Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

A. OI KAΘAPΩΣ ΕΠIPPHMATIKOI ΠPOΣΔIOPIΣMOI

§ 146

Ως καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί λειτουργούν στον λόγο τα επιρρήματα· προσδιορίζουν κυρίως ρήματα, αλλά και άλλες λέξεις της πρότασης, ονόματα, αντωνυμίες, αριθμητικά ή άλλα επιρρήματα, και εκφράζουν τις επιρρηματικές σχέσεις του χρόνου, του τόπου, του τρόπου και του ποσού. Τα επιρρήματα προήλθαν από τις προθέσεις ή από τις πλάγιες πτώσεις των ονομάτων και πολλά από αυτά σώζονται στη Ν.Ε. με την ίδια συντακτική λειτουργία.

§ 147

Ως καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί χρόνου λειτουργούν τα χρονικά επιρρήματα, καθώς και αντωνυμικά επιρρήματα σε -τε, όπως:

ἀεὶ / αἰεὶ (πάντα, αιωνίως) ἤδη πρόσθεν (άλλοτε)
ἄλλοτε μήποτε (ποτέ) πρότερον (πρωτύτερα)
ἀνέκαθεν (εξαρχής) νῦν (τώρα) πρῲ / πρωὶ
ἄρτι (μόλις προ ολίγου) οὐκέτι (όχι πια) πρῶτον
αὖ / αὖθις (πάλι) οὔποτε (ουδέποτε) πώποτε (ποτέ ως τώρα)
αὐθημερὸν οὔπω (όχι ακόμη) σήμερον / τήμερον
αὔριον πάλαι (προ πολλού, από παλιά) τέως (μέχρι τώρα, έως τότε)
αὐτίκα (αμέσως) πάλιν τηνικάδε (τέτοια ώρα)
εἶτα / ἔπειτα (έπειτα) παραχρῆμα (αμέσως) τηνικαῦτα (ακριβώς τότε)
ἔνθα / ἐνταῦθα (τότε) πέρυσι τότε
ἔτι (ακόμη) πηνίκα (ποια ώρα;) χθὲς
εὐθὺς πότε ὕστερον (ύστερα)
ἕωθεν (από το πρωί) ποτὲ (κάποτε) ὕστατον (τελευταία) κ.ά.

Αἰεὶ δὲ δεισιδαίμων ἦν, νομίζων τοὺς μὲν καλῶς ζῶντας οὔπω εὐδαίμονας, τοὺς δὲ εὐκλεῶς τετελευτηκότας ἤδη μακαρίους.
Ἄρτι τοῦ στρατεύματος ὄντος ἐν τῇ πολεμίᾳ, σεισμὸς ἐπιγίγνεται.
Ἐπεὶ δὲ κατέβησαν οἱ στρατηγοί, ἔνθα δὴ ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν.
Ἔτι δὲ ἡ γῆ δικαιοσύνην διδάσκει.
Ὁ δὲ Κῦρος ἔθυε πρῶτον μὲν Διὶ βασιλεῖ, ἔπειτα δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις θεοῖς.
Ἡμεῖς γὰρ ὑμᾶς κακὸν μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποιήσαμεν.
N.E.: • Eπέστρεψε ήδη. Πότε σχολάς; Πάλι κλαις;

Παρατηρήσεις
  1. α) Το επίρρημα ἔτι σε προτάσεις που δηλώνουν άρνηση μεταφράζεται ως «πλέον», «πια»:
    Οὔτε γὰρ ἡμεῖς ἐκείνου ἔτι στρατιῶται οὔτε ἐκεῖνος ἔτι ἡμῖν μισθοδότης.
  2. β) Το επίρρημα ποτὲ ύστερα από ερωτηματική λέξη σημαίνει «άραγε», «τάχα», «τέλος πάντων»:
    Τί ποτε πράττων καλὸς κἀγαθὸς κέκλησαι;

§ 148

Οι καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί τόπου δηλώνουν:

  1. α) Στάση σε τόπο· εκφράζεται με τοπικά επιρρήματα, πολλά από τα οποία λήγουν σε -θι, -σι, -ου:
    • Ἀθήνησι (στην Αθήνα)
    • ἀλλαχόθι / ἀλλαχοῦ / ἄλλοθι (αλλού)
    • ἀμφοτέρωθι (στις δύο πλευρές)
    • αὐτόθι (σ' αυτό το μέρος)
    • αὐτοῦ
    • ἐγγὺς (κοντά)
    • ἐκεῖ
    • ἔνδον
    • ἔνθα / ἐνθάδε (εκεί)
    • ἐνταῦθα (εδώ)
    • ἔξω
    • ἔσω / εἴσω
    • θύρασι (στην πόρτα)
    • ὅθι (όπου)
    • οἴκοι (στο σπίτι, στην πατρίδα)
    • ὅπου / οὗ (όπου)
    • οὐδαμοῦ (πουθενά)
    • πανταχόθι / πανταχοῦ (παντού)
    • πόθι / ποῦ (πού;)
    • ποὺ (κάπου)
    • χαμαὶ (χάμω)
      κ.ά.

