35ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΛΕΞΕΩΝ 438. Είδαμε (§ 372) ότι οι περισσότερες λέξεις της ελληνικής σχηματίστηκαν από άλλες με παραγωγή ή με σύνθεση, κατά τους κανόνες που αναγράφονται στα δύο προηγούμενα κεφάλαια. Πολλές όμως λέξεις σχηματίστηκαν και με δύο άλλους τρόπους που είναι: α) η ονοματοποιία και β) η αλλαγή του γραμματικού είδους.
α) Ονοματοποιία 439. Ονοματοποιία λέγεται ο ιδιαίτερος τρόπος σχηματισμού λέξεων από μίμηση ορισμένων ήχων. Π.χ. η λ. δοῦπος δεν σχηματίστηκε με παραγωγή ή με σύνθεση, παρά από μίμηση του υπόκωφου ήχου δουπ- με προσθήκη της κατάληξης -ος. Είναι δηλ., όπως λέγεται, λέξη πεποιημένη (φτιαγμένη). Η λέξη που σχηματίζεται με τέτοιον τρόπο λέγεται ονοματοποιημένη λέξη. Εννοείται ότι από μια ονοματοποιημένη λέξη μπορούν να σχηματιστούν έπειτα νέες παράγωγες λέξεις με τις γνωστές παραγωγικές καταλήξεις: δοῦπος: δουπ-έω -ῶ (ομηρ.). 440. Οι ονοματοποιημένες λέξεις είναι ονόματα ή ρήματα που σχηματίστηκαν: α) Από μίμηση φυσικών ήχων: βόμβος (αρχικά για τον άνεμο = ήχος εξακολουθητικός και υπόκωφος): βομβέω -ῶ· βλύζω (για υγρά = αναπηδώ, αναβλύζω): βλύσις, βλύσμα· βρέμω (αρχικά για το κύμα = ηχώ με πάταγο): βρόμος (= ήχος βροντερός, πάταγος) · καχλάζω (για υγρά που βρίσκονται σε κίνηση, αναταραχή = κοχλάζω): κάχλασμα· παφλάζω (αρχικά για τα κύματα = ηχώ με θόρυβο): πάφλασμα· ῥόθος (= ορμητικός ήχος, πάταγος κυμάτων): ῥοθέω -ῶ (= βουίζω), ῥόθιος (= εκείνος που ορμά με θόρυβο)· ῥόχθος (για κύματα που βρίσκονται σε αναταραχή = πάταγος, βοή): ῥοχθέω -ῶ· (πβ. τα νεοελλ.: πλατσαρίζω, μπουμπουνίζω, μπουμπουνητό κτλ.). β) Από μίμηση ήχου αντικειμένων που κάνουν κρότο ή ενεργειών που προκαλούν θόρυβο: δοῦπος (= βαρύς υπόκωφος ήχος): δουπέω -ῶ· απ' αυτό και γδοῦπος, κυρίως στα σύνθετα, όπως το ποιητ. σύνθ. ἐρί-γδουπος (= που ηχεί βροντερά)· κλαγγή (= ήχος του τόξου, όταν εκτοξεύεται το βέλος): κλαγγάζω και κλαγγάνω, κλαγγώδης, κλαγγηδόν (= με κλαγγή)· κτύπος (= δυνατός ήχος, κρότος): κτυπέω -ῶ, κτύπημα κτλ.· σίζω (= βγάζω ήχο σαν σφύριγμα, όπως το καυτό μέταλλο όταν βυθίζεται σε κρύο νερό): σιγμός (= ήχος σαν σφύριγμα)· τρίζω (= παράγω ιδιαίτερο ήχο σαν τρίξιμο): τριγμός· τρώγω (= τρώγω κάτι σκληρό, κριτσανίζω): τρώκτης κτλ. (Πβ. τα νεοελλ.: τραντάζω, τσακίζω, τσιτσιρίζω, κριτσανίζω κτλ.). γ) Από μίμηση φωνών ή επιφωνημάτων του ανθρώπου: αἰάζω (= κράζω αἰαῖ, θρηνώ)· ἀλαλάζω (= βγάζω την κραυγή ἀλαλαὶ που μ' αυτήν άρχιζαν τη μάχη): ἀλαλητός· ἐλελίζω (= βγάζω την πολεμική κραυγή ἐλελεῦ)· κα(γ)χάζω (= χαχανίζω, γελώ ηχηρά): (κα(γ)χασμός· κιχλίζω (= γελώ προσποιητά): κιχλισμός· κραυγὴ (= δυνατή φωνή): κραυγάζω· οἰμώζω (= φωνάζω οἴμοι, θρηνώ): οἰμωγὴ κ.