Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
 ωδείο  ωχ

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ωω

eikona700

 

 

ωδείο [το] ουσιαστικό (ωδεία)  

check1 Στο ωδείο πηγαίνεις για να μάθεις μουσική και να παίζεις ένα μουσικό όργανο.

music ω-δεί-ο

 

 

ωκεανός [ο] ουσιαστικό (ωκεανοί)  

check1 O ωκεανός είναι μία μεγάλη θάλασσα.

pen1 O Κώστας και η Αθηνά έψαξαν στην υδρόγειο σφαίρα και βρήκαν τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό.  music ω-κε-α-νός

 

 

ωμός, ωμή, ωμό επίθετο (ωμοί, ωμές, ωμά) 

check1 Τα ωμά τρόφιμα δεν έχουν ψηθεί ούτε μαγειρευτεί.

pen1 Η Αθηνά δεν έδινε ποτέ ωμό ψάρι στη Ροζαλία. Φρόντιζε πάντα να είναι ψημένο. 

circle2 μαγειρεμένος, ψητός  music ω-μός

 

 

ώμος [ο] ουσιαστικό (ώμοι)  

check1ώμοι μας είναι εκεί όπου τα χέρια μας ενώνονται με το υπόλοιπο σώμα μας.

music ώ-μος  pen2 'το σώμα μας'

 

 

ώρα [η] ουσιαστικό (ώρες) 

check1 Με την ώρα μετράμε το χρόνο που περνάει. Μία ώρα έχει εξήντα λεπτά. Μία ημέρα έχει είκοσι τέσσερις ώρες

pen1 O Κώστας κοίταξε το ρολόι του. Ήθελε να μάθει τι ώρα είναι.
check2 «Έχεις λίγη ώρα να ψάξουμε για τη Ροζαλία;» ρώτησε η Αθηνά το Νίκο. Έχεις χρόνο για ψάξιμο; «Ώρες ώρες νομίζω ότι δε θα τη βρούμε». Μερικές φορές.  
check2 Λέμε ότι κάποιος χάνει ή σκοτώνει την ώρα του, όταν ασχολείται με άχρηστα πράγματα. Όταν κάποιος δεν αργεί, λέμε ότι είναι στην ώρα του.  music ώ-ρα

 

 

ωραίος, ωραία, ωραίο επίθετο (ωραίοι, ωραίες, ωραία)  

eikona701

check1 Ωραίο λέμε κάποιον ή κάτι που έχει ευχάριστη και καλή εμφάνιση. Ωραίο λέμε και κάτι που μας αρέσει.  

pen1 «Τι ωραία που είναι η ζωγραφιά σου» είπε ο Κώστας στην Αθηνά. «Χαίρομαι να την κοιτάζω».  circle1 όμορφος  circle2 άσχημος  

romvos Όταν περνάς ωραία, περνάς ευχάριστα.  music ω-ραί-ος

Η Αθηνά είδε στο περιοδικό 
μία ωραία ηθοποιό.

 

 

ωριμάζω ρήμα (ωρίμασα, θα ωριμάσω) velos ώριμος

 

 

ώριμος, ώριμη, ώριμο επίθετο (ώριμοι, ώριμες, ώριμα)  

check1 Ένα ώριμο φρούτο είναι έτοιμο για να το κόψουμε και να το φάμε.  

circle1 γινωμένος  circle2 άγουρος  romvos Όταν ένα φρούτο έχει ωριμάσει, είναι ώριμο.

music ώ-ρι-μος

 

 

ωφέλιμος, ωφέλιμη, ωφέλιμο επίθετο (ωφέλιμοι, ωφέλιμες, ωφέλιμα) velos ωφελώ

 

 

ωφελώ, ωφελούμαι ρήμα (ωφέλησα, θα ωφελήσω)  

check1 Όταν ωφελείς κάποιον, κάνεις κάτι που τον βοηθάει.

pen1 «Νομίζω ότι τα φρούτα θα ωφελήσουν την υγεία μου και τη δίαιτά μου» είπε ο θείος Αλέκος.  circle1 βοηθώ  circle2 βλάπτω, ζημιώνω  

romvos «Τα φρούτα θα μου δώσουν πολλές ωφέλιμες βιταμίνες».  

circle1 χρήσιμος άχρηστος  music ω-φε-λώ

 

 

ωχ επιφώνημα

check1 Λέμε ωχ, όταν πονάμε ή όταν κάτι κακό θα συμβεί.  music ωχ