γαβγίζω ρήμα (γάβγισα, θα γαβγίσω)
Όταν ένας σκύλος γαβγίζει, κάνει γαβ γαβ. Είναι ο δικός του τρόπος να φωνάζει.
Το γάβγισμα είναι η φωνή που βγάζει ένας σκύλος. γα-βγί-ζω
γάιδαρος [ο] ουσιαστικό (γάιδαροι)
O γάιδαρος είναι ένα μεγάλο ζώο με μεγάλα αυτιά. Μοιάζει με άλογο αλλά είναι πιο μικρός και το τρίχωμά του είναι σκούρο γκρι ή καφέ. Σε μερικά χωριά χρησιμοποιούν ακόμη το γάιδαρο για να μεταφέρουν βαριά πράγματα ή για να πάνε κάπου. Όταν ο γάιδαρος φωνάζει, γκαρίζει.
γάι-δα-ρος 'το αγρόκτημα'
–Λέμε και το γαϊδούρι.
γαλοπούλα [η] ουσιαστικό (γαλοπούλες)
Η γαλοπούλα είναι ένα μεγάλο πουλί με ψηλό κόκκινο λαιμό και μαύρα, άσπρα ή κόκκινα φτερά. Τρώμε το κρέας της που μοιάζει με το κρέας του κοτόπουλου.
γα-λο-πού-λα 'το αγρόκτημα'
γάμος [ο] ουσιαστικό (γάμοι)
Όταν ένας άντρας και μία γυναίκα θέλουν να παντρευτούν, κάνουν γάμο στην εκκλησία ή στο δημαρχείο. γαμπρός
γά-μος
Δες νύφη, γαμπρός, παντρεύομαι
γάμπα [η] ουσιαστικό (γάμπες)
Η γάμπα είναι το μέρος του ποδιού που βρίσκεται κάτω από το γόνατο και πάνω από τον αστράγαλο. γά-μπα 'το σώμα μας'
γάντι [το] ουσιαστικό (γάντια)
Όταν κρυώνουν τα χέρια μας, φοράμε γάντια για να τα ζεστάνουμε. Τα γάντια είναι μάλλινα ή δερμάτινα. γά-ντι 'τα ρούχα'
γαργαλώ και γαργαλάω, γαργαλιέμαι ρήμα (γαργάλησα, θα γαργαλήσω)
Όταν γαργαλάς κάποιον, τον αγγίζεις ελαφρά στις πατούσες, στις μασχάλες ή στα πλευρά και τον κάνεις να γελάει.
Όταν γαργαλιέσαι, σκας στα γέλια αμέσως μόλις σε αγγίξουν.
O Κώστας δεν αντέχει το γαργάλημα. γαρ-γα-λώ
γαρίδα [η] ουσιαστικό (γαρίδες)
Η γαρίδα είναι ένα μικρό ζώο με μαλακό όστρακο που ζει στη θάλασσα. Έχει ουρά, τέσσερα ζευγάρια πόδια και κεραίες. Είναι ροζ και τις τρώμε, γιατί έχουν πολύ νόστιμο κρέας.
«Ήθελα να κοιμηθώ αλλά δεν τα κατάφερα, το μάτι μου ήταν γαρίδα όλο το βράδυ», είπε ο Κώστας.
γαριδάκι
γα-ρί-δα 'η θάλασσα'
γαρίφαλο [το] ουσιαστικό (γαρίφαλα)
Το γαρίφαλο είναι ένα ροζ, κόκκινο ή άσπρο λουλούδι που μυρίζει πολύ όμορφα.
Το φυτό που κάνει γαρίφαλα είναι η γαριφαλιά. γα-ρί-φα-λο 'τα λουλούδια'
γάτα [η] ουσιαστικό (γάτες)
Η γάτα είναι ένα μικρό ζώο με τέσσερα πόδια, μαλακή γούνα και μυτερά νύχια. Έχει μικρά μυτερά αυτιά και μουστάκια και όταν φωνάζει, νιαουρίζει.
Το γατάκι είναι το μωρό της γάτας. γά-τα 'το αγρόκτημα'
γδάρσιμο [το] ουσιαστικό (γδαρσίματα) γδέρνω
γεια επιφώνημα
Όταν θέλουμε να χαιρετήσουμε κάποιον, λέμε «γεια», «γεια σου». Λέμε «γεια σας», όταν χαιρετάμε κάποιον μεγαλύτερο.