ά. (Πβ. § 403). δ) Από μίμηση της φωνής των ζώων: βαΰζω (για σκύλους = γαβγίζω· αλλά και για ανθρώπους = ουρλιάζω)· βληχάομαι -ῶμαι (γι' αρνιά και για γίδες = βελάζω), βληχὴ (= βέλασμα)· βρυχάομαι -ῶμαι (κυρίως για λιοντάρια), βρυχή, βρυχηθμός, βρύχημα (= άγρια φωνή, μούγκρισμα)· κακάβη (= η πέρδικα, που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή της), κακαβίζω ή κακάζω (για τη φωνή της πέρδικας = κακαρίζω)· κοκκύζω (για την κραυγή του κούκου· κόκκυξ = ο κούκος)· κράζω (κυρίως για κοράκια, βατράχους κτλ. αλλά και για ανθρώπους)· κραυγάζω (για σκύλους, κοράκια κτλ. αλλά και για ανθρώπους = βγάζω δυνατή φωνή)· κρώζω (για το κοράκι, την κουρούνα και γι' άλλα πουλιά), κρωγμός (= κραυγή κορακιού ή κουρούνας)· πιπ(π)ίζω (για τα πουλιά)· τιτίζω (για τα πουλιά) κ.ά. (Πβ. τα νεοελλ.: ζουζούνι, καρακάξα, κουκουβάγια κτλ., που ονομάστηκαν έτσι από τον ήχο της φωνής τους).
β) Αλλαγή του γραμματικού είδους 441. Πολλές φορές μια λέξη όχι μόνο μεταβάλλει την αρχική σημασία της, αλλά και μεταπηδά από ένα μέρος του λόγου σε άλλο. Π.χ. στην αρχαία γλώσσα η λ. τριήρης αρχικά ήταν επίθετο και λεγόταν μαζί με το ουσιαστικό ναῦς: τριήρης ναῦς (= πλοίο με τρεις σειρές κουπιά)· έπειτα με παράλειψη του ουσ. ναῦς η λ. τριήρης πήρε τη σημασία του ουσιαστικού. Έτσι και: ὁ ἐπιμελούμενος είναι μετοχή (με το άρθρο της), αλλά πολλές φορές στη φράση χρησιμοποιείται αντί για το επίθετο ὁ ἐπιμελής κτλ. (Πβ. στα νεοελλ.: τα επίθ. μηχανικός, εκπαιδευτικός, νομικός κτλ. σε ορισμένες περιπτώσεις παίρνουν σημασία ουσιαστικών και σημαίνουν πρόσωπα που ασκούν τα σχετικά επαγγέλματα· αντίθετα κάποτε μερικά ουσιαστικά χρησιμοποιούνται σαν επίθετα· π.χ. λιοντάρι = γενναίος, λαγός = δειλός κτλ.). Στις περιπτώσεις αυτές έχομε αλλαγή του γραμματικού είδους, που λέγεται και καταχρηστική παραγωγή. Στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, η αλλαγή του γραμματικού είδους των λέξεων είναι πολύ συνηθισμένη: α) Κύρια ονόματα προσώπων γίνονται από κοινά ουσιαστικά, επίθετα ή μετοχές: Γνάθων -ωνος (από το μεγεθυντικό γνάθων), Εὐθύφρων - ονος (από το επίθ. εὐθύφρων = αυτός που σκέφτεται σωστά), Θάλλων - ωνος (από τη μετοχή ενεστ. του ρ. θάλλω), Λύσων -ωνος (από τη μετοχή μέλλ. του ρ. λύω), Πείσων -ωνος (από τη μετοχή μέλλ. του ρ. πείθω) κ.