Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  βαγόνι    βύσσινο

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ββ

eikona068

 

 

βαγόνι [το] ουσιαστικό (βαγόνια) 
check1 Το βαγόνι ενός τρένου είναι το μέρος όπου κάθονται και μεταφέρονται οι επιβάτες. Ένα τρένο έχει δύο, ή περισσότερα βαγόνια και μία μηχανή που τα σέρνει.  music βα-γό-νι

 

 

βαδίζω ρήμα (βάδισα, θα βαδίσω)
check1 Όταν βαδίζεις, περπατάς, δηλαδή προχωράς βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο.  pen1 Η θεία του κυρίου Μιχάλη δεν μπορεί να βαδίσει χωρίς μπαστούνι.

music βα-δί-ζω

 

 

βάζο [το] ουσιαστικό (βάζα)

eikona069

check1 Το βάζο είναι ένα δοχείο που το γεμίζουμε με νερό για να βάλουμε μέσα λουλούδια.  circle1 ανθοδοχείο

check2 Το βάζο είναι κι ένα γυάλινο δοχείο που μέσα του βάζουμε τρόφιμα.

pen1 Η Αθηνά άνοιξε το βάζο με το γλυκό κι άρχισε να τρώει.  music βά-ζο

 

 

βάζω ρήμα (έβαλα, θα βάλω)
check1 Όταν βάζεις κάτι κάπου, του αλλάζεις θέση. 

pen1 Πριν πάει για ύπνο, η Αθηνά παίρνει όλα της τα παιχνίδια από το σαλόνι και τα βάζει στο δωμάτιό της.  circle1 τοποθετώ
check2 Όταν βάζεις τα ρούχα σου, τα φοράς. 

check2 Όταν η ομάδα σου βάζει τα περισσότερα γκολ στο ποδόσφαιρο, κερδίζει.

check2 Λέμε ότι το βάζεις στα πόδια, όταν τρέχεις μακριά από κάτι που σε φοβίζει.

check2 O Κώστας γκρίνιαξε, γιατί η κυρία Μαργαρίτα τον έβαλε να διαβάσει όλα τα μαθήματά του προτού πάει να παίξει ποδόσφαιρο. Τον υποχρέωσε να διαβάσει, ενώ ο Κώστας δεν ήθελε.  music βά-ζω

 

 

βαθμός [ο] ουσιαστικό (βαθμοί)
check1βαθμοί του θερμόμετρου δείχνουν αν έχουμε πυρετό ή όχι ή αν κάνει ζέστη ή όχι.  pen1 «Το θερμόμετρο θα φτάσει τους 35 βαθμούς» είπε ο κύριος Δημήτρης. Θα έχει ζέστη.

check2βαθμοί στο σχολείο είναι αριθμοί που δείχνουν πόσο καλά ξέρουμε τα μαθήματά μας.  pen1 O Κώστας παίρνει πάντα πολύ καλούς βαθμούς στην ορθογραφία.  music βαθ-μός

 

 

βάθος [το] ουσιαστικό (βάθη) velos βαθύς

 

 

βαθύς, βαθιά, βαθύ επίθετο (βαθιοί, βαθιές, βαθιά)
check1 Όταν το νερό είναι βαθύ, η απόσταση από την επιφάνεια μέχρι το βυθό είναι μεγάλη.  circle2 ρηχός

check2 Τρώμε τη σούπα σε βαθύ πιάτο.  circle2 ρηχός

check2 Όταν ένα χρώμα είναι βαθύ, είναι πολύ σκούρο.

pen1 Τα κυπαρίσσια έχουν βαθύ πράσινο χρώμα.  circle1 σκούρο  circle2 ανοιχτό, φωτεινό

check2 Η Σταχτοπούτα και ο πρίγκιπας έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.  romvos Η Αθηνά δεν ξέρει να κολυμπάει ακόμα καλά. Όταν το βάθος της θάλασσας είναι μεγάλο, φοβάται, γιατί δεν πατάει.  music βα-θύς  pen2 'αντίθετα'

 

 

βαλίτσα [η] ουσιαστικό (βαλίτσες)

eikona070

check1 Όταν θέλουμε να ταξιδέψουμε, παίρνουμε μαζί μας μία βαλίτσα με ρούχα. Oι βαλίτσες έχουν χερούλι για να τις κρατάμε στο χέρι και καμιά φορά ρόδες για να τις σέρνουμε όταν είναι βαριές. 

music βα-λί-τσα

 

 

 

βάλτος [ο] ουσιαστικό (βάλτοι)
check1 O βάλτος είναι ένα μέρος με ακίνητα νερά και πολλή λάσπη. Μέσα στη λάσπη φυτρώνουν καλαμιές και ζουν βατράχια και πολλά κουνούπια.  music βάλ-τος

 

 

βαμβάκι [το] ουσιαστικό (βαμβάκια) 
check1 Το βαμβάκι είναι φυτό που φυτρώνει σε ζεστές χώρες όπως η Ελλάδα. O καρπός του είναι φουντωτός, άσπρος, απαλός και πολύ ελαφρύς. Με το βαμβάκι φτιάχνουμε βαμβακερά υφάσματα αλλά το χρησιμοποιούμε και για να καθαρίσουμε πληγές.

music βαμ-βά-κι

 

 

βανίλια [η] ουσιαστικό (βανίλιες)
check1 Η βανίλια είναι ο καρπός ενός φυτού που φυτρώνει σ' εξωτικές χώρες. Με τη σκόνη που παίρνουμε απ' αυτό το φυτό δίνουμε άρωμα βανίλια στα παγωτά και τα γλυκά.  music βα-νί-λια

 

 

βαπόρι [το] ουσιαστικό (βαπόρια)
check1 Με τα βαπόρια ταξιδεύουμε στη θάλασσα.  circle1 πλοίο, καράβι  music βα-πό-ρι

 

 

βάρβαρος, βάρβαρη, βάρβαρο επίθετο (βάρβαροι, βάρβαρες, βάρβαρα)
check1 Όταν κάποιος είναι πολύ σκληρός και κάνει κακό με άγριο τρόπο, είναι βάρβαρος.  pen1 «O κύριος Μιχάλης θα είναι πολύ βάρβαρος, αν αφήσει τα κουταβάκια να πεθάνουν από την πείνα» σκέφτηκε η θεία του.

circle1 κακός, άκαρδος  circle2 καλός,ευγενικός  music βάρ-βα-ρος

 

 

