Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
3. ΓΡΑΦΗ

Το γραφικό σύστημα περιλαμβάνει όλα τα γραπτά σύμβολα (γράμματα, τονικά σημάδια, σημεία στίξης), με τα οποία επιχειρείται να καταγραφεί η γλώσσα.

3.1
Τα γράμματα

Το αλφάβητο της νέας ελληνικής αποτελείται από 24 γράμματα, τα οποία χωρίζονται σε πεζά και κεφαλαία. Αυτά τα γράμματα, μαζί με το τελικό ς, που χρησιμοποιείται στο τέλος των λέξεων αντί για το σ, συνθέτουν τελικά τα 49 σύμβολα με τα οποία παριστάνονται στον γραπτό λόγο τα 25 φωνήματα της νέας ελληνικής. Τα γράμματά αυτά και οι ονομασίες τους παρουσιάζονται με αλφαβητική σειρά στον παρακάτω πίνακα.

 

Κεφαλαία

Πεζά

Ονομασία

Κεφαλαία

Πεζά

Ονομασία

Α

α

άλφα

Ν

ν

νι

Β

β

βήτα

Ξ

ξ

ξι

Γ

γ

γάμα

Ο

ο

όμικρον

Δ

δ

δέλτα

Π

π

πι

Ε

ε

έψιλον

Ρ

ρ

ρο

Ζ

ζ

ζήτα

Σ

σ,ς

σίγμα

Η

η

ήτα

Τα

τ

ταυ

Θ

θ

θήτα

Υ

υ

ύψιλον

Ι

ι

γιώτα

Φ

φ

φι

Κ

κ

κάπα

Χ

χ

χι

Λ

λ

λάμδα

Ψ

ψ

ψι

Μ

μ

μι

Ω

ω

ωμέγα

Παρατηρήσεις

Η γραφή της νέας ελληνικής είναι ιστορική, διατηρεί δηλαδή στοιχεία και ιδιαιτερότητες της γραφής που παρουσίαζε κατά κανόνα η ελληνική γλώσσα στην κλασική περίοδο της αρχαιότητας, αλλά και σε κατοπινές περιόδους. Γι' αυτό δεν υπάρχει απόλυτη και μονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ των γραμμάτων και των φωνημάτων. Έτσι, υφίστανται οι εξής περιπτώσεις σχετικά με τις αντιστοιχίες:

α)   Ένα γράμμα αντιστοιχεί σε δύο φωνήματα (διπλά γράμματα). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα γράμματα ξ (κσ) και ψ (πσ).

β)   Δύο διαφορετικά γράμματα αντιστοιχούν σε ένα φώνημα ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε δύο φωνήματα (δίψηφα γράμματα). Αυτά είναι τα εξής:


αι (προφέρεται ε), π.χ. παιδί

ει (προφέρεται ι), π.χ. πείρα

οι (προφέρεται ι), π.χ. τοίχος

ου, π.χ. μούσα

υι, π.χ. υιοθεσία

μπ, π.χ. εμπόριο

ντ, π.χ. αντίπαλοι

γγ, π.χ. άγγελος

γκ, π.χ. αγκάθι

γ)  Δύο όμοια γράμματα που παριστάνουν σύμφωνα αντιστοιχούν σε ένα φώνημα (όμοια γράμματα). Αυτά είναι τα εξής: ββ, κκ, λλ, μμ, νν, ππ, ρρ, σσ, ττ, π.χ. Σάββατο, αλλά. Για τον συνδυασμό γγ βλ. στα δίψηφα γράμματα.

δ)  Το ίδιο γράμμα αντιστοιχεί πότε σε ένα και πότε σε άλλο φώνημα. Τέτοια είναι η περίπτωση του γράμματος υ. Ενώ αντιστοιχεί κανονικά στο φώνημα ι, στις ακολουθίες αυ και ευ αντιστοιχεί άλλοτε στο φώνημα β, όταν ακολουθεί φωνήεν ή ηχηρό σύμφωνο, π.χ. αυλή, και άλλοτε στο φώνημα φ, όταν ακολουθεί άηχο σύμφωνο, π.χ. αυτός.

3.2
Τα τονικά σημάδια

Τα τονικά και διακριτικά σημάδια που χρησιμοποιούνται από την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος τονισμού, το 1982, είναι ο τόνος ( ΄ ), τα διαλυτικά ( ·· ) και η απόστροφος ( ' ).

Κάθε λέξη που αποτελείται από δύο ή περισσότερες συλλαβές και γράφεται με πεζά γράμματα παίρνει στο φωνήεν της συλλαβής που τονίζεται έναν τόνο, π.χ. τονίζω.