Όταν κάποιος έχει αγοράσει κάτι καινούριο του λέμε «με γεια».
«Με γεια το καινούριο φόρεμα Αθηνά!» είπε η Ελένη. γεια
γείτονας [ο], γειτόνισσα [η] ουσιαστικό (γείτονες, γειτόνισσες)
Γείτονάς σου είναι αυτός που μένει κοντά σου, στον ίδιο δρόμο. Βλέπεις συχνά τους γείτονές σου βγαίνοντας από το σπίτι σου. Η γειτονιά σου είναι η περιοχή όπου βρίσκεται το σπίτι σου μαζί με τα γύρω σπίτια και τα μαγαζιά. γεί-το-νας
- Eίμαι το αντίθετο του αδειάζω. Tι κάνω; …………...........................……
γειτονιά [η] ουσιαστικό (γειτονιές) γείτονας
γέλιο [το] ουσιαστικό (γέλια) γελώ
γελώ και γελάω (γέλασα, θα γελάσω)
Όταν γελάς, δείχνεις πως είσαι χαρούμενος ή πως βρίσκεις κάτι πολύ διασκεδαστικό, πολύ αστείο. Όταν γελάς, ακούγεται το γέλιο σου.
Oι γονείς του Κώστα πηγαίνουν συχνά σε κωμωδίες για να γελάσουν. κλαίω Το γέλιο είναι ο ήχος που βγάζεις, όταν γελάς. O ήχος αυτός μοιάζει με χα, χα, χα.
κλάμα γε-λώ
γεμάτος, γεμάτη, γεμάτο επίθετο (γεμάτοι, γεμάτες, γεμάτα) γεμίζω
γεμιστός, γεμιστή, γεμιστό επίθετο (γεμιστοί, γεμιστές, γεμιστά)
Τα γεμιστά μπισκότα έχουν μέσα τους κρέμα με διάφορες γεύσεις.
(σαν ουσιαστικό) Τα γεμιστά είναι το αγαπημένο φαγητό του Κώστα. Είναι λαχανικά, συνήθως ντομάτες, πιπεριές ή κολοκυθάκια που τα έχουμε ανοίξει, έχουμε βάλει μέσα τους ρύζι ή κιμά και τα έχουμε μαγειρέψει στο φούρνο ή στην κατσαρόλα.
γεμίζω γε-μι-στός
γενέθλια [τα] ουσιαστικό
Στα γενέθλια γιορτάζουμε τη μέρα που γεννηθήκαμε.
γε-νέ-θλι-α
γενειάδα [η] ουσιαστικό (γενειάδες)
Γενειάδα είναι τα μακριά γένια. Oι εφτά νάνοι έχουν άσπρη γενειάδα.
γένι γε-νειά-δα
γένι [το] ουσιαστικό (γένια)
Oι άντρες έχουν γένια. Είναι οι τρίχες που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο σαγόνι τους. Για να μη μεγαλώσουν, ξυρίζονται σχεδόν κάθε μέρα. γενειάδα
γέ-νι
γέννηση [η] ουσιαστικό (γεννήσεις) γεννώ
γεράκι [το] ουσιαστικό (γεράκια)
Το γεράκι είναι ένα μεγάλο πουλί που ζει ψηλά στα βουνά, βλέπει πολύ μακριά, έχει μεγάλα νύχια και ράμφος και τρώει μικρά ζώα, όπως ποντίκια ή φίδια.
γε-ρά-κι
γερνώ και γερνάω ρήμα (γέρασα, θα γεράσω)
Όταν κάποιος γερνάει, μεγαλώνει πάρα πολύ και γίνεται γέρος ή γριά.
γέρος, γριά γερ-νώ
γέρνω ρήμα (έγειρα, θα γείρω)
Όταν γέρνεις, το σώμα σου πάει προς μία πλευρά, δεξιά ή αριστερά, μπροστά ή πίσω. O Κώστας έγειρε πάνω στο τραπέζι κι αποκοιμήθηκε. Ήταν κουρασμένος.
Όταν γέρνεις κάτι, το κάνεις να πάει προς τα κάτω.
Η Αθηνά έγειρε την κανάτα για να βάλει νερό στο ποτήρι της. γέρ-νω
γερός, γερή, γερό επίθετο (γεροί, γερές, γερά)
Όταν κάποιος είναι γερός, έχει δύναμη και δεν αρρωσταίνει εύκολα.
