Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
3. ΤΟ ΡΗΜΑ ΚΑΙ Η ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΦΡΑΣΗ

Η λειτουργία της ρηματικής φράσης
Διαθέσεις και φωνές, χρόνοι, εγκλίσεις και τροπικότητες, το ποιόν ενέργειας, το πρόσωπο: οι σημασίες τους
Τα στοιχεία της ρηματικής φράσης
3.1
Ορισμός – Λειτουργία

Το ρήμα αποτελεί από συντακτική άποψη το κεντρικό στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίζεται η πρόταση της νέας ελληνικής. Με αυτό εκφράζεται στον λόγο η ενέργεια ή η κατάσταση του υποκειμένου του ρήματος, π.χ. Oι επιβάτες κατεβαίνουν από το λεωφορείο. Το ρήμα λειτουργεί ως στοιχείο που καθορίζει τον αριθμό και το είδος των άλλων γλωσσικών στοιχείων που συνδυάζονται με αυτό και παράλληλα θεμελιώνει το μήνυμα που δίνεται από την πρόταση, π.χ. Εργάζεταιστο κατάστημα του θείου του, αλλά Συνεργάζεται με τον θείο του.

Η ρηματική φράση είναι το λεκτικό σύνολο στο οποίο συνδυάζεται το ρήμα με τα στοιχεία που το συμπληρώνουν (αντικείμενο, κατηγορούμενο, επιρρηματικά στοιχεία), π.χ. Ο Παύλος ακούει ραδιόφωνο. Μπορεί να αποτελείται και μόνο από το ρήμα, π.χ. Η Ζωή παίζει. Πολλές φορές οι λέξεις που αποτελούν τη ρηματική φράση δένονται νοηματικά τόσο στενά μεταξύ τους που μπορούν να αποδοθούν και με ένα ρήμα, π.χ. Ο Σωτήρης νιώθει πλήξη → Ο Σωτήρης πλήττει. Η ρηματική φράση λειτουργεί ως το στοιχείο που διευκρινίζει, επεξηγεί και ολοκληρώνει το νόημα που δίνεται σε μια πρόταση.

3.2
Το ρήμα και τα παρεπόμενά του

Τα παρεπόμενα του ρήματος είναι οι διαθέσεις, οι φωνές, οι χρόνοι, οι εγκλίσεις, το ποιόν ενέργειας, οι αριθμοί και τα πρόσωπα. Στην ενότητα της Μορφολογίας του ρήματος (σσ. 74-77) παρουσιάζονται και αναλύονται στον βαθμό που εξυπηρετούν κυρίως την κατανόηση του σχηματισμού των μορφολογικών τύπων του ρήματος. Εδώ παρουσιάζονται και αναλύονται με σκοπό να γίνει κατανοητή η λειτουργία τους στη Σύνταξη.

α. Διαθέσεις και φωνές

Οι φωνές είναι οι ομάδες μορφολογικών τύπων των ρημάτων της νέας ελληνικής, ενώ η διάθεση ορίζεται ως η ιδιότητα του ρήματος με την οποία φαίνεται αν το υποκείμενο ενεργεί ή παθαίνει ή βρίσκεται απλώς σε μια κατάσταση. Οι φωνές είναι δύο (ενεργητική και παθητική), ενώ οι διαθέσεις είναι τέσσερις (ενεργητική, παθητική, μέση και ουδέτερη). Από τους ορισμούς αυτούς φαίνεται ότι οι μεν φωνές αποτελούν χαρακτηριστικό της Μορφολογίας του ρήματος, ενώ οι διαθέσεις χαρακτηριστικό της Σύνταξης και της Σημασιολογίας.

Μολονότι οι όροι «ενεργητική» και «παθητική» συμπίπτουν στις διαθέσεις και τις φωνές, αυτό δε σημαίνει ότι συμπίπτουν πάντα και οι μορφολογικές με τις σημασιοσυντακτικές κατηγορίες. Έτσι, υπάρχουν ρήματα που εμπίπτουν στην ενεργητική φωνή, αλλά ανήκουν στην παθητική ή στη μέση διάθεση, π.χ. παθαίνω, λιώνω, ξαπλώνω, και άλλα που εμπίπτουν στην παθητική φωνή, αλλά ανήκουν στην ενεργητική διάθεση, π.χ. έρχομαι, ανέχομαι, δέχομαι κ.ά.

Ενεργητική διάθεση έχουν τα ρήματα που δείχνουν πως το υποκείμενο ενεργεί. Τα ρήματα αυτά ονομάζονται ενεργητικά, π.χ. Ο διευθυντής του σχολείου επιβραβεύει τρεις μαθητές. Τα ενεργητικά ρήματα διακρίνονται σε μεταβατικά και αμετάβατα. Μεταβατικά ονομάζονται τα ρήματα που δείχνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου πηγαίνει (μεταβιβάζεται) σε ένα πρόσωπο, ζώο, κατάσταση ή πράγμα, π.χ. Η Βασιλική κόβει πατάτες. Αμετάβατα ονομάζονται τα ρήματα που η ενέργεια του υποκειμένου τους δεν πηγαίνει (δε μεταβιβάζεται) πουθενά, π.χ. Τα παιδιά παίζουν. Ορισμένα ενεργητικά ρήματα χρησιμοποιούνται στον λόγο άλλοτε ως μεταβατικά και άλλοτε ως αμετάβατα, π.χ. Η Ζωή σπουδάζει Φιλοσοφία (μεταβατικό), αλλά Η Ζωή σπουδάζει στο εξωτερικό (αμετάβατο). Η ενεργητική διάθεση χρησιμοποιείται πιο συχνά από ό,τι η παθητική και κυρίως στον καθημερινό προφορικό λόγο και στον μη επίσημο γραπτό.

Παθητική διάθεση έχουν τα ρήματα που δείχνουν πως το υποκείμενο παθαίνει κάτι, π.χ. Η Φρόσω αδικήθηκε από τις φίλες της. Αυτός ή αυτό που προκαλεί το πάθημα άλλοτε παραλείπεται, Ο δάσκαλος ζαλίστηκε, και άλλοτε εκφράζεται από μια φράση που αρχίζει με την πρόθεση από και σπανιότερα με τη με, π.χ. Ο δάσκαλος ζαλίστηκε από τις φωνές. Η φράση που αρχίζει με το από (ή με το με) ονομάζεται ποιητικό αίτιο. Η παθητική διάθεση χρησιμοποιείται, όταν ο ομιλητής θέλει να δώσει έμφαση στο αποτέλεσμα της ενέργειας, σε αντίθεση με τη χρήση της ενεργητικής διάθεσης, με την οποία δίνεται έμφαση στην ενέργεια του ρήματος, αλλά και στον δράστη της ενέργειας, π.χ. Οι τελικοί βαθμοί δικαίωσαν τους φοιτητές (ενεργ.), αλλά Οι φοιτητές δικαιώθηκαν από τους τελικούς βαθμούς (παθητ.). Η παθητική διάθεση χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο σε ύφος τυπικό και ουδέτερο. Πολύ συχνή είναι επίσης η χρήση της στον ειδησεογραφικό δημοσιογραφικό λόγο.