βαρέλι [το] ουσιαστικό (βαρέλια)

check1 Το βαρέλι είναι ένα πολύ μεγάλο στρογγυλό δοχείο, φτιαγμένο από λωρίδες ξύλου. Είναι πλατύ στη μέση και στενεύει στις δύο άκρες. Σε βαρέλια βάζουμε συνήθως κρασί ή άλλα ποτά.

eikona071

check2 Βαρέλι είναι και το περιεχόμενο ενός βαρελιού.

pen1 «Φέτος φτιάξαμε πολλά βαρέλια κρασί» είπε ο θείος Αλέκος.

check2 Λέμε ότι κάποιος είναι σαν βαρέλι, όταν είναι πολύ χοντρός. 

music  βα-ρέ-λι

 

 

βαρετός, βαρετή, βαρετό επίθετο (βαρετοί, βαρετές, βαρετά) velos βαριέμαι

 

 

βαριέμαι ρήμα (βαρέθηκα, θα βαρεθώ) 
check1 Όταν αυτό που κάνεις δεν είναι διασκεδαστικό, το βαριέσαι. Όταν δε βρίσκεις τι να κάνεις ή δεν έχεις όρεξη να κάνεις κάτι, βαριέσαιpen1 O θείος Τάκης βαρέθηκε το βιβλίο που διάβαζε κι άνοιξε την τηλεόραση.  romvos «Πρέπει να είναι πολύ βαρετό το βιβλίο που διαβάζει ο Τάκης, όλο χασμουριέται» σκέφτηκε η γυναίκα του.

circle1 αδιάφορος  circle2 ενδιαφέρων  music βα-ριέ-μαι

 

 

βάρκα [η] ουσιαστικό (βάρκες)

eikona072

check1 Η βάρκα είναι ένα μικρό καράβιπου κινείται με κουπιά ή με μηχανή. Με τη βάρκα πάμε για ψάρεμα ή για βόλτα στη θάλασσα.  music βάρ-κα

 

 

 

βάρος [το] ουσιαστικό (βάρη) velos βαρύς

 

 

βαρύς, βαριά, βαρύ επίθετο (βαριοί, βαριές, βαριά)
check1 Όταν κάτι είναι βαρύ, μας είναι δύσκολο να το σηκώσουμε.  pen1 O Κώστας προσπάθησε να σηκώσει την Αθηνά αλλά είναι πολύ βαριά γι' αυτόν.  circle2 ελαφρύς

check2 Όταν ένα ρούχο είναι βαρύ, είναι πολύ ζεστό. 

pen1 Η Αθηνά βγήκε έξω μ'ένα πολύ βαρύ παλτό.  circle1 ζεστός  circle2 ελαφρύς

check2 Όταν μία δουλειά είναι βαριά, είναι δύσκολη και κουραστική.  

circle1 δύσκολος  circle2 εύκολος

check2 Όταν κάποιος περνάει μία βαριά αρρώστια, κάνει πολύ καιρό να γίνει καλά.

circle1 σοβαρός  circle2 ελαφρύς  romvos «Τι βάρος έχεις Αθηνά;» ρώτησε ο Κώστας. Πόσα κιλά είσαι;  music βα-ρύς

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

βασανίζω, βασανίζομαι ρήμα (βασάνισα, θα βασανίσω)
check1 Όταν κάποιος ή κάτι σε βασανίζει, σε ταλαιπωρεί, σε στεναχωρεί ή σε πονάει.

pen1 Την Αθηνά τη βασανίζει η σκέψη πως η Ροζαλία μπορεί να έπαθε κάποιο κακό.

romvos Όταν βασανίζεις κάποιον, του κάνεις βασανιστήρια.  music βα-σα-νί-ζω

 

 

βασανιστήριο [το] ουσιαστικό (βασανιστήρια) velos βασανίζω

 

 

βάση [η] ουσιαστικό (βάσεις) 
check1 Η Ροζαλία τρώει το φαγητό της από ένα πλαστικό δοχείο που στη βάση του γράφει τ' όνομά της. Εκεί όπου στηρίζεται το δοχείο.  music βά-ση

 

 

βασιλιάς [ο], βασίλισσα [η] ουσιαστικό (βασιλιάδες, βασίλισσες)
check1 O βασιλιάς ή η βασίλισσα κυβερνούν μία χώρα που έχουν πάρει από τους γονείς τους.  romvos Η χώρα αυτή είναι το βασίλειό τους. Η βασιλική οικογένεια μένει σ'ένα μεγάλο παλάτι.  music βα-σι-λιάς  pen2 'τα παραμύθια'

 

 

βαστώ και βαστάω, βαστιέμαι ρήμα (βάσταξα, θα βαστάξω)
check1 Όταν βαστάς κάτι, το έχεις στα χέρια σου, το κρατάς.  pen1 Η Αθηνά βαστούσε το παλτό του Κώστα όσο αυτός έδενε τα παπούτσια του.  circle1 κρατώ  circle2 αφήνω

check2 Όταν κάτι βαστάει, είναι γερό, στερεό.  pen1 «Γιάννη, δε θα βαστάξει ο πίνακας στον τοίχο. Το καρφί που έβαλες είναι πολύ μικρό» είπε η κυρία Μαργαρίτα.

circle1 κρατώ, αντέχω  music βα-στώ

 

 

βάτραχος [ο] ουσιαστικό (βάτραχοι)

eikona073

check1 O βάτραχος είναι ένα μικρό ζώο με λείο πράσινο δέρμα. Πίσω έχει δύο μεγάλα πόδια που μοιάζουν με βατραχοπέδιλα και μπροστά δύο πιο μικρά. Προχωράει πηδώντας και κολυμπώντας και μπορεί να ζήσει μέσα κι έξω από το νερό. Όταν ο βάτραχος θέλει να φωνάξει, κάνει κουάξ κουάξ.  romvos βατραχοπέδιλο  

music βά-τρα-χος

 

 

βαφτίζω, βαφτίζομαι ρήμα (βάφτισα, θα βαφτίσω)
check1 Όταν ο παπάς βαφτίζει ένα παιδί στην εκκλησία, το βουτάει στο νερό με τη βοήθεια του νονού και του δίνει ένα όνομα. 

pen1 Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης θα βαφτίσουν το μωρό τους Δημήτρη.

check2 Όταν βαφτίζεις κάτι ή κάποιον του δίνεις ένα όνομα. 

pen1 Η Αθηνά βάφτισε τη γάτα της Ροζαλία, γιατί η γούνα της είναι ροζ. 

romvos Η θεία Κατερίνα κάλεσε πολύ κόσμο στα βαφτίσια του γιου της.  music βα-φτί-ζω

