Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

B. ΤO AΝΑΡΘΡO ΑΠΑΡΕΜΦΑΤO

§ 115

Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται ευρύτατα στον αρχαίο ελληνικό λόγο. Διακρίνεται σε:

  1. α) Ειδικό· απαντά σε κάθε χρόνο, δέχεται άρνηση οὐ1, ισοδυναμεί με δευτερεύουσα ειδική πρόταση και μεταφράζεται με «ότι» + οριστική του χρόνου στον οποίο βρίσκεται. Όταν όμως είναι απαρέμφατο ενεστώτα ή παρακειμένου που εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, μεταφράζεται με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου αντίστοιχα:
    Ἐγὼ δὲ οὔθ' ὑμᾶς ταύτην ἔχειν τὴν γνώμην ἡγοῦμαι. (ότι ούτε εσείς έχετε)
    Αἰγινῆται ἔλεγον οὐκ εἶναι αὐτόνομοι κατὰ τὰς σπονδάς. (ότι δεν ήταν)
    Ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι τοῖς Μαντινεῦσι τούτῳ τῷ ἔτει. (ότι είχαν λήξει)
  2. β) Τελικό·δεν απαντά σε χρόνο μέλλοντα (με εξαίρεση το απαρέμφατο που εξαρτάται από το ρήμα μέλλω), δέχεται άρνηση μή2, ισοδυναμεί με δευτερεύουσα τελική πρόταση και μεταφράζεται με «να» + υποτακτική του χρόνου στον οποίο βρίσκεται:
    Καὶ ὑπὸ ὀργῆς ἔδοξεν αὐτοῖς παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι. (να υποδουλώσουν)
    Νῦν δέ μοι δοκεῖ αἰσχρὸν εἶναι μὴ βοηθῆσαι Καλλίᾳ τὰ δίκαια. (να μη βοηθήσω)
    Εὐρυμέδοντα ἐπὶ τῶν πλειόνων νεῶν ἀποπέμψειν ἔμελλον. (να στείλουν)

§ 116

Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται στον λόγο ως:

  1. Έγκλιση σε:
    1. α) Κύριες προτάσεις επιθυμίας που δηλώνουν:
      • προσταγή ή απαγόρευση:
        Θαρσῶν νῦν, Διόμηδες, μάχεσθαι. [αντί της προστακτικής μάχου]
      • ευχή που αναφέρεται στο μέλλον ή κάποιο συναίσθημα (επιφωνηματικό απαρέμφατο):
        Θεοὶ πολῖται, μή με δουλείας τυχεῖν. [αντί της ευχετικής ευκτικής μὴ τύχοιμι]
        Εἴθε δέ με καὶ κωφὸν γεγονέναι, ἵνα μηδὲ ἀκούοιμι αἰσχρῶν λόγων.
        Ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ!
    2. β) Δευτερεύουσες χρονικές (βλ. § 188.1γ και 189β‚), συμπερασματικές (βλ. § 181.2ε) ή αναφορικές συμπερασματικές προτάσεις που εισάγονται με τα οἷος, ὅσος (πβ. § 194.A3):
      Κἀκεῖνος ἀποθνῄσκει, πρὶν αὑτῷ γενέσθαι παῖδας. [χρονική]
      Ὁ ποταμὸς τοσοῦτος βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν. [συμπερασματική]
      Ὁ μὲν γὰρ φύσει τοιοῦτος οἷος δεδιέναι πάντα. [αναφορική συμπερασματική]
  2. Υποκείμενο απρόσωπων ρημάτων και απρόσωπων εκφράσεων:
    Ἔδοξεν αὐτοῖς στρατεύειν ἐς Ἄργος.
    Δεῖ τῇ ψήφῳ τὴν πολιτείαν ὑμᾶς φυλάττειν.
    Ἔπειτα καὶ τὴν εὐήθειαν τοῦ λόγου τούτου ῥᾴδιόν ἐστιν ἐξετάσαι.
  3. Κατηγορούμενο, ιδιαίτερα σε άλλο έναρθρο απαρέμφατο:
    Τὸ ἀντιλέγειν μὴ κάλει λοιδορεῖσθαι. (Το να αντιμιλά κανείς μην το αποκαλείς βρισιά.)
    Τὸ λακωνίζειν ἐστὶν φιλοσοφεῖν.
  4. Επεξήγηση σε προηγούμενη λέξη:
    Καὶ ὑμᾶς δέ, ὦ παῖδες, οὕτως ἐξ ἀρχῆς ἐπαίδευον, τοὺς μὲν γεραιτέρους προτιμᾶν, τῶν δὲ νεωτέρων
    προτετιμῆσθαι.
  5. Προσδιορισμός της αναφοράς (απαρέμφατο της αναφοράς) κυρίως με επίθετα που δηλώνουν ικανότητα, δυνατότητα, αναγκαιότητα κ.ά., όπως ἀγαθός, ἄξιος, δεινός, ἕτοιμος, ἱκανός, καλός, κακός, ὀξύς, πρόθυμος, στυγνός, φοβερός, χαλεπός, χρήσιμος:
    Πέφυκε δεινὸς λέγειν, κακὸς βιῶναι.
    Ὅσας ἄξιος ἦν λαβεῖν πληγάς, τοσαύτας εἴληφε δραχμάς.
  6. Προσδιορισμός του σκοπού ή του αποτελέσματος· διασώζει την αρχική σημασία του απαρεμφάτου, αναλύεται σε δευτερεύουσα τελική ή συμπερασματική πρόταση και μεταφράζεται με το «για να» ή «ώστε να», αντίστοιχα. Με απαρέμφατο του σκοπού ή του αποτελέσματος συντάσσονται ρήματα που δηλώνουν κίνηση, παροχή, εκλογή, σκόπιμη ενέργεια, καθώς και τα ρήματα φύομαι και εἰμί:
    Οὗτοι δὲ ἐν Σάρδεσι κατελείφθησαν τὴν ἄκραν φυλάττειν.
    Ἀλεξάνδρῳ ἐδόθη ἐπιστολὴ παρὰ Παρμενίωνος φυλάξασθαι Φίλιππον.
  7. Αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα:
    1. α) Με ειδικό απαρέμφατο ως αντικείμενο συντάσσονται ρήματα λεκτικά, όπως ἀρνοῦμαι, ἐγγυῶμαι, λέγω, ὁμολογῶ, φημί, δοξαστικά, όπως δοκῶ, ἐλπίζω, ἡγοῦμαι, κρίνω, νομίζω, οἴομαι, πιστεύω, ὑπολαμβάνω, και γνωστικά, όπως γιγνώσκω, ἀκούω (πληροφορούμαι), εὑρίσκω (διαπιστώνω), πυνθάνομαι κ.τ.ό.:
      Φησὶ γὰρ ὁ κατήγορος οὐ δικαίως με λαμβάνειν τὸ ἀργύριον.
      Ἀρχὴ τῶν ὑγρῶν ἔδοξεν εἶναι καὶ τοῦ παντὸς ὕδατος ἡ θάλασσα.
      Ἐπὶ δὲ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην' οὐδέν' ἂν ἐλθεῖν ἡγοῦμαι.
      Ἀκούω Λακεδαιμονίους ἀναχωρεῖν ἐπ' οἴκου πάλιν.

      Η άρνηση που συνοδεύει τα δοξαστικά ρήματα και το ρήμα φημὶ αναφέρεται στο απαρέμφατο που εξαρτάται από αυτά:
      Οὐχ ἡγοῦμαι δικαίαν εἶναι τὴν ἀπολογίαν τὴν τοιαύτην.
      Τέχνην δὲ αὐτὴν οὔ φημι εἶναι ἀλλ' ἐμπειρίαν.