ά. (πβ. τα νεοελλ. Δοντάς, Μαγουλάς, Στρατηγός, Λιανός, Καλούμενος) κτλ. Και με ανέβασμα ή κατέβασμα του τόνου: (φαιδρὸς) Φαιδρός, (πυρρὸς) Πύρρος, (σιμὸς) Σῖμος, (δημοσθενὴς) Δημοσθένης, (ἰσοκρατὴς) Ἰσοκράτης, (πολυκρατὴς) Πολυκράτης, (περικλεὴς) Περικλέης -ῆς, (σωζόμενος) Σωζομενός, (ἀκούμενος) Ἀκουμενὸς κ.ά. (Πβ. τα νεοελλ.: σταυρός – Σταῦρος· χοντρός - [Χόντρος] Χόνδρος κτλ.). β) Τοπωνυμίες (γεωγραφικά ονόματα) γίνονται από κοινά ουσιαστικά ή επίθετα: Μαραθὼν (από το περιεκτικό μαραθὼν = τόπος που έχει πολλά μάραθα), Σικυὼν (από το περιεκτικό σικυὼν = τόπος όπου παράγονται πολλά αγγούρια- σικυὸς = αγγούρι), Κεραμεικὸς (από το επίθ. κεραμεικός). Έτσι και: Ἑλλάς, Κρόνιον, Ἀρτεμίσιον, Θησεῖον, που αρχικώς ήταν επίθετα, έγιναν έπειτα ουσιαστικά από παράλειψη του αρχικού ουσιαστικού που συνόδευαν Ἑλλὰς γῆ ή χώρα, Κρόνιον ἱερόν) κτλ. γ) Κοινά ουσιαστικά (προσηγορικά) γίνονται από επίθετα: κεραμεική, μαντική, πολεμικὴ κτλ. (ενν. τέχνη)· θεωρικά, στρατιωτικὰ κτλ. (ενν. χρήματα)· νικητήρια, σωτήρια κτλ. (ενν. ἱερά). Επίσης ως ουσιαστικά χρησιμοποιούνται επίθετα και μετοχές με το άρθρο τους, που αρχικά ήταν επιθετικοί προσδιορισμοί ουσιαστικών που παραλείπονται: ὁ ἀγαθός, ὁ σοφός, ὁ πλούσιος κτλ. (ενν. ἄνθρωπος ή ἀνήρ)· οἱ ἄριστοι, οἱ ὀλίγοι, οἱ πολλοὶ (ενν. πολῖται)· οἱ ζῶντες, οἱ τεθνεῶτες, οἱ προγεγενημένοι, οἱ παρόντες, οἱ ἀπόντες (ενν. ἄνθρωποι)· ὁ λέγων (= ο ρήτορας), ὁ διώκων (= ο κατήγορος), ὁ φεύγων (= ο κατηγορούμενος). οἱ ἔχοντες (= οι πλούσιοι), ὁ νικῶν (= ο νικητής), ἡ εἱμαρμένη (= η μοίρα), ἡ ἐπιοῦσα (= η επόμενη μέρα), τὸ παρελθόν, τὸ παρόν, τὸ μέλλον, τὸ δέον, τὸ προσῆκον κ.ά. Έτσι μερικά επίθετα και μερικές μετοχές έγιναν στο τέλος τέλεια ουσιαστικά: τριήρης, τετρήρης, πεντήρης (ενν. ναῦς), ὁ ἄρχων (= αρχηγός, κυβερνήτης), ἡ αἴθουσα (μετοχή του ρ. αἴθω = λάμπω: αυτή που λάμπει, ενν. στοά) κ.ά. δ) Ως επίθετα χρησιμοποιούνται πολλές επιθετικές μετοχές (επιθετικοί προσδιορισμοί): ὁ λάμπων ἥλιος (= ὁ λαμπρὸς ἥλιος), ἡ εὐδαιμονοῦσα χώρα (= ἡ εὐδαίμων χώρα), τὸ ζέον ὕδωρ (=τὸ θερμὸν ὕδωρ), ὁ εὐδοκιμῶν ποιητὴς (= ὁ εὐδόκιμος ποιητής), οἱ εὐποροῦντες πολῖται (= οἱ εὔποροι πολῖται) κ.ά. |