«Να τρως καλά για να είσαι γερή» είπε ο γιατρός στην Αθηνά. αδύναμος
Όταν κάτι είναι γερό, δε χαλάει εύκολα, αντέχει στο χρόνο και τις δυσκολίες.
Το σπίτι του κυρίου Μιχάλη είναι πολύ γερό, δεν έπαθε τίποτα από τους σεισμούς. Όταν κρατάς γερά κάτι, το κρατάς με δύναμη για να μη σου φύγει.
γε-ρός
γεύμα [το] ουσιαστικό (γεύματα)
Το γεύμα είναι το φαγητό που τρώμε, όταν καθόμαστε στο τραπέζι. Τα γεύματα της ημέρας είναι το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό. Συνήθως το βραδινό το λέμε δείπνο. Τα παιδιά χρειάζονται και απογευματινό γεύμα. γεύση γεύ-μα
γεύση [η] ουσιαστικό (γεύσεις)
Η γεύση είναι η αίσθηση που μας κάνει να ξεχωρίζουμε τα φαγητά, τα φρούτα ή τα γλυκά. Το κοτόπουλο δεν έχει την ίδια γεύση με το ψάρι, ούτε η φράουλα με το κεράσι. γεύμα γεύ-ση
γέφυρα [η] ουσιαστικό (γέφυρες)
Για να περάσουμε από τη μία μεριά ενός ποταμού στην άλλη, περπατάμε πάνω σε μία γέφυρα.
γέ-φυ-ρα
γεωγραφία [η] ουσιαστικό
Στο μάθημα της γεωγραφίας μαθαίνουμε πολλά για τη γη, για τουςανθρώπους και τις χώρες τους. γη γράφω γε-ω-γρα-φί-α
γεωργός [ο] ουσιαστικό (γεωργοί)
O γεωργός είναι αυτός που η δουλειά του είναι να καλλιεργεί τη γη.
O θείος Αλέκος είναι γεωργός, έχει πολλές ελιές και βγάζει πολύ καλό λάδι.
αγρότης Ζει τη γεωργική ζωή από κοντά. γη γε-ωρ-γός
γήπεδο [το] ουσιαστικό (γήπεδα)
Το γήπεδο είναι ο χώρος που παίζουμε διάφορα αθλήματα, όπως ποδόσφαιρο, βόλεϊ και μπάσκετ. γη γή-πε-δο
γιαγιά [η] ουσιαστικό (γιαγιάδες)
Η γιαγιά σου είναι η μαμά του μπαμπά ή της μαμάς σου και είσαι το εγγόνι της.
για-γιά 'η οικογένεια'
γιακάς [ο] ουσιαστικό (γιακάδες)
O γιακάς ενός πουκάμισου ή άλλου ρούχου είναι το κομμάτι από ύφασμα που βρίσκεται γύρω από το λαιμό.
O κύριος Γιάννης σήκωσε το γιακά του παλτού του, γιατί έκανε πολύ κρύο. για-κάς
γιαλός [ο] ουσιαστικό (γιαλοί)
O γιαλός είναι το κομμάτι της θάλασσας που βλέπουμε από την ξηρά.
ακρογιαλιά για-λός
γιαούρτι [το] ουσιαστικό (γιαούρτια)
Το γιαούρτι είναι γάλα αγελάδας ή πρόβατου που το έχουμε πήξει. Είναι άσπρο και το τρώμε πάντα δροσερό, σκέτο ή με μέλι, ζάχαρη ή φρούτα. για-ούρ-τι
γιατρός [ο], [η] ουσιαστικό (γιατροί)
O γιατρός είναι αυτός που δουλεύει στο ιατρείο του ή στο νοσοκομείο και εξετάζει τους αρρώστους, δηλαδή αυτούς που έχουν προβλήματα υγείας.
γιατρεύω για-τρός 'στο νοσοκομείο'
-Λέμε και η γιατρίνα.
γίγαντας [ο] ουσιαστικό (γίγαντες)
Ένας γίγαντας είναι ένας πάρα πολύ ψηλός άνθρωπος. Έχει ύψος πάνω από δύο μέτρα.
Oι παίκτες του μπάσκετ είναι πολύ ψηλοί, μοιάζουν με γίγαντες. νάνος
Oι γίγαντες στη μυθολογία ήταν οι γιοι του Oυρανού και της Γης. Ήταν τεράστιοι και πάρα πολύ δυνατοί.
