρος
βαρύς βάρος
βαρύτητα βάρος
βασανίζω βάσανο
βασανιστήριο βάσανο
βασανιστής βάσανο
βασανιστικά βάσανο
βασανιστικός βάσανο
βασανίστρια βάσανο
βάσανο
βάσει πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία
βάση
βασίζω βάση
βασικά βάση
βασικός βάση
βασιλέας βασιλιάς
βασιλεία βασιλιάς
βασίλειο βασιλιάς
βασιλεύω βασιλιάς
βασιλιάς
βασιλικά βασιλιάς
βασιλική βασιλιάς
βασιλικιά βασιλιάς
βασιλικός βασιλιάς
βασιλικός1 βασιλιάς
βασιλικός2
βασίλισσα βασιλιάς
βάσιμα βάση
βάσιμος βάση
βάσταξα βαστώ
βάστηξα βαστώ
βαστώ
βατός
βαφή βάφω
βαφτίζω
βάφτιση βαφτίζω
βαφτίσια βαφτίζω
βαφτισιμιά βαφτίζω
βαφτισιμιός βαφτίζω
βάφτισμα βαφτίζω
βαφτιστήρα βαφτίζω
βαφτιστήρι βαφτίζω
βάφω
βάψιμο βάφω
βγάζω
βγαίνω
βγάλσιμο βγάζω
βδομάδα εβδομάδα
βέβαια βέβαιος
βέβαιος
βεβαιώνω βέβαιος
βεβαίως βέβαιος
βεβαίωση βέβαιος
βεβαιωτικός βέβαιος
βέβηλα βέβηλος
βέβηλος
βεβηλώνω βέβηλος
βεβήλωση βέβηλος
βέλος
βελτιώνω
βελτίωση βελτιώνω
βελτιωτικά βελτιώνω

βελτιωτικός βελτιώνω
βενζίνη
βεντέτα1
βεντέτα2
βέτο
βήμα
βηματίζω βήμα
βηματισμός βήμα
βήξιμο βήχας
                        βήχας
               βήχω βήχας
                           βία
                       βιάζω1
                       βιάζω2
                  βίαια βία
                 βίαιος βία
             βιαιότητα βία
                βιαίως βία
        βιασμένος βιάζω1
           βιασμός βιάζω1
         βιάστηκα βιάζω1
         βιάστηκα βιάζω2
           βιαστής βιάζω1
          βιαστικά βιάζω2
         βιαστικός βιάζω2
           βιασύνη βιάζω2
           βιβλικός Βίβλος
                        βιβλίο
βιβλιοθηκάριος βιβλιοθήκη
                   βιβλιοθήκη
                       Βίβλος
βίδα
βίδωμα βίδα
βιδώνω βίδα
βιδωτά βίδα
βιδωτός βίδα
βίζα
βιογραφία
βιογραφικό βιογραφία
βιογραφικός βιογραφία
βιογράφος βιογραφία
βιολί
βιολιστής βιολί
βιολίστρια βιολί
βιολογία
βιολογικά βιολογία
βιολογικός βιολογία
βιολόγος βιολογία
βιομηχανία
βιομηχανικά βιομηχανία
βιομηχανικός βιομηχανία
βιομηχανοποίηση -ποιώ
βιομήχανος βιομηχανία
βιοπαλαιστής βιοπάλη
βιοπαλαίστρια βιοπάλη
βιοπάλη
βιοπορισμός
βιοποριστικά βιοπορισμός
βιοποριστικός βιοπορισμός
βίος
βιοτέχνης βιοτεχνία
βιοτεχνία
βιοτεχνικός βιοτεχνία
βιοτικός βίος
βιότοπος
βιταμίνη