Μέση διάθεση έχουν τα ρήματα τα οποία δείχνουν πως η ενέργεια που κάνει το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο. Τα ρήματα αυτά ονομάζονται μέσα, π.χ. Η Χριστίνα χτενίζεται προσεκτικά. Είναι δυνατό όμως να έχουμε μέση διάθεση, αλλά να μην εκτελεί την ενέργεια που δηλώνει το ρήμα το ίδιο το υποκείμενο, αλλά κάποιος άλλος για λογαριασμό του υποκειμένου, π.χ. Ο κλητήρας του σχολείου μας κουρεύεται στον κουρέα της γειτονιάς του. Τα μέσα ρήματα που δείχνουν πως η ενέργεια που κάνει το υποκείμενο επιστρέφει άμεσα στο ίδιο ονομάζονται αυτοπαθή, π.χ. Η Σοφία λούζεται, ενώ αυτά που δείχνουν ότι γίνεται μια ενέργεια κατά την οποία αλληλοεπηρεάζονται δύο ή περισσότερα υποκείμενα ονομάζονται αλληλοπαθή, π.χ. Ο Τάκης και ο Κώστας τηλεφωνιούνται συχνά.

Ουδέτερη διάθεση έχουν τα ρήματα που δείχνουν πως το υποκείμενο ούτε ενεργεί ούτε παθαίνει κάτι, απλώς βρίσκεται σε μια κατάσταση. Τα ρήματα αυτά ονομάζονται ουδέτερα, π.χ. O Παύλος κοιμάται πολύ.

β. Οι χρόνοι

Οι χρόνοι είναι μορφολογικοί τύποι του ρήματος, με τους οποίους δηλώνεται πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Οι χρόνοι είναι τριών ειδών: α) οι παροντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται στο παρόν(ενεστώτας και παρακείμενος), β) οι παρελθοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι έγινε στο παρελθόν (παρατατικός, αόριστος και υπερσυντέλικος), και γ) οι μελλοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον (εξακολουθητικός μέλλοντας, συνοπτικός μέλλοντας και συντελεσμένος μέλλοντας). Οι παραπάνω χρονικές σχέσεις δηλώνονται κυρίως στην οριστική. Η χρονική στιγμή στις κύριες προτάσεις ορίζεται σε σχέση με τον χρόνο που εκφωνείται ο λόγος. Με τους μορφολογικούς τύπους του ρήματος που δηλώνουν χρόνο δηλώνεται ταυτόχρονα και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η πράξη που σημαίνει το ρήμα σε σχέση με τη διάρκειά της. Για το χαρακτηριστικό αυτό βλ. πιο κάτω, στην ενότητα για το ποιόν ενέργειας του ρήματος, σ. 129.

Η σημασία των χρόνων στην οριστική

Παροντικοί χρόνοι

Ο ενεστώτας

Ο ενεστώτας δηλώνει κατά κανόνα ενέργεια που γίνεται στο παρόν συνεχώς ή επαναλαμβάνεται, π.χ. Οι διακοπές των μαθητών τα τελευταία χρόνια κρατούν δύο μήνες.

 

Ο ενεστώτας χρησιμοποιείται επίσης:

α)   Σε εκφράσεις που έχουν ένα γενικό, παγχρονικό ή αχρονικό, κύρος, όπως οι παροιμίες και τα γνωμικά. Τότε ονομάζεται γνωμικός ενεστώτας, π.χ. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.

β)   Σε αφηγήσεις που αναφέρονται σε πράξεις του παρελθόντος με σκοπό να δοθεί μεγαλύτερη ζωντάνια στην περιγραφή. Τότε ονομάζεται ιστορικός ενεστώτας, π.χ. Ήμασταν στον σταθμό και περιμέναμε το τρένο. Ξαφνικά έρχεται λαχανιασμένη η Αλίκη και μας ανακοινώνει το ευχάριστο νέο.

γ)   Σε εκφράσεις οι οποίες δηλώνουν μια ενέργεια που παρουσιάζεται ότι θα γίνει στο μέλλον οπωσδήποτε, π.χ. Την επόμενη εβδομάδα αρχίζουν οι εξετάσεις.

Ο παρακείμενος

Ο παρακείμενος δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια που έγινε πριν από τη χρονική στιγμή κατά την οποία εκφωνείται ο λόγος, αλλά το αποτέλεσμά της εξακολουθεί να ισχύει και στο παρόν, π.χ. Η κυβέρνηση έχει επιβάλει νέους φόρους. Σε πολλές περιπτώσεις ο παρακείμενος αντικαθίσταται από τον αόριστο. Γι' αυτό μπορεί να θεωρηθεί και παρελθοντικός χρόνος, π.χ. Ο κ. Ιωαννίδης έχει ζητήσει πολλά από τους μαθητές του → Ο κ. Ιωαννίδης ζήτησε πολλά από τους μαθητές του. Η αντικατάσταση όμως αυτή δεν είναι δυνατό να γίνει σε όλες τις περιπτώσεις, π.χ. ενώ μπορεί να ειπωθεί στη νέα ελληνική η φράση: Άνοιξεένα μαγαζί εδώ και δύο χρόνια, αλλά αναγκάστηκε να το κλείσει, δεν μπορεί όμως να ειπωθεί η φράση: Έχει ανοίξει ένα μαγαζί εδώ και δύο χρόνια, αλλά αναγκάστηκε να το κλείσει. (Στα παραπάνω παραδείγματα φαίνεται ότι δεν μπορεί να συνδυαστεί ο χρονικός προσδιορισμός του παρελθόντος με παρακείμενο, ενώ μπορεί να συνδυαστεί με αόριστο)

Ο παρακείμενος αντί του αορίστου χρησιμοποιείται συνήθως, όταν ο ομιλητής θέλει να δείξει ότι η χρονική απόσταση, η οποία χωρίζει τη στιγμή της πράξης που δηλώνει το ρήμα από τη στιγμή της αναφοράς στην πράξη αυτή, είναι μεγάλη, π.χ. Η Ελένη έχει εργαστεί σε βιβλιοπωλείο. Γενικώς πάντως, τα σημασιολογικά όρια μεταξύ του αορίστου και του παρακειμένου στη χρήση της νέας ελληνικής δεν είναι σαφή.

