Κοσμάς ΠολίτηςΣτου Χατζηφράγκου(απόσπασμα) Tο απόσπασμα είναι παρμένο από το μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (όνομα μιας λαϊκής συνοικίας της Σμύρνης). Στο μυθιστόρημα αυτό που οι ήρωές του είναι μικρά παιδιά, ο συγγραφέας ξαναζωντανεύει εμπειρίες και μνήμες της παιδικής ηλικίας από τη Σμύρνη. Το επεισόδιο, γραμμένο με μεγάλη ευαισθησία, όπως άλλωστε και όλο το μυθιστόρημα, έχει ενότητα και μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο διήγημα. Ήρωάς του είναι ο Τζώνης, που ζούσε σε μια τρώγλη και έκανε διάφορα θελήματα στη γειτονιά. [Η ομορφιά του κόσμου] Λοιπόν, εκείνο το δειλινό που πρωτοβγήκε ο Τζώνης, στεκότανε και κοίταζε συλλογισμένος το στρώσιμο του σοκακιού, ακόμα πιο αχαμνός και πιο λελέκι. Είχε τελέψει πια το ξήλωμα του καλντεριμιού, και τώρα οι αραμπάδες* ξεφορτώνανε άμμο και μαλτεζόπλακες. Βαριές πέτρες, ίσαμε μισή τετραγωνικιά πήχη επιφάνεια, και κάπου δυο ρούπια* πάχος, ανώμαλες από κάτω, απελέκητες, για να θηλιάζουνε* πιο στέρεα μέσα στον άμμο. Οι μαστόροι απλώναν ένα παχύ στρώμα άμμο, και πάνω εκεί τοποθετούσανε τις μαλτεζόπλακες, αράδα, σε λοξές γραμμές. Το λοξό στρώσιμο παρουσίαζε μεγαλύτερη αντοχή, λένε οι τζινιέρηδες*. Για οδηγό, στο αλφάδιασμα*, δένανε σπάγγους, από τη μια μπάντα του σοκακιού ίσαμε την άλλη, σε μεγάλα καρφιά μπηγμένα χάμω. Αφού τελειώνανε καμιά δεκαριά αράδες στρώσιμο, βγάζανε τους σπάγους, ρίχνανε άμμο από πάνω, που χωνότανε ανάμεσα στους αρμούς, κι ύστερα σουλαντίζανε*. Έτσι προχώραγε η δουλειά. Χτίσιμο μπόσικο*, πάνω στον άμμο, θα 'λεγες, και όμως αυτός ο ντουσεμές* κράταγε χρόνια και χρόνια, και σπάνια να λασκάριζε μια πλάκα. Ο Τζώνης στεκότανε το δειλινό και κοίταζε συλλογισμένος. Πες από ατσιγαριές, πες για να ξελογιστεί από τον πόνο του, κάποια στιγμή που ο κυρ Σωτήρης Αλιφάντης πέρασε από κοντά του, το πήρε απόφαση. — Αφεντικό, με παίρνεις στη δουλειά σου; Ο εργολάβος τον κοίταξε καλόκαρδα. Τόσες βδομάδες τώρα που ερχότανε στο μαχαλά, κάτι θα 'χε ακούσει για τον Τζώνη. Μα τον είδε αχαμνό* και γουβιασμένο*. — Βαστάνε τα κότσια σου; — Δοκίμασέ με. Ο κυρ Αλιφάντης ανασήκωσε τους ώμους του. Μια ελεημοσύνη κάνω, είπε μέσα του. — Ένα οχταράκι μεροκάματο, του λέει. Μαστρο-Γιάννη, φώναξε τον πρωτομάστορα, ο κύριος από δω —και του 'κανε το μάτι— πιάνει από αύριο δουλειά. Βάλτονε στα ζεμπίλια. Τον βάλανε να κουβαλάει άμμο. Ανακάθιζε πάνω