γί-γα-ντας
γίδα [η] ουσιαστικό (γίδες)
Η γίδα είναι ένα ζώο με μακρύ και πυκνό τρίχωμα και κέρατα που σκαρφαλώνει εύκολα στα βράχια και στα βουνά. Τρώμε το κρέας της και πίνουμε το γάλα της.
κατσίκα γί-δα 'το αγρόκτημα'
γιορτάζω ρήμα (γιόρτασα, θα γιορτάσω)
Όταν γιορτάζεις κάτι, κάνεις γιορτή για κάτι καλό που σου έχει συμβεί ή για κάτι σημαντικό.
Η ξαδέρφη της κυρίας Μαργαρίτας γιόρτασε τον αρραβώνα της κόρης της.
Όταν γιορτάζεις, έχεις τη γιορτή σου ή τα γενέθλιά σου.
O Κώστας γιορτάζει στις 21 Μαΐου. γιορτή γιορ-τά-ζω
γιος [ο] ουσιαστικό (γιοι)
O γιος είναι το αγόρι μίας οικογένειας.
O Κώστας είναι ο γιος του κυρίου Γιάννη και της κυρίας Μαργαρίτας.
αγόρι γιος 'η οικογένεια'
γιοτ [το] ουσιαστικό
Το γιοτ είναι ένα μικρό πλοίο που κινείται με πανιά ή με μηχανή κι έχει όλες τις ανέσεις για να κάνει κανείς ευχάριστες διακοπές στη θάλασσα. Δεν έχουμε όλοι γιοτ, γιατί είναι πολύ ακριβό. γιοτ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
γιρλάντα [η] ουσιαστικό (γιρλάντες)
Με τις γιρλάντες στολίζουμε ένα χώρο, όταν γιορτάζουμε κάτι. Oι γιρλάντες είναι μακριές χάρτινες, λουλουδένιες ή φωτεινές κορδέλες που στερεώνουμε σε τοίχους, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ή πάνω από πόρτες και παράθυρα.
γιρ-λά-ντα 'το πάρτι'
γκάζι [το] ουσιαστικό (γκάζια)
Το γκάζι είναι ένα αέριο. Μ' αυτό ζεσταινόμαστε, μαγειρεύουμε κι έχουμε ζεστό νερό. Θέλει μεγάλη προσοχή, γιατί πιάνει εύκολα φωτιά.
O κύριος Μιχάλης έχει κουζίνα με γκάζι.
Όταν πατάς γκάζι, κάνεις το αυτοκίνητο να τρέξει πιο γρήγορα. γκά-ζι
γκαράζ [το] ουσιαστικό
Το γκαράζ είναι ο κλειστός χώρος όπου αφήνουμε το αυτοκίνητο, όταν δεν το χρησιμοποιούμε. O κύριος Γιάννης βάζει το αυτοκίνητό του στο γκαράζ της πολυκατοικίας τους.
Όταν το αυτοκίνητό μας έχει βλάβη, το πάμε σ' ένα γκαράζ για να το επισκευάσουν.
συνεργείο γκα-ράζ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
γκολ [το] ουσιαστικό
Στο ποδόσφαιρο βάζουμε γκολ, όταν ρίχνουμε τη μπάλα στα δίχτυα του τερματοφύλακα της αντίπαλης ομάδας. γκολ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
γκοφρέτα [η] ουσιαστικό (γκοφρέτες)
Η γκοφρέτα είναι ένα τραγανό μπισκότο με σοκολάτα. γκο-φρέ-τα
γκρέιπφρουτ [το] ουσιαστικό
Το γκρέιπφρουτ είναι ένα στρογγυλό κίτρινο φρούτο που είναι λίγο μεγαλύτερο από το πορτοκάλι. Είναι ξινό αλλά πλούσιο σε βιταμίνες, γι' αυτό το τρώμε ή πίνουμε το χυμό του. γκρέιπ-φρουτ
- Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
γκρεμίζω, γκρεμίζομαι ρήμα (γκρέμισα,θα γκρεμίσω)
Όταν γκρεμίζεις ένα σπίτι ή ένα άλλο κτίριο, το χαλάς ρίχνοντάς το κάτω.
Το κύμα γκρέμισε το κάστρο που έχτισαν η Αθηνά και ο Κώστας στην άμμο.
χαλάω, καταστρέφω, ρίχνω χτίζω, φτιάχνω
O Κώστας έτρεχε και γκρεμίστηκε από τις σκάλες. Έπεσε κάτω.
