Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

36ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

1. Κυριολεξία και μεταφορά

442. Οι λέξεις κάθε γλώσσας εκφράζουν γενικά ορισμένες έννοιες: ἄνθρωπος, γῆ, οὐρανός, καλός, κακός, ἔρχομαι, λέγω κτλ. (βλ. § 6 και § 27).

Αλλά πολλές φορές στην αρχαία ελληνική (όπως και στη νέα και σε άλλες γλῶσσες) οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στη μία μόνο, την αρχική (και βασική) σημασία τους με την οποία δηλώνεται ορισμένη έννοια· συχνά η βασική αυτή σημασία τους μεταφέρεται σε άλλες έννοιες. Έτσι π.χ. η αρχαία λέξη ῥεῦμα σήμαινε καθετί που ρέει, τρέχει, ιδίως για τα υγρά· αργότερα όμως η σημασία της μεταφέρθηκε και σε έννοιες νοητών πραγμάτων, και είπαν: τὸ τῆς τύχης ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ, για να δείξουν πόσο μοιάζει η τύχη των ανθρώπων με ένα ποτάμι που ολοένα κυλά, άρα αλλάζει, μεταβάλλεται. Η χρήση μιας λέξης στην αρχική, την κύρια σημασία της, λέγεται κυριολεξία, στην παραλλαγμένη σημασία της λέγεται μεταφορά ή μεταφορική χρήση.

443. Η μεταφορική χρήση των λέξεων, που δίνει στο λόγο εκφραστικότητα και ζωηρότητα, είναι συχνή στην αρχαία ελληνική. Έτσι, μεταφορικά χρησιμοποιούνται:

α) Ουσιαστικά: η λ. βλαστὸς σημαίνει κυριολεκτικά το νέο κλαδί ενός φυτού (βλαστάρι, κλωνάρι)· η ίδια λέξη μεταφορικά σημαίνει το τέκνο· η λ. ἕρκος (= φραγμός) λέγεται κυριολεκτικά για τον περίβολο της αυλής, χρησιμοποιείται όμως μεταφορικά στις φράσεις ἕρκος ὀδόντων (= περίφραγμα που σχηματίζουν τα δόντια), ἕρκος πολεμιστῶν (= αμυντική παράταξη πολεμιστών).

Έτσι και: ποιμὴν (μτφ. = ηγεμόνας, άρχοντας), ἡμέρας βλέφαρον (αντί: ἡμέρας ὀφθαλμός, μτφ. = ήλιος), λιμὴν (μτφ. = καταφυγή, καταφύγιο), κυβερνήτης (κυριολ. = κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιούχος· μτφ. = άρχοντας που κυβερνά την πόλη), οἶστρος (κυριολ. = βοϊδόμυγα· μτφ. = καθετί που ερεθίζει, διέγερση), χειμὼν (κυριολ. = χειμώνας, κακοκαιρία- μτφ. = δυστυχία, συμφορά), ἔαρ (κυριολ. = άνοιξη· μτφ. = νεανική ηλικία), σκάφος (κυριολ. πλοίο· μτφ,. «σκάφος της πόλεως» = πολιτεία) κ.ά.

β) Επίθετα: τείχη χαλκᾶ καὶ ἀδαμάντινα (= δυνατά), ὑγίεια χρυσῆ (= πολύτιμη), ἡμέρα χρυσῆ (= ηλιόλουστη), ἀνήρ σκληρός (= αυστηρός, πεισματάρης), μαλακὸς (= ήπιος, πράος ή άτολμος, δειλός), θυμὸς σιδηροῦς (= ψυχή σκληρή, αλύγιστη), γέροντες πρίνινοι (= δυνατοί και ακμαίοι), ψιλὸς (κυριολ. για το έδαφος = άδεντρος· για ζώα = άτριχος· μτφ. = στερημένος από κάτι, ακάλυπτος· πβ. στρατιώτης ψιλὸς = ελαφρά οπλισμένος· ἡ ψυχὴ ψιλὴ οὖσα τοῦ σώματος = στερημένη από το σώμα, χωρίς το σώμα· νεκρὸς ψιλὸς = που δεν σκεπάστηκε με χώμα κτλ.), πτερόεις (κυριολ. = φτερωτός· μτφ. = ελαφρός, φευγαλέος) κ.ά.