Παρελθοντικοί χρόνοι

Ο παρατατικός

Ο παρατατικός δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια που γινόταν στο παρελθόν συνεχώς ή επαναλαμβανόταν σε τακτά διαστήματα, π.χ. Εκείνη τη χρονιά δούλευα σ' έναν διεθνή οργανισμό. Ο παρατατικός χρησιμοποιείται επίσης με πρόταξη του θα, για να δηλώσει μια ενέργεια που δεν πραγματοποιείται είτε πρόκειται για το παρελθόν είτε για το παρόν είτε για το μέλλον, π.χ. Νόμιζα πως θα έφευγε σήμερα ο Γιώργος.

Ο αόριστος

Ο αόριστος δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια που έγινε και τελείωσε στο παρελθόν, π.χ. Ο σερβιτόρος καθάρισε όλα τα τραπέζια.

Ο αόριστος χρησιμοποιείται επίσης:

α) Σε εκφράσεις οι οποίες δηλώνουν ενέργειες που γίνονται στο παρόν, τις οποίες κατά κανόνα δηλώνει ο ενεστώτας. Χρησιμοποιείται σε γνωμικά και παροιμίες και ονομάζεται γνωμικός αόριστος, π.χ. Ο τρελός είδε τον μεθυσμένο και τον φοβήθηκε.

β) Σε εκφράσεις οι οποίες δηλώνουν ενέργειες που παρουσιάζονται ότι θα γίνουν οπωσδήποτε και γρήγορα στο μέλλον, π.χ. Στείλε μου μήνυμα εσύ κι εγώ αμέσως ήρθα.

Ο υπερσυντέλικος

Ο υπερσυντέλικος δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια που έγινε στο παρελθόν, πριν αρχίσει κάποια άλλη που επίσης έγινε στο παρελθόν, π.χ. Ο αντιπρόεδρος είχε φύγει, όταν τον ζήτησαν στο τηλέφωνο.

Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται επίσης:

α) Για να δηλώσει ότι κάποια ενέργεια έγινε στο πολύ μακρινό παρελθόν, χωρίς να συσχετιστεί αυτή με κάποια άλλη ενέργεια, π.χ. Κάποτε η αδελφή του Γιώργου είχε κερδίσει στο λαχείο. Στην περίπτωση αυτή ο υπερσυντέλικος μπορεί να αντικατασταθεί και με τον αόριστο, π.χ. Κάποτε η αδελφή του Γιώργου κέρδισε στο λαχείο.

β) Με πρόταξη του θα, για να δηλώσει ότι κάποια ενέργεια δεν ολοκληρώθηκε, αν και θα ήταν δυνατό να είχε ολοκληρωθεί στο παρελθόν, π.χ. Κάθε λογικός άνθρωπος εκείνη την ώρα θα είχε φύγει. Ο Γιώργος όμως δεν έφυγε.

Μελλοντικοί χρόνοι

Ο συνοπτικός μέλλοντας

Ο συνοπτικός μέλλοντας δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια που θα γίνει και θα τελειώσει σε κάποια μελλοντική στιγμή, π.χ. Αύριο το πρωί ο Αριστοτέλης θα σου φέρει τα αποτελέσματα.

Ο συνοπτικός μέλλοντας χρησιμοποιείται επίσης:

α) Αντί για ενεστώτα, για να δηλώσει μια επαναλαμβανόμενη ενέργεια, π.χ. Ο Περικλής κάθε μεσημέρι θα επιστρέψει από το σχολείο, θα φάει, θα διαβάσει και θα δει τηλεόραση.

β) Σπανιότερα, σε βιογραφικές αφηγήσεις, αντί για αόριστο, π.χ. Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε και σπούδασε στην Αθήνα. Στη συνέχεια θα ζήσει μερικά χρόνια στο Παρίσι. Θα μεγαλουργήσει όμως στο Βερολίνο.

Ο εξακολουθητικός μέλλοντας

Ο εξακολουθητικός μέλλοντας δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια που θα γίνεται στο μέλλον συνεχώς ή θα επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα, π.χ. Το νέο διαστημόπλοιο θα ταξιδεύει συνέχεια στο διάστημα.

Ο συντελεσμένος μέλλοντας

Ο συντελεσμένος μέλλοντας δηλώνει κατά κανόνα μια ενέργεια η οποία θα γίνει στο μέλλον και θα έχει τελειώσει, πριν τελειώσει μια άλλη ενέργεια. Η τελευταία ενέργεια είτε δηλώνεται είτε υπονοείται, π.χ. Όταν έρθει η διευθύντρια, οι μαθητές θα έχουν μπει στην αίθουσα.

γ. Εγκλίσεις και τροπικότητες

Με τις εγκλίσεις δηλώνεται πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε κάθε φορά αυτό που σημαίνει το ρήμα. Οι εγκλίσεις του ρήματος διαφοροποιούνται είτε μορφολογικά είτε με τη χρήση μορίων πριν από τους ρηματικούς τύπους και είναι δύο ειδών: οι προσωπικές και οι απρόσωπες. Οι προσωπικές εγκλίσεις έχουν ξεχωριστούς μορφολογικούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα του ρήματος και είναι η οριστική, η υποτακτική και η προστακτική, π.χ. Περπάτα γρήγορα (προστ.). Οι απρόσωπες εγκλίσεις είναι αυτές που δε διαθέτουν ξεχωριστούς μορφολογικούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα του ρήματος και είναι το απαρέμφατο και η μετοχή, π.χ. Διαβάζει ακούγοντας μουσική (μετοχή).

