Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
2. ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

2.1
Η καταγωγή των λέξεων

Η σημερινή νέα ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει λέξεις από τις οποίες άλλες δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από πολύ παλιά από τους Έλληνες, άλλες δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, σε διάφορες περιόδους της πορείας της ελληνικής γλώσσας, άλλες τις δανείστηκαν οι Έλληνες από ξένες γλώσσες, με τις οποίες επικοινωνούσαν λαοί που ήρθαν σε επαφή μαζί τους, και άλλες δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται τα νεότερα χρόνια.

Τις λέξεις της νέας ελληνικής τις διακρίνουμε ως προς την προέλευσή τους σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις λαϊκές και τις λόγιες.

Λαϊκές ονομάζουμε τις λέξεις οι οποίες εκφράζουν κατά κανόνα έννοιες που έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή και τις συχνές ανθρώπινες δραστηριότητες και που χρησιμοποιούνται αδιάλειπτα από τότε που εντάχθηκαν στο ελληνικό λεξιλόγιο, π.χ. καρέκλα, φαγητό, θρανίο κτλ. Στις λαϊκές λέξεις περιλαμβάνονται ελληνικές και ξένες λέξεις.

Στις ελληνικές λέξεις περιλαμβάνονται όλες όσες δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ορισμένες από αυτές δεν άλλαξαν στη γραφή μέχρι σήμερα ή άλλαξαν πολύ λίγο, ενώ άλλες άλλαξαν αρκετά. Λέξεις που δεν άλλαξαν ή άλλαξαν λίγο είναι: ουρανός, έργο, από, ένα, πέντε κτλ. Λέξεις που άλλαξαν είναι: μητέρα (από το μήτηρ), χέρι (από το χειρ), βόδι (από το βους) κτλ.

Στις ξένες λέξεις περιλαμβάνονται όσες προήλθαν από ξένες γλώσσες, σε διάφορες εποχές της ελληνικής ιστορίας, από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα, και χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, π.χ. σπίτι, ρούχο, ακορντεόν κτλ. Από τα παλαιότερα χρόνια (έως τον 10ο αι. μ.Χ.) μας σώζονται λέξεις που προέρχονται από τα περσικά (π.χ. αγγαρεία, αστραπή), εβραϊκά (π.χ. αμήν, σεραφείμ, Σάββατο, Μαρία), φοινικικά (π.χ. άλφα, βήτα), λατινικά (π.χ. κελί, σπίτι, παλάτι). Από τα μεταγενέστερα χρόνια (από τον 10ο έως και τον 18ο αι. μ.Χ.) σώζονται λέξεις που προέρχονται κυρίως από τα τουρκικά (π.χ. παπούτσι, τσέπη, κέφι) και τα ιταλικά (π.χ. μπουκάλι, πιάτο, σαλάτα), τα αραβικά (π.χ. άλγεβρα, καφές, μαγαζί, σκάκι), τα σλαβικά (π.χ. κουνάβι, πέστροφα) και τα αρβανίτικα (π.χ. γκιόνης, φλογέρα, Σούλι). Τους δύο τελευταίους αιώνες η νέα ελληνική δανείστηκε λέξεις κυρίως από τα γαλλικά (π.χ. μπλούζα, λικέρ, βαλς, ινστιτούτο) και τα αγγλικά (π.χ. βαγόνι, σάντουιτς). Πολλές από τις ξένες λέξεις, κυρίως αυτές που μπήκαν στην ελληνική γλώσσα τα παλαιότερα και τα μεταγενέστερα χρόνια, αφομοιώθηκαν από την ελληνική και προσαρμόστηκαν στο μορφολογικό της σύστημα, π.χ. σπίτι (από τη λατινική λέξη hospitium), πιλάφι (από την τουρκική λέξη pilaf), πολυθρόνα (από την ιταλική λέξη poltrona), ενώ άλλες, που μπήκαν κυρίως τον 20ό αιώνα, δεν αφομοιώθηκαν (π.χ. ασανσέρ, γκαράζ, μάρκετ).

Λόγιες ονομάζουμε τις λέξεις που εισήγαγαν μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους οι λόγιοι συγγραφείς με δύο τρόπους: α) με την επαναφορά στον γραπτό καταρχήν λόγο λέξεων της αρχαίας ελληνικής οι οποίες είχαν πάψει να χρησιμοποιούνται για πολλούς αιώνες, όπως π.χ. καθηγητής, συμβόλαιο κ.ά., και β) με τη δημιουργία νέων λέξεων, που δεν υπήρξαν στο παρελθόν, με βάση όμως στοιχεία (ρίζες, καταλήξεις κτλ.) από αρχαίες ελληνικές λέξεις, όπως γραμματολογία, πυροσβέστης κ.ά.