Οι λέξεις που γράφονται εξ ολοκλήρου με κεφαλαία κανονικά δεν τονίζονται, π.χ. ΛΕΞΗ.

Οι λέξεις που γράφονται με αρχικό κεφαλαίο και τονίζονται στην αρχική συλλαβή παίρνουν τον τόνο στα αριστερά του αρχικού φωνήεντος, π.χ. Όμηρος.

Όταν τονίζεται συλλαβή που περιλαμβάνει δίψηφο φωνήεν, παίρνει τόνο το δεύτερο στη σειρά γράμμα. Το ίδιο ισχύει και για τις ακολουθίες αυ και ευ, π.χ. παίζω, ναύτης. Στις διφθόγγους παίρνει τόνο το τονιζόμενο φωνήεν, π.χ. γάιδαρος.

Τόνος επίσης χρησιμοποιείται δίπλα σε αριθμούς για να υποδηλώσει τα λεπτά της ώρας, π.χ. 17.30΄,καθώς επίσης δίπλα σε ορισμένα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου που δηλώνουν αριθμούς, π.χ. Ε΄ (5), κα΄ (21), λη΄ (38).

Οι κανόνες του τονικού συστήματος (μονοτονικού) που ισχύουν στην ελληνική εκπαίδευση και διοίκηση από το 1982 είναι οι εξής:

1) Τόνο παίρνει κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η λέξη παρουσιάζεται ως μονοσύλλαβη ύστερα από έκθλιψη ή αποκοπή, όχι όμως όταν έχει χάσει το τονισμένο φωνήεν από αφαίρεση, π.χ. ούτ' αυτός, κόψ' τον, αλλά θα 'θελε, μου 'πε.

2)   Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν παίρνουν τόνο. Εξαιρούνται και παίρνουν τόνο:

α)   Ο διαζευκτικός σύνδεσμος ή, π.χ. ή αυτός ή εσύ.

β)   Τα ερωτηματικά πού και πώς, π.χ. Πού θα πας; Με ρώτησε πώς τα περνάω. Τόνο επίσης παίρνουν το πού και το πώς σε περιπτώσεις όπως οι παρακάτω: Πού να σου τα λέω. Από πού κι ως  πού. Πού και πού. Αραιά και πού. –Τους έστειλες το γράμμα; –Πώς! Πώς βαριέμαι! Κοιτάζω πώς και πώς να τα βολέψω.

γ)   Οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών (μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τις, τα), όταν στην ανάγνωση υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές, π.χ. Η μητέρα μού είπε (=η μητέρα είπε σε μένα), ενώ Η μητέρα μου είπε (=η δική μου μητέρα είπε).

δ)   Οι μονοσύλλαβες λέξεις, όταν συμπροφέρονται με τους ρηματικούς τύπους μπω, βγω, βρω, 'ρθω σε όλα τα πρόσωπα και τους αριθμούς και προφέρονται εμφατικά, π.χ. θά 'ρθω (προφέρουμε δυνατότερα το θά), θά 'ρθεις, αλλά θα 'ρθεις (προφέρουμε δυνατότερα το 'ρθεις).

3) Όπου ακούγεται δεύτερος τόνος, σημειώνεται, π.χ. πήγαινέ τους.

Τα διαλυτικά ( ·· ) χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν ότι δύο γράμματα που δηλώνουν φωνήεντα δια- βάζονται ως δύο φθόγγοι και όχι ως ένας. Σημειώνoνται κανονικά πάνω από το ι και το υ, π.χ. παϊδάκι, Μαΐου. Όταν τονίζεται το προηγούμενο φωνήεν, δε σημειώνουμε διαλυτικά, π.χ. νεράιδα.

Η απόστροφος ( ' ) χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ένα φωνήεν έχει παραλειφθεί στη γραφή λόγω της προφοράς, π.χ. πάρ' αυτά, το 'δεσα.

Ένα άλλο σημάδι που χρησιμοποιείται στη γραφή είναι:

Η υποδιαστολή ( , ). Σημειώνεται στην αναφορική ό,τι για να την ξεχωρίσει από τον ειδικό σύνδεσμο ότι, π.χ. Θα κάνει ό,τι θέλει (=οτιδήποτε θέλει). Σημειώνεται επίσης και στους δεκαδικούς αριθμούς, για να ξεχωρίσει τις ακέραιες μονάδες από τις δεκαδικές, π.χ. 12,543.