στις φτέρνες του, με την πλάτη γυρισμένη στο βουνό τον άμμο, κρατώντας το ζεμπίλι στη ράχη του από το χερούλι. Του φτυαρίζανε άμμο μέσα στο ζεμπίλι —του το μισογεμίζανε μονάχα, ελεημοσύνη είχε πει τ' αφεντικό— κι ο Τζώνης πήγαινε κι έχυνε τον άμμο εκεί που δουλεύανε οι μαστόροι. Πήγαινε ρέγουλα* η δουλειά. Μα κάποια μέρα, ένας γκεβεζές* εργάτης, έβαλε με τρόπο μια μαλτεζόπλακα μες στο ζεμπίλι του Τζώνη, και φτυάρισε άμμο από πάνω. Ο Τζώνης, μια, δυο, με την τρίτη κατάφερε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Ίσως να 'πε μέσα του πως τον έπιασε μια ξαφνική αδυναμία. Προχώρησε δυο βήματα, λυγίσανε τα γόνατά του, μα πάλι αναστηλώθηκε. Άλλα δυο βήματα — και ξαφνικά γονάτισε, το πανωκόρμι του έγειρε μπροστά, και τον κουκούλωσε ο άμμος. Καλά που δεν κύλησε η μαλτεζόπλακα, να του κάνει ζούπα* το κεφάλι. Τρέξανε να τον βοηθήσουνε. Είχε πέσει στα μαλακά, πάνω στο στρωμένο άμμο. Από την ντροπή του, κράταγε το κεφάλι του σκυφτό κι έσφιγγε τις γροθιές του. Ήταν τόσο κωμικός, τόσο υπερβολικά κωμικός, τόσο πέρ' από το κωμικό, που κανένας δε γέλασε. Τον παρατήσαν εκεί, γονατιστό, και γυρίσανε στη δουλειά τους. Πάνω στην ώρα, έφτασε ο κυρ Σωτήρης Αλιφάντης για τη συνηθισμένη επιθεώρηση. Ρώτησε τι συμβαίνει. Κάτι του 'πανε, δίχως να μαρτυρήσουνε τη χιανετιά*, ο εργολάβος ανασήκωσε τους ώμους του και πήγε παρακάτω. Ο Τζώνης, πάντα στην ίδια θέση, γονατιστός, με το κεφάλι σκυφτό. Τα μαύρα μαλλιά του και τ' αξύριστα γένια του είχαν γίνει γκρίζα, πασπαλισμένα άμμο. — Ε, Τζώνη, κουνήσου από κει, μποδάς τη δουλειά, του φώναξε ο μάστορης. Αναθεώρησε*. Και με την πρώτη ματιά που έριξε μπροστά του, τράβηξε μέσα την ανάσα του, κι έμεινε μ' ανοιχτό στόμα. Γιατί αντίκρισε την ομορφιά του κόσμου. Έκλεισε τα μάτια του και πάλι τ' άνοιξε. Η οπτασία ήταν πάντα εκεί, ούτε δέκα μέτρα πέρα. Μια βικτόρια*, μαύρη και καλογυαλισμένη, όπως κι οι δυο καράδες* που ήταν ζεμένοι, καουτσουτέ* καρούλια, με κατεβασμένη την κουκούλα, ήτανε σταματημένη στην αρχή του σοκακιού, γωνιά με του Σκλαβούνου το σοκάκι. Και μέσα στην καρότσα, η ομορφιά του κόσμου. Δυο μάτια πελώρια, φουντουκιά, ορθάνοιχτα, που τα ματόκλαδά τους αγγίζανε τα φρύδια και ισκιάζανε τα μάγουλα, και πιο κάτω, καταμεσής, ένα τριανταφυλλί μπουμπούκι. Αυτό ήταν το πρόσωπο. Κοντυλένια, μικροκαμωμένη, με θαλασσί μεταξωτό φουστάνι, άσπρα νταντελένια γάντια ίσαμε τον αγκώνα, κράταγε