γκρεμός γκρε-μί-ζω
γκρεμός [ο] ουσιαστικό (γκρεμοί)
O γκρεμός είναι μία πολύ απότομη κατηφόρα στην άκρη ενός βράχου ή στο βουνό. γκρεμίζω
γκρε-μός
γκρι επίθετο γκρίζος
γκρίζος, γκρίζα, γκρίζο επίθετο (γκρίζοι, γκρίζες, γκρίζα)
Όταν κάτι είναι γκρίζο, είναι γκρι, δηλαδή είναι ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο. γκρι γκρί-ζος
γκριμάτσα [η] ουσιαστικό (γκριμάτσες)
Όταν κάνεις μία γκριμάτσα, το πρόσωπό σου αλλάζει, γιατί πονάς ή γιατί θέλεις να κάνεις κάποιον να φοβηθεί ή να γελάσει.
γκρι-μά-τσα
γκρίνια [η] ουσιαστικό (γκρίνιες) γκρινιάζω
γκρινιάζω ρήμα (γκρίνιαξα, θα γκρινιάξω)
Όταν γκρινιάζεις, παραπονιέσαι και νευριάζεις για ασήμαντα πράγματα.
O Κώστας γκρίνιαζε όλη τη μέρα, γιατί έβρεχε και δεν μπόρεσε να παίξει ποδόσφαιρο. παραπονιέμαι
Όταν γκρινιάζεις πολύ, είσαι όλο γκρίνια, είσαι γκρινιάρης. γκρι-νιά-ζω
γκρινιάρης, γκρινιάρα, γκρινιάρικο επίθετο (γκρινιάρηδες, γκρινιάρες, γκρινιάρικα)
γκρινιάζω
γλάρος [ο] ουσιαστικό (γλάροι)
O γλάρος είναι ένα μεγάλο άσπρο πουλί που ζει κοντά στη θάλασσα και ακολουθεί τα πλοία για να βρει τροφή. γλά-ρος 'η θάλασσα'
γλάστρα [η] ουσιαστικό (γλάστρες)
Η γλάστρα είναι ένα δοχείο όπου βάζουμε χώμα και φυτεύουμε ένα φυτό.
Η κυρία Μαργαρίτα έχει στη βεράντα της μεγάλες γλάστρες με τριανταφυλλιές.
γλά-στρα
Δες ατύχημα
γλειφιτζούρι [το] ουσιαστικό (γλειφιτζούρια)
Το γλειφιτζούρι είναι μία μεγάλη χρωματιστή καραμέλα που τη γλείφουν τα παιδιά, μέχρι να λιώσει κρατώντας την από ένα ξυλαράκι. γλείφω
γλει-φι-τζού-ρι 'το πάρτι'
γλέντι [το] ουσιαστικό (γλέντια)
Το γλέντι είναι μία μεγάλη γιορτή. Στο γλέντι χορεύουμε και τραγουδάμε.
γιορτή Στο γλέντι γιορτάζουμε, γλεντάμε. γλέ-ντι
γλιστρώ και γλιστράω ρήμα (γλίστρησα, θα γλιστρήσω)
Όταν γλιστράς, φεύγεις από τη θέση σου και προχωράς συνεχώς χωρίς να σηκώσεις τα πόδια σου. Καμιά φορά γλιστράμε χωρίς να το θέλουμε και πέφτουμε.
«Κώστα, πρόσεξε μη γλιστρήσεις έτσι που τρέχεις. Έχει πάγο κάτω» είπε η Αθηνά. γλι-στρώ
γλυκός, γλυκιά, γλυκό επίθετο (γλυκοί, γλυκές, γλυκά)
Όταν κάτι είναι γλυκό, έχει ευχάριστη γεύση σαν τη ζάχαρη.
Η κυρία Μαργαρίτα πίνει ένα γλυκό καφεδάκι κάθε απόγευμα.
Όταν κάποιος είναι γλυκός, είναι πολύ τρυφερός, ζεστός κι ευχάριστος.
Η δασκάλα της Αθηνάς είναι πολύ γλυκός άνθρωπος και τα παιδιά αισθάνονται όμορφα μαζί της.
(σαν ουσιαστικό) Τρώμε γλυκό συνήθως μετά το φαγητό.
Το παγωτό είναι το αγαπημένο γλυκό του Κώστα. γλυ-κός
γλύπτης [ο], γλύπτρια [η] ουσιαστικό (γλύπτες, γλύπτριες)
O γλύπτης είναι ο καλλιτέχνης που φτιάχνει αγάλματα κι άλλα γλυπτά.