 

 

βαφτίσια [τα] ουσιαστικό velos βαφτίζω

 

 

βάφω, βάφομαι ρήμα (έβαψα, θα βάψω)
check1 Όταν βάφεις κάτι, το χρωματίζεις, του βάζεις χρώμα.

pen1 «Φέτος το καλοκαίρι θα βάψουμε το σπίτι άσπρο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.

check2 Όταν μία γυναίκα βάφεται, βάζει μακιγιάζ στο πρόσωπό της, στα μάτια, στα χείλια και στα μάγουλά της.

check2 Λέμε ότι τα βάφεις μαύρα, όταν είσαι πολύ στενοχωρημένος.  romvos «Το βάψιμο του σπιτιού θα πάρει καιρό να τελειώσει» είπε η Μαργαρίτα στην Αθηνά.  music βά-φω

 

 

βγάζω ρήμα (έβγαλα, θα βγάλω)
check1 Όταν βγάζεις κάτι, το βάζεις έξω από εκεί που ήταν.

pen1 O θείος Τάκης είχε ταξίδι. Έβγαλε τα ρούχα του από την ντουλάπα και τα έβαλε στη βαλίτσα του.  circle2 βάζω

check2 Όταν βγάζεις κάτι στο σώμα σου, αποκτάς κάτι πάνω σου που δεν το είχες πριν.

pen1 Η Αθηνά έβγαλε ένα σπυράκι στο μάγουλο.

check2 Όταν βγάζεις τα ρούχα σου, ξεντύνεσαι.

circle1 ξεντύνομαι, γδύνομαι  circle2 βάζω, φοράω, ντύνομαι

check2 Λέμε ότι βγάζεις κάτι από το μυαλό σου, όταν το φαντάζεσαι χωρίς να έχει συμβεί πραγματικά.  music  βγά-ζω

 

 

βγαίνω ρήμα (βγήκα, θα βγω)
check1 Όταν βγαίνεις από κάπου, πηγαίνεις έξω από εκεί που ήσουν.  

pen1 Όταν η Αθηνά βγήκε από το σπίτι για να πάει στο σχολείο, είχε πια ξημερώσει.

circle2 μπαίνω

check2 Όταν βγαίνεις έξω, φεύγεις από το σπίτι και πηγαίνεις κάπου να διασκεδάσεις.

pen1 Oι γονείς του Κώστα βγαίνουν έξω κάθε Σάββατο.

check2 Λέμε ότι βγαίνει ο ήλιος, όταν εμφανίζεται στον ουρανό και γίνεται μέρα ή όταν φεύγουν τα σύννεφα που τον έκρυβαν.  circle2 κρύβομαι

check2 Όταν βγαίνεις πρώτος σε κάτι, είσαι ο καλύτερος απ' όλους σ' αυτό.

pen1 Η Αλίκη βγήκε πρώτη στο τρέξιμο.  circle1 νικώ  circle2 χάνω  music βγαί-νω

 

 

Πώς θα ονομάσουν το μωρό της θείας Kατερίνας; Ψάξε στις λέξεις βαφτίζω, μπέμπης

 

 

Γιατί η Aθηνά βάφτισε τη γάτα της Pοζαλία; Ψάξε στις λέξεις βαφτίζω, ροζ

 

 

βέβαιος, βέβαιη, βέβαιο επίθετο (βέβαιοι, βέβαιες, βέβαια) 
check1 Όταν κάποιος είναι βέβαιος πως κάτι θα γίνει, το ξέρει πολύ καλά, το πιστεύει.

pen1 O Κώστας είναι βέβαιος πως η ομάδα του θα νικήσει στο ποδόσφαιρο.

check2 Λέει μάλιστα πως το πρωτάθλημα το έχουν βέβαιο. Το έχουν σίγουρο.

circle1 σίγουρος  romvos «Θα μπορέσεις να έρθεις στο πάρτι μου το Σάββατο;» ρώτησε η Αθηνά τον Ίγκλι. «Και βέβαια θα έρθω!» απάντησε εκείνος.  music βέ-βαι-ος

 

 

βελάζω ρήμα (βέλαξα, θα βελάξω)
check1 Ένα πρόβατο ή μία κατσίκα βελάζουν, κάνουν μπεεε-μπεεεε, φωνάζουν δηλαδή με το δικό τους τρόπο.  music βε-λά-ζω

 

 

βελανίδι [το] ουσιαστικό (βελανίδια)

eikona074

check1 Το βελανίδι είναι μικρό, έχει καφέ σκληρή φλούδα κι είναι η αγαπημένη τροφή των σκίουρων.  romvos Είναι ο καρπός ενός δέντρου, της βελανιδιάς. Το ξύλο της βελανιδιάς είναι σκληρό, γι' αυτό το χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε έπιπλα και πατώματα.  

music βε-λα-νί-δι

 

 

βελόνα [η] ουσιαστικό (βελόνες)
check1 Η βελόνα που χρησιμοποιούμε για το ράψιμο ή το κέντημα έχει μία μικρή τρύπα για να περνάμε την κλωστή. Η μύτη της τρυπάει, γι' αυτό προσέχουμε να μην τρυπηθούμε.

check2 Υπάρχουν και μεγάλες βελόνες χωρίς τρύπα, οι βελόνες για το πλέξιμο.

romvos Η θεία Κατερίνα πήρε κλωστή και βελόνα και με δύο τρεις βελονιές έραψε το σκισμένο τραπεζομάντιλο.  music βε-λό-να

 

 

βελονιά [η] ουσιαστικό (βελονιές) velos βελόνα

 

 

βέλος [το] ουσιαστικό (βέλη) 

check1 Το βέλος είναι ένα όπλο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι Ινδιάνοι στις μάχες.

eikona075

Το βέλος είναι ξύλινο, λεπτό κι έχει μία μύτη στην άκρη που τρυπάει. Για να το πετάξει κανείς μακριά, χρειάζεται ένα τόξο.

check2 Το βέλος είναι ένα ζωγραφισμένο σημάδι που μας δείχνει προς τα πού να πάμε.  music βέ-λος

Δες κέντρο, κατεύθυνση

 

 

βελούδο [το] ουσιαστικό (βελούδα)
check1 Το βελούδο είναι ένα ακριβό ύφασμα με πολύ μαλακό και γυαλιστερό χνούδι. Με το βελούδο φτιάχνουμε ρούχα, τραπεζομάντιλα και ντύνουμε καναπέδες και πολυθρόνες.  music βε-λού-δο

 

 