στο δεξί της χέρι ένα μεταξωτό θαλασσί ομπρελίνο, γαρνιρισμένο με άσπρο πιτσίλι* ολόγυρα. Το κράταγε ανοιχτό, αν και ο ήλιος είχε φύγει από το σοκάκι και φώτιζε μονάχα, πίσω της, τα κεραμίδια του δίπατου σπιτιού του Σκλαβούνου. Ένα ρόδινο συννεφάκι, γελαστό, ήταν σταματημένο πάνωθέ της, στο θαλασσί ουρανό. Κάτω από το φραμπαλά της μακριάς φούστας της, ξεπρόβαλε, συγκινητικό, ένα μικρούτσικο μαύρο λουστρινένιο γοβάκι λουικένζ*, κι αχνοξεχώριζε ο αστράγαλος, μέσ' από την άσπρη φιλντεκός* κάλτσα. Ω, άγγελε του Θεού, έλεγες, μέσα σου. Ο Τζώνης έβγαλε την ανάσα του κι αργοσηκώθηκε από χάμω. — Σς, σς, έκανε ο καροτσιέρης για να ησυχάσουνε οι δυο καράδες, που τινάζανε το κεφάλι τους, γιατί τσιμπούσανε οι αλογόμυγες. Είκοσι με εικοσιδυό χρονώ κοπέλα. Στη θαλασσιά τόκα* της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα*, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. Το φουστάνι της γαρνιρισμένο με ό,τι απαιτούσε η τελευταία μόδα, πλισεδάκια, φιογκάκια, κορδελάκια, και στο στήθος, δεξιά, κρεμότανε από μια χρυσή καρφίτσα, με χρυσή αλυσιδίτσα, ένα γυάλινο ρολογάκι, σφαιρικό, σε γυάλινη μπίλια, από κείνα, που σαν τα κοιτάζεις από πίσω, βλέπεις ολάκερο το μηχανισμό, ροδούλες, πιστόνια, ζουμπερέκια, να γυρίζουνε και να σαλεύουνε αδιάκοπα, ίδιο μικροσκοπικό εργοστάσιο. Μια καμέα* με μαλαματένιο δέσιμο, πιασμένη μ' ένα χαλκαδάκι από μια στενή μαύρη βελουδένια κορδελίτσα, στόλιζε το λαιμό της. Και κάτω από τα νταντελένια γάντια, σπιθοβολιές από δαχτυλίδια και βραχιόλια. Όλη μαζί, αλήθεια, είχε κάτι το πολύτιμο, πλασμένη από ακριβό υλικό. Βέβαια, δουλεμένο επιφανειακά, μα ωστόσο ακριβό, πανάκριβο. Ολόγυρα στην καρότσα, μια λεπτή μυρωδιά ροδόσταμο. — Ε, μαστρο-Γιάννη, τελειώνουμε; ρώτησε ο κυρ Σωτήρης. — Ναι, σίγουρα. Μεθαύριο παραδίνομε. — Ταμάμ*. Αυτές τις μέρες θα 'ρχομαι μαζί με την κυρία μου, για να βλέπει τα έργα μου — κι έπαιξε τη λέξη πάνω στη γλώσσα του σα να 'θελε να τη γευτεί. Με τέτοια κυρία, δε μπορούσε παρά να 'ναι κι ο ίδιος κύριος – κατά κάποιο τρόπο. Φαίνεται πως οι δουλειές του, κι οι κομπίνες του με το Κονάκι, πηγαίνανε περίφημα. Ο κύριος Αλιφάντης ανέβηκε στη βικτόρια, κάθισε πλάι στην κυρία του, ο καροτσιέρης πλατάγισε τα χείλια του, και η καρότσα ξεκίνησε πάνω στα καουτσουτέ καρούλια της. Δεν είχανε μείνει περισσότερο από πέντε λεπτά. Η καρότσα ξεμάκραινε. Από πίσω, φαινότανε τ' ανοιχτό