2.2
Ο σχηματισμός των λέξεων

Το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής, όπως και των άλλων γλωσσών, αποτελείται από λέξεις που δημιουργήθηκαν από τους ομιλητές για να αποδώσουν κάποια έννοια χωρίς να στηριχθούν σε κάποια προηγούμενη λέξη, αλλά και από λέξεις που η δημιουργία τους βασίστηκε σε άλλη ή σε άλλες λέξεις που υπήρχαν στη γλώσσα. Έτσι, ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού τους έχουμε τις εξής κατηγορίες λέξεων:

 

α)  Ριζικές λέξεις: όσες σχηματίζονται από μια ρίζα (θέμα) και την κατάληξη, π.χ. γράφ-ω.

 

β)  Παράγωγες λέξεις: όσες παράγονται από άλλες λέξεις με την προσθήκη ειδικών καταλήξεων, π.χ. το χρυσώνω είναι παράγωγο του χρυσός. Η λέξη από την οποία παράγεται μια άλλη λέξη λέγεται πρωτότυπη ή λέξη-βάση, ενώ η κατάληξη με την οποία σχηματίζεται η παράγωγη λέξη λέγεται παραγωγική κατάληξη.

 

γ)  Σύνθετες λέξεις: όσες προέρχονται από δύο ανεξάρτητες λέξεις. Στις σύνθετες λέξεις η πρώτη λέξη που συντίθεται ονομάζεται πρώτο συνθετικό, ενώ η δεύτερη δεύτερο συνθετικό, π.χ. ηλιόσπορος (=ήλιος + σπόρος).

Οι λέξεις που παράγονται από την ίδια λέξη, καθώς και οι σύνθετες των οποίων το ένα συνθετικό προέρχεται από αυτή τη λέξη, ονομάζονται συγγενικές λέξεις και αποτελούν μια οικογένεια λέξεων, π.χ. διαβάζω, διάβασμα, αδιάβαστος, ευκολοδιάβαστο κτλ.

α. Παράγωγες λέξεις

Η διαδικασία παραγωγής λέξεων της νέας ελληνικής από άλλες λέξεις αφορά την προσθήκη ενός μορφολογικού στοιχείου στο τέλος του θέματος μιας λέξης, που ονομάζεται παραγωγική κατάληξη ή επίθημα. Αυτή η διαδικασία είναι γνωστή ως επιθηματοποίηση. Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις της νέας ελληνικής, η παραγωγή λέξεων θεωρείται ότι γίνεται και με την προσθήκη ορισμένου τύπου μορφολογικών στοιχείων στην αρχή της λέξης. Για το θέμα αυτό βλ. και στην ενότητα Σύνθετες λέξεις, σ. 161. Η παρουσίαση που ακολουθεί γίνεται με κριτήριο τα μέρη του λόγου.

Παράγωγα ρήματα

Ρήματα της νέας ελληνικής παράγονται:

 

α) Από ρήματα και έχουν διάφορες καταλήξεις, π.χ. φέγγω → φεγγίζω, μασώ → μασουλώ.

 

β) Από ονόματα και παίρνουν συνήθως τις καταλήξεις -άζω και -ιάζω (π.χ. ανάγκη → αναγκάζω, βράδυ →βραδιάζω), -ίζω (π.χ. ανήφορος → ανηφορίζω), -εύω (π.χ. πίστη → πιστεύω), -ώνω (π.χ. κλειδίκλειδώνω) και -αίνω (π.χ. ζέστηζεσταίνω).

 

γ) Από άκλιτα και παίρνουν συνήθως τις καταλήξεις -ζω και -ίζω (π.χ. χωρίς → χωρίζω), -εύω (π.χ. κοντά→ κοντεύω) και -ώνω (π.χ. σιμά → σιμώνω).

Παράγωγα ουσιαστικά

Ουσιαστικά της νέας ελληνικής παράγονται:

 

α) Από ρήματα και παίρνουν συνήθως καταλήξεις που δηλώνουν είτε το πρόσωπο που ενεργεί (π.χ. εκπαιδεύω → εκπαιδευτής, τραγουδώ → τραγουδιστής) είτε την ενέργεια που γίνεται ή το αποτέλεσμα της ενέργειας (π.χ. διώχνω → διωγμός, κλαδεύω → κλάδεμα, φυτεύω → φυτεία) είτε το μέσο ή τον τόπο μιας ενέργειας (π.χ. κινώ → κινητήρας, παρατηρώ → παρατηρητήριο).