Τροπικότητες ονομάζονται οι διάφορες σημασιολογικές λειτουργίες που εκφράζονται με τη χρήση των εγκλίσεων και δείχνουν την υποκειμενική στάση του ομιλητή, π.χ. Να κερδίσει το λαχείο και τότε ποιος τον πιάνει! (υποθετική τροπικότητα). Οι τροπικότητες είναι δύο ειδών: η επιστημική και η δεοντική. Επιστημική τροπικότητα είναι αυτή που σχετίζεται με τον βαθμό της βεβαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής γι' αυτό που λέει, π.χ. Πρέπει να περάσατε πολύ καλά στο ταξίδι. Δεοντική τροπικότητα είναι αυτή που σχετίζεται με τον βαθμό της αναγκαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής για την πραγματοποίηση αυτού που λέει, π.χ. Λέω να πάω σήμερα θέατρο. Οι τροπικότητες εκφράζονται στη νέα ελληνική με ένα μεγάλο αριθμό γλωσσικών (π.χ. συνδυασμοί συνδέσμων, τροπικά ρήματα, εκφράσεις κτλ.) και εξωγλωσσικών (π.χ. ανασήκωμα ώμων, χειρονομίες κτλ.) στοιχείων. Εξετάζονται μαζί με τις εγκλίσεις, γιατί και οι εγκλίσεις –κυρίως οι προσωπικές– εκφράζουν τροπικότητες.

Οι εγκλίσεις

Οι προσωπικές εγκλίσεις

Η οριστική

Η οριστική εκφράζει κατά κανόνα μια ενέργεια ή μια κατάσταση πραγματική και βέβαιη, π.χ. Η Ελλάδα ανήκει στην Ενωμένη Ευρώπη. Συχνά όμως μπορεί να εκφράζει και άλλες σημασίες, όπως τη δυνατότητα να γίνει κάτι (π.χ. Θα πετούσε από τη χαρά του, αν έπαιρνε το δίπλωμα), την πιθανότητα (π.χ. Δεν ήρθε ακόμη. Θα τον πήρε ο ύπνος), την ευχή (π.χ. Ας τον έβλεπε κι ας ήταν για λίγο) και την παράκληση (π.χ. Δεν προσέχεις λιγάκι τη διατροφή σου). Για περισσότερα σχετικά με τις σημασίες που εκφράζει η οριστική βλ. στην ενότητα για τις τροπικότητες (σ. 128).

Η οριστική έχει κανονικά άρνηση δε(ν). Όταν δηλώνει ευχή, έχει άρνηση μη(ν).

Η υποτακτική

Η υποτακτική εκφράζει κατά κανόνα το ζητούμενο, το ενδεχόμενο και το επιθυμητό, π.χ. Αν μαγειρέψω γεμιστά, θα είναι όλοι ευχαριστημένοι. Συχνά παίρνει και άλλες σημασίες, όπως της προτροπής (π.χ. Ας σταματήσετε αυτή τη φλυαρία!), της παραχώρησης (π.χ. Ας δεχτούμε στην εκδρομή ακόμη έναν), της ευχής (π.χ. Μακάρι να ζήσει), της απορίας (π.χ. Δεν είναι καθόλου καλά τα νέα, πώς να του το πω;), της προσταγής (π.χ. Να τα πεις όλα), της απαγόρευσης (π.χ. [Nα] Μην πιστεύεις στον καθένα) κ.ά. Για περισσότερα σχετικά με τις σημασίες που εκφράζει η υποτακτική βλ. στην ενότητα για τις τροπικότητες.

Η υποτακτική χαρακτηρίζεται από τη χρήση των μορίων να, ας, καθώς και από το ότι συνδυάζεται με τους συνδέσμους αν, εάν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, για να, μήπως.

Στις απαγορεύσεις χρησιμοποιείται συνήθως η υποτακτική χωρίς το μόριο να, π.χ. (Να) Μην τον ακούς σε ό,τι σου λέει.

Η υποτακτική έχει την άρνηση μη(ν).

Η προστακτική

Η προστακτική ανάλογα με την επικοινωνιακή συνθήκη μπορεί να εκφράζει προσταγή (π.χ. Προχωρήστε αργά και σταθερά προς τα εμπρός), παράκληση (π.χ. Ελάτε, σας παρακαλώ, στις θέσεις σας) κ.ά. Για περισσότερα σχετικά με τις σημασίες που εκφράζει η προστακτική βλ. πιο κάτω, στην ενότητα Οι τροπικότητες.

Οι απρόσωπες εγκλίσεις

Η μετοχή

Η νέα ελληνική διαθέτει κατά βάση για τη μετοχή τρεις τύπους: α) έναν για τη μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής, β) έναν για τη μετοχή του ενεστώτα παθητικής φωνής και γ) έναν για τη μετοχή του παρακειμένου της παθητικής φωνής.

α) Η μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής είναι άκλιτη και δηλώνει πράξη που γίνεται ταυτόχρονα με την πράξη που δηλώνει το ρήμα της πρότασης στην οποία βρίσκεται η μετοχή, π.χ. Έδινε εντολές με τα χέρια μιλώντας ταυτόχρονα στο κινητό. Η μετοχή του ενεστώτα έχει πάντα το υποκείμενό της σε πτώση ονομαστική και είναι συνήθως το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος που προσδιορίζει (συνημμένη μετοχή), π.χ. Η Ελένη έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Σε ορισμένες –σπάνιες– περιπτώσεις μπορεί το υποκείμενο της μετοχής να είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος που προσδιορίζει, π.χ. Ανεβαίνοντας το βουνό, ο ιδρώτας άρχισε να ρέει ασταμάτητα. Η μετοχή του ενεστώτα εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις, κυρίως τρόπο, αλλά και χρόνο, αιτία, υπόθεση, και εναντίωση (επιρρηματική μετοχή), π.χ. Έφυγε περπατώντας βιαστικά (τόπος).

β) Ο τύπος της μετοχής του παρακειμένου της παθητικής φωνής κλίνεται στα τρία γένη και στους δυο αριθμούς και λειτουργεί ως επίθετο (επιθετική μετοχή), π.χ. Οι μαθητές της Β΄ τάξης ήταν χθες αναστατωμένοι.

γ) Η μετοχή του ενεστώτα της παθητικής φωνής κλίνεται κι αυτή στα τρία γένη και στους δύο αριθμούς και λειτουργεί ως επίθετο (επιθετική μετοχή), π.χ. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. Ορισμένες από αυτές τις μετοχές έγιναν ουσιαστικά, π.χ. Το ζητούμενο της οικονομίας είναι η αύξηση των εσόδων.

Στους τύπους της μετοχής μπορούν να συμπεριληφθούν και οι περιφραστικοί τύποι για τη μετοχή του παρακειμένου της ενεργητικής και της παθητικής φωνής. Λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο με τη μετοχή του ενεστώτα ενεργητικής φωνής, μόνο που δηλώνουν πράξη προτερόχρονη από την πράξη που δηλώνει το ρήμα της κύριας πρότασης, π.χ. Έχοντας γράψει όλες τις επιστολές, ένιωθε σίγουρος για το μέλλον.

