Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Ανώνυμος

Ελληνική Νομαρχία  Ανώνυμος, «Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας» (αποσπάσματα)

Νομαρχία εδώ σημαίνει αρχή των νόμων, εξουσία των νόμων. Έτσι ονομάζει ο συγγραφέας το πολίτευμα που προτείνει αντιπαραθέτοντάς το στην αναρχία και στη μοναρχία. Η Ελληνική Νομαρχία εκδόθηκε το 1806 ανώνυμα στην Ιταλία και ο συγγραφέας του βιβλίου παραμένει ακόμη άγνωστος. Είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο στη μνήμη του Ρήγα, διαποτισμένο από τις ιδέες του Διαφωτισμού και γραμμένο με έντονο πάθος. Σκοπός του είναι να αφυπνίσει τους υπόδουλους Έλληνες, ώστε να ξεσηκωθούν και να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό, αλλά και από κάθε άλλο ζυγό που πιέζει τον άνθρωπο (αμάθεια, προλήψεις, αδικίες κτλ). Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο συγγραφέας μιλάει για τα χρήματα και για το ρόλο τους στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

[Η εφεύρεσις των χρημάτων]

Ο πρώτος λοιπόν μου φαίνεται ότι ήθελεν ειπεί: Η εφεύρεσις των χρημάτων ευκόλυνεν τους τρόπους της ζωοτροφίας, έδωσεν εκείνα τα είδη εις εν γένος, οπού δεν τα είχε, ηύξησε τας ιδέας των ανθρώπων, αυξάνοντας τον αριθμόν των πραγμάτων. Εγκαρδίωσεν τους τεχνίτας, τιμώντας και αγοράζοντας τα τεχνουργήματά των, και, τέλος πάντων, ετίμησε την ανθρωπότητα και την κατέστησεν ευγενή και χρηστοήθη.

Ο άλλος, βέβαια, ήθελεν αποκριθή: Η εφεύρεσις των χρημάτων κατέστησεν τους ανθρώπους εχθρούς της φύσεως και του εαυτού των. Η εφεύρεσίς των κάμνει να πιστεύουν οι περισσότεροι των ανθρώπων, μεγαλύτερον το μικρόν από το μεγάλον. Η εφεύρεσίς των έφθειρε τα ήθη των ανθρώπων με την πολυτέλειαν, και, τέλος πάντων, τα χρήματα έδωσαν ύπαρξιν άλλων δύο γενών ανάμεσα εις τους ανθρώπους. Όθεν, εκτός του αρσενικού και του θηλυκού, την σήμερον ευρίσκεται το τρίτον γένος, δια να ειπώ ούτως, των πλουσίων, και το τέταρτον, των πτωχών.

Ποιος έχοντας κρίσιν στοχασμού δεν φρίττει θεωρώντας τους ενενήντα εννέα να μην ζώσι, να μην δουλεύωσι, να μην κοπιάζωσι δι' άλλο τι, ή δια τον εαυτόν των, παρά μόνον και μόνον δια το καλώς έχειν του ενός; Και ποιος, βλέποντάς το, δεν καταλαμβάνει, ότι η αιτία είναι, οπού όχι μόνον τα φυσικά και ηθικά υποδουλώθησαν εις τα χρήματα, αλλά και οι ίδιοι άνθρωποι καταστάθησαν μέτρα του χρυσού, και ότι, όποιος έχει περισσότερας μονάδας χρυσίου, ημπορεί να αγοράση περισσοτέρους ανθρώπους; Χειρότερον πράγμα γίνεται από αυτό άραγε; Οι άνθρωποι να ουτιδανωθώσι τόσον, ώστε οπού με άκραν αδιαντροπίαν να ακούη τινάς τον οθωμανόν να λέγη, ομοίως και τον βρεττανόν, «σήμερον αγόρασα δέκα ανθρώπους»!