ομπρελίνο θαλασσί μες στο τριανταφυλλένιο δειλινό, που δεν είχε γυρίσει ακόμα στο μενεξελί. Εκείνο το ρόδινο συννεφάκι, λες και την ακολουθούσε. Ο Τζώνης στεκότανε στην ίδια θέση, εκεί που είχε σηκωθεί. Τέλος, το πήρε απόφαση πως έφυγε η καρότσα, και με αργή περπατησιά πήγε και κάθισε στο κατώφλι μιας πόρτας, στην αρχή του σοκακιού, εκεί που ερχότανε κάθετα το σοκάκι του Σκλαβούνου. Εκεί που ήτανε σταματημένη πρωτύτερα η καρότσα. Έβγαλε ασυναίσθητα τη φυσαρμόνικά του από την τσέπη του παντελονιού, κι αρχίνισε να παίζει. Σιγανά, διακριτικά, ψαχουλεύοντας, σα να μην ήταν βέβαιος για τα αισθήματά του ή για το πώς να τα εκφράσει. Πού και πού, ξέφευγε μια τρίλια* από κείνον τον πεταχτό σκοπό του Ζιζή ή της Ζιζής*. Οι γειτόνισσες βγήκανε στα παράθυρα. — Τζώνη, για ποια μερακλώθηκες; — Τζώνη, μου κάνεις απιστίες; — Τζώνη μου, θα σε περιμένω απόψε. — Τζώνη, με θες γιαβουκλού* σου; Τ' ωχρό του πρόσωπο γίνηκε παντζάρι. Είχε ξεχαστεί. Είχε ξεχάσει πως δε βρισκότανε στη μοναξιά του. Έχωσε τη φυσαρμόνικα στην τσέπη του και το 'βαλε στα πόδια, και πίσω του τον κυνηγούσανε τα γέλια κι οι φωνές. Το άλλο πρωί, δεν πήγε να πιάσει δουλειά στο ντουσεμέ. Μονάχα το απογεματάκι, αφού πέρασε απ' το μπαρμπέρη και ξουρίστηκε —όχι τζάμπα, ο μπαρμπέρης πληρώθηκε βάζοντάς του ένα τσαλίμι*, που τον έστειλε τρικλίζοντας όξω από το μαγαζί— κι όταν πια ο ήλιος άφησε στον ίσκιο το κεπέγκι* του καρσινού* αχτάρη*, ο Τζώνης, φρεσκοξυρισμένος και με στριμμένο μουστάκι, ξανάπιασε το πόστο του στο κατώφλι εκείνου του σπιτιού, που ερχότανε ντουρσεκλίδικο* με του Σκλαβούνου το σοκάκι. Σήμερα, ο Κος και Κα Αλιφάντη φτάσανε πιο νωρίς. Ο ίσκιος δεν είχε ακόμα ξεπεράσει τα πάνω παράθυρα του δίπατου σπιτιού. Ο κύριος Αλιφάντης κατέβηκε απ' την καρότσα και ζύγωσε το μαστρο-Γιάννη. — Λοιπόν, τελεύομε αύριο; — Τελέψαμε από σήμερα. Μονάχα, αύριο να κοπανίσομε λιγάκι τις μαλτεζόπλακες με το σφυρί, για να θηλιάσουνε πιο στέρεα. Και το απογεματάκι, ας πούμε τέτοια ώρα, παραδίνομε το ντουσεμέ. — Η άλλη άκρια, πέρα, εκεί που βρίσκει το χωματόδρομο, δεν έχει φόβο να λασκάρει; — Έλα να δεις τι χτίσιμο της έκανα. — Πάμε — και κινήσανε για κει. Ο Τζώνης, στο κατώφλι του, αψηφώντας ολάκερη την πλάση, έβγαλε τη φυσαρμόνικα κι αρχίνισε να παίζει εκείνο τον πεταχτό σκοπό. Αυτόν είχε καταλήξει να διαλέξει, αφού παιδεύτηκε όλη νύχτα. Η αγάπη θέλει χαρά, όχι μελαγχολίες. Η