Πάντοτε δείλιαζες να παίρνεις·
δισταχτική είχες την παλάμη και
στο δίκιο σου·
και για την πληρωμή του μεροκάματού
σου
εχρώσταες χάρη.
Δε σε φελήσανε οι αγώνες μου.
Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε
παράμερα, και, ταπεινή,
από τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.
Να 'σουν κοντά μου με
το χαμηλό
τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα
— ας μην περίμενες χαρά και
δικαιοσύνη.
Πάρε, για σένα τα 'φεραν τα ρόδα
και τ' αρώματα,
τα σπάνια, τ' ακριβά του κόσμου εσέ ταιριάζουνε,
εργάτισσά μου
αφρόντιστη κι αστόλιστη.
Πάρε τα τα στεφάνια και τα κρύσταλλα
με τα τριαντάφυλλα
και με τις δάφνες.
Για σε θα σκύβουνε στο μάρμαρο
οι τεχνίτες,
οι σμίλες θα ιστορούνε το μόχτο σου,
μ' ανάγλυφα θα διηγούνται τα πάθη
σου,
η Τέχνη θα καταδεχτεί να υψώνει αιώνια
κι άφθαρτη τη θύμησή σου.
Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι
ήρωες,
όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.
Τώρα περνάς εσύ με το δειλό
περπάτημα, το κουρασμένο,
και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο
Ηρώο.
Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και
το τσεμπέρι,
βάστα και το ταγάρι σου με το
φαΐ της φυλακής
— με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε
να μπεις
στης αιωνιότητας τη δόξα! |