| ΣYNTAKTIKH ΘEΣH | ΠAPAΔEIΓMATA |
Έναρθρο | Υποκείμενο | Αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῖν. |
Αντικείμενο | Τὸ ἀντιλέγειν μὴ κάλει λοιδορεῖσθαι. |
Κατηγορούμενο | Ἔστω τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον. |
Επεξήγηση | Τοῦτό φημι εἶναι σωφροσύνην, τὸ γιγνώσκειν ἑαυτόν. |
Ετερόπτωτος προσδιορισμός | Τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν. [γεν. συγκριτική] |
Επιρρηματικός προσδιορισμός | Ἐθαυμάζετο ἐπὶ τὸ εὐθύμως ζῆν. [εμπρόθ. της αιτίας] |
Άναρθρο | Υποκείμενο- σε απρόσωπα λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά ρήματα (ειδικό απαρέμφατο)
- σε απρόσωπα ρήματα, όπως δεῖ, χρή, ἔξεστι, ἔνεστι, προσήκει, πρέπει, μέλλει κ.ά., ή σε απρόσωπες εκφράσεις (τελικό απαρέμφατο)
| - Λέγεται Ἀλκιβιάδην τοιάδε διαλεχθῆναι περὶ νόμων.
- Δεῖ πολλὴν τὴν βοήθειαν εἶναι.
Οὐδετέροις πείθεσθαι προσήκει.
Καλόν ἐστι ἐλθεῖν εἰς τὴν πολεμίαν.
|
Αντικείμενο- σε προσωπικά λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά ρήματα (ειδικό απαρέμφατο)
- σε προσωπικά βουλητικά, αποπειρατικά, παραχωρητικά δυνητικά, απαγορευτικά κ.ά. (τελικό απαρέμφατο)
| - Ὀργίλους ἡμᾶς ἔσεσθαι νομίζω.
Οἱ Θηβαῖοι ἔγνωσαν δίκαια τὸν Εὔφρονα πεπονθέναι. - Ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν.
|
Κατηγορούμενο | Ἆρα τὸ ὁρᾶν οὐκ αἰσθάνεσθαι λέγεις; |
Επεξήγηση | Κἀκεῖνό φημι, δεῖν τοὺς παῖδας ἐπὶ τὰ καλὰ ἄγειν. |
Προσδ. αναφοράς | H ῥητορικὴ λέγειν γε ποιεῖ δυνατούς. |
Προσδ. σκοπού ή αποτελέσματος | Περικλῆς ᾑρέθη λέγειν. |
Έγκλιση | Ἡ βουλὴ πρὶν διαβουλεῦσαι κατελύθη. |
β΄ όρος σύγκρισης | Aἱρετώτερόν ἐστιν καλῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν αἰσχρῶς. |
Απόλυτο | Τὸ ἐπ' ἐκείνοις εἶναι ἀπολώλατε. |