 

β) Από ουσιαστικά. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό ουσιαστικών, τα οποία διακρίνονται ανάλογα με τη σημασία τους στις εξής κατηγορίες:

Υποκοριστικά ή χαϊδευτικά: όσα παριστάνουν μικρή τη σημασία της πρωτότυπης λέξης. Αυτή η σημασία έχει σε πολλές περιπτώσεις και χαϊδευτικό χαρακτήρα. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των υποκοριστικών ή χαϊδευτικών είναι οι εξής: -άκι (π.χ. σπίτι → σπιτάκι), -άκης (π.χ. Κώστας → Κωστάκης), -ίτσα (π.χ. πόρτα → πορτίτσα), -ούλα (π.χ. βροχή → βροχούλα).

Μεγεθυντικά: όσα παριστάνουν μεγάλη τη σημασία της πρωτότυπης λέξης. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των μεγεθυντικών είναι -άρα (π.χ. καρπούζι → καρπουζάρα), -αράς (π.χ. ψεύτης → ψευταράς), -αρος (π.χ. ποντικός → ποντίκαρος).

Περιεκτικά: όσα δηλώνουν τον χώρο που περιέχει ένα πλήθος από εκείνα τα οποία δηλώνονται στην πρωτότυπη λέξη. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των περιεκτικών είναι: -ιά (π.χ. καλάμι → καλαμιά), -ώνας (π.χ. ελιά → ελαιώνας).

Εθνικά (ή πατριδωνυμικά): όσα δηλώνουν τον άνθρωπο που κατάγεται από κάποιον τόπο. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των εθνικών ουσιαστικών είναι: -ίτης (π.χ. Μεσολόγγι → Μεσολογγίτης), -ώτης (π.χ. Σούλι → Σουλιώτης), -ανός/-ανος (π.χ. Αμερική → Αμερικάνος, Σύρος → Συριανός), -ινός(π.χ. Τρίκαλα → Τρικαλινός), -ιός (π.χ. Θεσσαλονίκη → Θεσσαλονικιός).

Τοπικά: όσα δηλώνουν τόπο. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των τοπικών είναι: -αριό (π.χ. καμπάνα → καμπαναριό), -άδικο και -ίδικο (π.χ. σίδερο → σιδεράδικο), -είο (π.χ. ταμίας → ταμείο).

Επαγγελματικά: όσα δηλώνουν επάγγελμα. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις των επαγγελματικών είναι: -άς (π.χ. λάδι → λαδάς), -αρης (π.χ. φούρνος → φούρναρης), -τζής (π.χ. καφές → καφετζής).

Ανδρωνυμικά: όσα χρησιμοποιούνται για γυναίκες και προέρχονται από το βαφτιστικό ή οικογενειακό όνομα του άντρα. Η πιο συνηθισμένη κατάληξη είναι: -αινα, π.χ. Γιώργος → Γιώργαινα.

Άλλες συνηθισμένες καταλήξεις ουσιαστικών που προέρχονται από άλλα ουσιαστικά είναι: -ιά (π.χ. λεμόνι → λεμονιά), -ιστής (π.χ. άνθρωπος → ανθρωπιστής).

γ) Από επίθετα: οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις είναι: -άδα (π.χ. έξυπνος → εξυπνάδα), -ίλα (π.χ. κίτρινος→ κιτρινίλα), -σύνη (π.χ. δίκαιος → δικαιοσύνη), -τητα (π.χ. τρυφερός → τρυφερότητα), (π.χ. ψυχρός→ ψύχρα).

Παράγωγα επίθετα

Επίθετα της νέας ελληνικής παράγονται:

 

α) Από ρήματα: ονομάζονται ρηματικά επίθετα. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις είναι: -ικός (π.χ. τρομάζω→ τρομακτικός), -τος (π.χ. αγαπώ → αγαπητός) και -σιμος (π.χ. μετρώ → μετρήσιμος).

 

β) Από ουσιαστικά: οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις είναι: -ιάρης (π.χ. χάδι → χαδιάρης), -ένιος (π.χ. μάρμαρο → μαρμαρένιος), -ινος (π.χ. χαρτί → χάρτινος), -ερός (π.χ. τρόμος → τρομερός), -ής (π.χ. θάλασσα → θαλασσής), -ακός, -ιακός, -ικος/-ικός (π.χ. παραλία → παραλιακός, Έλληνας → ελληνικός).

 

γ) Από επίθετα: οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις είναι: -ούλης (π.χ. φτωχός → φτωχούλης), -ούτσικος (π.χ.χαμηλός → χαμηλούτσικος), -ωπός (π.χ. πράσινος → πρασινωπός).