Τέλος, οι μετοχές του ενεστώτα της ενεργητικής φωνής σε -ων, -ουσα, -ον ή -ών, -ούσα, -όν/-ούν, του αορίστου της ενεργητικής φωνής (-ας, -ασα, -αν) και του αορίστου της παθητικής φωνής (-είς, -είσα, -έν), που προέρχονται από την Καθαρεύουσα και χρησιμοποιούνται σε πολύ τυπικό ύφος, λειτουργούν συνήθως ως επίθετα, π.χ. Ο αρχιεπίσκοπος επιβράβευσε τους μελετώντες την Αγία Γραφή. Οι ελπίσαντες στη βελτίωση της οικονομίας διαψεύστηκαν. Τα ενισχυθέντα με τόνους τσιμέντου φράγματα άντεξαν στην ισχυρή πίεση του ποταμού (βλ. και σ. 96).

Το απαρέμφατο

Το απαρέμφατο είναι ένας άκλιτος τύπος του ρήματος που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό περιφραστικών χρόνων, π.χ. έχει ανοίξει, έχουμε ζήσει.

Οι τροπικότητες

Επιστημική τροπικότητα

Η επιστημική τροπικότητα καλύπτει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με τη βεβαιότητα του ομιλητή γι' αυτό που λέει, που στο ένα του άκρο βρίσκεται η υπόθεση και στο άλλο η ρητά δηλωμένη βεβαιότητα. Ορισμένες από αυτές τις σημασίες είναι οι εξής:

Υπόθεση

Εκφράζεται η υπόθεση του ομιλητή γι' αυτό που λέει. Εκφέρεται με το να + υποτακτική, τα αν, εάν, άμα, έτσι και, ας + οριστική πολλών χρόνων κ.ά., π.χ. Να ξέρουν οι άνθρωποι τι χάνουν από τη ζωή στο χωριό, θα φύγουν από τις πόλεις. Ας είχε αυτοκίνητο και θα έβλεπες πού θα ήταν.

Δυνατότητα

Εκφράζεται από τον ομιλητή αυτό που είναι δυνατό να γίνει. Εκφέρεται ως εξής: μπορεί + υποτακτική, ίσως + υποτακτική, θα + οριστική κ.ά., π.χ. Φέτος, λόγω του καιρού, μπορεί να έχουμε μεγάλη παραγωγή λαδιού. Ίσως κάνει λιγότερο κρύο τον επόμενο μήνα.

Πιθανότητα

Εκφράζεται από τον ομιλητή η πιθανότητα να γίνει αυτό που λέει. Από αυτήν την άποψη είναι πιο ισχυρή από τη δυνατότητα. Εκφέρεται με τα πρέπει + υποτακτική, θα + οριστική κ.ά., π.χ. Ο θείος σου πρέπει να έχει πολλά χρήματα για να τα ξοδεύει τόσο εύκολα. Θα ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια.

Βεβαιότητα

Εκφράζεται από τον ομιλητή βεβαιότητα γι' αυτό που λέει. Εκφέρεται με απλή οριστική και συνοδεύεται συχνά από εκφράσεις (επιρρήματα κτλ.) που δηλώνουν βεβαιότητα, π.χ. Ο Κολόμβος σίγουρα ανακάλυψε την Αμερική.

Δεοντική τροπικότητα

Η δεοντική τροπικότητα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα σημασιών σχετικών με την προσδοκία πραγματοποίησης αυτών που λέει ο ομιλητής, που στο ένα άκρο του βρίσκεται η απλή επιθυμία και στο άλλο η υποχρέωση. Ορισμένες από αυτές τις σημασίες είναι οι εξής:

Επιθυμία

Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου. Εκφέρεται συχνά με το ρήμα θέλω + υποτακτική, π.χ. Όλοι θέλουν να έχουν καλή υγεία.

Ευχή

Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου ως ευχή. Είναι πιο ισχυρή από την τροπικότητα της επιθυμίας. Εκφέρεται με απλή υποτακτική (και εκφράσεις που δείχνουν πως πρόκειται για ευχή και όχι προσταγή) και με τα ας, να, μακάρι, που + υποτακτική, π.χ. Ας πλύνει καμιά φορά το αυτοκίνητο. Να μπεις στην εκκλησία, έστω και για λίγο.

Πρόθεση

Εκφράζεται από τον ομιλητή η πρόθεση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται με ρήματα που δηλώνουν πρόθεση (στοχεύω να, σκοπεύω να, προτίθεμαι να, λέω να κτλ.) + υποτακτική, π.χ. Οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου σκοπεύουν να πάνε φέτος εκδρομή στην Ιταλία.

Υποχρέωση

Εκφράζεται από τον ομιλητή η ανάγκη, η υποχρέωση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια. Εκφέρεται, εκτός της προστακτικής, με το απρόσωπο ρήμα «πρέπει» και με ανάλογες εκφράσεις (είναι ανάγκη, είναι υποχρεωμένος κτλ.) + υποτακτική, π.χ. Φέτος ο Γιάννης πρέπει να πάρει το πτυχίο του.

δ. Το ποιόν ενέργειας

Το ποιόν ενέργειας είναι μια μορφολογική κατηγορία που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο ομιλητής το αν η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα εμφανίζεται ως ολοκληρωμένη, ως εξελισσόμενη κτλ. Το ποιόν ενέργειας του ρήματος ονομάζεται και τρόπος ή όψη. Στη νέα ελληνική υπάρχουν τρία είδη ποιού ενέργειας, τα οποία είναι:

α) Το μη συνοπτικόεξακολουθητικό-επαναλαμβανόμενο) ποιόν ενέργειας παρουσιάζει την ενέργεια που δηλώνει το ρήμα ως συνεχιζόμενο ή επαναλαμβανόμενο γεγονός, π.χ. Κάθε μέρα πίνει ένα ποτήρι γάλα. Ο Βασίλης πότιζε τον κήπο, όταν άρχισε να αστράφτει.

β) Το συνοπτικόσυνοπτικό-στιγμιαίο) ποιόν ενέργειας παρουσιάζει την ενέργεια που δηλώνει το ρήμα ως γεγονός ολοκληρωμένο, αλλά δίνεται έμφαση κυρίως στην ίδια την πράξη και όχι στη χρονική διάρκεια, π.χ. Έψαξε όλο τον κόσμο, αλλά δεν τον βρήκε. Η Φωτεινή φέτος θέλει να αυξήσει τα έσοδά της.

