ραψωδία Γ |
Περιληπτική αναδιήγηση Έχοντας σχηματίσει με τη βοήθεια
των «καταλόγων» την εικόνα των δυνάμεων των εμπολέμων, εύκολα μπορεί ο
ακροατής να φανταστεί τους δύο στρατούς παραταγμένους σε θέση μάχης.
Μπροστά στο τρωικό στράτευμα προβάλλει προκλητικός ο Αλέξανδρος (Πάρης)
και ο Μενέλαος σπεύδει να τον αντιμετωπίσει. Εκείνος όμως τρέπεται
φοβισμένος σε φυγή και ο Έκτορας τον κατηγορεί τόσο για τη δειλία του
όσο και για την αρπαγή της Ελένης, που υπήρξε η αιτία όλων των
συμφορών. Ο Αλέξανδρος, μετανιωμένος, προτείνει να μονομαχήσει με τον
Μενέλαο. Ο νικητής, λέει, θα πάρει την Ελένη και τους κλεμμένους
θησαυρούς της Σπάρτης και ο πόλεμος θα τελειώσει. Ο Μενέλαος δέχεται,
ζητάει όμως η συμφωνία να διασφαλιστεί με όρκους που θα δώσει από την
πλευρά των Τρώων ο ίδιος ο Πρίαμος. |
Εικόνα 11. Μονομαχία Μενέλαου και Πάρη (Αλέξανδρου). Ο Μενέλαος καταδιώκει με γυμνό ξίφος τον Πάρη, που φεύγει κοιτάζοντας πίσω. Ερυθρόμορφη κύλικα, γύρω στο 485 π.Χ. Παρίσι, Μουσείο Λούβρου (αντίγραφο). |
ραψωδία Γ 121-244 Η τειχοσκοπία |
|
---|---|
|
Οι γέροντες θαυμάζουν την Ελένη
(Γ 156-160) |
Η Ελένη ειδοποιείται και σπεύδει στα τείχη |
Μηνύτρα στην
λευκόχερην Ελένην ήλθ' η Ίρις και ομοιώθη με την αδελφήν του ανδρός της Λαοδίκην, που 'χε τον Ελικάωνα Αντηνορίδην άνδρα απ' όλες ωραιότερη τες κόρες του Πριάμου. Την ήβρεν οπού ύφαινε διπλό μεγάλο υφάδι πορφύριο κι επάνω του κεντούσε τους πολέμους των χαλκοφόρων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων που εξ αφορμής της απαρχής εκείνοι επολεμούσαν. Εστάθηκ' η γοργόποδη θεά εμπρός της κι είπε: «Έλα, γλυκιά μου, πράγματα να ιδείς και να θαυμάσεις των χαλκοφόρων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων, αυτοί που τον πολύθρηνον αγώνα του πολέμου ν' αρχίσουν ήσαν πρόθυμοι, τώρα ησυχάζουν όλοι· έπαυσ' ο πόλεμος και αυτού γυρμένοι στες ασπίδες κάθονται κι έστησαν ορθά σιμά τους τα κοντάρια, κι ο ψυχερός Μενέλαος κι ο Πάρις εκεί κάτω με τα μακριά κοντάρια τους για σε θα πολεμήσουν· και ο νικητής ομόκλινην θα σ' έχει αγαπημένην». Είπε η θεά και τρυφερήν της βάζει επιθυμίαν του πρώτου ανδρός, της χώρας της και των γλυκών γονέων. Κι ευθύς από τον θάλαμον μ' ένα λευκό μαγνάδι η Ελένη εχύθη και θερμά τα δάκρυα της κυλούσαν. Και δύο της θεράπαινες, η κόρη του Πιτθέως Αίθρα και η μεγαλόφθαλμη Κλυμένη ακολουθούσαν. Και των Σκαιών Πυλών ευθύς τον πύργον ανεβήκαν. Και ο Πρίαμος, ο Πάνθοος, ο Λάμπος, ο Θυμοίτης, ο Ικετάων, βλάστημα του Άρη, και ο Κλυτίος, και δύο φρονιμότατοι Αντήνωρ και Ουκαλέγων, όλοι