κυρία, μες στην καρότσα, ήτανε ντυμένη ολόιδια όπως χτες, φιογκάκια, κορδελάκια, πλισεδάκια, μόνο πως όλα, φουστάνι, τόκα, ομπρελίνο, αντί θαλασσιά, ήτανε κίτρινο λεμονί. Κι εκείνο το συννεφάκι, ψηλά στον ουρανό, γύριζε σήμερα στο χρυσαφί. Καθότανε με το πρόσωπο μισογυρισμένο προς τα εδώ, ακίνητη κάτω απ' τ' ανοιχτό λεμονί ομπρελίνο. Τα μεγάλα κουκλίστικα μάτια της, φουντουκιά με χρυσαφιές κουκίδες, λες και κοιτάζανε δίχως να βλέπουνε τίποτα, δίχως τίποτα ν' αποτυπώνουν. Δε γύρισε να δει τον Τζώνη, μπορεί και να μην άκουγε τη φυσαρμόνικα. Τα πράγματα του κόσμου περνούσανε πάνωθέ της δίχως να την αγγίζουν. Τίποτα δε σάλευε πάνω στο πρόσωπό της, τα ματόφυλλά της δεν παίξανε ούτε μια φορά. Έδινε την εντύπωση της αυτάρκειας, της αυτοτέλειας — όπως ταιριάζει να 'ναι η απόλυτη ομορφιά. Δεν καμάρωνε, όχι, δεν καμάρωνε: ήτανε σα να κοίταζε μέσα σ' ένα καθρέφτη και να διαπίστωνε, ψυχρά, τη μοναδικότητά της, έχοντας συναίσθηση πως δεν υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον περ' από τον εαυτό της. Όχι εγωισμός ή αυταρέσκεια: η ολοκλήρωση, το τέλειο, που δεν είχε καμιά επιθυμία. Κάτι σα Νιρβάνα*. Και στο μεταξύ, ο Τζώνης δος του κι έπαιζε τον πεταχτό σκοπό στη φυσαρμόνικα. Ο κύριος Αλιφάντης είχε ξεμπερδέψει με την επιθεώρηση και ξαναγύρισε στην καρότσα. — Ώστε αύριο παραδίνομε, είπε του μαστρο-Γιάννη· Μπιτί*! —κι ύστερα στράφηκε στην κυρία του:— Μανταμίτσα, εσύ να κάνεις την πρώτη βόλτα στον καινούριο ντουσεμέ. Να τον εγκαινιάσεις. Να τον πατήσει το γουρλίδικο ποδαράκι σου. Έπαιξε τα ματόφυλλά της, μια φορά. Κατέβηκε απ' τη βικτόρια, κρατώντας στο δεξί της χέρι το ανοιχτό ομπρελίνο, κι ανασηκώνοντας με το ζερβί τη φούστα της, για να μη σέρνεται χάμω η ουρά. Ξεκινήσανε μαζί, φαρφουρένια* και λεπτοκαμωμένη πλάι στον όγκο του άντρα της, σέρνοντας πίσω της μια μυρωδιά ροδόσταμο. Η επιδερμίδα της, ήταν άσπρη, γαλατένια, φοδραρισμένη ροζ. Ο Τζώνης την παρακολουθούσε με το μάτι, δίχως να σταματάει το παίξιμο, που τώρα γίνηκε πιο πεταχτό, σαν εμβατήριο. Στα παράθυρα οι γειτόνισσες κουτσομπολεύανε, αφήνοντας τον Τζώνη στην ησυχία του. — Καλέ, γιατί κρατάει την ομπρέλα της ανοιχτή; Έφυγε ο ήλιος. — Θα 'ναι η μόδα ως φαίνεται. — Μισή πορτσιόνα*. Εφταμηνίτικια. — Τι της ρέχτηκε*, κοτζάμ άντρας, και την πήρε; — Τυχερά, κυρία Μερόπη μου. — Γυναίκα του είναι ή μαντινούτα* του; — Να τη φυσήξεις, θα πέσει