Γραμματική Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

A. Πίνακας ανώμαλων ρημάτων

Ενεστώτας Αόριστος Κλιτή μετοχή
Ενεργητική Φωνή Παθητική Φωνή
ακουμπώ (1) ακούμπησα –– ακουμπισμένος
αναβάλλω ανέβαλα αναβλήθηκα αναβλημένος
αναμειγνύω ανέμειξα αναμείχθηκα ανα(με)μειγμένος
ανασταίνω ανάστησα αναστήθηκα αναστημένος
ανατέλλω ανάτειλα/ανέτειλα –– ––
ανεβαίνω ανέβηκα –– ανεβασμένος
ανέχομαι ανέχτηκα –– ––
αντέχω άντεξα –– ––
απαλλάσσω απάλλαξα απαλλάχτηκα απαλλαγμένος
απέχω παρατατ. απείχα –– ––
αποδεικνύω απέδειξα αποδείχθηκα απο(δε)δειγμένος
απολαμβάνω απόλαυσα –– ––
απονέμω απένειμα απονεμήθηκα απονεμημένος
αποσπώ (1) απέσπασα αποσπάστηκα αποσπασμένος
αποτελώ (2) αποτέλεσα αποτελέστηκα ––
αποτυχαίνω απέτυχα –– αποτυχημένος
αρέσω άρεσα –– ––
αρκώ (2) άρκεσα/ήρκεσα αρκέστηκα ––
αυξάνω/-αίνω αύξησα αυξήθηκα αυξημένος
αφαιρώ (2) αφαίρεσα αφαιρέθηκα αφηρημένος
αφήνω άφησα αφέθηκα αφημένος
βάζω έβαλα βάλθηκα βαλμένος
βαριέμαι βαρέθηκα –– ––
βαρώ (1) βάρεσα –– ––
βαστώ (1) βάσταξα/βάστηξα βαστάχτηκα/
βαστήχτηκα
βαστα(γ)μένος/
βαστη(γ)μένος
βγάζω έβγαλα βγάλθηκα βγαλμένος
βγαίνω βγήκα –– βγαλμένος
βλέπω είδα ειδώθηκα ιδωμένος
βογκώ (1) βόγκηξα –– ––
βόσκω βόσκησα (βοσκήθηκα) βοσκημένος
βουτώ (1) βούτηξα βουτήχτηκα βουτηγμένος
βρέχω έβρεξα βράχηκα βρε(γ)μένος
βρίσκω βρήκα βρέθηκα ––
βροντώ (1) βρόντηξα/
βρόντησα
–– ––
βυζαίνω βύζαξα βυζάχτηκα βυζαγμένος
γδέρνω έγδαρα γδάρθηκα γδαρμένος
γελώ (1) γέλασα γελάστηκα γελασμένος
γέρνω έγειρα –– γερμένος
γερνώ (1) γέρασα –– γερασμένος
γίνομαι έγινα –– γινωμένος
δέομαι δεήθηκα –– ––
δέρνω έδειρα δάρθηκα δαρμένος

 



Ενεστώτας Αόριστος Κλιτή μετοχή
Ενεργητική Φωνή Παθητική Φωνή
διαβαίνω διάβηκα –– ––
διαθέτω διέθεσα διατέθηκα διατεθειμένος
διακόπτω διέκοψα διακόπηκα διακεκομμένος
διαμαρτύρομαι διαμαρτυρήθηκα –– διαμαρτυρημένος
δίνω έδωσα δόθηκα δοσμένος
διψώ (1) δίψασα –– διψασμένος
δρω (1) έδρασα –– ––
εισάγω εισήγαγα εισήχθηκα εισηγμένος
εκλέγω εξέλεξα εκλέχτηκα/εξελέγην εκλεγμένος
εκπλήσσω εξέπληξα εξεπλάγην ––
εκρήγνυμαι εξερράγην –– ––
εκτείνω εξέτεινα εκτάθηκα εκτεταμένος
επαινώ (2) επαίνεσα επαινέθηκα (ε)παινεμένος
επεμβαίνω επενέβηκα/επενέβην –– ––
εξάγω εξήγαγα εξάχθηκα ––
εξαιρώ (2) εξαίρεσα/εξήρεσα εξαιρέθηκα ––
έρχομαι ήρθα/ήλθα –– ––
εύχομαι ευχήθηκα –– ––
εφευρίσκω εφηύρα/εφεύρα εφευρέθηκα ––
έχω είχα –– ––
ζουλώ (1) ζούληξα ζουλήχτηκα ζουληγμένος
ζω (2) έζησα –– ––
θαρρώ (2) θάρρεψα –– ––
θέλω θέλησα –– ηθελημένος
θέτω έθεσα τέθηκα ––
θίγω έθιξα θίχτηκα/εθίγην θιγμένος
θρέφω, (πβ. τρέφω) έθρεψα θρέφτηκα θρεμμένος
καθιστώ (1)
παθ. καθίσταμαι
κατέστησα κατέστην κατεστημένος
κάθομαι κάθισα/έκατσα   καθισμένος
καίω έκαψα κάηκα καμένος
καλώ (2) κάλεσα καλέστηκα καλεσμένος
κάνω έκανα/έκαμα –– καμωμένος
καρτερώ (1/2) καρτέρεσα –– ––
καταπίνω κατάπια –– ––
καταριέμαι (1) καταράστηκα –– καταραμένος
καταφρονώ (2) καταφρόνεσα καταφρονέθηκα καταφρονεμένος
κατεβαίνω κατέβηκα –– κατεβασμένος
κερδίζω κέρδισα κερδήθηκα κερδισμένος
κερνώ (1) κέρασα κεράστηκα κερασμένος
κλαίω έκλαψα κλαύτηκα κλαμένος
κλέβω έκλεψα κλάπηκα/κλέφτηκα κλεμμένος
κόβω έκοψα κόπηκα κομμένος
κοιτάζω/κοιτώ (1) κοίταξα κοιτάχτηκα κοιταγμένος
κρεμώ (1),
παθ. κρέμομαι
κρέμασα κρεμάστηκα κρεμασμένος
κυλώ (1) κύλησα κυλίστηκα κυλισμένος
λαμβάνω/λαβαίνω έλαβα –– ––
λέ(γ)ω είπα λέχθηκα/ειπώθηκα ειπωμένος