    2. β) Με τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο συντάσσονται ρήματα βουλητικά, όπως βούλομαι, ἐπιθυμῶ, εὔχομαι, ζητῶ, ἐθέλω, ποθῶ, προαιροῦμαι (προτιμώ), προτρεπτικά και παραχωρητικά, όπως κελεύω, κηρύττω, παραινῶ, προτρέπω, συμβουλεύω, ἐπιτρέπω, ἀφίημι, ἐῶ, απαγορευτικά, όπως ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, αποπειρατικά και δυνητικά, όπως δύναμαι, ἐπιχειρῶ, ἔχω (δύναμαι), οἷός τ' εἰμί, πείθω (προσπαθώ να πείσω), πειρῶμαι, τολμῶ, πέφυκα, ρήματα που σημαίνουν συνήθεια, σκέψη, απόφαση, απαίτηση, παράκληση ή δισταγμό, όπως ἐθίζω, εἴωθα, βουλεύομαι, διανοοῦμαι, μέλλω, ἀξιῶ, αἰτῶ, δέομαι, ὀκνῶ, φοβοῦμαι κ.τ.ό.:
      Σφόδρα γε βούλεται τοὺς Ἕλληνας ἐλευθέρους εἶναι.
      Λύσανδρος τοὺς συμμάχους ἐκέλευσε βουλεύεσθαι περὶ τῶν αἰχμαλώτων.
      Κλεοφῶν ἐκώλυσε γενέσθαι τὴν εἰρήνην.
      Ἐντεῦθεν ἐπειρῶντο εἰσβάλλειν εἰς τὴν Κιλικίαν.
      Τὸ γὰρ ὅλον καὶ τὸ πᾶν εἰώθαμεν λέγειν οὐρανόν.
      Ἐδέοντο οἱ Μαντινεῖς τῶν Ἀθηναίων ἱππέων βοηθῆσαι.
  8. β΄ όρος σύγκρισης (βλ. και § 41.2):
    Ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ δεινότερον ἦν πλουτεῖν ἢ ἀδικεῖν.
  9. Απόλυτο απαρέμφατο· δεν εξαρτάται από κάποιο ρήμα. Απαντά με τη μορφή στερεότυπης έκφρασης και αναφέρεται συνήθως στο περιεχόμενο ολόκληρης της πρότασης. Δηλώνει σκοπό ή αναφορά. Μερικά από τα πιο εύχρηστα απόλυτα απαρέμφατα είναι τα ακόλουθα:
    • τὸ ἐπ' ἐκείνῳ/ἐκείνοις εἶναι (όσο εξαρτάται από εκείνον/εκείνους)
    • τὸ ἐπὶ τούτῳ/τούτοις/σφᾶς εἶναι (όσο εξαρτάται από αυτόν/αυτούς)
    • τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι (όσο εξαρτάται από αυτόν)
    • τὸ νῦν εἶναι (όσο για τώρα)
    • τὸ ξύμπαν εἰπεῖν (και γενικά)
    • ἑκὼν εἶναι (θεληματικά)
    • ὀλίγου/μικροῦ/οὐ πολλοῦ δεῖν (λίγο έλειψε)
    • ὡς (ἔπος) εἰπεῖν (για να το πω έτσι)
    • ὡς συντόμως / ὡς συνελόντι / ὡς διὰ βραχέων εἰπεῖν (για να μιλήσω σύντομα)
    • ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν (για να μιλήσω περιληπτικά)
    • ὡς εἰκάσαι (όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς)
    • ὡς τἀληθὲς εἰπεῖν (για να πω την αλήθεια)
    • οὕτως εἰπεῖν (για να το πω έτσι)
    • ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν (για να μιλήσω απλά)
    • ὡς ἐμοὶ δοκεῖν (κατά τη γνώμη μου)
      κ.ά.
    Τὸ ἐπὶ τούτοις εἶναι ἐν κινδύνοις καθεστήκατε.
    Ὁρίζονται δὴ πάντες τὴν ψυχὴν τρισὶν ὡς εἰπεῖν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ.
    Καὶ τὸ ξύμπαν εἰπεῖν κράτιστος δὴ οὗτος αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο.
    Τὸ δὲ τέλειον τέλος ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν οὐδὲν ἂν ἄλλο δόξειεν εἶναι ἢ εὐδαιμονία.

  1. Το ειδικό απαρέμφατο παίρνει άρνηση μή, όταν βρίσκεται σε πρόταση επιθυμίας ή εξαρτάται από αρνητικά λεκτικά ρήματα, όπως ἀντιλέγω, ἀπιστῶ, ἀρνοῦμαι κ.τ.ό., ειδικά όταν αυτά βρίσκονται σε πρόταση που περιέχει άρνηση οὐ:
    Ἃ ποιεῖν αἰσχρόν, ταῦτα νόμιζε μηδὲ λέγειν εἶναι καλόν.
    Ἀντέλεγον Κορίνθιοι μὴ σπένδεσθαι Ἀθηναίοις.
    Οὐδεὶς πώποτ' ἀντεῖπεν μὴ οὐ καλῶς ἔχειν αὐτούς.
  2. Το τελικό απαρέμφατο δέχεται άρνηση οὐ, όταν βρίσκεται σε πρόταση που περιέχει την αντίθεση οὐκ - ἀλλά:
    Ἤμελλεν οὐ τοὺς ἄλλους ὠφελήσειν ἀλλ' αὐτὸς κινδυνεύσειν.