 

δ) Από επιρρήματα: η πιο συνηθισμένη κατάληξη είναι: -ινός, π.χ. άλλοτε → αλλοτινός.

Παράγωγα επιρρήματα

Επιρρήματα παράγονται από επίθετα, αντωνυμίες, μετοχές και επιρρήματα. Οι πιο συνηθισμένες καταλήξεις είναι: -ως (π.χ. συνεπής → συνεπώς), -ού (π.χ. άλλος → αλλού), -θε (π.χ. εκεί → εκείθε), -α/-ά (π.χ. ονειρεμένος → ονειρεμένα, ανιαρός → ανιαρά).

β. Σύνθετες λέξεις

Οι σύνθετες λέξεις της νέας ελληνικής σχηματίζονται με δύο τρόπους:

 

α) Mε την προσθήκη στην αρχή της λέξης ενός μορφολογικού στοιχείου, που ονομάζεται αχώριστο μόριο ή πρόθημα, με μια διαδικασία που ονομάζεται προθηματοποίηση.

 

β) Mε την ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων.

Σύνθεση με αχώριστα μόρια (προθηματοποίηση)

Τα αχώριστα μόρια ή προθήματα είναι λέξεις μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες που δε χρησιμοποιούνται ποτέ μόνες τους. Οι περισσότερες από αυτές προέρχονται είτε από προθέσεις είτε από άκλιτες λέξεις της αρχαίας ελληνικής, ενώ λίγες σχηματίστηκαν τα νεότερα χρόνια.

 

Ορισμένα από τα πιο συνηθισμένα αχώριστα μόρια είναι τα εξής:

 

α) α- (αν-, ανα-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό στερητική σημασία, π.χ. αδύνατος (α + δυνατός), ανήλιος (αν + ήλιος), αναδουλειά (ανα + δουλειά).

 

β) ανα- (αν-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «επάνω», «πάλι», «πίσω», π.χ. ανασηκώνω (ανα + σηκώνω), αναγέννηση (ανα + γέννηση), αναρωτιέμαι (ανα + -ρωτιέμαι).

 

γ) απο- (απ-, αφ-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία της «απομάκρυνσης», της «αφαίρεσης»,του «χρόνου» και άλλες σημασίες, π.χ. απόκοσμος (απο + κόσμος), αποδυναμώνω (απο + δυναμώνω), απόβραδο (απο + βράδυ).

 

δ) δια- (δι-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «ανάμεσα», «παντού» και άλλες σημασίες, π.χ. διατρέχω (δια + τρέχω), διασπορά (δια + σπορά), διέξοδος (δι + έξοδος).

 

ε) δυσ-: προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «δύσκολου», του «κακού», π.χ. δυσμορφία (δυσ+ μορφή), δύσκαμπτος (δυσ + καμπή).

 

στ) εν- (εμ-, εγ-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «μέσα», π.χ. εντοιχίζω (εν + τοιχίζω),εμποτίζω (εμ + ποτίζω), εγκοπή (εγ + κοπή).

 

ζ) επι- (επ-, εφ-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «επάνω» και άλλες σημασίες, π.χ. επιγραφή (επι + γραφή), επίγραμμα (επι + γράμμα), επέκταση (επ + έκταση), έφιππος (εφ + ίππος).

 

η) κατα- (κατ-, καθ-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «κάτω», της «εναντίωσης», της «υπερβολής» και άλλες σημασίες, π.χ. κατάβαση (κατα + βάση), καταδιώκω (κατα + διώκω), καταγοητεύω (κατα + γοητεύω).

 

θ) ξε- (και ξ- πριν από φωνήεν): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «έξω», του «πολύ», της στέρησης, π.χ. ξεσπιτώνω (ξε + σπιτώνω), ξετρελαίνω (ξε + τρελαίνω), ξεπουλώ (ξε + πουλώ).

 

ι) παρα- (παρ-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «ενώπιον», του «εναντίον», της απόκλισης από το νόημα του β΄ συνθετικού και άλλες σημασίες, π.χ. παρελαύνω (παρα + ελαύνω), παραβαίνω (παρα + βαίνω), παραγνωρίζω (παρα + γνωρίζω).

 

ια) συν- (συγ-, συλ-, συμ-, συρ-, συσ-, συ-, συνε-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «μαζί»,π.χ. συνεργασία (συν + εργασία), συγγενής (συγ + γένος), συρροή (συρ + ροή).

 

ιβ) υπο- (υπ-, υφ-): προσδίδει στο β΄ συνθετικό τη σημασία του «από κάτω» και του «μείον», π.χ. υποστήριξη (υπο + στήριξη), υπόταση (υπο + τάση).