γ) Το συντελεσμένο ποιόν ενέργειας δηλώνει μια ενέργεια η οποία έγινε πριν από τη χρονική στιγμή που εκφωνείται ο λόγος, αλλά το αποτέλεσμά της εξακολουθεί να ισχύει και στο παρόν, π.χ. Ο ήλιος έχει ανατείλει από ώρα. Όταν φτάσει ο τελευταίος αθλητής στο τέρμα, ο πρώτος θα έχει πάρει και τα βραβεία.

Οι χρόνοι που παρουσιάζουν το μη συνοπτικό ποιόν ενέργειας σχηματίζονται από το ενεστωτικό θέμα, ενώ οι χρόνοι που παρουσιάζουν το συνοπτικό και το συντελεσμένο ποιόν ενέργειας σχηματίζονται από το αοριστικό θέμα.

ε. Πρόσωπο και αριθμός

Πρόσωπα ονομάζουμε τους μορφολογικούς τύπους που δείχνουν τα πρόσωπα της ομιλίας, ενώ αριθμό τους μορφολογικούς τύπους που δείχνουν την ποσότητα των υποκειμένων του ρήματος, π.χ. Εσείς πότε θα πάτε στην εκδήλωση;

Συμφωνία προσώπου και αριθμού

Το ρήμα συμφωνεί κανονικά με το πρόσωπο και τον αριθμό των προσώπων που δηλώνονται από την ονοματική φράση του υποκειμένου. Στον λόγο όμως είναι δυνατό να διαφοροποιείται το πρόσωπο και ο αριθμός των προσώπων που δηλώνει το γραμματικό υποκείμενο από το πραγματικό υποκείμενο. Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:

α)   Όταν θέλουμε να απευθυνθούμε ευγενικά σε κάποιο πρόσωπο με το οποίο δεν έχουμε οικειότητα, χρησιμοποιούμε πληθυντικό (πληθυντικός ευγενείας), π.χ. Πιστέψατε σε αυτά που σας είπε η κ. Αντωνίου; (αντί Πίστεψες …).

β)   Όταν θέλουμε να αναφερθούμε αόριστα σε κάποιον, χρησιμοποιούμε το δεύτερο πρόσωπο ενικού ή τρίτο πληθυντικού αντί για την αόριστη αντωνυμία κανείς + γ΄ πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού, π.χ. Με τον Ζαφειρόπουλο περνάς πάντα πολύ καλά (αντί περνά κανείς …). Από πού πάνε για την Κόρινθο; (αντί Από πού πάει κανείς …).

γ)   Όταν θέλουμε να απευθυνθούμε με πολύ φιλικό ή και εχθρικό τρόπο σε κάποιον, χρησιμοποιούμε το γ΄ ενικό πρόσωπο αντί του β΄ ενικού ή πληθυντικού, π.χ. Τι προτιμάει ο φίλος; (αντί Τι προτιμάτε;). Τι θέλει η κυρία; (αντί Τι θέλεις …;).

δ)   Όταν δίνουμε οδηγίες με φιλικό τρόπο ή συνταγή μαγειρικής, χρησιμοποιούμε συχνά το α΄ πληθυντικό πρόσωπο αντί του β΄ πληθυντικού, π.χ. Βάζουμε ένα κιλό αλεύρι και το ανακατεύουμε με λίγο νερό (αντί Βάζετε … ανακατεύετε).

ε)   Όταν θέλουμε να δείξουμε ότι συμμετέχουμε συναισθηματικά σε αυτά που εκφράζει το ρήμα, χρησιμοποιούμε το α΄ πληθυντικό αντί του β΄ ενικού ή πληθυντικού, π.χ. Πώς περάσαμε χθες; (αντί Πώς πέρασες …;).

Απρόσωπα ρήματα

Υπάρχει μια κατηγορία ρημάτων που χρησιμοποιούνται στο τρίτο ενικό πρόσωπο, συνήθως χωρίς λεξικό υποκείμενο. Τα ρήματα αυτά ονομάζονται απρόσωπα. Ως απρόσωπα ρήματα χρησιμοποιούνται: α) ρήματα που σχηματίζονται μόνο στο γ΄ ενικό πρόσωπο, τα οποία ονομάζονται τριτοπρόσωπα, π.χ. επείγει, πρέπει, β) το γ΄ ενικό πρόσωπο προσωπικών ρημάτων, π.χ. αξίζει, μπορεί, γ) το γ΄ ενικό πρόσωπο ρημάτων που δηλώνουν φυσικά φαινόμενα, π.χ. αστράφτει, βρέχει και δ) το γ΄ ενικό πρόσωπο ρημάτων παθητικής φωνής, π.χ. επιτρέπεται, φαίνεται.

Παρόμοια λειτουργία με αυτήν των απρόσωπων ρημάτων έχουν και οι απρόσωπες εκφράσεις. Σχηματίζονται συνήθως με το γ΄ ενικό πρόσωπο του ρήματος είμαι και ένα επίθετο ή ουσιαστικό, π.χ. Είναι σίγουρο ότι η γλώσσα μας εξελίσσεται. Είναι κρίμα που δεν ήρθε.

3.3
Η ρηματική φράση και τα στοιχεία της

Η ρηματική φράση στην απλούστερη μορφή της μπορεί να αποτελείται από ένα ρήμα μόνο του ή από ένα ρήμα και μια ονοματική φράση ή από ένα ρήμα και μια εμπρόθετη (προθετική) φράση. Παρακάτω εξετάζουμε τις δύο τελευταίες περιπτώσεις.

α. Ρήμα με ονοματική φράση ως αντικείμενο

Ονοματική φράση ως αντικείμενο παίρνουν μόνο τα μεταβατικά ρήματα. Η ονοματική φράση που λειτουργεί ως αντικείμενο μπορεί να είναι οποιοδήποτε μέρος του λόγου. Ορισμένα από τα μεταβατικά ρήματα δέχονται μόνο ένα αντικείμενο, ενώ άλλα δύο αντικείμενα. Τα πρώτα ονομάζονται μονόπτωτα ρήματα και τα δεύτερα δίπτωτα.

α)Τα μονόπτωτα ρήματα έχουν αντικείμενο συνήθως σε αιτιατική πτώση, π.χ. Μια διμοιρία στρατιωτών κατασκεύασε τη γέφυρα. Δεν επεδίωκε ποτέ αξιώματα. Σπανιότερα έχουν αντικείμενο σε γενική πτώση, π.χ. Οι ενέργειες αυτές άπτονται των δικαιωμάτων του. Της μιλούσε όλη μέρα για το ταξίδι του.