χάμω. — Νοστιμούλα, ωστόσο. — Ας είν' καλά τα λούσα. Ντύσ' τηνε μ' ένα τσιτάκι, και σου λέω 'γώ. Πήγανε κι ήρθανε, δίχως τίποτα να σαλέψει πάνω στο πρόσωπό της. Ανέβηκε στη βικτόρια, κοντυλένια, μη μου άπτου*. Ξαφνικά, ο Τζώνης σταμάτησε να παίζει, σηκώθηκε, έβαλε τη φυσαρμόνικα στην τσέπη του, και, βιαστικά, πήγε στην καρότσα και γονάτισε με το ένα γόνατο μπρος στο μαρσπιέ*. Σήκωσε τα μάτια του στο πρόσωπό της. Έπαιξε τα ματόφυλλά της, μια φορά. Ο κύριος Αλιφάντης ξεκαρδίστηκε στα γέλια. — Σήκω μωρέ! Δεν καταλαβαίνει φράγκικα η κυρία μου. Ο Τζώνης, γονατιστός, χαμογέλασε με συγκατάβαση, σα να 'θελε να πει: εμένα, δε με ξεγελνάς, ή: εσύ κοίταζε τη δουλειά σου, δε νιώθεις από τέτοια. — Vous permettez, n' est-ce pas, madame;* Και με το μανίκι του σφούγγισε τα λουικένζ γοβάκια της, που είχανε ασπρίσει από τον άμμο. Ύστερα σηκώθηκε, έκανε με αξιοπρέπεια μια ρεβερέντζα* και τραβήχτηκε πιο πέρα. Τα ματόφυλλά της δεν ξαναπαίξανε. — Κοίτα, κοίτα, κυρία Μερόπη μου. — Τι έγινε; Τι έγινε; — Της φίλησε τα ποδάρια. — Ο λωλός; Ο λωλός; — Ο λωλός. Ο Τζώνης. — Ακουσες, κυρία Ζωή μου; Τσ' είπε, κούτσα μου* το μεγαλείο σου. — Όχι, όχι. — Το 'πε φράγκικα. — Ο λωλός; — Ο λωλός. — Φράγκος είναι ή Ρωμιός; — Ποιος; Ο λωλός; — Ο λωλός. Ο Παναής ο γιαπιτζής*, που είχε κάνει τη βόλτα του πάνω στην ταβέρνα, ήβαλε τη φούχτα του στο δεξί του αυτί: Αραμπάς περνά, σκόνη γί-νεταίαι, — Μερσί, μουσιού! φώναξε του Τζώνη ο κύριος Αλιφάντης και κάθισε πλάι στην κυρία του. — Ωρεμβουάρ για αύριο, και με το μπαρδόν! Διάβολε! δε θα του 'τρωγε το μάτι με τα ψωροφράγκικά του, αυτός ο ντιπ ζευζέκης*, ο λωλός. Η καρότσα ξεκίνησε με συνοδεία το χρυσαφί συννεφάκι. Τα παιδιά τριγυρίζανε τον Τζώνη κι αγναντεύανε να ξεμακραίνει τ' ομπρελίνο, κίτρινο λεμονί μες στον ίσκιο, στου Σκλαβούνου το σοκάκι. Και η κυρία του Κου Αλιφάντη, σαν έφτασε μαζί του μέσα στην καρότσα το άλλο δειλινό, είχε καρφιτσωμένα στο στήθος της, μαζί με την αλυσιδίτσα του γυάλινου ρολογιού, δυο αμπέρια* μ' ένα φυλλαράκι. Σίγουρα τα φορούσε δίχως κανένα νόημα, όπως δεν παίζουν και κανένα ρόλο σ' αυτή την ιστορία, εξόν περιγραφικό. Ή διακοσμητικό. Ταιριάζανε πολύ όμορφα με τ' ομπρελίνο και το φουστάνι της, και τα δυο μενεξελί ανοιχτό —φραμπαλαδάκια, κορδελάκια, φιογκάκια, πλισεδάκια— όπως και με το μενεξελί συννεφάκι ψηλά στον ουρανό, που είχε ξεμείνει εκεί, μια κι είχε πέσει το μελτέμι. Ο κύριος