3. OI ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡOΤΑΣΕΙΣ§ 177 Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που εκφράζουν ερώτηση, όπως και οι ευθείες ερωτήσεις. Η διαφορά τους από αυτές είναι ότι η ερώτηση δε διατυπώνεται ευθέως από αυτόν που ρωτά, αλλά με τη μεσολάβηση κάποιου ρήματος εξάρτησης, γι' αυτό και στο τέλος δεν έχουν ερωτηματικό. Δέχονται άρνηση οὐ ή μή: Ευθεία ερώτηση: Ἦλθον οἱ πρέσβεις; Πλάγια ερώτηση: Ἐρωτᾷ εἰ ἦλθον οἱ πρέσβεις. N.E.: Δεν ξέρω τι να κάνω. § 178 Οι πλάγιες ερωτήσεις, ανάλογα με τον βαθμό άγνοιας που εμπεριέχουν, διακρίνονται σε: - α) Oλικής άγνοιας, όταν εκφράζουν ερώτηση που αφορά το ρήμα της πρότασης και η οποία μπορεί να απαντηθεί με ένα ναὶ ή ένα οὐ· με τη σειρά τους διακρίνονται σε:
- Μονομελείς, όταν έχουν ένα μέλος, ζητείται δηλαδή απάντηση σε ένα ερώτημα.
- Διμελείς, όταν έχουν δύο μέλη, αποτελούνται δηλαδή από δύο ερωτήσεις.
- β) Μερικής άγνοιας, όταν εκφράζουν ερώτηση που αφορά έναν μόνο όρο της πρότασης και συγκεκριμένα τη λέξη εισαγωγής της.
1. Eισαγωγή - α) Οι πλάγιες ερωτήσεις ολικής άγνοιας εισάγονται:
- Όταν είναι μονομελείς, με το ερωτηματικό μόριο εἰ (μήπως, αν) και σπανιότερα με τα ἐάν, ἄν, ἢν (αν):
Ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή. Σκόπει ἐὰν καὶ σοὶ ἀρέσῃ. (Σκέψου αν αρέσει και σε σένα.) N.E.: Εισάγονται με τα ερωτηματικά μόρια αν, μήπως. - Όταν είναι διμελείς, με τα ζεύγη εἰ - ἢ (εάν - ή), πότερον (πότερα) - ἢ (ποιο από τα δύο - ή), εἴτε - εἴτε (εάν - ή):
Σκοπῶμεν εἰ ἡμῖν πρέπει ἢ σοί. (Ας εξετάσουμε αν σε μας ταιριάζει ή σε σένα.) Κρίνετε πότερον ἡ ἀρετὴ μᾶλλον ἢ ἡ φυγὴ σῲζει τὰς ψυχάς. Ἄδηλον ἦν εἴτε κρατήσαιεν εἴτε κρατηθεῖεν. [κρατῶ: νικώ] N.E.: Εισάγονται με τα αν - ή (αν).