 

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις της νέας ελληνικής, οι λέξεις που σχηματίζονται με αχώριστα μόρια είναι παράγωγες. Έτσι, οι προθέσεις της αρχαίας ελληνικής αλλά και τα στερητικά μόρια θεωρούνται προθήματα που ανήκουν στην παραγωγή λέξεων, π.χ. ανα-βάλλω, εξ-άγω, ά-κακος.

Η σύνθεση με ένωση λέξεων

Οι λέξεις που συνενώνονται ως α΄ ή β΄ συνθετικό για να αποτελέσουν μια σύνθετη λέξη μπορεί να είναι ουσιαστικά, επίθετα, αριθμητικά, ρήματα, μετοχές, επιρρήματα και προθέσεις. Μπορεί οι λέξεις που αποτελούν τη σύνθετη λέξη να ανήκουν στην ίδια γραμματική κατηγορία (π.χ. κιτρινόμαυρος [κίτρινος + μαύρος], ανοιγοκλείνω [ανοίγω + κλείνω]) ή σε διαφορετική (π.χ. σιγοτραγουδώ [σιγά + τραγουδώ]).

Η σημασία των σύνθετων λέξεων

Ως προς τη σημασία τους οι σύνθετες λέξεις διακρίνονται στις παρατακτικές, τις προσδιοριστικές, τις κτητικές και τις αντικειμενικές.

Παρατακτικές σύνθετες είναι οι λέξεις που η σημασία τους αποτελεί τη σύνθεση των σημασιών που έχουν τα συνθετικά τους, π.χ. αλατοπίπερο (αλάτι και πιπέρι), νοτιοδυτικά (νότια και δυτικά).

Προσδιοριστικές σύνθετες είναι οι λέξεις στις οποίες η σημασία του ενός συνθετικού προσδιορίζει τη σημασία του άλλου, π.χ. αγριοκάτσικο (άγριο κατσίκι), θαλασσοπούλι (πουλί της θάλασσας).

Κτητικές σύνθετες είναι οι λέξεις που δηλώνουν εκείνο το πρόσωπο ή το αντικείμενο που έχει κάτι ως κτήμα του ή ως χαρακτηριστικό του, π.χ. καλόκαρδη (αυτή που έχει καλή καρδιά), μεγαλόσωμος (αυτός που έχει μεγάλο σώμα).

Αντικειμενικές σύνθετες είναι οι λέξεις στις οποίες το ένα συνθετικό λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα που προκύπτει από το θέμα του άλλου συνθετικού, π.χ. ημεροδείκτης (αυτός που δείχνει την ημέρα), μηχανοδηγός (αυτός που οδηγεί μηχανή τρένου).

Η μορφή των σύνθετων λέξεων

Το συνδετικό φωνήεν

Κατά τη σύνθεση δύο λέξεων, όταν η πρώτη είναι κλιτή ή επίρρημα, ανάμεσα στις δύο λέξεις μπαίνει συνήθως το φωνήεν ο, π.χ. τσιχλόφουσκα (τσίχλα + φούσκα), σιγοτραγουδώ (σιγά + τραγουδώ). Όταν το αρχικό φωνήεν του β΄ συνθετικού είναι ο ή α, συνήθως το συνδετικό φωνήεν χάνεται, π.χ. αχυράνθρωπος(άχυρο + άνθρωπος), αλλά νοτιοανατολικός (νότιος + ανατολικός).

Τονισμός των σύνθετων λέξεων

Ο τόνος στις σύνθετες λέξεις ή παραμένει στη συλλαβή στην οποία τονίζεται το β΄ συνθετικό (π.χ. μηχανή → ραπτομηχανή, ακούω → κρυφακούω) ή ανεβαίνει μία ή και δύο συλλαβές (π.χ. κεράσι → πετροκέρασο, μαγαζί → μικρομάγαζο).

Παρασύνθετες λέξεις

Παρασύνθετες ονομάζονται οι λέξεις που παράγονται από σύνθετες λέξεις, π.χ. βιβλιοθηκάριος (βιβλίο +θήκη + παραγωγική κατάληξη -άριος), ορειβασία (όρος + βαίνω + -σία), βορειοελλαδίτης (βόρεια + Ελλά-δα + -ίτης).

γ. Πολυλεκτικά σύνθετα

Είναι τριών ειδών:

Οι πολυσύνθετες λέξεις, που αποτελούνται από τρία ή περισσότερα συνθετικά, π.χ. παλαιοβιβλιοπώλης (= παλαιός + βιβλίο + πουλώ).