3.3
Η στίξη – Τα σημεία στίξης

Με τη στίξη δηλώνονται στον γραπτό λόγο –όχι με μεγάλη ακρίβεια– ορισμένα υπερτμηματικά στοιχεία. Η στίξη δηλώνεται στη γραφή με τα σημεία στίξης, που είναι τα εξής: η τελεία ( . ), η άνω τελεία ( · ), το κόμμα ( , ), το ερωτηματικό ( ; ), το θαυμαστικό ( ! ), η διπλή τελεία ( : ), η παρένθεση ( ( ) ), τα αποσιωπητικά( ... ), η παύλα ( – ), η διπλή παύλα ( – – ), τα εισαγωγικά ( « » ) και το ενωτικό ( - ).

Η τελεία ( . ) σημειώνεται:

α)   Στο τέλος μιας φράσης που έχει ένα ολοκληρωμένο νόημα. Δηλώνεται στον αναγνώστη ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσει λίγο η ανάγνωση, π.χ. Χτύπησε το τηλέφωνο. Κανένας δεν το άκουσε.

 

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:


Ύστερα από τελεία αρχίζουμε με κεφαλαίο.

 

β)   Στις συντομογραφίες, π.χ. Η κ. Κλαδάκη παρουσίασε το έργο της. Η απόσταση που διένυσα δεν είναι πάνω από 100 μ.

γ)   Στους αριθμούς που αποτελούνται από περισσότερα από τρία ψηφία για να χωρίσει τα εκατομμύρια από τις χιλιάδες και τις εκατοντάδες, π.χ. Στις εκλογές συμμετείχαν 7.342.156 ψηφοφόροι.

δ)   Για να χωριστεί η ώρα από τα λεπτά, π.χ. Το μάθημα αρχίζει στις 09.15΄.

Η άνω τελεία ( · ) σημειώνεται:

στο τέλος μιας φράσης, όταν αυτή ακολουθείται από μια άλλη φράση που έχει στενή νοηματική συνάφεια με την προηγούμενη (π.χ. όταν λειτουργεί ως επεξήγησή της). Δηλώνεται στον αναγνώστη ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσει η ανάγνωση λιγότερο από ό,τι στην τελεία και περισσότερο από ό,τι στο κόμμα, π.χ. Η έκπληξή του δεν ήταν μεγάλη· περίμενε τον ερχομό της.

Το κόμμα ( , ) σημειώνεται:

μετά από λέξεις, προτάσεις και φράσεις. Δηλώνεται στον αναγνώστη ότι στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσει η ανάγνωση λιγότερο από ό,τι στην άνω τελεία, π.χ. Tο κόμμα χωρίζει λέξεις, προτάσεις, φράσεις. Πιο συγκεκριμένα:

α)   Ανάμεσα σε λέξεις και προτάσεις που έχουν την ίδια συντακτική λειτουργία και δε συνδέονται μεταξύ τους, π.χ. Η Ειρήνη πήρε μαζί της τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τις κουρτίνες και τις κουβέρτες.

β)   Στην κλητική πτώση, π.χ. Ανέβασες, Λευτέρη, το κουτί στον πρώτο όροφο;

γ)   Στις δευτερεύουσες προτάσεις, για να χωριστούν από τις κύριες, π.χ. Η Ανδρομάχη χάρηκε, γιατί πήρε καλό βαθμό στο διαγώνισμα. Δε σημειώνεται κόμμα στις ειδικές, βουλητικές, πλάγιες ερωτηματικές και ενδοιαστικές δευτερεύουσες προτάσεις, όταν έχουν θέση αντικειμένου ή υποκειμένου στο ρήμα της κύριας πρότασης, π.χ. Υποστηρίζει με επιμονή ότι απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις. Επίσης δε σημειώνεται κόμμα πριν από τις περιοριστικές (ήπροσδιοριστικές) αναφορικές προτάσεις, που εισάγονται συνήθως με το που, καθώς και πριν από τις ελεύθερες αναφορικές προτάσεις που έχουν θέση υποκειμένου, αντικειμένου, κατηγορουμένου ή εκφράζουν κάποια επιρρηματική σχέση, π.χ. Αυτά που είπε προχθές δεν τα ξαναλέει. Ο Γιάννης πίστεψε όσα του είπα (βλ. στο 3ο κεφάλαιο, ενότητα 5.2, γ). Τέλος δε σημειώνεται κόμμα και πριν από τις τελικές προτάσεις, όταν το νόημά τους συνδέεται στενά με το νόημα της κύριας πρότασης, π.χ. Έτρεξε για να τον προλάβει.

δ) Στις παρενθετικές φράσεις, όταν έχουν τη θέση παράθεσης ή επεξήγησης, π.χ. O νομάρχης μας, ο κ. Γεωργίου, επισκέφθηκε το σχολείο μας. Το έργο του Σεφέρη, κυρίως το δοκιμιακό, αποτελεί παρακαταθήκη για τους νεότερους.

