Α41
ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΘΙΟ ΣΑΝΤΣΕΘ ΜΕΧΙΑΣ1. Το χτύπημα κι ο θάνατος
οξείδιο: εδώ: το σκούριασμα. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΟ
Οι ήχοι των ξένων ποιητικών τρόπων, που διακρίνονται στο πρώτο ποιητικό βιβλίο του Λόρκα, υποχωρούν στο δεύτερο για να εξαφανιστούν, καθώς ο ποιητής ανακαλύπτει όλο και περισσότερο τη γονιμότητα των στοιχείων της λαϊκής ισπανικής παράδοσης, ιδιαίτερα εκείνης της Ανδαλουσίας. Με το Ρομανθέρο Χιτάνο (Τσιγγάνικες παραλογές) τα στοιχεία αυτά, ζυμωμένα με τη σοφιστικότητα της έντεχνης, της λόγιας ποίησης, θα δώσουν μιαν από τις πλέον ενδιαφέρουσες εκφράσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Όμως είναι με το «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» που η συγχώνευση του δημοτικού με το λόγιο στοιχείο στον Λόρκα θα φτάσει στην υψηλότερη έκφραση της. Με το ελεγειακό αυτό ποίημα, που συντίθεται από τέσσερα μέρη, ο Λόρκα πραγματεύεται ένα χαρακτηριστικό θέμα της ισπανικής ποίησης, το ταυρομαχικό, το οποίο είχαν λαμπρύνει στο παρελθόν ποιητές, όπως ο Λόπε ντε Βέγα και ο Μανουέλ Ματσάδο. «Το χτύπημα κι ο θάνατος» είναι το πρώτο μέρος του έργου, που αρχίζει με τον προσδιορισμό της ώρας του θανάτου του ταυρομάχου Μεχίας, ο οποίος επαναλαμβάνεται αντιστικτικά μετά από κάθε στίχο ως ένας τρόπος για να εκφραστεί η διαστολή και η ακινητοποίηση του χρόνου τη στιγμή του μεγάλου κακού. Αμέσως έπειτα εισάγεται το μοτίβο του νεκρικού σεντονιού (του σκεπασμένου νεκρού), χαρακτηριστικό του θέματος του θανάτου στον Λόρκα. Έπονται αποσπασματικές εικόνες μεγάλης παραστατικότητας, σε μιαν ανακόλουθη χρονική διάταξη, που δηλώνει την ένταση της συγκίνησης μπροστά στο φριχτό γεγονός. Η διακριτική συνομιλία του Λόρκα με τον υπερρεαλισμό γίνεται στις εικόνες αυτές αισθητή. Το χτύπημα κι ο θάνατος, που αποτελεί την εισαγωγή και συγχρόνως το κέντρο του όλου ποιήματος, κλείνει κυκλικά, με την εικόνα του σκοτεινιάσματος της μέρας ως μεταφορά της ώρας του θανάτου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
FEDERICO GARCIA LORCA (Φουέντε Βακέρος, Γρανάδα 1898 – Βιζνάρ, Γρανάδα 1936). Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος αγρότη και δασκάλας, σπούδασε αρχικά νομικά στη Γρανάδα, τα οποία όμως εγκατέλειψε για τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική. Το 1919 έρχεται στη Μαδρίτη και γνωρίζεται με σημαντικούς διανοούμενους της εποχής του (τον ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί και τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Λουίς Μπουνιουέλ). Γίνεται ευρύτερα γνωστός με το ποιητικό του έργο Τσιγγάνικες παραλογές (1928) και καθιερώνεται με την ελεγεία του Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας (1935). Λίγο μετά το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου (1936), δολοφονείται από τους εθνικιστές αντάρτες. Σημαντικότατη επίσης είναι η θεατρική του παραγωγή και αντιπροσωπευτικά τα έργα του: Ο ματωμένος γάμος (1933), Γέρμα (1934), Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1936).
|