βαγγέλιο → ευαγγέλιο βάδην → βαδίζω βαδίζω βάδιση → βαδίζω βάδισμα → βαδίζω βαδιστής → βαδίζω βαδίστρια → βαδίζω βάζω βαθαίνω → βάθος βαθιά → βάθος βαθμιαία → βαθμός βαθμιαίος → βαθμός βαθμιαίως → βαθμός βαθμίδα βαθμολόγηση → βαθμολογώ βαθμολογητής → βαθμολογώ βαθμολογήτρια → βαθμολογώ βαθμολογία → βαθμολογώ βαθμολογικά → βαθμολογώ βαθμολογικός → βαθμολογώ βαθμολογώ βαθμός βάθος βαθύς → βάθος βαίνω βαλβίδα1 βαλβίδα2 βάλθηκα → βάζω βάλλω βάλσιμο → βάζω βαμβάκι βάναυσα → βάναυσος βάναυσος βαναυσότητα → βάναυσος βανδαλισμός → βάνδαλος βάνδαλος βαπτίζω → βαφτίζω βάπτιση → βαφτίζω βάπτισμα → βαφτίζω βαραίνω → βάρος βαράω βάρβαρα → βάρβαρος βάρβαρος βαρβαρότητα → βάρβαρος βαρέλι βαρελίσιος → βαρέλι βαρεμάρα → βαριέμαι βαρετά → βαριέμαι βαρετός → βαριέμαι βαρέως → βάρος βαριά → βάρος βαριέμαι βαρομετρικός → βαρόμετρο βαρόμετρο βάρος βαρύς → βάρος βαρύτητα → βάρος βασανίζω → βάσανο βασανιστήριο → βάσανο βασανιστής → βάσανο βασανιστικά → βάσανο βασανιστικός → βάσανο βασανίστρια → βάσανο βάσανο βάσει → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία βάση βασίζω → βάση βασικά → βάση βασικός → βάση βασιλέας → βασιλιάς βασιλεία → βασιλιάς βασίλειο → βασιλιάς βασιλεύω → βασιλιάς βασιλιάς βασιλικά → βασιλιάς βασιλική → βασιλιάς βασιλικιά → βασιλιάς βασιλικός → βασιλιάς βασιλικός1 → βασιλιάς βασιλικός2 βασίλισσα → βασιλιάς βάσιμα → βάση βάσιμος → βάση βάσταξα → βαστώ βάστηξα → βαστώ βαστώ βατός βαφή → βάφω βαφτίζω βάφτιση → βαφτίζω βαφτίσια → βαφτίζω βαφτισιμιά → βαφτίζω βαφτισιμιός → βαφτίζω βάφτισμα → βαφτίζω βαφτιστήρα → βαφτίζω βαφτιστήρι → βαφτίζω βάφω βάψιμο → βάφω βγάζω βγαίνω βγάλσιμο → βγάζω βδομάδα → εβδομάδα βέβαια → βέβαιος βέβαιος βεβαιώνω → βέβαιος βεβαίως → βέβαιος βεβαίωση → βέβαιος βεβαιωτικός → βέβαιος βέβηλα → βέβηλος βέβηλος βεβηλώνω → βέβηλος βεβήλωση → βέβηλος βέλος βελτιώνω βελτίωση → βελτιώνω βελτιωτικά → βελτιώνω | βελτιωτικός → βελτιώνω βενζίνη βεντέτα1 βεντέτα2 βέτο βήμα βηματίζω → βήμα βηματισμός → βήμα βήξιμο → βήχας βήχας βήχω → βήχας βία βιάζω1 βιάζω2 βίαια → βία βίαιος → βία βιαιότητα → βία βιαίως → βία βιασμένος → βιάζω1 βιασμός → βιάζω1 βιάστηκα → βιάζω1 βιάστηκα → βιάζω2 βιαστής → βιάζω1 βιαστικά → βιάζω2 βιαστικός → βιάζω2 βιασύνη → βιάζω2 βιβλικός → Βίβλος βιβλίο βιβλιοθηκάριος → βιβλιοθήκη βιβλιοθήκη Βίβλος βίδα βίδωμα → βίδα βιδώνω → βίδα βιδωτά → βίδα βιδωτός → βίδα βίζα βιογραφία βιογραφικό → βιογραφία βιογραφικός → βιογραφία βιογράφος → βιογραφία βιολί βιολιστής → βιολί βιολίστρια → βιολί βιολογία βιολογικά → βιολογία βιολογικός → βιολογία βιολόγος → βιολογία βιομηχανία βιομηχανικά → βιομηχανία βιομηχανικός → βιομηχανία βιομηχανοποίηση → -ποιώ βιομήχανος → βιομηχανία