γ) Ρήματα: δάκνω (κυριολ. = δαγκάνω· μτφ. = λυπώ), ὑφαίνω (κυριολ. ὑφαίνω ἱστόν· μτφ. ὑφαίνω δόλον = παρασκευάζω δόλο, δολοπλοκώ), ἀνθῶ (κυριολ. για φυτά· μτφ. = ακμάζω), ἀναχαιτίζω (κυριολ. = σταματώ το άλογο κρατώντας το από τη χαίτη· μτφ. = σταματώ κάτι με τη δύναμή μου, συγκρατώ), στέγω (κυριολ. = στεγάζω, σκεπάζω· μτφ. = προστατεύω, υπερασπίζω), ἡγοῦμαι (κυριολ. = προπορεύομαι· μτφ. = άρχω), λάμπω (κυριολ. = παρέχω φως, λαμποκοπώ· μτφ. = διακρίνομαι, διαπρέπω, π.χ. λάμπει ἡ ἀρετή, ή φαίνομαι φαιδρός, χαρούμενος, π.χ. φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ), πίνω (κυριολ. = πίνω νερό κτλ.· μτφ. ἡ γῆ πίνει τὸν ὄμβρον, ὁ λύχνος πίνει τὸ ἔλαιον κτλ.), πίπτω (κυριολ. = ρίχνομαι κάτω· μτφ. πίπτω ἐν μάχῃ = φονεύομαι· για τον άνεμο = κοπάζω· για ενέργεια = αποτυχαίνω) κ.ά.

δ) Επιρρήματα, κυρίως τροπικά, παράγωγα από επίθετα: ἀσθενῶς - βαρέως φέρω τι (= ελαφρά, λίγο - δύσκολα υποφέρω κάτι, δυσφορώ για κάτι), κούφως φέρω τι (= εύκολα υποφέρω κάτι, θεωρώ κάτι εύκολο), καινῶς λαλῶ (= μιλώ με νέο, παράδοξο τρόπο, παραδοξολογώ) κ.ά.

ε) Προθέσεις: ἀμφὶ (κυριολ. = και από τα δύο μέρη· μτφ. ἀμφὶ τὰ πεντήκοντα = περίπου, επάνω κάτω...), περὶ (κυριολ. = ολόγυρα· μτφ. περὶ μέσας νύκτας = περίπου, σχεδόν...), ἐπὶ (κυριολ. = επάνω· μτφ. ὁ ἐπὶ τῶν νεῶν = αυτός που έχει την επιστασία των πλοίων) κτλ.

 

2. Είδη μεταφοράς

444. Γενικά οι αλλαγές που παρουσιάζουν οι σημασίες των λέξεων με τη μεταφορική χρήση τους μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες:

α) Το πλάτεμα της σημασίας, όταν αυτή από την αρχική έννοια στην οποία είχε αποδοθεί μια λέξη επεκτείνεται και σε άλλες, εξαιτίας κάποιας ομοιότητας με την πρώτη έννοια. Π.χ. η λ. κυβερνήτης, που λεγόταν αρχικά μόνο για τον κυβερνήτη του πλοίου, πήρε αργότερα πλατύτερη σημασία και σημαίνει και αυτόν που διοικεί την πόλη, το κράτος κτλ. Έτσι και η λ. ἀγκών, που αρχικά σήμαινε την καμπή του βραχίονα, χρησιμοποιήθηκε έπειτα με γενικότερη σημασία και για κάθε καμπή: ἀγκὼν τείχους κτλ. (Πβ. τα νεοελλ.: φύλλο, αρχικά φύλλο δέντρου, έπειτα μ' επέκταση της σημασίας: φύλλο χαρτιού, τετραδίου, βιβλίου, παραθύρου κτλ.).

β) Το στένεμα της σημασίας, όταν αυτή περιορίζεται· ενώ δηλαδή αρχικά η λέξη χρησιμοποιείται για πολλά όμοια πράγματα, συνηθίζεται έπειτα για ένα από τα όμοια πράγματα. Π.χ. η λ. ἄστυ με την αρχική της σημασία λέγεται για κάθε πόλη: τὸ ἄστυ Κορίνθου, Θήβης, Σούσων κτλ.· αργότερα όμως από τους Αττικούς χρησιμοποιείται ειδικά για την πόλη της Αθήνας (συχνά χωρίς άρθρο): ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν. Έτσι και η λ. ἰσθμὸς αρχικά λέγεται για κάθε ισθμό: ὁ ἰσθμὸς τῆς Παλλήνης, ὁ τῶν Λευκαδίων ἰσθμὸς κτλ.· αργότερα όμως χρησιμοποιείται η λέξη μόνη της (χωρίς προσδιορισμό) και σημαίνει ειδικά τον ισθμό της Κορίνθου: (Εὐρυβιάδης ἐβούλετο) πλεῖν ἐπὶ τὸν ἰσθμὸν κτλ. (Πβ. τα νεοελλ.: η πόλη = κάθε πόλη· έπειτα, ειδικά = η Κωνσταντινούπολη —και τότε γράφεται η Πόλη—, μοναχός = μόνος, απομονωμένος· έπειτα, ειδικά = καλόγερος κτλ.).