των Τρώων αρχηγοί και σύμβουλοι εκαθόνταν στον πύργον των Σκαιών Πυλών, που γέροντες ως ήσαν είχαν αφήσει τ' άρματα, αλλ' ήσαν δημηγόροι εξαίρετοι και ομοίαζαν τους τσίτσικες που χύνουν από το πυκνό φύλλωμα την ιλαρή λαλιά τους. Κι άμ' είδαν ως εσίμωνε στον πύργον την Ελένην, συνομιλούσαν σιγανά με λόγια πτερωμένα: «Κρίμα δεν έχουν οι Αχαιοί, δεν έχουν κρίμα οι Τρώες χάριν ομοίας γυναικός τόσον καιρόν να πάσχουν· τωόντι ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της αλλά και ως είναι ασύγκριτη καλύτερα να φύγει παρά να μείνει συμφορά σ' εμάς και στα παιδιά μας». |
121 125 130 135 140 145 150 155 160 |
Ο
Πρίαμος ζητάει πληροφορίες
|
Και ο Πρίαμος εκάλεσε σιμά του την Ελένην: «Προχώρησε, παιδί μου, εδώ κοντά μου να καθίσεις τον πρώτον άνδρα σου να ιδείς, τους συγγενείς και φίλους· συ δεν μου πταίεις, οι θεοί μου πταίουν, οπού εκείνοι μ' έριξαν στον πολύθρηνον των Αχαιών αγώνα· κι εκείνον τον θεόρατον να μου ονομάσεις άνδρα που ανάμεσα των Αχαιών τόσο λαμπρά φαντάζει. Αλήθεια, στο ανάστημα τον υπερβαίνουν κι άλλοι, αλλ' άνδρα ως αυτόν καλόν και σεβαστόν δεν είδα εις την ζωήν μου· φαίνεται τωόντι βασιλέας». Και προς αυτόν απάντησεν η Ελένη γυνή θεία: «Σέβας και φόβον, ω γλυκέ, σου έχω, πεθερέ μου· κάλλιο να είχα σκοτωθεί, παρά να φύγ', οϊμένα, με τον υιόν σου, αφήνοντας τον θάλαμον, τους φίλους, τες τρυφερές ομήλικες, την μόνην θυγατέρα· αλλ' έζησα· να φθείρεται στα κλάυματα η ζωή μου. Αλλά σ' αυτό που μ' ερωτάς εγώ θα σου απαντήσω. |
165 170 175 |
---|---|---|
Αγαμέμνονας | Εκείνος είναι ο
κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων, συνάμα βασιλιάς καλός και ανδρείος πολεμάρχος και ανδράδελφον, έναν καιρόν, εγώ τον είχα η σκύλα!» Και ο γέρος τον εθαύμασε και είπε: «Ευτυχισμένε Ατρείδη, θεαγάπητε, καλόμοιρε, τωόντι σου πρέπει τόσων Αχαιών εσύ να βασιλεύεις· και στης Φρυγίας μια φορά τ' αμπελοφόρα μέρη επήγα κι είδα πληθυσμόν Φρυγών των ιππομάχων, που τότ' εστρατοπέδευσαν στες όχθες του Σαγγάρου, του θείου Μύγδονος λαοί συνάμα και του Οτρέως, ότι βοηθός τους έφθασα κι εγώ να πολεμήσω, όταν αυτοί τες ίσανδρες κτυπούσαν Αμαζόνες· αλλ' ήσαν ολιγότεροι των Αχαιών εκείνοι». |
180 185 190 |
Εικόνα 12. Μενέλαος και Ελένη. Μελανόμορφος αμφορέας, περίπου 540 π.Χ. Μεγ. Βρετανία, ιδιωτική συλλογή (αντίγραφο). |
|