Πώς ημπορεί, εκείνος οπού τα στοχάζεται, να ζήση, και να ηξεύρη, ότι, χωρίς να θέλη να πωληθή ένας, τον αγοράζουν με βίαν, και μάλιστα να είναι αυτός ο ίδιος υποχρεωμένος να αγοράση άλλους, και να γίνη κακός, θέλοντας και μη θέλοντας; Οποία είναι η καλωσύνη, οπού μας ήλθεν από την εφεύρεσιν των χρημάτων; Ίσως οπού μας ευκόλυνεν τας αμοιβαίας διαλλαγάς; Αλλά ποία ανάγκη ήτον, διά να μας τας ευκολύνη; Και πώς εζούσαν οι άνθρωποι, πριν να εφεύρουν τους χρυσούς αριθμούς; Οι Αμερικάνοι προ τεσσάρων αιώνων δεν έτρωγον ίσως, δεν ενδύοντο, δεν είχον ίσως όλας τας αρετάς, μην έχοντες κανένα ελάττωμα; Απέθανον από πείναν ίσως οι Λάκωνες, οπού δεν εμεταχειρίζοντο τον χρυσόν; Ή μήπως δεν ηφανίσθη όλη η Ελλάς εξ αιτίας του; Δεν τυραννείται μέχρι της σήμερον από αυτόν; Και, τέλος πάντων, το ανθρώπινον γένος δεν ασχημώθη τόσον από αυτόν;

Δεν πωλείται ίσως η δικαιοσύνη διά του χρυσού; Δεν αγοράζονται ίσως οι κριταί διά του χρυσού; Δεν σκεπάζει ίσως ο πλούσιος τας ανομίας του διά του χρυσού; Δεν χάνει ίσως ο πτωχός τα δίκαια του διά της ελλείψεως του χρυσού; Διατί, τάχατες, να βλέπωμεν ένα άνθρωπον να ορίζη άλλους ανθρώπους, και δέκα ανθρώπους να τρέχουν όπισθεν εις τον ένα, ωσάν να ήτον αυτοί χοίροι, και αυτός χοιροβοσκός;

Τι περισσότερον από τους άλλους έχει αυτός, οπού τόσον αυστηρώς και υπερηφάνως κτυπά, υβρίζει και καταφρονεί τους άλλους; Διατί, διατί, ο ένας να ονομάζεται δούλος και ο άλλος κύριος; Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψή, και να πεινά;

Ποία είναι η αιτία, ω άνθρωποι, παρά η εφεύρεσις του χρυσού; Ποία ανάγκη μας βιάζει, λοιπόν, να τον φυλάττωμεν; Μήπως οι άνθρωποι ζώσι με μέταλλα, ή μήπως διά του χρυσού καλλιεργείται η γη; Και διατί τάχατες δεν ήθελον ημπορέσει να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς τον χρυσόν; Και τι ήθελε γίνει ο χρυσός, αν του έλειπεν από όλους η υπόληψις; Και διατί τοσαύτη υπόληψις εις εν μέταλλον;

Δεν είναι ίσως η πρώτη και η κυρία πρόξενος τόσων φοβερών πλημμελημάτων ο χρυσός; Δεν πωλείται η τιμή ίσως διά του χρυσού; Δεν αγοράζεται ίσως η αξιότης δι' αυτού; Δεν κλαίει, τέλος πάντων, το ανθρώπινον γένος εξ αιτίας του; Εν ενί λόγω δεν είναι πρόξενος της πολιτικής ανυπόφορου ανομοιότητος και των εξ αυτής προερχομένων μυρίων κακών; Φευ!

 


μεγαλύτερον το μικρόν από το μεγάλον: ο ίδιος ο συγγραφέας επεξηγεί αυτή τη φράση με την ακόλουθη υποσημείωση «Είναι πασίδηλον πόσον νομίζονται αξιώτεροι οι ανάξιοι πλούσιοι από τους αξιωτάτους πτωχούς».
καταστάθησαν: (καταστάθηκαν) έγιναν.
μονάδας χρυσίου: χρυσά νομίσματα, χρήματα.
να ουτιδανωθώσι (ουτιδανός = τιποτένιος): να εξευτελιστούν.
διαλλαγή: συναλλαγή.
ενδύομαι: ντύνομαι.
ασχημώθη (από το άσχημος): εδώ μτφ. εξαχρειώθηκε.
υπόκειμαι: είμαι υποταγμένος.
αξιότης: αξιοσύνη, ικανότητα.
εν ενί λόγω: με ένα λόγο.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Με ποιο τρόπο (με ποια μέθοδο) συζητάει το θέμα του ο συγγραφέας;
  2. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλές ερωτήσεις. Τι είδους ερωτήσεις είναι αυτές και ποια η σημασία τους για το ύφος του κειμένου;
  3. Με βάση το κείμενο που διαβάσατε (αλλά και γενικότερα), ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα των χρημάτων;
  4. Εργασία: Να αποδώσετε το παραπάνω κείμενο περιληπτικά (σε 10-12 γραμμές). Κατόπιν να διαλέξετε μια ιδέα του (όποια θέλετε) και να την αναπτύξετε.

Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]