βενζίνη [η] ουσιαστικό (βενζίνες) velos αυτοκίνητο, ντεπόζιτο

 

 

βεράντα [η] ουσιαστικό (βεράντες) 
check1 Η βεράντα είναι ο εξωτερικός χώρος μπροστά ή πίσω από ένα διαμέρισμα που βρίσκεται σε κάποιον όροφο πολυκατοικίας. Καθόμαστε έξω στη βεράντα, όταν έχει καλό καιρό. Είναι σαν μεγάλο μπαλκόνι.  music βε-ρά-ντα

 

 

βέργα [η] ουσιαστικό (βέργες)
check1 Μία βέργα είναι ένα μακρύ και λεπτό κλαδί που του έχουμε βγάλει τα φύλλα. Βέργα λέμε και κάθε λεπτό ραβδί από ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό.  circle1 βίτσα, ραβδί

music βέρ-γα

 

 

βερίκοκο [το] ουσιαστικό (βερίκοκα)
check1 Το βερίκοκο είναι ένα φρούτο που τρώμε στην αρχή της άνοιξης. Είναι μικρό, στρογγυλό, σχεδόν πορτοκαλί κι έχει ένα μεγάλο κουκούτσι. 

eikona076

romvos Το δέντρο που κάνει βερίκοκα το λέμε βερικοκιά.  

music  βε-ρί-κο-κο

 

 

βερνίκι [το] ουσιαστικό (βερνίκια)
check1 Με το βερνίκι βάφουμε ή γυαλίζουμε τα παπούτσια μας. Είναι υγρό και μυρίζει πολύ. Υπάρχουν και βερνίκια για να βάφουμε ή να γυαλίζουμε τα νύχια μας, τα έπιπλα ή ένα ξύλινο πάτωμα.  music βερ-νί-κι

 

 

βήμα [το] ουσιαστικό (βήματα)
check1 Κάνεις ένα βήμα, όταν βάζεις το ένα πόδι μπροστά από το άλλο για να περπατήσεις.  pen1 O Κώστας έκανε δύο τρία βήματα με κόπο. Είχε χτυπήσει το πόδι του και δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.

check2 Τα βήματα ενός χορού είναι οι κινήσεις που κάνει με τα πόδια του ο χορευτής για να χορέψει.  pen1 Στο σχολείο η Αλίκη έμαθε τα βήματα του καλαματιανού.

romvos Η Αθηνά βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιό της και προσπαθούσε να σκεφτεί πού πήγε η Ροζαλία.  music βή-μα

 

 

βηματίζω ρήμα (βημάτισα, θα βηματίσω) velos βήμα

 

 

βήχας [ο] ουσιαστικό velos βήχω

 

 

βήχω ρήμα (έβηξα, θα βήξω)
check1 Όταν κάτι σ' ενοχλεί στο λαιμό ή όταν πονάει ο λαιμός σου, βήχεις, δηλαδή βγάζεις από το στόμα αέρα κάνοντας θόρυβο.  pen1 Η Αθηνά βήχει πολύ και έχει πυρετό.  romvos O βήχας της δε λέει να σταματήσει.  music βή-χω

 

 

βία [η] ουσιαστικό
check1 Η βία είναι η δύναμη που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για να κάνει κακό σε κάποιον άλλον ή για να τον αναγκάσει να κάνει κάτι που δε θέλει.  pen1 Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα οι κλέφτες πήραν την τσάντα μίας γυναίκας με τη βία.

circle1 ζόρι  romvos βιάζομαι  music βί-α

 

 

βιάζομαι ρήμα (βιάστηκα, θα βιαστώ)
check1 Όταν βιάζεσαι, προσπαθείς να κάνεις κάτι πιο γρήγορα, γιατί δεν έχεις πολύ χρόνο. Το κάνεις με βιασύνη. Είσαι βιαστικόςpen1 «Βιαστείτε να τελειώσετε το πρωινό σας, θ' αργήσετε στο σχολείο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 αργώ

romvos βιασύνη, βιαστικός  music βιά-ζο-μαι

 

 

βιαστικός, βιαστική, βιαστικό επίθετο (βιαστικοί, βιαστικές, βιαστικά) velos βιάζομαι

 

 

βιβλίο [το] ουσιαστικό (βιβλία)

check1 Το βιβλίο είναι πολλά φύλλα χαρτιού πιασμένα μεταξύ τους.

eikona077

Κάθε βιβλίο έχει ένα εξώφυλλο με τον τίτλο του βιβλίου και τ' όνομα του συγγραφέα. Για να το διαβάσουμε,γυρίζουμε τα φύλλα του.  romvos βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης  music βι-βλί-ο

 

 

βιβλιοθήκη [η] ουσιαστικό (βιβλιοθήκες)
check1 Η βιβλιοθήκη είναι ένα έπιπλο όπου βάζουμε βιβλία. 
Η βιβλιοθήκη είναι ο χώρος που έχει πολλά βιβλία και τραπέζια με καρέκλες γι' αυτούς που θέλουν να τα διαβάσουν.  pen1 Η δασκάλα είπε στα παιδιά πως αν θέλουν, μπορούν να δανειστούν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του σχολείου.

romvos βιβλίο, βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης  music βι-βλι-ο-θή-κη

 

 

βιβλιοπωλείο [το] ουσιαστικό (βιβλιοπωλεία)

eikona078

check1 O βιβλιοπώλης πουλάει βιβλία στο μαγαζί του, το βιβλιοπωλείο

romvos βιβλίο, βιβλιοθήκη  

music βι-βλι-ο-πω-λεί-ο

 

 

βίδα [η] ουσιαστικό (βίδες)
check1 Η βίδα μοιάζει με καρφί. Για να μπει μέσα στο ξύλο ή στον τοίχο, δεν τη χτυπάμε με σφυρί αλλά τη γυρίζουμε με κατσαβίδι.

eikona079

romvos Όταν βιδώνεις κάτι, το στερεώνεις με βίδες χρησιμοποιώντας ένα κατσαβίδι. Η κυρία Μαργαρίτα βίδωσε ένα ράφι στον τοίχο της κουζίνας. circle2 ξεβιδώνω  music βί-δα

 

 

 

βιδώνω ρήμα (βίδωσα, θα βιδώσω) velos βίδα

 

 

βίντεο [το] ουσιαστικό 
check1 O κύριος Γιάννης γράφει στο βίντεο ή στο ντιβιντί τα κινούμενα σχέδια που παίζει η τηλεόραση και τα παιδιά τα βλέπουν την Κυριακή που δεν έχουν σχολείο.