Όταν το αντικείμενο προέρχεται από την ίδια ρίζα από την οποία προέρχεται και το ρήμα, τότε ονομάζεται εσωτερικό ή σύστοιχο αντικείμενο, π.χ. Τα νιάτα ζουν τη ζωή τους.

β)Τα δίπτωτα ρήματα έχουν δύο αντικείμενα σε διαφορετική πτώση, ορισμένες φορές όμως και στην ίδια πτώση. Το ένα από τα αντικείμενα, στο οποίο μεταβιβάζεται άμεσα η ενέργεια του ρήματος, ονομάζεται άμεσο, ενώ το άλλο, στο οποίο μεταβιβάζεται έμμεσα, ονομάζεται έμμεσο αντικείμενο.

Τα δίπτωτα ρήματα έχουν αντικείμενα:

Άμεσο σε αιτιατική και έμμεσο σε γενική, π.χ. Έδωσε του Γιάννη ένα βιβλίο. Δε μου γνώρισε ακόμη τους γονείς του.

Άμεσο και έμμεσο σε αιτιατική, π.χ. Ο κ. Παλατίδης μάθαινε τους φοιτητές του παλαιογραφία. Στην περίπτωση αυτή άμεσο αντικείμενο είναι αυτό που δηλώνει πρόσωπο ή προσωποποιημένο πράγμα. Αν και οι δύο αιτιατικές δηλώνουν πράγμα, έμμεσο αντικείμενο είναι αυτό που μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο, π.χ. Φόρτωσαν το φορτηγό τούβλα (με τούβλα = έμμεσο).

β. Ρήμα με εμπρόθετη φράση ως αντικείμενο

Ένας εμπρόθετος προσδιορισμός που σχηματίζεται με τις προθέσεις από, με, σε + αιτιατική είναι δυνατό να λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος και ονομάζεται εμπρόθετο αντικείμενο, π.χ. Ζήτησε από τον Γιώργο δέκα ευρώ (του ζήτησε). Γέμισε το σπίτι με λουλούδια (γέμισε το σπίτι λουλούδια).

Παρατηρώ και… καταλαβαίνω…

 

1. Το ρήμα και η ρηματική φράση διευκρινίζουν, επεξηγούν και, σε τελευταία ανάλυση, ολοκληρώνουν το νόημα που θέλει να εκφράσει ο ομιλητής στο πλαίσιο μιας πρότασης. Παρατηρήστε τα παρακάτω κείμενα. Το πρώτο κείμενο δεν περιέχει ρήματα, το δεύτερο περιέχει.

Διάλογος δύο ατόμων που περιμένουν στη στάση να περάσει το λεωφορείο:

 

(χωρίς ρήματα)

Α. Πολύ το λεωφορείο.

Β. Ναι. Εδώ και ένα τέταρτο.

Α. Μήπως απεργία οι οδηγοί των λεωφορείων;

Β. Δεν. Ίσως.

Α. Πώς;

 

(με ρήματα)

Α. Άργησε πολύ το λεωφορείο.

Β. Ναι. Έπρεπε να έχει περάσει εδώ και ένα τέταρτο.

Α. Μήπως έχουν απεργία οι οδηγοί των λεωφορείων;

Β. Δεν ξέρω. Ίσως.

Α. Πώς μπορούμε να μάθουμε;

 

Παρατηρούμε ότι στο πρώτο κείμενο τα νοήματα που δίνουν οι προτάσεις είναι ανολοκλήρωτα και ασαφή. Στο δεύτερο κείμενο η προσθήκη των ρημάτων δίνει στις προτάσεις ολοκληρωμένο νόημα.

 

2. Ορισμένες φορές η ολοκλήρωση του νοήματος γίνεται από τα συμφραζόμενα, οπότε δε χρειάζεται η προσθήκη του ρήματος ή της ρηματικής φράσης. Παρατηρήστε τον παρακάτω διάλογο που γίνεται μεταξύ δύο ατόμων τα οποία βρίσκονται μπροστά σε ένα συγκρότημα κατοικιών με κήπους. Τα άτομα αυτά συζητούν για ιδιοκτησίες.

 

Α. Αυτό το διώροφο που βλέπετε μπροστά σας ανήκει στον αδελφό μου.

Β.  Ο κήπος; [ενν. ο κήπος σε ποιον ανήκει;].

Α.  Ο κήπος ο οποίος είναι μπροστά στο κτίριο είναι κοινόχρηστος και τον ποτίζουμε εκ περιτροπής όλοι οι συνιδιοκτήτες.

Β. Με το λάστιχο; [ενν. τον ποτίζετε με το λάστιχο;].

Α. Όχι, έχουμε βάλει σύστημα αυτόματου ποτίσματος.

Β. Λειτουργεί κανονικά;

Α. Ασφαλώς [ενν. ασφαλώς λειτουργεί κανονικά].

 

3. Η χρήση της διάθεσης (ενεργητικής – παθητικής) στη νέα ελληνική σχετίζεται και με το είδος λόγου μέσα στο οποίο εντάσσονται τα όσα λέει ο ομιλητής αλλά και με το αν θέλει να δώσει έμφαση στην ενέργεια ή στο αποτέλεσμα του ρήματος.

 

Παρατηρήστε παρακάτω τις διπλές εκδοχές του ίδιου περιεχομένου.

 

α1. Προχθές ο υπουργός πολιτισμού εγκαινίασε την έκθεση γλυπτών στο αρχαιολογικό μουσείο της Φλώρινας.

α2. Εγκαινιάστηκε προχθές από τον υπουργό πολιτισμού η έκθεση γλυπτών στο αρχαιολογικό μουσείο της Φλώρινας.

β1. Η Ε.Μ.Υ. προβλέπει για σήμερα αίθριο καιρό σε όλη τη χώρα.

β2. Για σήμερα σε όλη τη χώρα προβλέπεται αίθριος καιρός.

γ1. Η ΓΣΕΕ προγραμμάτισε νέες κινητοποιήσεις από την αρχή της επόμενης εβδομάδας.

γ2. Προγραμματίζονται νέες κινητοποιήσεις από τη ΓΣΕΕ από την αρχή της επόμενης εβδομάδας.