βιταμινούχος βιταμίνη
βιτρίνα
βίωμα βιώνω
βιωματικά βιώνω
βιωματικός βιώνω
βιώνω
βιώσιμος
βιωσιμότητα βιώσιμος
*βιωτικός βιοτικός
βλαβερός βλάπτω
βλάβη βλάπτω
βλάκας
βλακεία βλάκας
βλακώδης βλάκας
βλακωδώς βλάκας
βλάπτει βλάπτω
βλαπτικά βλάπτω
βλαπτικός βλάπτω
βλάπτω
βλασταίνω βλαστός
βλαστάνω βλαστός
βλαστήμια βλαστημώ
βλαστημώ
βλάστηση βλαστός
βλαστός
βλασφημία βλαστημώ
βλάσφημος βλαστημώ
βλασφημώ βλαστημώ
βλάφτει βλάπτω
βλάφτω βλάπτω
βλέμμα βλέπω
βλέπω
βλέψη
βλήθηκα βάλλω
βλήμα βάλλω
βλογάω ευλογία
βλογιά ευλογιά
*βογγώ βογκώ
βογκητό βογκώ
βογκώ
βόδι
βοδινό βόδι
βοδινός βόδι
βοή βουητό
βοήθεια
βοήθημα βοήθεια
βοηθητικά βοήθεια
βοηθητικός βοήθεια
βοηθός βοήθεια
βοηθώ βοήθεια
βολβός

βόλεμα βολεύω
βολεύει βολεύω
βολεύω
βολή1 βάλλω
βολή2 βολεύω
βολίδα
βολικά βολεύω
βολικός βολεύω
βόλτα
βολτάρω βόλτα
βόμβα
βομβαρδίζω βόμβα
βομβαρδισμός βόμβα
βομβαρδιστικό βόμβα
βομβιστής βόμβα
βομβιστικός βόμβα
βομβίστρια βόμβα
βόρεια βορράς
*βορεινός βορινός
βόρειος βορράς
βορείως βορράς
βοριάς βορράς
βορινός βορράς
βορράς
βοσκή βόσκω
βοσκός βόσκω
βοσκώ βόσκω
βόσκω
βουβά βουβός
βουβαίνομαι βουβός
βουβός
βουητό
βουίζω βουητό
βούλα
βουλευτής Βουλή1
βουλευτικός Βουλή1
βουλευτίνα Βουλή1
Βουλή1
βουλή2
βούληση βουλή2
βουλητικός βουλή2
βούλιαγμα βουλιάζω
βουλιάζω
*βούλλα βούλα
*βουλλώνω βουλώνω
βούλωμα βουλώνω
βουλώνω
βουνίσιος βουνό
βουνό
βούρκος
βούρκωμα βουρκώνω
βουρκώνω
βουτηχτής βουτώ
βουτιά βουτώ
βουτώ
βραβείο
βραβεύω βραβείο
βράγχιο
βραδέως βραδύς
βραδιάζει βράδυ
βραδιάζω βράδυ
βραδινή βράδυ
βραδινό βράδυ
βραδινός βράδυ
βράδυ
*βραδυάζει βραδιάζει
βραδύς
βραδύτητα βραδύς
βράζω
βράση βράζω
βρασμός βράζω
βραστερός βράζω
βραστός βράζω
βραχέως βραχύς
βραχνά βραχνός
βραχνάς
βραχνιάζω βραχνός
βράχνιασμα βραχνός
βραχνός
βράχος
βραχύς
βραχώδης βράχος
βρεφικός βρέφος
βρέφος
βρέχει βρέχω
βρέχω
βρίζω
βρισιά βρίζω
βρίσιμο βρίζω
βρίσκω
βρόμα βρόμικος
βρομάω βρόμικος
βρομερά βρόμικος
βρομερός βρόμικος
βρόμη
βρομιά βρόμικος
βρομιάρης βρόμικος
βρομίζω βρόμικος
βρόμικα βρόμικος
βρόμικος
βροντά βροντή
βροντερά βροντή
βροντερός βροντή
βροντή
βροντώ βροντή
βροχερός βρέχω
βροχή βρέχω
βρόχος
*βρώμη βρόμη
*βρώμικος βρόμικος
βυθίζω βυθός
βύθιση βυθός
βύθισμα βυθός
βυθός
βωβός βουβός
βωμός