Αλιφάντης, με τα μπλου του σήμερα, επίσημος, κατέβηκε απ' την καρότσα. Τον υποδέχτηκε ο Χατζή Σάββας. — Μουχτάρ* εφέντη, σου παραδίνω τον ντουσεμέ. Γκιουζέλ*, ε; — Άφεριμ*, άφεριμ. — Έλα μαζί μου να τον επιθεωρήσεις. Πήγανε ώσαμε την άλλη άκρη και γυρίσανε, ανάμεσα σε μια διπλή παράταξη από ανοιχτά παράθυρα, μάτια και γλώσσες. — Γκιουζέλ, ε; ξανάπε ο κύριος Αλιφάντης. — Τσοκ* γκιουζέλ. — Υπόγραψε πως τον παράλαβες. Του 'δωσε ένα χαρτί με το σουλτανικό τουρά* και με τούρκικα γράμματα. Ο μουχτάρης έβγαλε από τη τσέπη μια μπρούτζινη σφραγίδα κι ένα μικρό ταμπόν. Το άνοιξε, πάτησε τη σφραγίδα στο μενεξελί μελάνι, ακούμπησε το χαρτί στη φούχτα του, για να 'ναι μαλακιά η επιφάνεια και να πιάσει το μελάνι, και βούλωσε την απόδειξη. Τα παιδιά του μαχαλά είχανε τριγυρίσει την καρότσα και χαζεύανε την ομορφιά του κόσμου. Τη χαζεύανε μαγεμένα — κι ανήσυχα μαζί, με καρδιοχτύπι, σα να 'χανε το προαίσθημα πως κάτι θα 'παιρνε μαζί της η κυρία, φεύγοντας απόψε τελειωτικά. Νιώθανε προκαταβολικά μια στέρηση. Εκείνη, όλο το διάστημα, καθισμένη μες στην καρότσα, κάτω από τ' ανοιχτό μενεξελί ομπρελίνο, κοίταζε τον εαυτό της, με τα χρυσαφένια φουντουκιά της μάτια στυλωμένα στο φανταστικό καθρέφτη. Τα ματόφυλλά της δεν παίξανε ούτε μια φορά. — Ε, είπε ο κύριος Αλιφάντης, ανεβαίνοντας στην καρότσα, ανοιχτόκαρδος όπως πάντα και διαχυτικός. — Καροτσιέρη, τράβα τα λουριά! Η καρότσα ξεκίνησε με καλπασμό. Ο κ. Αλιφάντης κούναγε τα χέρια του στ' αραδιασμένα παράθυρα, δεξιά ζερβά: — Γεια σας! Γεια σας! Καλορίζικος ο καινούριος ντουσεμές! Ξαφνικά, ο Τζώνης ο Χαρχάλας ξεπετάχτηκε από κάπου κι αρχίνισε να τρέχει πίσω από την καρότσα. Το μενεξελί ομπρελίνο είχε ανακατευτεί με το μενεξί σούρουπο του σοκακιού. Τα παιδιά αλαφιάσανε*. Δε τα 'χε ξεγελάσει το προαίσθημά τους. — Τζώνη! Τζώνη! — Τζώνη! Γύρισε πίσω! — Τζώνη! Ο Τζώνης, μακροκάνης, έτρεχε πίσω απ' την καρότσα μ' ανοιχτές και γρήγορες δρασκελιές. — Τζώνη! Τζώνη! Απ' το σοκάκι του Σκλαβούνου, η καρότσα έστριψε στο Χαλεπλί σοκάκι, ο Τζώνης δέκα μέτρα πίσω της. Σα φτάσανε στο ντουρσέκι* τα παιδιά και στρίψανε κι αυτά, είδανε την καρότσα και το Τζώνη στην άλλη άκρη του σοκακιού. — Ίσα παιδιά! Μονάχα ο Σταυράκης είπε: — Εγώ δεν πάω — και γύρισε πίσω, μουρμουρίζοντας: Καλά κάνει ο Τζώνης... Η καρότσα έστριψε δεξιά. Είχε μεγαλώσει η απόσταση που τη χώριζε από το Τζώνη, μα ώσπου να πεις κίμινο έστριψε