    Ἡ μὲν δὴ Ἀθήνησι στάσις οὕτως ἐτελεύτησεν.
    Ὁ μὲν δὴ Ἀρχίδαμος τροπαῖον ἵστατο ἔνθα ἐπεκράτησε.
    Εἶδε τὴν γυναῖκα χαμαὶ καθημένην.
    N.E.: • Μείνε αυτού. Έλα έξω.

  2. β) Κίνηση προς τόπο (κατεύθυνση)· εκφράζεται με επιρρήματα που λήγουν κυρίως σε -δε, -ζε, -σε, -οι:
    Ἀθήναζε (προς την Αθήνα) Μεγαράδε (προς τα Μέγαρα)
    ἀλλαχόσε / ἄλλοσε (προς άλλο μέρος) οἴκαδε / οἴκονδε (προς το σπίτι, προς την πατρίδα)
    δεῦρο (προς τα εδώ) πανταχοῖ / πάντοσε (προς όλα τα μέρη)
    ἐκεῖσε (προς τα εκεί) ποῖ (προς ποιο μέρος;)
    ἐνθάδε (προς τα εδώ) ποι (προς κάπου)
    ἐνταυθοῖ (προς τα εκεί) κ.ά.

    Τὰς ἐκ τοῦ Πόντου ναῦς Ἀθήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν.
    Μηκέτι ἥκετε δεῦρο ἄνευ ὅπλων.
    Λύσανδρος πράξας τὰ εἰρημένα οἴκαδε κατέπλευσεν.
    N.E.: Πηγαίνει επάνω.

  3. γ) Κίνηση από τόπο (αφετηρία, προέλευση)· εκφράζεται με επιρρήματα που λήγουν σε -θεν:
    Ἀθήνηθεν (από την Αθήνα) ἔσωθεν
    ἄλλοθεν (από αλλού) ὅθεν (απ' όπου)
    ἀμφοτέρωθεν (και από τα δύο μέρη) οἴκοθεν (από το σπίτι, από την πατρίδα)
    ἄνωθεν ὁπόθεν (απ' όπου)
    ἑκατέρωθεν (από καθένα από τα δύο μέρη) οὐδαμόθεν (από πουθενά)
    ἐκεῖθεν / ἔνθεν (από εκεί) πανταχόθεν (από παντού)
    ἐντεῦθεν (από εδώ) πόθεν (από πού;)
    ἔξωθεν κ.ά.

    Λαβὼν ὁ Εὔφρων Ἀθήνηθεν ξενικὸν πάλιν κατέρχεται.
    Φαρνάβαζος ἔξωθεν τῶν περιτειχισμάτων ἐβοήθει ἵπποις.
    Παρέδωκε δὲ αὐτῷ καὶ χρήματα ὅσα ἐτύγχανεν οἴκοθεν ἔχων.
    N.E.: Πήρε εντολή άνωθεν.

Η κίνηση διαμέσου ενός τόπου δηλώνεται με τη δοτική πτώση αντωνυμιών ή ονομάτων που λειτουργούν επιρρηματικά και ονομάζονται δοτικοφανή επιρρήματα τόπου (βλ. § 152β.2).

§ 149

Οι καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί τρόπου εκφέρονται με:

  1. α) Επιρρήματα που λήγουν σε -ως, τα οποία παράγονται από αντωνυμίες, επίθετα ή μετοχές:
    ἄλλως (διαφορετικά) κακῶς σαφῶς
    δικαίως καλῶς συμφερόντως
    εἰκότως (εύλογα) ὁμολογουμένως ταχέως (γρήγορα)
    ἐκείνως οὐδαμῶς (με κανέναν τρόπο) τάχιστα (πάρα πολύ γρήγορα)1
    εὐγενῶς οὕτω (έτσι) ὧδε / ὡδὶ (ως εξής)
    ἡδέως (ευχαρίστως) προσηκόντως (όπως πρέπει) ὡς / ὥσπερ (όπως, όπως ακριβώς) κ.ά.

