Μουσική και διαφήμισηΗ διαφήμιση επιδιώκει να τραβήξει την προσοχή των καταναλωτών σε κάποια συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Για να επιτύχει τους σκοπούς της και χρησιμοποιώντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εκμεταλλεύεται σε μεγάλο βαθμό τη δύναμη που ασκεί η μουσική στον άνθρωπο. Το τζινγκλ (jingle) είναι ένα σλόγκαν που
μένει στο μυαλό και μπαίνει πάνω σε μια δεδομένη μελωδία για
διαφημιστικούς σκοπούς ή σε εκπομπές, κυρίως για την τηλεόραση ή το
ραδιόφωνο.
Ένα αποτελεσματικό τζινγκλ (jingle) δημιουργείται για να μείνει στη μνήμη κάποιου («να του θυμίζει κάτι»). Πράγματι, τα καλύτερα τζινγκλς μπορούν να μείνουν στη μνήμη του καταναλωτή σε όλη του τη ζωή.
Οι στίχοι ενός τζινγκλ πρέπει να αναφέρονται στα τρία παρακάτω θέματα:
Ένα διαφημιστικό τζινγκλ διαρκεί περίπου 30 δευτερόλεπτα. |
Η μουσική θα πρέπει να αντανακλά το ύφος και το στυλ της εταιρείας ή του προϊόντος. Για παράδειγμα: Αναψυκτικά ? νεανικό ακροατήριο ? μοντέρνα μουσική. Μεσιτικό γραφείο ? ώριμο ακροατήριο ? συντηρητική μουσική. Διαφημίσεις προϊόντων με μουσική υπόκρουση υπάρχουν από το 1923 (στις ΗΠΑ για την εταιρεία General Mills), περίπου την εποχή που έκανε την εμφάνισή του το εμπορικό ραδιόφωνο. Το διαφημιστικό τζινγκλ δεν εμφανίστηκε ξαφνικά αλλά η διείσδυσή του στο ραδιόφωνο ήταν μια εξελικτική διαδικασία μάλλον, παρά μια ξαφνική ανακάλυψη. Μπορεί οι στίχοι εκείνων των διαφημίσεων να φαντάζουν εξαιρετικά απλοϊκοί στη σημερινή σύγχρονη κοινωνία, αλλά εκείνη την εποχή η διαφήμιση προκαλούσε πραγματικά εντύπωση στους ακροατές. Ακόμα και σήμερα, οι άνθρωποι αναπολούν μελωδίες διαφημίσεων προϊόντων μισού αιώνα πριν που ίσως και να μην υπάρχουν πλέον στην αγορά. Σήμερα, με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των πνευματικών δικαιωμάτων στη μουσική δημιουργία, ένας μεγάλος αριθμός διαφημιστικών εταιρειών ανακαλύπτει ξανά το κατά παραγγελία τζινγκλ ως μια πιο συμφέρουσα οικονομικά προοπτική των διαφημιστικών τους αναγκών.
|
Tα τραγούδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για να προβάλουν κάποιο χαρακτηριστικό του προϊόντος που πωλείται, όμως πολλές φορές και για να συνδέσουν τα «καλά» αισθήματα που προκαλεί το τραγούδι του προϊόντος, με το προϊόν που παρουσιάζεται στον ακροατή. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, η πραγματική σημασία του τραγουδιού μπορεί να είναι εντελώς άσχετη ή ακόμα και αντίθετη με τη χρήση της στη διαφήμιση. Πολλές εταιρείες καταφεύγουν για το λόγο αυτό στις «ηχοθήκες» (βάσεις δεδομένων όπου υπάρχουν μουσικές ανώνυμων συνθετών από διάφορα μέρη του κόσμου) και με πολύ μικρό κόστος αγοράζουν έτοιμες μουσικές για να χρησιμοποιηθούν στις διαφημίσεις. Οι «κοινόχρηστες» παρτιτούρες για διαφημίσεις (τμήματα έτοιμων συνθέσεων) χρησιμοποιούν συχνά κλαρινέτα, σαξόφωνα, ή διάφορα έγχορδα (όπως οι ακουστικές/ηλεκτρικές κιθάρες και τα βιολιά), ως κύρια όργανα.
Η ιστορία της ελληνικής διαφήμισης ξεκινά στις αρχές του 20ου αι. με την εμφάνιση του κινηματογράφου, και αργότερα του ραδιόφωνου και της τηλεόρασης. Πρώτα εμφανίστηκαν οι κινηματογραφικές και ραδιοφωνικές διαφημίσεις, με μουσικές του Γ. Κατσαρού, του Μ. Πλέσσα και του Κ. Καπνίση. Σε αυτές συμμετείχαν διάσημοι τραγουδιστές της εποχής όπως: ο Γ. Βογιατζής, η Ν. Μούσχουρη κ.ά. Κείμενα για τις ανάγκες της διαφήμισης έγραφαν θεατρικοί συγγραφείς και σε αυτές συμμετείχαν ηθοποιοί όπως: ο Ν. Σταυρίδης, ο Κ. Χατζηχρήστος κ.ά.
|