Οι λεξικές φράσεις, που αποτελούνται από επίθετο + ουσιαστικό ή ουσιαστικό + ουσιαστικό σε γενική και έχουν παγιωθεί ως εκφράσεις με ιδιαίτερη σημασία, π.χ. παιδική χαρά, λεξικό τσέπης.

παραθετικά σύνθετα, τα οποία είναι ζεύγη λέξεων που βρίσκονται στην ίδια πτώση και συνδέονται μεταξύ τους πιο χαλαρά από ό,τι τα σύνθετα που προέρχονται από σύνθεση δύο ή περισσότερων λέξεων. Οι σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ των δύο λέξεων είναι οι εξής: α) η σημασία της δεύτερης λέξης προσθέτει μια σημασία στην πρώτη λέξη (σχέση κατηγορουμένου), π.χ. ο νόμος πλαίσιο (= ο νόμος που είναι νόμος, αλλά λειτουργεί ως πλαίσιο αρχών), β) η σημασία της δεύτερης λειτουργεί ως παρομοίωση της πρώτης (σχέση μεταφορική), π.χ. λέξη κλειδί (= λέξη που μοιάζει να λειτουργεί σαν κλειδί). Γράφονται είτε με ενωτικό ανάμεσά τους είτε χωρίς ενωτικό, π.χ. λέξη-βάση, αλλά και λέξη βάση.

δ. Γνήσια και καταχρηστική σύνθεση

Γνήσια σύνθεση είναι η δημιουργία σύνθετων λέξεων κατά την οποία παρατηρούνται αλλαγές στην αρχική μορφή του α΄ ή και του β΄ συνθετικού, π.χ. θαλασσοπούλι από θάλασσα + πουλί, αλατοπίπερο από αλάτι + πιπέρι (βλ. και σ. 161, «H μορφή των σύνθετων λέξεων»). H καταχρηστική σύνθεση συναντάται στις σύνθετες λέξεις στις οποίες δεν έχει μεταβληθεί η αρχική μορφή των συνθετικών τους, π.χ. Nεάπολη από Nέα + πόλη, Πανεπιστημιούπολη από Πανεπιστημίου + πόλη.

ε. Αρκτικόλεξα και ακρωνυμίες

Αρκτικόλεξα ονομάζονται οι λέξεις που σχηματίζονται από τα αρχικά των λέξεων μιας φράσης, π.χ. Ε.Ρ.Τ. (Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση). Ακρωνυμίες ονομάζονται οι λέξεις που σχηματίζονται από τις αρχικές συλλαβές των λέξεων που αποτελούν μια φράση, π.χ. ΠΡΟΠΟ (προγνωστικά ποδοσφαίρου).


ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΩΝ ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΩΝ ΚΑΙ ΑΚΡΩΝΥΜΙΩΝ

Α.Ε. = Ανώνυμη Εταιρεία

Δ.Ε.Η. = Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού

Δ.Σ. = Διοικητικό Συμβούλιο, Δημοτικό Συμβούλιο

Δ.Χ. = Δημόσιας Χρήσης (αυτοκίνητο)

Ε.Ε. = Ευρωπαϊκή Ένωση

Ε.Κ.Α.Β. = Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας

ΕΛ.ΤΑ. = Ελληνικά Ταχυδρομεία Ε.Μ.Υ. = Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία

Ε.Ο.Τ. = Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού

Η.Π.A.= Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Ι.Κ.Α. = Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Ι.Κ.Υ. = Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών

Ι.Χ. = Ιδιωτικής Χρήσης (αυτοκίνητο)

Ο.Ε.Δ.B. = Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων

Ο.Η.Ε. = Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών

Ο.Σ.Ε. = Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος

Ο.Τ.Ε. = Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος

ΥΠ.Ε.Π.Θ. = Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων

ΥΠ.ΠΟ. = Υπουργείο Πολιτισμού

Φ.Π.Α. = Φόρος Προστιθέμενης Αξίας

2.3
Οι σημασίες των λέξεων

Οι σημασίες των λέξεων σχετίζονται τις περισσότερες φορές με τα κοινωνικά δεδομένα, τις συνήθειες, το περιβάλλον, την εποχή αλλά και την αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τα πράγματα και τις έννοιες. Έτσι, οι λέξεις, καθώς χρησιμοποιούνται, αποκτούν και άλλες σημασίες εκτός από την αρχική, ενώ χάνουν κάποιες άλλες. Γι' αυτό δεν αντιστοιχεί πάντα μία και μόνη σημασία σε μία λέξη, ενώ συχνά δύο ή και περισσότερες λέξεις έχουν παρόμοια σημασία ή και παρόμοια προφορά. Τις λέξεις αυτές τις ονομάζουμε πολύσημες. Οι λέξεις, λοιπόν, ανάλογα με τις σημασίες που εκφράζουν διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:

 

α)   Μεταφορικές: είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται με σημασία διαφορετική από την αρχική (κυριολεκτική). Ανάμεσα όμως στη μεταφορική και την κυριολεκτική σημασία υπάρχει κάποια ομοιότητα,

π.χ. Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι αυτοκίνητα. (1)

Η Άννα έχει να κάνει πολύ δρόμο μέχρι το πτυχίο. (2)

 

Στην περίπτωση (1) η λέξη δρόμος χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, ενώ στη (2) μεταφορικά. Το χαρακτηριστικό που διατηρείται στη μεταφορική χρήση είναι η πορεία προς μια κατεύθυνση.

 

β)   Ομώνυμες: είναι οι λέξεις που, ενώ έχουν διαφορετική σημασία, ακούγονται το ίδιο (ομόηχες ή ομόφωνες) ή και γράφονται το ίδιο (ομόγραφες), π.χ. έξι (= αριθμός) – έξη (= συνήθεια), καινός (= νέος)– κενός (= άδειος), όρος (= ρήτρα) – όρος (= βουνό), τόνος (= ψάρι) – τόνος (= σημάδι τονισμού).

 

γ)   Παρώνυμες: είναι οι λέξεις που, ενώ διαφέρουν στη σημασία, έχουν παρόμοια προφορά, π.χ. αμυγδαλιά (= δέντρο) – αμυγδαλή (= αδένας στον λαιμό), αμνησία (= λήθη) – αμνηστία (= η χάρη για κάποιο αδίκημα), απολογία (= αναφορά των πεπραγμένων ενός κατηγορουμένου) – απολογισμός (= λογοδοσία). Στις παρώνυμες ανήκουν και όσες μοιάζουν στην προφορά, αλλά διαφέρουν στον τονισμό.Οι λέξεις αυτές ονομάζονται τονικά παρώνυμα, π.χ. γέρος – γερός, ραφή – ράφι, φυλή – φίλη.

 

δ)   Συνώνυμες: είναι οι λέξεις που οι σημασίες τους μοιάζουν, π.χ. θερμός – ζεστός, λείος – γυαλιστερός.

 

ε)   Αντίθετεςαντώνυμες): είναι οι λέξεις που έχουν αντίθετη σημασία, π.χ. μικρός – μεγάλος, ζεστός –κρύος. Tα κυριότερα είδη αντίθετων σημασιών είναι η κλιμακωτή και η δυαδική αντίθεση: στην κλιμακωτή αντίθεση υπάρχουν ενδιάμεσες διαβαθμίσεις ανάμεσα στις αντίθετες λέξεις, π.χ. στην αντίθεση άσπρο – μαύρο υπάρχει το ενδιάμεσο γκρίζο· στη δυαδική αντίθεση δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι όροι, π.χ. αλήθεια – ψέμα. Ένα άλλο είδος αντίθεσης συναντάται στις αντίστροφες λέξεις, όπου οι δύο όροι της αντίθεσης περιγράφουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες την ίδια σχέση, π.χ. δίνω – παίρνω.

στ) Ταυτόσημες: είναι οι λέξεις που έχουν –για ορισμένους ομιλητές της γλώσσας– την ίδια ακριβώς σημασία. π.χ. απίδι – αχλάδι, σκεπή – στέγη. Στην πραγματικότητα καμιά λέξη δεν έχει σε μια γλώσσα την ίδια ακριβώς σημασία με μιαν άλλη, γιατί μία από τις δύο θα έπαυε να χρησιμοποιείται.

ζ)  Υπώνυμες: είναι οι λέξεις των οποίων η σημασία περιλαμβάνεται στη σημασία μιας άλλης λέξης, π.χ. η λέξη ροδιά είναι υπώνυμη της λέξης δέντρο.

Παρατηρώ και καταλαβαίνω…

 

1. Στη νέα ελληνική υπάρχουν πολλά ζευγάρια λέξεων που έχουν την ίδια προέλευση και γι' αυτό μοιάζουν πολύ τα δύο σκέλη του ζευγαριού, τα οποία όμως διαφοροποιούνται άλλοτε σημασιολογικά και άλλοτε υφολογικά.

 

Παρατηρήστε τα παρακάτω παραδείγματα για να διαπιστώσετε αυτές τις διαφοροποιήσεις.

 

1α. Οι μαθητές και οι μαθήτριες τα παλιότερα χρόνια σημείωναν και τη βαρεία και την οξεία.