    Ἄλλως γὰρ ἐχόντων οὐδαμῶς γίνεται.
    Εἰκότως δὲ τῇ ἐλευθεριότητι ἀνελευθερία ἐναντίον λέγεται.
    N.E.: • Κακώς του μίλησα. Κάτσε φρόνιμα.

  2. β) Επιρρήματα που λήγουν σε -δην, -δον, -ί, -εί, -τί, -ξ, όπως τα ακόλουθα:
    ἄρδην (εντελώς) συλλήβδην (περιληπτικά, συνολικά)
    ἀριστίνδην (ανάλογα με την αξία) τροχάδην (τρέχοντας)
    βάδην (βήμα-βήμα, με τα πόδια) φύρδην μίγδην (ανάκατα)
    κρύβδην (κρυφά) ἀναφανδὸν (φανερά)
    σποράδην (σκόρπια) πρηνηδὸν (μπρούμυτα)
    σχεδὸν ἐθελοντὶ (εθελοντικά)
    τυχὸν (κατά τύχη, ίσως) ἑλληνιστὶ (κατά τρόπο ελληνικό, στην ελληνική γλώσσα)
    ἀμισθὶ (χωρίς αμοιβή) ὀνομαστὶ (ονομαστικά)
    παμψηφεὶ (με όλες τις ψήφους, ομόφωνα) περσιστὶ (κατά τον τρόπο των Περσών, στην περσική γλώσσα)
    πανδημεὶ (με όλο τον λαό) ἀναμὶξ (ανάκατα)
    ἀδακρυτὶ (χωρίς δάκρυα) ἐναλλὰξ (διαδοχικά)
    ἀμαχητὶ / ἀμαχεὶ (χωρίς μάχη) πὺξ λὰξ (με γροθιές και κλοτσιές)
    ἀπνευστὶ (χωρίς αναπνοή) κ.ά.

    Ταύτην δ' αἱροῦνται τὴν ἀρχὴν ἀριστίνδην.
    Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ' ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην.
    Ἔξοδον πανδημεὶ ἐποιήσαντο οἱ Μυτιληναῖοι ἐπὶ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον.
    N.E.: Εκλέχτηκε πρόεδρος παμψηφεί.

§ 150

Mερικά από τα επιρρήματα που χρησιμοποιούνται ως καθαρώς επιρρηματικοί προσδιορισμοί ποσού είναι τα παρακάτω. Aρκετά λήγουν σε -ς, -κις, -άκις και δηλώνουν αρίθμηση:

ἄγαν (πολύ) μᾶλλον πολὺ
ἅλις (αρκετά) μάλιστα (πάρα πολύ, κυρίως) ποσάκις (πόσες φορές;)
ἅπαξ (μία φορά) ὀλίγον πόσον
δὶς (δύο φορές) οὐδὲν (καθόλου) σφόδρα (πάρα πολύ)
εὖ (καλώς) οὕτω (τόσο) τοσάκις (τόσες φορές)
ἥκιστα (καθόλου) πάνυ (πάρα πολύ) τοσοῦτον (τόσο πολύ)
λίαν / μάλα (πολύ) πολλάκις (πολλές φορές) κ.ά.

Καὶ περὶ μὲν τούτων ἅλις.
Χρήματα πάνυ πολλὰ ἡ στρατιὰ ἔλαβεν.
Πολλάκις ἐνεθυμήθην τὴν εὐτυχίαν τὴν τῆς ἡμετέρας πόλεως.
Ἐν καιρῶν μεταβολαῖς καὶ οἱ σφόδρα δυνατοὶ τῶν ἀσθενεστέρων ἐνδεεῖς γίγνονται.
N.E.: • Η τιμωρία ήταν λίαν επιεικής. Είναι σφόδρα ερωτευμένη.

Το επίρρημα μάλιστα, όταν συντάσσεται με αριθμητικά, σημαίνει «περίπου»:
Κερκυραῖοι τριάκοντα ναῦς μάλιστα διέφθειραν. (περίπου τριάντα πλοία)


  1. Το τάχιστα ύστερα από χρονικούς συνδέσμους έχει τη σημασία του «αμέσως», «ευθύς μόλις»:
    Οἱ δὲ τριάκοντα ᾑρέθησαν μὲν ἐπεὶ τάχιστα τὰ μακρὰ τείχη καὶ τὰ περὶ τὸν Πειραιᾶ καθῃρέθη.