Τάξη 4: δροσίζω
Ενεργητική Φωνή |
Οριστική |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Συνοπτικός Μέλλοντας |
δροσίζω |
δρόσιζα |
δρόσισα |
θα δροσίσω |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα δροσίζω |
έχω δροσίσει |
είχα δροσίσει |
θα έχω δροσίσει |
Υποτακτική |
Εξακολουθητική |
Συνοπτική |
Συντελεσμένη |
να δροσίζω |
να δροσίσω |
να έχω δροσίσει |
Άλλοι τύποι |
να δρόσιζα…, να δρόσισα…, να είχα δροσίσει…
|
Προστακτική |
Εξακολουθητική |
Συνοπτική |
δρόσιζε
δροσίζετε |
δρόσισε
δροσίστε |
Παθητική Φωνή |
Οριστική |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Συνοπτικός Μέλλοντας |
δροσίζομαι |
δροσιζόμουν(α) |
δροσίστηκα |
θα δροσιστώ |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα δροσίζομαι |
έχω δροσιστεί |
είχα δροσιστεί |
θα έχω δροσιστεί |
Υποτακτική |
Εξακολουθητική |
Συνοπτική |
Συντελεσμένη |
να δροσίζομαι |
να δροσιστώ |
να έχω δροσιστεί |
Άλλοι τύποι |
να δροσιζόμουν(α)…, να δροσίστηκα…, να είχα δροσιστεί…
|
Προστακτική |
Εξακολουθητική |
Συνοπτική |
–
– |
δροσίσου
δροσιστείτε |
Έτσι κλίνονται: αναγνωρίζω, ανεβάζω, διαβάζω, ελπίζω, εξετάζω, δακρύζω, δανείζω, λούζω,
αγκαλιάζω, λογαριάζω, πείθω, σβήνω, ζώνω, κλείνω, πιάνω, φτάνω, ακούω κ.ά.