 



Ενεστώτας Αόριστος Κλιτή μετοχή
Ενεργητική Φωνή Παθητική Φωνή
μαθαίνω έμαθα μαθεύτηκα μαθημένος
μεθώ (1) μέθυσα –– μεθυσμένος
μένω έμεινα –– ––
μπαίνω μπήκα –– μπασμένος
μπορώ (2) μπόρεσα –– ––
ντρέπομαι ντράπηκα –– ντροπιασμένος
ξέρω παρατατ. ήξερα –– ––
ξεχνώ (1) ξέχασα ξεχάστηκα ξεχασμένος
παθαίνω έπαθα –– ––
παίρνω πήρα πάρθηκα παρμένος
παραγγέλλω παράγγειλα/
παρήγγειλα
παραγγέλθηκα παραγγελμένος
παραδίδω/παραδίνω παράδωσα/παρέδωσα παραδόθηκα παραδομένος
παραπονιέμαι (1) παραπονέθηκα –– παραπονεμένος
παρέχω παρατατ. παρείχα,
εξαρτ. παράσχω
παρασχέθηκα ––
πάσχω έπαθα –– ––
πεινώ (1) πείνασα –– πεινασμένος
περνώ (1) πέρασα περάστηκα περασμένος
πετυχαίνω πέτυχα –– πετυχημένος
πετώ (1) πέταξα πετάχτηκα πετα(γ)μένος
πέφτω έπεσα –– πεσμένος
πηγαίνω/πάω πήγα –– ––
πηδώ (1) πήδηξα/πήδησα –– ––
πίνω ήπια πιώθηκα πιωμένος
πλάττω/πλάσσω έπλασα πλάστηκα πλασμένος
πλένω έπλυνα πλύθηκα πλυμένος
πλήττω έπληξα –– ––
πνίγω έπνιξα πνίγηκα πνιγμένος
πονώ (1) πόνεσα –– πονεμένος
πρήζω έπρηξα πρήστηκα πρησμένος
προβάλλω πρόβαλα –– ––
προβάλλω προέβαλα προβλήθηκα προ(βε)βλημένος
προβλέπω πρόβλεψα/προέβλεψα προβλέφθηκα ––
προσκαλώ προσκάλεσα προσκλήθηκα προσκεκλημένος
προτείνω πρότεινα προτάθηκα ––
ρουφώ (1) ρούφηξα ρουφήχτηκα ρουφηγμένος
σέβομαι σεβάστηκα –– ––
σέρνω έσυρα σύρθηκα συρμένος
σκουντώ (1) σκούντηξα/σκούντησα σκουντήχτηκα σκουντηγμένος
σπάζω/σπάω (1) έσπασα –– σπασμένος
σπέρνω έσπειρα σπάρθηκα σπαρμένος
στέκομαι/στέκω στάθηκα –– ––
στέλνω έστειλα στάλθηκα σταλμένος
στενοχωρώ (1/2) στενοχώρεσα/
στενοχώρησα
στενοχωρέθηκα/
στενοχωρήθηκα
στενοχωρημένος
στρέφω έστρεψα στράφηκα στραμμένος
συγχαίρω συγχάρηκα –– ––
συμβαίνει συνέβη –– ––

 



Ενεστώτας Αόριστος Κλιτή μετοχή
Ενεργητική Φωνή Παθητική Φωνή
συμμετέχω παρατατ. συμμετείχα –– ––
συμπίπτω συνέπεσα –– ––
σφάλλω έσφαλα –– εσφαλμένος
σχολώ (1) σχόλασα –– σχολασμένος
σώζω έσωσα σώθηκα σωσμένος
σωπαίνω σώπασα –– ––
τελώ (2) τέλεσα τελέστηκα (τε)τελεσμένος
τραβώ (1) τράβηξα τραβήχτηκα τραβηγμένος
τρέπω έτρεψα τράπηκα ––
τρέφω έθρεψα τράφηκα θρεμμένος
τρώω έφαγα φαγώθηκα φαγωμένος
υπάρχω υπήρξα –– ––
υπόσχομαι υποσχέθηκα –– ––
υφίσταμαι υπέστην –– ––
φαίνομαι φάνηκα –– ––
φέρνω έφερα –– φερμένος
φεύγω έφυγα –– ––
φθείρω έφθειρα φθάρ(θ)ηκα φθαρμένος
φορώ (1/2) φόρεσα φορέθηκα φορεμένος
φταίω έφταιξα –– ––
φυλά(γ)ω φύλαξα φυλάχτηκα φυλαγμένος
φυσώ (1) φύσηξα –– ––
χαίρομαι/χαίρω χάρηκα –– ––
χαλώ (1) χάλασα –– χαλασμένος
χορταίνω χόρτασα –– χορτασμένος
χυμώ (1) χύμηξα –– ––
χωρώ (1/2) χώρεσα –– ––
ψάλλω/ψέλνω έψαλα ψάλθηκα ψαλμένος

 

1:Β΄συζυγία - Τάξη 1
2:Β΄συζυγία - Τάξη 2