βιοπαλαιστής → βιοπάλη βιοπαλαίστρια → βιοπάλη βιοπάλη βιοπορισμός βιοποριστικά → βιοπορισμός βιοποριστικός → βιοπορισμός βίος βιοτέχνης → βιοτεχνία βιοτεχνία βιοτεχνικός → βιοτεχνία βιοτικός → βίος βιότοπος βιταμίνη βιταμινούχος → βιταμίνη βιτρίνα βίωμα → βιώνω βιωματικά → βιώνω βιωματικός → βιώνω βιώνω βιώσιμος βιωσιμότητα → βιώσιμος *βιωτικός → βιοτικός βλαβερός → βλάπτω βλάβη → βλάπτω βλάκας βλακεία → βλάκας βλακώδης → βλάκας βλακωδώς → βλάκας βλάπτει → βλάπτω βλαπτικά → βλάπτω βλαπτικός → βλάπτω βλάπτω βλασταίνω → βλαστός βλαστάνω → βλαστός βλαστήμια → βλαστημώ βλαστημώ βλάστηση → βλαστός βλαστός βλασφημία → βλαστημώ βλάσφημος → βλαστημώ βλασφημώ → βλαστημώ βλάφτει → βλάπτω βλάφτω → βλάπτω βλέμμα → βλέπω βλέπω βλέψη βλήθηκα → βάλλω βλήμα → βάλλω βλογάω → ευλογία βλογιά → ευλογιά *βογγώ → βογκώ βογκητό → βογκώ βογκώ βόδι βοδινό → βόδι βοδινός → βόδι βοή → βουητό βοήθεια βοήθημα → βοήθεια βοηθητικά → βοήθεια βοηθητικός → βοήθεια βοηθός → βοήθεια βοηθώ → βοήθεια βολβός | βόλεμα → βολεύω βολεύει → βολεύω βολεύω βολή1 → βάλλω βολή2 → βολεύω βολίδα βολικά → βολεύω βολικός → βολεύω βόλτα βολτάρω → βόλτα βόμβα βομβαρδίζω → βόμβα βομβαρδισμός → βόμβα βομβαρδιστικό → βόμβα βομβιστής → βόμβα βομβιστικός → βόμβα βομβίστρια → βόμβα βόρεια → βορράς *βορεινός → βορινός βόρειος → βορράς βορείως → βορράς βοριάς → βορράς βορινός → βορράς βορράς βοσκή → βόσκω βοσκός → βόσκω βοσκώ → βόσκω βόσκω βουβά → βουβός βουβαίνομαι → βουβός βουβός βουητό βουίζω → βουητό βούλα βουλευτής → Βουλή1 βουλευτικός → Βουλή1 βουλευτίνα → Βουλή1 Βουλή1 βουλή2 βούληση → βουλή2 βουλητικός → βουλή2 βούλιαγμα → βουλιάζω βουλιάζω *βούλλα → βούλα *βουλλώνω → βουλώνω βούλωμα → βουλώνω βουλώνω βουνίσιος → βουνό βουνό βούρκος βούρκωμα → βουρκώνω βουρκώνω βουτηχτής → βουτώ βουτιά → βουτώ βουτώ βραβείο βραβεύω → βραβείο βράγχιο βραδέως → βραδύς βραδιάζει → βράδυ βραδιάζω → βράδυ βραδινή → βράδυ βραδινό → βράδυ βραδινός → βράδυ βράδυ *βραδυάζει → βραδιάζει βραδύς βραδύτητα → βραδύς βράζω βράση → βράζω βρασμός → βράζω βραστερός → βράζω βραστός → βράζω βραχέως → βραχύς βραχνά → βραχνός βραχνάς βραχνιάζω → βραχνός βράχνιασμα → βραχνός βραχνός βράχος βραχύς βραχώδης → βράχος βρεφικός → βρέφος βρέφος βρέχει → βρέχω βρέχω βρίζω βρισιά → βρίζω βρίσιμο → βρίζω βρίσκω βρόμα → βρόμικος βρομάω → βρόμικος βρομερά → βρόμικος βρομερός → βρόμικος βρόμη βρομιά → βρόμικος βρομιάρης → βρόμικος βρομίζω → βρόμικος βρόμικα → βρόμικος βρόμικος βροντά → βροντή βροντερά → βροντή βροντερός → βροντή βροντή βροντώ → βροντή βροχερός → βρέχω βροχή → βρέχω βρόχος *βρώμη → βρόμη *βρώμικος → βρόμικος βυθίζω → βυθός βύθιση → βυθός βύθισμα → βυθός βυθός βωβός → βουβός βωμός |