1β. Πήρε μια βαριά και άρχισε να γκρεμίζει τον μεσότοιχο που μας χώριζε.

2α. Κάθε μαθητής και κάθε μαθήτρια έπρεπε να μάθει απ' έξω από ένα χωρίο.

2β. Τα καλοκαίρια συνήθως πάμε στο χωριό μας για διακοπές.

3α. Μπροστά στο κτίριο της Νομαρχίας ήταν σταθμευμένα εφτά φορτηγά αυτοκίνητα.

3β. Η εβδομάδα έχει επτά ημέρες, ενώ ο χρόνος δώδεκα μήνες.

4α. Ο γιατρός του είπε ότι του λείπει σίδηρος.

4β. Όλα τα ρούχα τα σιδερώνει με το σίδερο.

5α. Α. Νικολαΐδης, ιατρός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

5β. Ο γιατρός δε θα δεχτεί σήμερα ασθενείς.

6α. Το τρίγωνο έχει τρεις γωνίες.

6β. Έφτιαξε μέσα στο σπίτι του τρεις καταπληκτικές γωνιές.

 

Στα παραδείγματα 3 και 5 οι χρωματιστές λέξεις παρουσιάζουν υφολογική διαφοροποίηση (3α, 5β = ουδέτερο ύφος, 3β, 5α = τυπικό ύφος), ενώ στα 1, 2, 4 και 6 η διαφοροποίηση είναι σημασιολογική.

 

2. Τα μορφήματα που προστίθενται στο θέμα μιας λέξης λέγονται παραγωγικές καταλήξειςεπιθήματα). Αυτές δίνουν μια πρόσθετη σημασία στη σημασία που δηλώνει η λέξη, π.χ. η παραγωγική κατάληξη -είο, όταν προστεθεί στη ρίζα της λέξης κουρ-έας, δίνει τη σημασία του τόπου στον οποίο εργάζεται ο κουρέας (παρόμοια και ταμείο, ιατρείο). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την παραγωγική κατάληξη -άνος (-ανός). Όταν προστεθεί στη ρίζα της λέξης Αμερική, παράγεται η λέξη Αμερικάνος, που δείχνει την καταγωγή (παρόμοια και Παριανός, Συριανός, Ναπολιτάνος κτλ.).

 

Παρατηρήστε τις παρακάτω παράγωγες λέξεις και τις σημασίες που παίρνουν από τις παραγωγικές καταλήξεις.

 

1.-της (δηλώνει το πρόσωπο το οποίο ενεργεί), π.χ. καθηγητής, βουλευτής, ποιητής, ενορχηστρωτής, ανιχνευτής κτλ.

2. -εια (δηλώνει ενέργεια ή αποτέλεσμα μιας ενέργειας), π.χ. συνήθεια, απείθεια, κακοήθεια.

3. -ώτης (δηλώνει καταγωγή), π.χ. Ξανθιώτης, Ηπειρώτης, Σουλιώτης.

4. -ούλης (δηλώνει το μικρό [υποκορισμός]), π.χ. πατερούλης, θειούλης.

5. -άρα (δηλώνει το μεγάλο, μεγέθυνση), π.χ. πορτάρα, σπιτάρα, αυλάρα, καρπουζάρα.

6. -τήρι (δηλώνει όργανο), π.χ. ανοιχτήρι, σουρωτήρι, χωνευτήρι.

7. -άδα (δηλώνει ιδιότητα), π.χ. αγριάδα, σπιρτάδα.

 

3. Τα βιβλία αναφοράς στα οποία μπορεί να βρει κανείς λέξεις μιας γλώσσας είναι τα λεξικά. Παρακάτω παρουσιάζονται δείγματα από τα πιο συχνά είδη λεξικών. Παρατηρήστε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους.

α. Ορθογραφικό λεξικό

εικόνα

  (Αγγ. Κασιγόνη, Νεοελληνικό ορθογραφικό
λεξικό της Δημοτικής, Αθήνα, Κούρος, 1977)

β. Ερμηνευτικό λεξικό

εικόνα

 (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης /
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 1998)

γ. Ετυμολογικό λεξικό

εικόνα

 (Ν. Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό της Κοινής
Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 1971)

 

δ. Ονομαστικό λεξικό (= κατάταξη λέξεων με βάση ευρύτερες εννοιολογικές κατηγορίες)

εικόνα

 (Θ. Βοσταντζόγλου, Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν
της Νεοελληνικής, Αθήνα, Δομή, 1990)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

ΟΙ ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Μεταφορικές

Ομώνυμες

Παρώνυμες

Συνώνυμες

Αντίθετες

Ταυτόσημες

Υπώνυμες