κι αυτός. — Ίσα, παιδιά! Η γραμμή των παιδιών αραίωσε κομπολόι. Μπροστά έτρεχε ο Γιακουμής. Στο κάτω ντουρσέκι του Χαλεπλί, σταμάτησε και κοίταξε δεξιά, στο Τσιβελί Ντουβάρι. Ούτε καρότσα φαινότανε, ούτε Τζώνης. Ούτε και το σκοκάκι που έβγαλε λοξά στου Ζέρβα το φούρνο. Φτάσανε και τ' άλλα παιδιά, ένα ένα. — Τρεχάτε βρε! Γιατί σταθήκατε; — Πάει ο Τζώνης. — Πού πάει; — Έφυγε. Πέρα. — Μπορεί να ξαναγυρίσει. Μα όλα ξέρανε πως δε θα ξαναγύριζε ο Τζώνης. Πως δεν ξαναγυρίζεις από έναν κόσμο σαν αυτόν που πήγαινε ο Τζώνης. Πήρανε το δρόμο πίσω για τ' Αλάνι*. — Δε θα ξαναγυρίσει ο Τζώνης; — Όχι, δε θα ξαναγυρίσει. — Μπορεί να ξαναγυρίσει. — Δε θα ξαναγυρίσει. Ούτε ο Τζώνης θα ξαναγυρίσει, ούτε η ομορφιά του κόσμου. Πάει. Τέλεψε. Στ' Αλάνι, τα κορίτσια, που παίζανε «λέγκε λέγκε ρεστερά*», σταματήσανε το παιχνίδι τους. — Πού ήσασταν; Από πού γυρίζετε λαχανιασμένοι; — Έφυγε ο Τζώνης. — Ε, κι απέ; Άπονα θηλυκά... Κανένας δε ήξερε τι απόγινε ο Τζώνης. Ξεχάστηκε με τον καιρό. Πότε και πότε, τα παιδιά τον βάζανε στο νου τους, κοντά σ' αυτόν και την κοκώνα* μέσα στην καρότσα. Και οι εφημερίδες αγνοήσανε την εξαφάνιση του Τζώνη. Κι οι τρεις ελληνικές εφημερίδες, που βγαίναν εκείνο τον καιρό. Δυο πρωινές και μια απογευματινή, που όλες κυκλοφορούσανε ωστόσο κατά τις τέσσερις μετά το μεσημέρι γενικά δισέλιδες. Ο γερο-καμπούρης εφημεριδοπώλης —τα παιδιά τον παίρνανε από πίσω και τον φωνάζανε «γαρδαρόμπα»— διαλαλούσε στα σοκάκια: — Μεγάλη εφημερίς με σπουδαίας ειδήσεις! Και οι νοικοκυρές τον φωνάζανε στο σπίτι και του προσφέρανε παξιμαδάκι και καφέ. Ύστερα συνέχιζε το γύρο του: — Μεγάλη εφημερίς με σπουδαίας ειδήσεις! «Με σπουδαίας ειδήσεις». Και όμως δε γράψανε τίποτε για την εξαφάνιση του Τζώνη, απασχολημένες με τους καυγάδες τους και με άλλα σοβαρά ζητήματα. Να, λόγου χάρη, η πιο λογία από τις δυο πρωινές εφημερίδες είχε προκηρύξει εκείνες τις μέρες ένα διαγωνισμό που άφησε εποχή: «Εάν δεν ήσθε αυτό το οποίον είσθε, τι θα ηθέλατε να ήσθε;» Και βραβεύτηκε αυτή η απάντηση με το βαθύ νόημα: «Εάν δεν ήμην αυτό το οποίον είμαι, θα ήθελον να ήμην χρυσαλλίς περιιπταμένη από άνθους εις άνθος». Άφησε εποχή στην κοινωνία και σχολιαζότανε στα σαλόνια. Όπως και να 'ναι, ο Τζώνης δεν ξαναφάνηκε στου Χατζηφράγκου. αραμπάς: (λ. τουρκ.) τετράτροχο ξύλινο αμάξι που το σέρνουν βόδια ή άλογα. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|