music βί-ντε-ο

-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Δες ντιβιντί

 

 

βιολί [το] ουσιαστικό (βιολιά)
check1 Το βιολί είναι ένα ξύλινο μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές. Για να παίξουμε βιολί, το στηρίζουμε ανάμεσα στον ώμο και το σαγόνι μας. O ήχος βγαίνει με τη βοήθεια του δοξαριού που περνάει απαλά πάνω από τις χορδές.

music βιο-λί  pen2 'τα μουσικά όργανα'

 

 

βιομηχανία [η] ουσιαστικό (βιομηχανίες)
check1 Βιομηχανία
είναι το σύνολο των εργοστασίων που παράγουν διάφορα πράγματα.

check2 Βιομηχανία λέμε και το εργοστάσιο.  pen1 O θείος του Νίκου είναι εργάτης σε βιομηχανία αυτοκινήτων στη Γερμανία.  romvos Η Γερμανία είναι βιομηχανική χώρα, γιατί έχει πολλά εργοστάσια. music βι-ο-μη-χα-νί-α

 

 

βιτρίνα [η] ουσιαστικό (βιτρίνες)
check1 Η βιτρίνα είναι το μεγάλο τζάμι στο μπροστινό μέρος ενός μαγαζιού. Εκεί βλέπεις τα πράγματα που πουλιούνται μέσα στο μαγαζί.  pen1 Η Αθηνά και η μαμά της βγήκαν για να χαζέψουν τις βιτρίνες στα μαγαζιά.  music βι-τρί-να

 

 

βλαβερός, βλαβερή, βλαβερό επίθετο (βλαβεροί, βλαβερές, βλαβερά) velos βλάπτω

 

 

βλάβη [η] ουσιαστικό (βλάβες)
check1 Όταν ένα μηχάνημα δε λειτουργεί καλά, έχει κάποια βλάβη. Για να λειτουργήσει καλά, πρέπει να τη διορθώσουμε.  pen1 O Κώστας δεν μπορούσε να δει κινούμενα σχέδια, γιατί η τηλεόραση είχε πάθει βλάβη.  romvos «Το πολύ κρύο είναι βλαβερό για τον Πιτσικόκο» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Τον βλάπτει, του κάνει κακό και δεν μπορεί να κελαηδήσει». Γι' αυτό, το χειμώνα ο Κώστας τον παίρνει στο δωμάτιό του.

music βλά-βη

 

 

βλάκας [ο] ουσιαστικό (βλάκες)
check1 Όταν κάποιος είναι βλάκας, δεν είναι αρκετά έξυπνος και δυσκολεύεται να καταλάβει κάποια πράγματα.  circle1 ηλίθιος, ανόητος  circle2 έξυπνος

romvos Όταν κάποιος είναι βλάκας, λέει ή κάνει συνέχεια βλακείες.  music βλά-κας

 

 

βλακεία [η] ουσιαστικό (βλακείες) velos βλάκας

 

 

βλάπτω, βλάπτομαι ρήμα (έβλαψα, θα βλάψω) velos βλάβη

 

 

βλέμμα [το] ουσιαστικό (βλέμματα) velos βλέπω

 

 

βλέπω, βλέπομαι ρήμα (είδα, θα δω)
check1 Όταν βλέπεις κάτι ή κάποιον, χρησιμοποιείς τα μάτια σου για να καταλάβεις τι ή ποιος είναι.  pen1 «Βλέπεις το περίπτερο εκείνο;» είπε η Αθηνά στην Ελένη. «Εκεί δίπλα μένει ο Νίκος».

check2 Όταν βλέπεις τηλεόραση, παρακολουθείς κάτι στην τηλεόραση.

check2 Αύριο ο Κώστας θα δει τους συμμαθητές του στο σχολείο. Θα τους συναντήσει.

romvos Το βλέμμα της Αθηνάς έπεσε πάνω σε κάτι που έλαμπε στη μέση του δρόμου. Ήταν ένα χρυσό δαχτυλίδι που κάποιος πρέπει να έχασε.  circle1 ματιά  music βλέ-πω

 

 

βλεφαρίδα [η] ουσιαστικό (βλεφαρίδες)
check1βλεφαρίδες είναι οι μικρές σκληρές τρίχες που έχουμε γύρω από τα βλέφαρά μας.  romvos βλέφαρο  music βλε-φα-ρί-δα  pen2 'το σώμα μας'

 

 

βλέφαρο [το] ουσιαστικό (βλέφαρα)
check1 Τα βλέφαρα είναι το δέρμα που καλύπτει τα μάτια μας. Γύρω από τα βλέφαρα φυτρώνουν οι βλεφαρίδες. 
pen1 Τα βλέφαρα της Αθηνάς έκλειναν σιγά σιγά από τη νύστα. 

romvos βλεφαρίδα, βλέμμα, βλέπω  music  βλέ-φα-ρο  pen2 'το σώμα μας'

 

 

βογκώ και βογκάω ρήμα (βόγκηξα, θα βογκήξω)
check1 Όταν βογκάς, φωνάζεις από πόνο.  pen1 Η Αθηνά βόγκηξε από τον πόνο, όταν ο Κώστας τής τράβηξε τα μαλλιά.  circle1 φωνάζω, ουρλιάζω  music βο-γκώ

 

 

βόδι [το] ουσιαστικό (βόδια)
check1 Το βόδι είναι το αρσενικό της αγελάδας που δεν μπορεί να κάνει μικρά. Τρώμε το κρέας του. Παλιότερα το χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για να οργώνουν τη γη.

check2 Βόδι λέμε και κάποιον που είναι χοντρός ή ανόητος.  romvos Το βοδινό είναι το κρέας του βοδιού ή της αγελάδας.  music βό-δι

 

 

βοδινό [το] ουσιαστικό velos βόδι

 

 

βοήθεια [η] ουσιαστικό (βοήθειες)
check1 Όταν ζητάς βοήθεια από κάποιον, τον έχεις ανάγκη, γιατί δεν τα καταφέρνεις μόνος σου σε κάτι. 

pen1 Η Αθηνά ζήτησε τη βοήθεια του Κώστα για να βρει τη Ροζαλία.

check2 Όταν φωνάζεις «βοήθεια», χρειάζεσαι γρήγορα κάποιον, γιατί κινδυνεύεις από κάτι.

check2 Φωνάζουμε τις πρώτες βοήθειες, όταν κάποιος πρέπει να πάει γρήγορα στο νοσοκομείο.  romvos Όταν βοηθάς κάποιον, κάνεις κάτι χρήσιμο γι' αυτόν.  music βο-ή-θει-α

