ΑγνώστουΈρωτος αποτελέσματαΤο 1792 τυπώθηκε στη Βιέννη το βιβλίο 'Ερωτος αποτελέσματα χωρίς όνομα συγγραφέα. Ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι συγγραφέας είναι ο Ρήγας, άλλοι ο Αθανάσιος Ψαλίδας και άλλοι έκαναν διάφορες άλλες υποθέσεις. Ακολουθώντας τα παρόμοια γαλλικά βιβλία της εποχής, όπως είναι π.χ. το Σχολείον των ντελικάτων εραστών που μετέφρασε στα ελληνικά ο Ρήγας, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τρεις ηθικοερωτικές ιστορίες που μιλούν για την αγνή αγάπη δύο νέων που καταλήγει στο γάμο. Στην αφήγηση παρεμβάλλονται και στιχουργήματα. Οι ιστορίες του βιβλίου θεωρούνται ως «τα πρώτα νεοελληνικά διηγήματα» (Λ. Βρανούσης) ή ως «η πρώτη στα νεοελληνικά απόπειρα συγγραφής λογοτεχνήματος με ελεύθερο θέμα παρμένο από τον κόσμο της φαντασίας» (Γ. Βαλέτας). Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το τέλος από την πρώτη ιστορία «ήτις περιέχει τον σφοδρόν έρωτα ενός νέου Κωνσταντινουπολίτου». Ας αφήσομε λοιπόν τώρα τον υιό με τον πατέρα και ας έλθομε εις την κόρη με τη μητέρα. Η Ελενίτζα μας τοίνυν από εκείνη την ώρα, οπού ομίλησε με το τζελεμπή, άρχισε να αισθάνεται έναν έρωτα υπερβολικό και μία στενοχώρια τόσο μεγάλη, οπού όποιος την έβλεπε, έπρεπε να στοχασθεί, ότι έπαθέ τι. Εις το γεύμα δε να φάγει δεν ημπορούσε, επειδή ήτον όλη μέσα εις τας φαντασίας του έρωτος, όλη εις τους στοχασμούς και εις τας εφευρέσεις των μέσων, δι' ων ημπορούσε να απολαύσει εκείνον, ο οποίος της επροξενούσε τόση γλυκεία σύγχυση. Ο πατέρας της την έλεγε: φάγε, Ελενίτσα, διατί δεν τρώγεις; τι έχεις; ίσως δεν ημπορείς τίποτες; πες με δια να κράξω τον ιατρό. Αυτή μόνο είπε, ότι όρεξη δεν έχει. Ύστερα, επρόσταξε ο πατέρας της, να τη βράσουν ένα καφέ και έτζι ανεχώρησε. Την άλλη δε ημέρα βλέπει η μητέρα την κόρη ακόμη περισσότερο συγχυσμένη και λυπημένη. Όθεν επαρακινήθη, να την εξετάξει διαφόρως, κατά μόνας, λέγουσα: Ελενίτζα, ειπέ με, τι σε ηκολούθησε, οπού είσαι τόσο συγχυσμένη, τι σε ελύπησε. Ειπέ με, θύγατέρ μου, ποία είναι η αιτία, οπού ευρίσκεσαι εχθές και σήμερον εις αυτή την κατάσταση; Σε λείπει κανένα φόρεμα ή σε λείπει κανένα ζευγάρι σκουλαρίκια ή κανένα νέο σαρίκι; Εις αυτή δε, όλα αυτά ήσαν ως το ουδέν ή τα είχε ή δεν τα είχε, καθώς και εις κάθε φρόνιμο κορίτζι, με όλον οπού δεν την έλειπον από αυτά τίποτες. Αυτήν όμως την έλειπε ο τζελεμπής μας και η μητέρα της δεν το εκατάλαβε. Όθεν και απόκριση δεν έλαβε. Ύστερον δε πάλι την ηρώτησε, αυτή όμως απόκριση καμία δεν έδωκε· τον καιρό δε του γεύματος, δια να μην την ενοχλούν με τας ερωτήσεις και δια να μην υποπτευθούν τίποτες, ηθέλησε να φάγει ολίγο και να ομιλήσει κατά το ειθισμένο της και έτζι απέκρυψε το πάθος της, τους συλλογισμούς όμως τους βαθείς του έρωτος, με τους οποίους ήτον περικυκλωμένη, δεν ημπορούσε να τους αποσκεπάσει, επειδή φανερά τους έδειχνε το μεταβαλλόμενόν τε και αλλοιούμενον πρόσωπόν της. Το πράγμα, λοιπόν, δεν άργησε να γνωρισθεί και το πάθος της κόρης να ιατρευθεί. Επειδή την άλλη μέρα ανταμώθηκαν οι δυο πατέρες και άρχισαν επάνω εις τα μέτωρα να κάμουν και σπουδαία... Αφού λοιπόν ομίλησαν... ανεχώρησε έκαστος εις τα ίδια, ο ένας να δώσει την είδηση του υιού του και ο άλλος να εξετάξει την κόρη του αν θέλει. Φθάσας λοιπόν ο τζελεμπή Γιακουμής εις το σπίτι του, είπε τη γυναίκα του όλα εκείνα, οπού ομίλησεν με το τζελεμπή Αντωνάκη. Όθεν, τη λέγει, πήγαινε και ανάφερε την να ιδώμεν, όμως με τρόπο επιτήδειο, επειδή ηξεύρεις ότι εις εσένα η Ελενίτζα έχει περισσότερο θάρρος. Έρχεται λοιπόν η μητέρα προς την κόρη της, την ερωτά με τρόπο, τη λέγει πρώτον άλλα πράγματα του οσπιτίου, της διηγείται πράγματα χαροποιά, έως οπού έφθασε και εις αυτή την υπανδρεία. Την επρόφερε το όνομα του Γεωργάκη, δηλαδή του υιού του Αντωνάκη, τον οποίο μερικές φορές είδον εις τα Ψομαθιά. Τον επαινούσε ότι είναι νέος σεμνός, τίμιος, υιός κυβερνημένου πατρός, εύμορφος και όλας τας χάριτας έχων, ωσά να μην τον ήξευρε η κόρη. Ύστερον την λέγει: αν, Ελενίτζα, μας ήθελον προβάλει δια σύζυγό σου αυτόν, ήθελες στέρξει ή όχι; Αυτή δε, καθώς ήκουσε αυτά τα λόγια και μάλιστα το όνομα του Γεωργάκη της, είπε: αχ! πώς δεν ήθελα στέρξει εκείνον, τον οποίο τόσο πολύ αγ... και δια τον οποίο λαχτ... και λέγοντας αυτά έλαβε το πρόσωπο της μια ηδονική και χαροποιά μεταβολή και δεν εφαίνετο πλέον κατηφές και λυπηρό. ...Την άλλη λοιπόν ημέρα, ανταμώθηκαν πάλι οι δύο καλοί πατέρες και εφανέρωσε εκάτερος την κλίση, οπού έχουν τα τέκνα των ο ένας προς τον άλλο και έτζι, χωρίς να αργήσουν, είπαν την ερχόμενη Κυριακή να καλέσουν μερικούς συγγενείς των και να αλλάξουν τα δακτυλίδια, δηλαδή να τους αρραβωνιάσουν. Ήλθε λοιπόν η Κυριακή, η ευτυχεστάτη και δαιμονία ημέρα διά εκείνο το αξιέραστο ζευγάρι και το αρραβώνιασαν, αποφασίσαντες ύστερον από ένα μήνα να γένουν και τα στεφανώματα.
τοίνυν: λοιπόν. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|