Οδυσσέας και Μενέλαος | Είδε κατόπι ο Πρίαμος τον Οδυσσέα κι είπε: «Παιδί μου, τώρα λέγε μου ποιος είναι πάλι εκείνος· του Ατρείδη Αγαμέμνονος στ' ανάστημα δεν φθάνει, αλλ' έχει αυτός πλατύτερα τα στήθη και τους ώμους. Άφησε κάτω τ' άρματα στην γην την πολυθρέπτραν, και μόνος περιφέρεται στες τάξεις των ανδρείων· τον παρομοιάζω με τρανό δασύμαλλο κριάρι, οπού διαβαίνει απέραντην κοπήν λευκών προβάτων». Η Ελένη κόρη του Διός σ' εκείνον απαντούσε: «Αυτός είναι ο πολύβουλος Λαερτιάδης Οδυσσέας όπου ανετράφη στο νησί της πετρωτής Ιθάκης και πολλούς δόλους και άπειρα σοφίσματα γνωρίζει». Και προς αυτήν απάντησεν ο συνετός Αντήνωρ: «Λόγον τωόντι αληθινόν, ω δέσποινα, μας είπες· γιατ' ήλθ' εκείνος άλλοτε για σέν' αποσταλμένος εδώ με τον Μενέλαον και φιλικά στο σπίτι τους δέχθηκα κι εγνώρισα την πλάση και των δύο και την μεγάλην σύνεσιν· αλλ' όταν εσταθήκαν των Τρώων εις την σύνοδον, ο Ατρείδης τον περνούσε με τους μεγάλους ώμους του και ότ' ήσαν καθισμένοι, εφάνη σεβαστότερος ο θείος Οδυσσέας· αλλ' όταν λόγους συνετούς να ειπούν στα πλήθη αρχίσαν, γοργότατα ο Μενέλαος και σύντομα ομιλούσε, αλλά κοφτά, γλυκά πολύ, χωρίς στιγμήν να φύγει απ' τον σκοπόν, νεώτερος αν κι ήταν του Οδυσσέα· αλλ' όταν ο πολύβουλος σηκώθηκε Οδυσσέας, στέκονταν με τα μάτια του στη γη προσηλωμένα, και μήτ' εμπρός το σκήπτρο του κινούσε μήτ' οπίσω και το βαστούσε ασάλευτο σαν πράξη να μην είχε, θα 'λεγες που 'ναι ένας μωρός κι από χολήν γεμάτος. Αλλ' άμ' από τα στήθη του βγήκε η φωνή η μεγάλη και ωσάν πυκνές χιονόψιχες οι λόγοι του πετιόνταν, θνητός δεν ήταν άξιος να μετρηθεί μ' εκείνον· και τότε δεν μας ξίπασεν η όψις του ωσάν πρώτα». |
195 200 205 210 215 220 |
Αίαντας
και Ιδομενέας
|
Και τρίτον είδ' ο γέροντας τον Αίαντα κι ερώτα: «Και αυτός ποιος είν' ο εξαίσιος, που τους μεγάλους ώμους υψώνει και την κεφαλήν επάνω των Αργείων;» Απάντησε η μακρόπεπλη Ελένη γυνή θεία: «Ο Αίας ο γιγάντιος των Αχαιών ο στύλος· πλησίον στέκει ωσάν θεός μες στων Κρητών τα πλήθη ο Ιδομενεύς και ολόγυρα οι Κρήτες πολεμάρχοι· συχνά τον φιλοξένησε στο σπίτι μας ο ανδρείος Μενέλαος, ότ' έρχονταν εκείνος απ' την Κρήτην· κι όλους τους άλλους Αχαιούς και βλέπω και γνωρίζω και θα ημπορούσ' αλάθευτα να ειπώ τα ονόματά τους, |
225 230 235 |
---|---|---|
Κάστορας και Πολυδεύκης | και δύο μόνον
βασιλείς να ιδώ δεν κατορθώνω τον Κάστορα ιπποδαμαστήν, τον πύκτην Πολυδεύκην· κι είναι αδελφοί μου από μια μητέρα γεννημένοι· μήπως στην Λακεδαίμονα την ποθητήν εμείναν, ή με τους άλλους έφθασαν κι εκείνοι στην Τρωάδα, αλλά δεν θέλουν να φανούν στες μάχες των ανδρείων, μην πάρουν από τ' όνειδος και από την εντροπή μου;» Αυτά 'λεγε και από καιρόν τους είχε η γη σκεπάσει εκεί στην Λακεδαίμονα, στην ποθητήν πατρίδα. |
240 |
στ.