 

 

βοηθώ και βοηθάω, βοηθιέμαι ρήμα (βοήθησα, θα βοηθήσω) velos βοήθεια

 

 

βολίδα [η] ουσιαστικό (βολίδες)
check1 Όταν κάποιος ή κάτι τρέχει σαν βολίδα, τρέχει πάρα πολύ γρήγορα.

pen1 Ένα αυτοκίνητο πέρασε σαν βολίδα μπροστά από τον Κώστα και το Νίκο και παραλίγο να τους χτυπήσει.  music βο-λί-δα

 

 

Aπό ποιον ζήτησε η Aθηνά βοήθεια για να βρει τη Pοζαλία; Ψάξε στη λέξη βοήθεια

 

 

βολικός, βολική, βολικό επίθετο (βολικοί, βολικές, βολικά)
check1 Τα καθίσματα του καινούριου αυτοκινήτου του κυρίου Γιάννη είναι πολύ βολικά. Είναι άνετα και τον κάνουν να νιώθει ευχάριστα.  circle1 αναπαυτικός  circle2 άβολος

music βο-λι-κός

 

 

βόλτα [η] ουσιαστικό (βόλτες)
check1 Όταν κάνεις βόλτα, βγαίνεις από το σπίτι σου και περπατάς μόνος σου ή με φίλους.  music βόλ-τα

 

 

βόμβα [η] ουσιαστικό (βόμβες)

eikona080

check1 Η βόμβα είναι ένα τρομερό όπλο που, όπου πέσει, καταστρέφει τα πάντα και σκοτώνει πολλούς ανθρώπους.  romvos Όταν τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν έναν τόπο, ρίχνουν βόμβες για να τον καταστρέψουν και να σκοτώσουν τους κατοίκους του.

music βόμ-βα

 

 

 

 

βομβαρδίζω, βομβαρδίζομαι ρήμα (βομβάρδισα, θα βομβαρδίσω) velos βόμβα

 

 

βόρειος, βόρεια, βόρειο επίθετο (βόρειοι, βόρειες, βόρεια) velos βοριάς, βορράς

 

 

βοριάς [ο] ουσιαστικό (βοριάδες)
check1 O βοριάς είναι ο άνεμος που έρχεται από το βορρά. Είναι βόρειος κρύος άνεμος.

circle2 νοτιάς  romvos βορράς, βόρειος  music βο-ριάς

 

 

βορράς [ο] ουσιαστικό
check1 O βορράς είναι εκεί που δείχνει η πυξίδα. Βρίσκεται αριστερά μας, όταν κοιτάμε την ανατολή. O ήλιος βγαίνει στην ανατολή και κρύβεται στη δύση. O νότος έχει όλη την ημέρα ήλιο, ενώ ο βορράς είναι η πιο σκοτεινή και κρύα μεριά.  circle2 νότος

romvos Στη Βόρεια Ελλάδα κάνει πιο πολύ κρύο απ' ό,τι στη Νότια.  music βορ-ράς

 

 

βοσκός [ο] ουσιαστικό (βοσκοί)

eikona081

check1 O βοσκός είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα και τις γίδες, όταν βόσκουν. Για βοηθό του έχει ένα σκύλο. Μαζί οδηγούν τα ζώα στο μαντρί.

romvos βόσκω  music βο-σκός

 

 

 

 

βόσκω ρήμα (βόσκησα, θα βοσκήσω) 
check1 Όταν τα ζώα βόσκουν, είναι ελεύθερα σ' ένα μέρος με πολύ χορτάρι και τρώνε.

romvos βοσκός  music βό-σκω

 

 

βότανο [το] ουσιαστικό (βότανα)
check1 Τα βότανα είναι φυτά που θεραπεύουν διάφορες αρρώστιες. Στα παραμύθια υπάρχουν και βότανα που τα χρησιμοποιούν οι μάγοι και οι μάγισσες για να μαγέψουν κάποιον.  music βό-τα-νο
-Λέμε και βοτάνι.

 

 

βότσαλο [το] ουσιαστικό (βότσαλα)
check1 Τα βότσαλα είναι οι μικρές λείες πέτρες που βρίσκουμε στις παραλίες. 

music βό-τσα-λο

 

 

βουβός, βουβή, βουβό επίθετο (βουβοί, βουβές, βουβά)
check1 Όταν κάποιος είναι βουβός, δεν μπορεί να μιλήσει. Όταν κάποιος μένει βουβός, δεν μπορεί να μιλήσει, γιατί κάτι τον τρόμαξε.  music βου-βός

 

 

βουίζω ρήμα (βούιξα, θα βουίξω)
check1 O κύριος Μιχάλης δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, γιατί ένα κουνούπι βούιζε μέσα στο αυτί του. Έκανε συνέχεια ένα μικρό αλλά ενοχλητικό θόρυβο.  music βου-ί-ζω

 

 

βουλιάζω ρήμα (βούλιαξα, θα βουλιάξω)

check1 Όταν κάτι βουλιάζει, χάνεται σιγά σιγά μέσα στο νερό και πηγαίνει στο βυθό.

pen1 Η βάρκα του θείου Τάκη έπεσε στα βράχια, τρύπησε και βούλιαξεcircle1 βυθίζομαι

eikona082

check2 Όταν βουλιάζεις κάτι, το κάνεις να μπει κάτω από το νερό.  pen1 Τα κύματα ήταν τεράστια και απειλούσαν να βουλιάξουν τη βάρκα του θείου Τάκη.  circle1 βυθίζω

check2 Η στέγη βούλιαξε από το βάρος του χιονιού.

music βου-λιά-ζω

 

 

βουλώνω ρήμα (βούλωσα, θα βουλώσω)
check1 Όταν κάτι βουλώνει, κλείνει και δεν περνάει πια τίποτα από μέσα του.  

pen1 Η μαμά της Αθηνάς φώναξε τον υδραυλικό, γιατί βούλωσε ο νεροχύτης.

check2 Όταν βουλώνεις κάτι, το κλείνεις καλά για να μην περνάει τίποτα από μέσα του.

pen1 O Κώστας βούλωσε τ' αυτιά του με τα χέρια για να μην ακούει τις βροντές.

music βου-λώ-νω

 

 

βουνό [το] ουσιαστικό (βουνά) 
check1 Το βουνό είναι ένα πολύ ψηλό κι ανηφορικό μέρος που για να τ' ανέβει κανείς θέλει πολύ χρόνο. Έχει πλαγιές και πάνω πάνω την κορυφή.