γλυπτό γλύ-πτης
γλυπτό [το] ουσιαστικό (γλυπτά)
Το γλυπτό είναι το έργο ενός γλύπτη. Τα περισσότερα γλυπτά στην αρχαία Ελλάδα ήταν από μάρμαρο. γλύπτης γλυ-πτό
γνώμη [η] ουσιαστικό (γνώμες)
Όταν λες τη γνώμη σου, λες αυτό που εσύ νομίζεις πως είναι σωστό.
«Κανείς δε ζητάει τη γνώμη μου, ποτέ δε γίνεται αυτό που θέλω εγώ!» είπε η Αθηνά θυμωμένη. γνώ-μη
γνώση [η] ουσιαστικό (γνώσεις) γνωρίζω
γνωστός, γνωστή, γνωστό επίθετο (γνωστοί, γνωστές, γνωστά)
Όταν κάτι είναι γνωστό, το ξέρουν κι άλλοι άνθρωποι, όχι μόνο εσύ. Όταν είσαι γνωστός, σε ξέρουν πολλοί άνθρωποι.
Η θεία Κατερίνα είναι γνωστή ζωγράφος. διάσημος
(σαν ουσιαστικό) Όταν κάποιος είναι γνωστός σου, τον γνωρίζεις από παλιά.
«Συνάντησα δύο γνωστούς μου από το σχολείο» είπε ο κύριος Γιάννης.
γνώριμος άγνωστος γνω-στός
γοητεία [η] ουσιαστικό γοητεύω
γόμα [η] ουσιαστικό (γόμες)
Η γόμα είναι ένα μικρό κομμάτι λάστιχο που σβήνει ό,τι έχεις γράψει σ' ένα χαρτί με μολύβι. γομολάστιχα, σβήστρα, σβηστήρα
γό-μα
γονατίζω ρήμα (γονάτισα, θα γονατίσω) γόνατο
γόνατο [το] ουσιαστικό (γόνατα)
Το γόνατο είναι το μέρος του σώματος ανάμεσα στο μπούτι και τη γάμπα.
Όταν γονατίζεις, πέφτεις στο ένα ή και στα δύο σου γόνατα.
γό-να-το 'το σώμα μας'
γονέας και γονιός [ο] ουσιαστικό (γονείς, γονιοί)
Οι γονείς σου είναι ο μπαμπάς και η μαμά σου. γο-νέ-ας
γοργόνα [η] ουσιαστικό (γοργόνες)
Στα παραμύθια η γοργόνα είναι γυναίκα από τη μέση και πάνω και ψάρι από τη μέση και κάτω.
Λέμε πως μία γυναίκα μοιάζει με γοργόνα, όταν έχει πολύ ωραίο σώμα.
γορ-γό-να 'τα παραμύθια'
γορίλας [ο] ουσιαστικό (γορίλες)
O γορίλας είναι ένας μεγάλος και δυνατός πίθηκος που ζει στα δάση της Αφρικής. Έχει σκούρο τρίχωμα, μακριά χέρια αλλά δεν έχει ουρά. γο-ρί-λας 'τα ζώα'
γούνα [η] ουσιαστικό (γούνες)
Η γούνα είναι το μαλακό και παχύ τρίχωμα που προστατεύει τα ζώα από το κρύο. Oι αρκούδες, τα κουνέλια και οι γάτες έχουν γούνα.
Γούνα είναι και το παλτό που φτιάχνουμε από το τρίχωμα ενός ζώου.
Όταν ένα παλτό ή ένα καπέλο είναι γούνινο, είναι φτιαγμένο από γούνα.
γού-να
γουόκμαν [το] ουσιαστικό
Το γουόκμαν είναι μικρό, φορητό ραδιοκασετόφωνο με ακουστικά για ν' ακούς μουσική χωρίς να ενοχλείς τους άλλους. γουόκ-μαν
γουρλώνω ρήμα (γούρλωσα, θα γουρλώσω)
Όταν γουρλώνεις τα μάτια σου, τ' ανοίγεις πολύ από φόβο ή από έκπληξη.
γουρ-λώ-νω
γούστο [το] ουσιαστικό (γούστα)
Όταν έχεις καλό γούστο, μπορείς να ξεχωρίσεις τα ωραία πράγματα.