 

Παρατηρούμε ότι η διαφορά στη χρήση της ενεργητικής και της παθητικής διάθεσης μεταξύ α1 και α2 βρίσκεται στο είδος λόγου όπου ανήκει η κάθε φράση. Η α1 φαίνεται να ανήκει στον προφορικό λόγο, ενώ η α2 στον γραπτό. Μεταξύ των β1 και β2, καθώς και μεταξύ γ1 και γ2, η διαφορά στη χρήση της ενεργητικής με την παθητική διάθεση βρίσκεται κυρίως στην έμφαση που θέλει να δώσει ο ομιλητής. Στα β1 και γ1 έμφαση δίνεται στην ενέργεια, ενώ στα β2 και γ2 στο αποτέλεσμα. Στο β2 παρατηρούμε και απουσία του ποιητικού αιτίου, κάτι που είναι συνηθισμένο στην παθητική σύνταξη.

 

4. Παρατηρήστε στο παρακάτω κείμενο την ακριβή χρονική σημασία των χρωματισμένων ρημάτων.

Σ' ένα ξερονήσι, στις παρυφές των Δωδεκανήσων. Βρίσκομαι στην ακατοίκητη πλευρά, στη δυσπρόσιτη. Η παραλία είναι μικρή, γεμάτη κοτρόνες και λιγοστά βότσαλα διάσπαρτα. Οι σκιές τώρα χάνονται και οι ακτίνες του ήλιου τρυπούν την επιφάνεια της θάλασσας σαν δισεκατομμύρια βελόνες. Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα λεπτά από τη στιγμή που βούτηξα. Συνήθως οι αντοχές μου δε με κρατούν, όμως τούτη τη φορά μια πρωτόγνωρη ενέργεια με κινεί. Έχω κατέβει πάνω από δώδεκα μέτρα, αλλά το βάρος του νερού ούτε που το αισθάνομαι. Γλιστράω με αργές, αμφίβιες κινήσεις, ενώ το φως γύρω μου έχει λιγοστέψει, δίνοντας στους βράχους και στα φύκια μια απόκοσμη όψη.

(Αυτούσιο απόσπασμα από το κείμενο του Κώστα Κατσουλάρη «Κοσμική βουτιά», Το Βήμα της Κυριακής, φύλλο 14-8-2005).

Ενεστώτας: βρίσκομαι, είναι, χάνονται, κρατούν, κινεί, αισθάνομαι, δίνοντας.

Παρακείμενος: έχουν περάσει, έχω κατέβει, έχει λιγοστέψει.

Παρατηρούμε ότι τα χρωματισμένα ρήματα, που βρίσκονται σε ενεστώτα (βρίσκομαι, χάνονται, κινεί, αισθάνομαι, δίνοντας), αναφέρονται στο παρελθόν σε σχέση με τον χρόνο που τα γράφει ο συγγραφέας και σε σχέση με τον χρόνο που τα διαβάζει ο αναγνώστης. Πρόκειται δηλαδή για ιστορικούς ενεστώτες. Τα χρωματισμένα ρήματα είναι, κρατούν έχουν μια γενική χρονική σημασία, αφού αναφέρονται σε κάτι που υπήρχε και πιθανόν υπάρχει και την ώρα της ανάγνωσης. Παρατηρούμε ακόμη ότι τα έχουν περάσει, έχω κατέβει και έχει λιγοστέψει δηλώνουν ενέργειες των οποίων το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υπάρχει, ενώ συνεχίζει να γίνεται μια άλλη ενέργεια (βούτηξα). Οι παρακείμενοι αυτοί σχετίζονται με το παρόν που εννοείται ότι δηλώνεται με τους ενεστώτες (ιστορικούς).

 

5. Οι τροπικότητες στη νέα ελληνική εκφράζονται με διάφορες εγκλίσεις σε συνδυασμό με ορισμένα γραμματικά και λεξικά μέσα. Τα πιο συνηθισμένα γραμματικά μέσα είναι οι δείκτες να, ας και θα. Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα-φράσεις όπου, ενώ χρησιμοποιείται η ίδια έγκλιση του ίδιου ρήματος σε συνδυασμό με τον ίδιο δείκτη, η τροπικότητα του ρήματος διαφοροποιείται λόγω κυρίως της συνθήκης μέσα στην οποία λέγεται η φράση.

α1. Να πάει ο αδελφός μου στη δουλειά κι εγώ θα χοροπηδώ από τη χαρά μου.

[Ο ομιλητής επιθυμεί πάρα πολύ ο αδελφός του να πάει στη δουλειά, γιατί προφανώς ο αδελφός του δε θέλει να δουλέψει. Με την έκφραση αυτή εκφράζεται η τροπικότητα της ευχής].

α2. Να πάει άραγε ο αδελφός μου σήμερα στη δουλειά;

[Ο ομιλητής αναρωτιέται αν ο αδελφός του πάει ή όχι στη δουλειά. Εδώ εκφράζεται η τροπικότητα της υπόθεσης].

β1. Ας έχει γυρίσει νωρίς η Κατερίνα στο σπίτι.

[Ο ομιλητής εκφράζει την ευχή και τη θέλησή του να έχει επιστρέψει η Κατερίνα νωρίς στο σπίτι. Εδώ εκφράζεται η τροπικότητα της ευχής].

β2. Ας έχει γυρίσει νωρίς η Κατερίνα στο σπίτι και όλα θα πάνε καλά.

[Ο ομιλητής υποθέτει ότι, αν έχει γυρίσει η Κατερίνα νωρίς στο σπίτι, θα πάνε όλα καλά. Εκφράζεται εδώ η τροπικότητα της υπόθεσης αλλά και της ευχής].

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

ΦΩΝΕΣ

Ενεργητική

Παθητική

ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ

Ενεργητική

Παθητική

Μέση

Ουδέτερη

ΧΡΟΝΟΙ

Παροντικοί

Ενεστώτας

Παρακείμενος

Παρελθοντικοί

Παρατατικός

Αόριστος

Υπερσυντέλικος

Μελλοντικοί

Συνοπτικός μέλλοντας

Εξακολουθητικός μέλλοντας

Συντελεσμένος μέλλοντας

ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ

Προσωπικές

Οριστική

Υποτακτική

Προστακτική

Απρόσωπες

Μετοχή

Απαρέμφατο

ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

Επιστημική

Υπόθεση, πιθανότητα, δυνατότητα κ.ά.

Δεοντική

Επιθυμία, ευχή, πρόθεση κ.ά

ΠΟΙΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Μη συνοπτικό ή

εξακολουθητικό-επαναλαμβανόμενο

Συνοπτικό ή συνοπτικό-στιγμιαίο

Συντελεσμένο

ΠΡΟΣΩΠΟ

α΄, β΄ γ΄ πρόσωπα ενικού

α΄, β΄, γ΄ πρόσωπα πληθυντικού