Α. ΤO ΕΝΑΡΘΡO ΑΠΑΡΕΜΦΑΤO§ 113 Έναρθρο ονομάζεται το απαρέμφατο που εκφέρεται μαζί με άρθρο ουδέτερου γένους σε κάθε πτώση του ενικού αριθμού πλην της κλητικής. Δέχεται άρνηση μὴ και μεταφράζεται με «το ότι» + οριστική, «το να» + υποτακτική ή με το αντίστοιχο αφηρημένο ουσιαστικό: Οὗτοι γὰρ τοῦτο προσόμοιον ἔχουσιν τοῖς τυράννοις, τὸ πολλῶν ἄρχειν. (Διότι αυτοί τούτο έχουν όμοιο με τους τυράννους, το ότι εξουσιάζουν πολλούς.) Μένων ἠγάλλετο τῷ φίλους διαγελᾶν. (O Mένων διασκέδαζε με το να περιγελά φίλους.) Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. (Όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως επιθυμούν τη γνώση.) § 114 Το έναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται στον λόγο ως:- Υποκείμενο σε προσωπικό ρήμα:
Τὸ μὲν γὰρ λέγειν εὐχῆς ἔργον ἐστί, τὸ δὲ συμβῆναι τύχης. - Αντικείμενο:
Τοσοῦτ' ἀπέχω τοῦ λαβεῖν τι παρ' ὑμῶν. - Κατηγορούμενο:
Ἔστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον. - Επεξήγηση, κυρίως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας:
Τῆς δὲ φρονήσεως τοῦτό ἐστι, τὸ ὀρθῶς δύνασθαι ταῦτα θεωρεῖν. - Oνοματικός ετερόπτωτος ή επιρρηματικός προσδιορισμός (πτωτικός ή εμπρόθετος):
Κρεῖττόν ἐστιν τὸ σωφρονεῖν τοῦ πολυπραγμονεῖν. [γεν. συγκριτική· β΄ όρος σύγκρισης] Ἄξιος αὐτοῖς ἐδόκεις εἶναι τοῦ τοιαῦτα ἀκούειν. [γεν. αξίας] Τὸ ὀργίζεσθαι ἐναντίον τῷ πραΰνεσθαι. [δοτ. αντικειμενική] Ξύνδεσμος δ' ἦν αὐτοῖς τὰ ξύλα, τοῦ μὴ ὑψηλὸν γιγνόμενον ἀσθενὲς εἶναι τὸ οἰκοδόμημα. [γεν. σκοπού] Μένων ἠγάλλετο τῷ ἐξαπατᾶν δύνασθαι. [δοτ. αιτίας] Λακεδαιμόνιοι διὰ τὸ σωφρόνως ζῆν κατέσχον Πελοπόννησον. [εμπρόθ. προσδ. αιτίας]
|