- β) Οι πλάγιες ερωτήσεις μερικής άγνοιας εισάγονται με ερωτηματικές ή αναφορικές αντωνυμίες και με ερωτηματικά ή αναφορικά επιρρήματα:
Μὴ γνώτω ἡ δεξιά σου τί ποιεῖ ἡ ἀριστερά σου. (Nα μη γνωρίζει...) Σκόπει πότερος ἡμῶν ἀποκρινεῖται. (Σκέψου ποιος από μας θα απαντήσει.) Ἀγνοῶ ὅπου ἐσμέν. (Δεν ξέρω πού βρισκόμαστε.) N.E.: Εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες ή με ερωτηματικά επιρρήματα. ΠINAKAΣ 12. EIΣAΓΩΓIKEΣ ΛEΞEIΣ TΩN ΠΛAΓIΩN EPΩTHΣEΩN MEPIKHΣ AΓNOIAΣ Eρωτηματικές αντωνυμίες | Aναφορικές αντωνυμίες | Mετάφραση | τίς; | ὅς / ὅστις | ποιος; | – | ὅσπερ | ποιος ακριβώς; | πόσος; | ὅσος / ὁπόσος | πόσος; | πόστος; | – | ποιος κατά σειρά; | ποδαπός; | ὁποδαπὸς | από ποιο μέρος; | ποῖος; | οἷος / ὁποῖος | τι είδους; | πότερος; | ὁπότερος | ποιος από τους δύο; | πηλίκος; | ἡλίκος / ὁπηλίκος | πόσο μεγάλος; | ποσταῖος; | – | σε πόσες μέρες; | Eρωτηματικά επιρρήματα | Aναφορικά επιρρήματα | Mετάφραση | ποῦ; | οὗ / ὅπου / ἔνθα | πού; | ποῖ; | οἷ / ὅποι / ἔνθα | πού; | πῇ; | ᾗ / ᾗπερ / ὅπῃ | πού; / πώς; | πῶς; | ὡς / ὅπως | πώς; | – | ὥσπερ | πώς ακριβώς; | – | οἷα | πώς (ακριβώς); | πόθεν; | ὅθεν / ὁπόθεν / ἔνθεν | από πού; | πότε; | ὅτε / ὁπότε | πότε; | πηνίκα; | ἡνίκα / ὁπηνίκα | ποια ώρα; | ποσάκις; | ὁποσάκις | πόσες φορές; | 2. Εκφορά Oι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφέρονται με: - α) Oριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το πραγματικό.
- β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρελθόν ή για το μη πραγματικό.
- γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον.
- δ) Aπορηματική υποτακτική (ενίοτε + αοριστολογικό ἄν), όταν δηλώνουν απορία σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει.
- ε) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη3.
3. Συντακτικός ρόλος Oι πλάγιες ερωτήσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως: - α) Αντικείμενα σε μεταβατικά ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία (ἐρωτῶ, ἀπορῶ, πυνθάνομαι, θαυμάζω κ.τ.ό.), γνώση, άγνοια (γιγνώσκω, οἶδα, ὁρῶ, αἰσθάνομαι, ἀγνοῶ, ἀπόρως ἔχω κ.τ.ό.), απόπειρα, φροντίδα (πειρῶμαι, παρασκευάζομαι, πράττω, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι κ.τ.ό.), σκέψη, προσοχή (σκοπῶ, σκοποῦμαι, ἐξετάζω, βουλεύομαι κ.τ.ό.), δείξη, ανακοίνωση (δείκνυμι, δηλῶ, λέγω, ἀποκρίνομαι κ.τ.ό.):
Ἠρώτα εἰ εἴη ἄλλη ὁδός. Ἡδέως δ' ἂν ὑμῶν πυθοίμην τίν' ἄν ποτε γνώμην περὶ ἐμοῦ εἴχετε, εἰ μὴ ἐπετριηράρχησα. (αν δεν αναλάμβανα τη διακυβέρνηση της τριήρους) Ἀπορῶ τί πρῶτον εἴπω. Ἐπυνθάνετο ὅπως ἂν κάλλιον πορευθείη. (Ζητούσε να μάθει πώς θα ταξίδευε καλύτερα.) Αὐτός τε θηρᾷ καὶ τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται ὅπως ἂν θηρῶσιν. Εἰπέ μοι πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη. - β) Υποκείμενα σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις ανάλογης σημασίας με τα παραπάνω ρήματα (ἄδηλόν ἐστι, ἀφανές ἐστι, ἄπορόν ἐστι, ἀπόρως ἔχει, φανερόν ἐστι, θαυμαστόν ἐστι, λέγεται, δέδεικται κ.τ.ό.):
Ἄδηλον ἦν εἰ ἀδίκως ἐτετιμώρηντο. Ἐλέγετο καὶ ᾧ τρόπῳ ἡ ναυμαχία ἐγένετο. - γ) Επεξηγήσεις σε όρο της προηγούμενης πρότασης, συνήθως σε δεικτική αντωνυμία ουδέτερου γένους:
Τοῦτο σκεψώμεθα, εἰ ἀληθῆ λέγεις.
|