music βου-νό  Δες κορυφή

 

 

βούρτσα [η] ουσιαστικό (βούρτσες)
check1 Με τη βούρτσα χτενίζουμε τα μαλλιά μας.

check2 Με τη βούρτσα για τα δόντια πλένουμε τα δόντια μας.  circle1 οδοντόβουρτσα

eikona083

check2 Με τη βούρτσα για τα παπούτσια καθαρίζουμε τα παπούτσια μας.  romvos «Κώστα, δε θα βγεις έξω, αν δε βουρτσίσεις τα παπούτσια σου, δε βλέπεις πως είναι μέσα στη σκόνη;» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  music βούρ-τσα

 

 

βουρτσίζω, βουρτσίζομαι ρήμα (βούρτσισα, θα βουρτσίσω) velos βούρτσα

 

 

βουτιά [η] ουσιαστικό (βουτιές) velos βουτώ

 

 

βούτυρο [το] ουσιαστικό (βούτυρα)
check1 Το βούτυρο γίνεται από το γάλα της αγελάδας, του πρόβατου ή της κατσίκας κι έχει πολύ λίπος. Με το βούτυρο αλείφουμε το ψωμί μας ή φτιάχνουμε γλυκά.

music βού-τυ-ρο

 

 

βουτώ και βουτάω, βουτιέμαι ρήμα (βούτηξα, θα βουτήξω)
check1 Όταν βουτάς, πέφτεις με δύναμη στο νερό.

pen1 «Ακόμα να βουτήξεις στη θάλασσα, Αθηνά;» είπε ο Κώστας.

eikona084

check2 Όταν βουτάς κάτι ή κάποιον στο νερό, τον σπρώχνεις κάτω από το νερό.

pen1 O Κώστας βούτηξε μία κούκλα της Αθηνάς στο νερό για να την πλύνει αλλά η Αθηνά θύμωσε.  circle1 βυθίζω

romvos Όταν κάνεις βουτιά, πέφτεις με δύναμη μέσα στο νερό της θάλασσας ή πέφτεις κάπου από ψηλά. μακροβούτι

music βου-τώ

 

 

βραβείο [το] ουσιαστικό (βραβεία)

eikona085

check1 Το βραβείο είναι κάτι πολύτιμο που κερδίζει κάποιος, γιατί ήταν ο καλύτερος απ' όλους σε κάτι.  music  βρα-βεί-ο

 

 

 

 

 

βραδιά [η] ουσιαστικό (βραδιές) velos βράδυ

 

 

βράδυ [το] ουσιαστικό (βράδια)
check1 Το βράδυ αρχίζει από τη δύση του ήλιου και τελειώνει τα μεσάνυχτα.  circle2 πρωί

romvos Χθες ο κύριος Γιάννης δεν έφαγε βραδινό στο σπίτι.  circle2 πρωινό Oύτε είδε το βραδινό δελτίο ειδήσεων.  circle2 πρωινός Έβαλε το βραδινό του κοστούμι και πήγε σ' ένα πολύ καλό εστιατόριο με τους συναδέλφους τουcircle1 καλός,επίσημος

circle2 πρόχειρος, καθημερινός Πέρασε μία πολύ όμορφη βραδιά. 

music βρά-δυ  pen2 'η διάρκεια της μέρας'

 

 

βράζω ρήμα (έβρασα, θα βράσω) 
check1 Όταν το νερό βράζει, είναι καυτό και βγάζει φουσκάλες και ατμούς. Όταν βράζει το γάλα μέσα σε μία κατσαρόλα, μπορεί να φουσκώσει και να ξεχειλίσει.

check2 Όταν βράζεις μακαρόνια ή κάτι άλλο, τα μαγειρεύεις στην κατσαρόλα.

check2 Λέμε ότι βράζεις από το θυμό σου, όταν είσαι πολύ θυμωμένος. 

romvos Όταν κάτι βράζει, γίνεται βραστό.  music  βρά-ζω

 

 

βρακί [το] ουσιαστικό (βρακιά)
check1 Φοράς το βρακί κάτω από το παντελόνι ή τη φούστα σου. Είναι το εσώρουχο που μπαίνει γύρω από τη λεκάνη σου.  music βρα-κί

 

 

βραχιόλι [το] ουσιαστικό (βραχιόλια)
check1 Το βραχιόλι είναι το κόσμημα που φοράμε στο χέρι μας. Μπορεί να είναι ασημένιο, χρυσό ή ψεύτικο.  music βρα-χιό-λι  Δες κόσμημα

 

 

βραχνιάζω ρήμα (βράχνιασα, θα βραχνιάσω) velos βραχνός

 

 

βραχνός, βραχνή, βραχνό επίθετο (βραχνοί, βραχνές, βραχνά)
check1 Όταν είσαι βραχνός, η φωνή σου βγαίνει με δυσκολία, γιατί είσαι κρυωμένος ή φώναζες για πολλή ώρα.  romvos «Τι βραχνός που είσαι Κώστα! Πώς βράχνιασες έτσι; Πιες ζεστό γάλα, γιατί θα χάσεις τελείως τη φωνή σου, τόσο βραχνιασμένος που είσαι» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  music βρα-χνός

 

 

βράχος [ο] ουσιαστικό (βράχοι) 

check1 O βράχος είναι μία πολύ μεγάλη πέτρα. Καμιά φορά ένας τόπος είναι γεμάτος βράχια και γι' αυτό δε φυτρώνει τίποτα.

eikona086

music βρά-χος

- Στον πληθυντικό λέμε και τα βράχια.