Η θεία Κατερίνα έχει καλό γούστο στο ντύσιμο κι αγοράζει ωραία ρούχα.
Όταν έχεις πολύ γούστο, είσαι ευχάριστος ή αστείος.
Η Ροζαλία είχε πολύ γούστο έτσι όπως νιαουρίζει συνέχεια.
O Κώστας και η Αθηνά έχουν τα ίδια γούστα στο φαγητό. Και στους δύο αρέσουν τα ίδια φαγητά. γού-στο
γραβάτα [η] ουσιαστικό (γραβάτες)
Η γραβάτα είναι μία μακρόστενη λουρίδα από λεπτό ύφασμα που τη δένουμε γύρω από το γιακά του πουκάμισου. γρα-βά-τα 'τα ρούχα'
γραμματοκιβώτιο [το] ουσιαστικό (γραμματοκιβώτια) γράμμα
γραμματόσημο [το] ουσιαστικό (γραμματόσημα) γράμμα
γραμμάριο [το] ουσιαστικό (γραμμάρια)
Με τα γραμμάρια μετράμε πόσο ζυγίζει κάτι, δηλαδή πόσο βαρύ είναι. Ένα κιλό έχει χίλια γραμμάρια. γραμ-μά-ρι-ο
γραμματέας [ο], [η] ουσιαστικό (γραμματείς)
O γραμματέας δουλεύει σ' ένα γραφείο, γράφει γράμματα, σηκώνει το τηλέφωνο και κρατάει τα ραντεβού του διευθυντή. γραμ-μα-τέ-ας
γραμμή [η] ουσιαστικό (γραμμές)
Τα τετράδιά μας έχουν γραμμές για να γράφουμε πάνω τους.
Η Αθηνά τράβηξε με το μολύβι της μία γραμμή.
Όταν οι μαθητές μπαίνουν στη γραμμή, μπαίνουν σε μία σειρά.
Τα τρένα κινούνται πάνω σε γραμμές. ράγες γραμ-μή
γραπώνω, γραπώνομαι ρήμα (γράπωσα, θα γραπώσω)
Όταν γραπώνεις κάποιον ή κάτι, τον αρπάζεις γρήγορα και δυνατά.
O αστυνομικός γράπωσε τον κλέφτη από το γιακά αλλά εκείνος κατάφερε να ξεφύγει. αρπάζω γρα-πώ-νω
γρασίδι [το] ουσιαστικό (γρασίδια)
Γρασίδι είναι το πράσινο χορτάρι που φυτρώνει στα λιβάδια, στους κήπους και τα πάρκα.
χόρτο, χορτάρι γρα-σί-δι
γρατσουνάω και γρατσουνίζω γρατσουνίζομαι / γρατσουνιέμαι ρήμα (γρατσούνισα, θα γρατσουνίσω)
Όταν γρατσουνάς κάποιον, κόβεις ή σκίζεις το δέρμα του με τα νύχια σου ή με κάτι μυτερό. Oι γάτες και οι τίγρεις είναι ζώα που γρατσουνούν με τα μυτερά τους νύχια.
Όταν γρατσουνάς κάτι, κάνεις γραμμές πάνω του με κάτι μυτερό.
«Μη γρατσουνάς το τραπέζι με το μαχαίρι» είπε στο Νίκο ο πατέρας του. Μία γρατσουνιά είναι ένα μικρό κόψιμο που έγινε από κάτι μυτερό. γρα-τσου-νά-ω
-Λέμε και γρατζουνίζω και γρατζουνάω.
γρατσουνιά [η] ουσιαστικό (γρατσουνιές) γρατσουνίζω
γριά [η] ουσιαστικό (γριές) γέρος
γρίπη [η] ουσιαστικό (γρίπες)
Η γρίπη είναι μία κολλητική αρρώστια που φέρνει πυρετό, συνάχι και πόνους στο σώμα και το κεφάλι σου. γρί-πη
γυαλιστερός, γυαλιστερή, γυαλιστερό επίθετο (γυαλιστεροί, γυαλιστερές, γυαλιστερά) γυαλίζω
γυμνάζω, γυμνάζομαι ρήμα (γύμνασα, θα γυμνάσω)
Όταν γυμνάζεις το σώμα σου ή γυμνάζεσαι, κάνεις ασκήσεις ή κάποιο σπορ για να είσαι δυνατός και υγιής.
O θείος Σταμάτης γυμνάζεται τρεις φορές την εβδομάδα. Παίζει τένις.