121 η Ίρις: η
αγγελιαφόρος των θεών. στ. 125-128 όπου ύφαινε: ενώ προετοιμάζεται η μονομαχία, η Ελένη υφαίνει. Η υφαντική είναι εικαστική τέχνη και αποτελούσε μέρος των ασχολιών των γυναικών της αριστοκρατικής τάξης. Η περιγραφή ενός έργου των εικαστικών τεχνών (πραγματικού ή φανταστικού) είναι γνωστή με τον όρο «έκφραση». Φανταστική «έκφραση» είναι, π.χ., η περιγραφή της περόνης του Οδυσσέα στην Οδύσσεια (τ 243-247). στ. 126 κι επάνω του κεντούσε: τα σχέδια συνυφαίνονταν και δεν τα κεντούσαν εκ των υστέρων πάνω στο υφαντό. στ. 127 Οι δύο αντίπαλοι τοποθετούνται στον ίδιο στίχο με επιθετικούς προσδιορισμούς που αποδίδουν τη δύναμή τους: οι Αχαιοί είχαν χάλκινους θώρακες, ενώ οι Τρώες ήταν ονομαστοί για το εξημέρωμα των αλόγων. Η Τρωάδα ονομαζόταν «εὔιππη», επειδή είχε ωραία άλογα. Το επίθετο ιππόδαμος (: δαμάζω τους ίππους) χαρακτήριζε περιοχές, λαούς ή μεμονωμένους ήρωες (π.χ. τον Διομήδη, Ε 849). στ. 131 Η επανάληψη του στ. 127 υπογραμμίζει την απόλυτη αντιστοιχία της πραγματικότητας με το υφαντό της Ελένης. στ. 136 ψυχερός: γενναίος. στ. 140 γονέων: ο Τυνδάρεως και η Λήδα, που πρέπει να ζούσαν ακόμη. Βέβαια, σύμφωνα με το μύθο, πατέρας της Ελένης ήταν ο Δίας, όπως δηλώνεται ρητά παρακάτω (Γ 199 και 426). στ. 141-142 Κι ευθύς... μαγνάδι... εχύθη: η Ελένη, αφού καλύπτει το κεφάλι της με ένα λεπτό λινό κάλυμμα, βγαίνει βιαστικά από το δωμάτιό της. στ. 143 θεράπαινες: υπηρέτριες. Στα ομηρικά έπη μια γυναίκα αριστοκρατικής γενιάς συνοδευόταν συνήθως από (δύο) υπηρέτριες, όταν συναντούσε άντρες: θυμηθείτε την πρώτη εμφάνιση της Πηνελόπης στην Οδύσσεια (α 368 κ.εξ., πρβ. Χ 449). στ. 145 των Σκαιών Πυλών τον πύργον: στο οχυρό οικοδόμημα που βρισκόταν ακριβώς πάνω από τις Σκαιές Πύλες. Οι πύλες αυτές, που ταυτίζονταν ίσως με τις Δαρδάνιες πύλες (Ε 789), βρίσκονταν στο βόρειο ή βορειοδυτικό τμήμα των τειχών και αποτελούσαν την κύρια έξοδο των Τρώων προς το πεδίο της μάχης. στ. 146-148 Πάνθοος, Λάμπος, Θυμοίτης, Ικετάων, Κλυτίος, Αντήνωρ και Ουκαλέγων: συνομήλικοι του Πριάμου σύμβουλοι των Τρώων (στ. 149). Ειδικότερα οι Λάμπος, Ικετάων και Κλυτίος ήταν οι τρεις από τους τέσσερις αδελφούς του Πρίαμου· ο τέταρτος ήταν ο Τιθωνός, σύζυγος της Αυγής (Οδύσσεια, ε 1). στ. 151 δημηγόροι: οι γέροντες, λόγω της ηλικίας τους, δε συμμετείχαν πλέον σε μάχες, αλλά ήταν δεινοί ομιλητές στις συνελεύσεις. στ. 152-153 ομοίαζαν τους τσίτσικες: η παρομοίωση με τα τζιτζίκια που «τερετίζουν γλυκά» πάνω στα δέντρα δηλώνει τις ατελείωτες συζητήσεις των γερόντων. στ. 155 Μόλις αντιλαμβάνονται την παρουσία της Ελένης, οι γέροντες χαμηλώνουν τον τόνο της φωνής τους και ψιθυρίζουν μεταξύ τους τα σχόλιά τους γι’ αυτήν. στ. 156 κρίμα: φταίξιμο, κατηγορία, μομφή. στ. 158 ομοιάζει ωσάν θεάς η τρομερή θωριά της: η παροιμιώδης ομορφιά της Ελένης εξαίρεται λίγο πριν μονομαχήσουν γι’ αυτήν ο Μενέλαος με τον Πάρη. Γιατί; στ. 169 άνδρα καλόν: άντρα ωραίο. στ. 172 σέβας και φόβον: το δεύτερο ουσιαστικό ενισχύει τη σημασία του πρώτου, επιτείνει δηλαδή την έννοια του σεβασμού, χωρίς να δηλώνει τίποτα φοβερό. στ. 174 αφήνοντας τον θάλαμον: (κατά λέξη) εγκαταλείποντας το συζυγικό κοιτώνα· εννοεί, βέβαια, την εγκατάλειψη του συζύγου της. στ. 180 ανδράδελφος: αδελφός του συζύγου, κουνιάδος. η σκύλα: «σκυλοπρόσωπο» αποκάλεσε υβριστικά ο Αχιλλέας τον Αγαμέμνονα (Α 161, πρβ. Α 226). Ίσως ο χαρακτηρισμός δεν ήταν τόσο βαρύς για τους αρχαίους Έλληνες όταν αφορούσε γυναίκα. στ. 184 κ.