 

 

βρέχω, βρέχομαι ρήμα (έβρεξα, θα βρέξω)
check1 Όταν βρέχεις κάτι, το βάζεις μέσα στο νερό ή ρίχνεις πάνω του νερό.

eikona087

pen1 Η Αθηνά έβρεξε ένα πανί και καθάρισε το τραπέζι από τις μπογιές.

check2 Όταν βρέχει, πέφτουν σταγόνες νερού από τον ουρανό.

romvos Η βροχή είναι οι σταγόνες νερού που πέφτουν από τα σύννεφα. Όταν ο καιρός είναι βροχερός, βρέχει συνέχεια ή πάει να βρέξει.

music βρέ-χω  pen2 'ο καιρός'

 

 

βρίζω, βρίζομαι ρήμα (έβρισα, θα βρίσω)
check1 Όταν βρίζεις, λες πολύ άσχημα λόγια σε κάποιον για να τον πληγώσεις. Λες βρισιέςpen1 «Δύο αυτοκίνητα τράκαραν μπροστά στο σπίτι μας και οι οδηγοί τους βρίστηκαν πολύ άσχημα» είπε ο κύριος Γιάννης.  romvos Έλεγαν συνέχεια βρισιές 

music βρί-ζω

 

 

βρισιά [η] ουσιαστικό (βρισιές) velos βρίζω

 

 

βρίσκω, βρίσκομαι ρήμα (βρήκα, θα βρω)
check1 Όταν βρίσκεις κάτι, το ξαναβλέπεις, ενώ το είχες χάσει και το έψαχνες.

pen1 Η Αθηνά και ο Κώστας βρήκαν τη Ροζαλία στην αποθήκη.

check2 Όταν βρίσκεις κάτι, βλέπεις κάτι που δεν έψαχνες αλλά που σ' ενδιαφέρει.

pen1 O Ίγκλι βρήκε στην αποθήκη ένα σωρό παιχνίδια που είχε, όταν ήταν μικρός.

check2 Όταν λύνεις ένα πρόβλημα, βρίσκεις τη λύση του. 

pen1 «Το βρήκα Αθηνά! Για να φτάσουμε τις καραμέλες στο τελευταίο ράφι, θα σπρώξουμε το τραπέζι κοντά και θ'ανέβεις επάνω» είπε η Ελένη.

check2 O κύριος Γιάννης βρίσκεται πάλι στο Παρίσι για δουλειές. 

music  βρί-σκω

 

 

βρομιά [η] ουσιαστικό (βρομιές) 
check1 Η βρομιά είναι σημάδι από σκόνη, λάσπη ή λίπος πάνω σε κάτι ή σε κάποιον.

pen1 «Βγάλτε τα παπούτσια σας γρήγορα, φέρατε όλη τη βρομιά του δρόμου μέσα στο σπίτι!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα.  circle2 καθαριότητα

romvos Όταν κάτι είναι βρόμικο, είναι γεμάτο βρομιές.  circle1 λερωμένος  circle2 καθαρός

βρομίζω  music βρο-μιά

 

 

βρομίζω ρήμα (βρόμισα, θα βρομίσω)
check1 O Κώστας βρομίζει πολύ τα ρούχα του, όταν παίζει ποδόσφαιρο. Τα ρούχα του γίνονται βρόμικα, γεμάτα βρομιές.  circle1 λερώνω  circle2 καθαρίζω

check2 «Πώς βρόμισαν έτσι τα ρούχα σου, Κώστα;» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Πώς έγιναν τόσο βρόμικα;  circle1 λερώνομαι  circle2 καθαρίζω  romvos βρομιά, βρομάω, βρόμικος

music βρο-μί-ζω

 

 

βρόμικος, βρόμικη, βρόμικο επίθετο (βρόμικοι, βρόμικες, βρόμικα) velos βρομιά

 

βρομώ και βρομάω ρήμα (βρόμησα, θα βρομήσω) 
check1 Όταν κάτι βρομάει, μυρίζει πολύ άσχημα και μας έρχεται να κλείσουμε τη μύτη μας.  romvos βρομιά, βρομίζω, βρόμικος  music βρο-μώ

 

 

βροντή [η] ουσιαστικό (βροντές) velos βροντώ

 

 

βροντώ και βροντάω (βρόντηξα, θα βροντήξω)
check1 Όταν βροντάς την πόρτα, τη χτυπάς με δύναμη και κάνει πολύ θόρυβο.

check2 Όταν βροντάει, ακούγονται βροντές. Βροντές είναι οι δυνατοί θόρυβοι που ακούμε μετά την αστραπή, όταν έρχεται καταιγίδα.  circle1 μπουμπουνίζει  romvos βροντή  

music βρο-ντώ

 

 

βροχερός, βροχερή, βροχερό επίθετο (βροχεροί, βροχερές, βροχερά) velos βρέχω

 

 

βροχή [η] ουσιαστικό (βροχές) velos βρέχω

 

 

βρύση [η] ουσιαστικό (βρύσες)
check1 Όταν ανοίγουμε τη βρύση της κουζίνας ή του μπάνιου, τρέχει νερό. Όταν κλείνουμε τη βρύση, σταματάει το νερό να τρέχει.

check2 Το νερό της βρύσης είναι το νερό του σπιτιού, δεν το αγοράζουμε σε μπουκάλια.

music βρύ-ση

 

 

βυζαίνω ρήμα (βύζαξα, θα βυζάξω) 
check1 Όταν ένα μωρό ή ένα μικρό ζώο βυζαίνει, ρουφάει γάλα από το στήθος της μητέρας του.  circle1 θηλάζω

check2 Όταν ένα μωρό βυζαίνει το δάχτυλό του, το βάζει στο στόμα του, γιατί πεινάει ή γιατί δε νιώθει καλά.  circle1 ρουφάω  music βυ-ζαί-νω

 

 

βυθίζω, βυθίζομαι ρήμα (βύθισα, θα βυθίσω)
check1 Όταν κάτι βυθίζεται στη θάλασσα, πηγαίνει στον πάτο.  pen1 «Το πλοίο βυθίστηκε αλλά οι επιβάτες σώθηκαν» είπαν στις ειδήσεις.  circle1 βουλιάζω

check2 Όταν βυθίζεσαι στο νερό, μπαίνεις μέσα ολόκληρος και δε φαίνεσαι πια.

circle1 βουτάω  romvos O Κώστας σκεφτόταν το πλοίο που χάθηκε. Ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. βυθός, βύθιση, βύθισμα  music βυ-θί-ζω

 

 

βυθός [ο] ουσιαστικό (βυθοί)  

eikona088

check1 O βυθός είναι η γη κάτω από το νερό της θάλασσας, των ποταμών ή των λιμνών.

circle1 πάτος  circle2 επιφάνεια  romvos βυθίζω

music βυ-θός

 

 

 

βυσσινής, βυσσινιά, βυσσινί επίθετο (βυσσινιοί, βυσσινιές, βυσσινιά) velos βύσσινο

 

 

βύσσινο [το] ουσιαστικό (βύσσινα)
check1 Το βύσσινο είναι ένα φρούτο που μοιάζει με μικρό κεράσι, δεν τρώγεται όμως ωμό, γιατί είναι πολύ ξινό. Με το βύσσινο φτιάχνουμε γλυκό ή σιρόπι.

romvos Το καινούριο φόρεμα της Αθηνάς είναι σκούρο κόκκινο, σχεδόν βυσσινί.

music βύσ-σι-νο