Όταν γυμνάζεις κάποιον, του δείχνεις πώς να κάνει γυμναστική.
Η γυμνάστρια στο σχολείο της Αλίκης γυμνάζει τους μαθητές βάζοντάς τους να τρέξουν στην αυλή. Στη συνέχεια κάνουν γυμναστικές ασκήσεις. Το χειμώνα όμως που κάνει κρύο κάνουν γυμναστική μέσα στο γυμναστήριο.
γυμναστική, γυμναστής, γυμναστήριο γυ-μνά-ζω
γυμνάσιο [το] ουσιαστικό (γυμνάσια)
Όταν πηγαίνεις στο γυμνάσιο, πηγαίνεις στο σχολείο για παιδιά από 12 μέχρι 15 χρονών. Το γυμνάσιο είναι μετά το δημοτικό και πριν από το λύκειο.
γυ-μνά-σι-ο
γυμναστήριο [το] ουσιαστικό (γυμναστήρια) γυμνάζω
γυμναστής [ο], γυμνάστρια [η] ουσιαστικό (γυμναστές, γυμνάστριες) γυμνάζω
γυμναστική [η] ουσιαστικό γυμνάζω
γυμνός, γυμνή, γυμνό επίθετο (γυμνοί, γυμνές, γυμνά)
Όταν κάνουμε μπάνιο, είμαστε γυμνοί. Δε φοράμε ρούχα.
«Μα πώς τριγυρνάς έτσι γυμνή με τόσο κρύο έξω;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα την Αθηνά που φορούσε μόνο ένα πουκαμισάκι. Ελαφρά ντυμένη.
«Τι να πουν οι φτωχοί ζητιάνοι που τριγυρνούν στην πόλη γυμνοί και πεινασμένοι» απάντησε εκείνη. Φτωχικά ντυμένοι. γυ-μνός
γυναίκα [η] ουσιαστικό (γυναίκες)
Όταν ένα κορίτσι μεγαλώνει, γίνεται γυναίκα. Η μαμά, η γιαγιά και η θεία είναι γυναίκες.
Η μητέρα σου είναι η γυναίκα του πατέρα σου, δηλαδή εκείνη που παντρεύτηκε.
Η γυναίκα του κυρίου Γιάννη είναι η κυρία Μαργαρίτα. άντρας
γυναικείος γυ-ναί-κα
γυρεύω ρήμα (γύρεψα, θα γυρέψω)
Όταν γυρεύεις κάτι, το ζητάς. Η Αθηνά γύρεψε από τον Κώστα ένα στιλό αλλά εκείνος δεν της έδωσε, γιατί ήταν θυμωμένος μαζί της.
Όταν γυρεύεις κάποιον, προσπαθείς να τον βρεις.
Η Αθηνά γυρεύει όλη τη νύχτα τη Ροζαλία, αλλά δεν μπορεί να τη βρει πουθενά.
γυ-ρεύ-ω
γύρω επίρρημα
Όταν κάτι είναι γύρω μας, είναι σ' έναν κύκλο κοντά ή μακριά από μας.
O δρόμος περνάει γύρω από το χωριό του θείου Αλέκου.
Όταν κάτι γίνεται γύρω στις εννιά, γίνεται περίπου εκείνη την ώρα.
γύ-ρω
γύφτος [ο], γύφτισσα [η] ουσιαστικό (γύφτοι, γύφτισσες)
Oι γύφτοι είναι μία ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και σκούρο συνήθως δέρμα που ταξιδεύουν από μέρος σε μέρος στην Ελλάδα. Αγαπούν πολύ τη μουσική.
τσιγγάνος γύ-φτος
γωνία και γωνιά [η] ουσιαστικό (γωνίες/ γωνιές)
Σε μία γωνία συναντιούνται δύο γραμμές.
«Ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες» είπε η δασκάλα στα παιδιά.
Σε μία γωνία της πόλης συναντιούνται δύο δρόμοι. Σε μία γωνιά του σπιτιού συναντιούνται δύο τοίχοι. «Να βάλω την καινούρια πολυθρόνα σ' αυτή τη γωνία που είναι άδεια;» είπε ο κύριος Γιάννης στη Μαργαρίτα.
Η Αθηνά ήταν λυπημένη. Κάθισε σε μία γωνιά και δε μιλούσε. Κάθισε μόνη της μακριά απ' όλους. γω-νί-α, γω-νιά
|