εξ. στης Φρυγίας... Φρυγών των ιππομάχων: οι Φρύγες ζούσαν γύρω από τον ποταμό Σαγγάριο και, όπως φαίνεται από αυτή την παρέκβαση (πρβ. Β 861 και Π 716-719), ήταν σύμμαχοι των Τρώων και ικανότατοι ιππείς. στ. 198 κοπήν: κοπάδι. στ. 200 πολύβουλος (πολύμητις στο πρωτότυπο): πολυμήχανος. στ. 202 σοφίσματα: τεχνάσματα. στ. 205 κ.εξ. Το επεισόδιο στο οποίο αναφέρεται ο Αντήνορας τοποθετείται χρονικά πριν από την έναρξη του πολέμου. Πρόκειται για απόπειρα των Αχαιών να λύσουν τις διαφορές τους με τους Τρώες με διαπραγματεύσεις. στ. 211 σεβαστότερος: επιβλητικότερος. Ο Οδυσσέας δεν ήταν ψηλός, αλλά ήταν γεροδεμένος (στ. 193-194), με αποτέλεσμα να φαίνεται επιβλητικότερος καθιστός, γιατί τότε δεν γινόταν αντιληπτή η διαφορά του ύψους. στ. 218-220 Γενικά, το σκήπτρο συμβόλιζε κάθε δημόσια υπηρεσία (πρβ. σχόλ. στ. Α 14). Όποιος το κρατούσε σε δημόσια συνέλευση είχε και το δικαίωμα του λόγου. στ. 222 ωσάν πυκνές χιονόψιχες: η παρομοίωση αποδίδει ίσως την πυκνότητα και την ταχύτητα του λόγου (= σαν τις νιφάδες του χιονιού στη χιονοθύελλα). Ποια παρομοίωση φυσικού φαινομένου χρησιμοποιούμε στα νεοελληνικά σε παρόμοιες περιπτώσεις; στ. 224 δεν μας ξίπασεν: δεν μας προκάλεσε έκπληξη ή εντύπωση. στ. 226 εξαίσιος: τονίζεται εδώ η επιβλητική κορμοστασιά του Αίαντα του Τελαμώνιου (πρβ. στ. Γ 168 και 194). Γι’ αυτό στο πρωτότυπο χαρακτηρίζεται ἕρκος Ἀχαιῶν, δηλαδή κάστρο (στ. 229). στ. 237 πύκτης: πυγμάχος. στ. 238 από μια μητέρα γεννημένοι: ο Κάστορας, ο Πολυδεύκης (Διόσκουροι) και η Ελένη ήταν παιδιά της Λήδας. Ο Πολυδεύκης και η Ελένη είχαν πατέρα τον Δία, ενώ ο Κάστορας ήταν γιος του θνητού συζύγου της Λήδας, του Τυνδάρεω (πρβ. σχόλιο Γ 140). |
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ |
1. Ποιος
ειδοποιεί την Ελένη να τρέξει στα τείχη και γιατί η παρουσία της εκεί
κρίνεται απαραίτητη; 5. Η ηθογράφηση των ηρώων του έπους, όπως και κάθε λογοτεχνικού κειμένου, δηλαδή η περιγραφή και αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της δράσης τους, προκύπτει τόσο από τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα λόγια και τις πράξεις των ίδιων όσο και από τις κρίσεις και τα συναισθήματα των άλλων ηρώων ή του ποιητή/αφηγητή. Αφού λάβετε υπόψη σας αυτά τα κριτήρια, να ηθογραφήσετε την Ελένη με τα στοιχεία που παρέχει η ενότητα της «Τειχοσκοπίας». 6. «Επική ειρωνεία έχουμε, όταν ο ακροατής/αναγνώστης του έπους γνωρίζει κάτι που όμως τα πρόσωπα του έπους το αγνοούν» (Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Π.Ι. - ΟΕΔΒ, Αθήνα 2000). Σε ποιους στίχους της ενότητας εντοπίζετε επική ειρωνεία στην πλοκή του μύθου; Θυμάστε ανάλογα παραδείγματα από την Οδύσσεια; 7. Αφού διαβάσετε το Παράλληλο κείμενο και την Περιληπτική αναδιήγηση της Γ ραψωδίας, να επισημάνετε διαφορές ανάμεσα στην ιλιαδική περιγραφή της σκηνής, και ειδικότερα της Ελένης, και στη μεταγενέστερη αναφορά στην ηρωίδα από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Ποια στοιχεία της ομηρικής σκηνής εκμεταλλεύεται ο Ρίτσος και ποια εντύπωση σχηματίζουμε για τη δική του Ελένη; Να δικαιολογήσετε τις απόψεις σας με συγκεκριμένες αναφορές στα κείμενα. |