Οι παραπάνω κανόνες αποτελούν τις βασικές αρχές για τη χρήση του κόμματος. Στην πράξη το κόμμα χρησιμοποιείται όπου ο συντάκτης του κειμένου θέλει να δείξει μια μικρή παύση στον λόγο.Στη λογοτεχνία η χρήση του κόμματος παρουσιάζει πολύ μεγάλη ποικιλία.

Το ερωτηματικό ( ; ) σημειώνεται:

στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης, π.χ. Πώς περνάτε στο βουνό;

Το θαυμαστικό ( ! ) σημειώνεται:

μετά από τα επιφωνήματα και μετά από φράσεις που εκφράζουν θαυμασμό, έκπληξη και έντονο ευχάριστο ή δυσάρεστο συναίσθημα, π.χ. Αχ! Έγινε η αυλή πολύ ωραία. Τι πλημμύρα κι αυτή! Συχνά, στον δημοσιογραφικό λόγο σημειώνεται ένα θαυμαστικό μέσα σε παρένθεση (!), όταν δηλώνεται θαυμασμός ή έκπληξη για τα λεγόμενα ή γραφόμενα ενός τρίτου προσώπου, π.χ. Ο υπουργός Γεωργίας υποσχέθηκε στους αγρότες παραγραφή όλων των δανείων (!).

 

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:


Ύστερα από ερωτηματικό ή θαυμαστικό αρχίζουμε με κεφαλαίο γράμμα, εκτός αν η φράση συνεχίζεται, π.χ. Τι κρίμα! Η Στέλλα έφυγε, αλλά Πού πήγες; με ρώτησε με αυστηρό ύφος. Αχ! έκανε με ανακούφιση.

Η διπλή τελεία ( : ) σημειώνεται:

α)   Μπροστά από ένα παράθεμα που περιέχει τα λόγια κάποιου, όπως ακριβώς τα είπε. Σε αυτήν την περίπτωση το παράθεμα κλείνεται σε εισαγωγικά, π.χ. Μπήκε με ταχύτητα στην αίθουσα και φώναξε: «Θα πάμε εκδρομή».

β)   Μπροστά από όρους που απαριθμούνται ή επεξηγούν τα προηγούμενα ή είναι αποτέλεσμα των προηγουμένων, π.χ. Οι νομοί της δυτικής Μακεδονίας είναι τέσσερις, οι εξής: των Γρεβενών, της Καστοριάς, της Κοζάνης και της Φλώρινας.

γ)   Στο τέλος φράσης που προαναγγέλλει γνωμικό ή παροιμία, π.χ. Να έχεις πάντα στο μυαλό σου την παροιμία: κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό.

Η παρένθεση ( ( ) ) σημειώνεται:

για να περιλάβει μια λέξη ή μια φράση που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα προηγούμενα και η οποία θα μπορούσε να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το συνολικό νόημα της περιόδου, π.χ. Οι θεωρητικές επιστήμες (Φιλοσοφία, Θεολογία, Νομική κ.ά.) αντιδιαστέλλονται προς τις θετικές.

Τα αποσιωπητικά ( … ) σημειώνονται:

για να δηλωθεί παράλειψη λόγου είτε γιατί μπορεί να εννοηθεί εύκολα από τον αναγνώστη είτε γιατί ο γράφων βρίσκεται σε αμηχανία, π.χ. Είχα στην τρίτη τάξη έναν δάσκαλο που συνεχώς επαναλάμβανε την παροιμία: άνθρωπος αγράμματος … Χρησιμοποιούνται επίσης, μέσα σε αγκύλες ( […] ), όταν παραλείπεται μέρος, πολύ ή λίγο, ενός κειμένου άλλου συγγραφέα ή πηγής που παρατίθεται σε εισαγωγικά. Οι σημειούμενες τελείες είναι πάντα τρεις.

Η παύλα ( – ) σημειώνεται:

στον διάλογο για να φανεί η αλλαγή προσώπου, π.χ. – Μη με τρομάζεις με τα λόγια σου. – Δε θέλω να τρομάξεις. Θέλω να σκεφτείς.

Η διπλή παύλα ( – – ) σημειώνεται:

για να δηλωθεί ότι η λέξη ή η φράση που βρίσκεται ανάμεσα στις παύλες έχει παρενθετικό νόημα και πρέπει να διαβαστεί σε χαμηλότερο τόνο, π.χ. Ο μαύρος χρυσός –το πετρέλαιο– ακριβαίνει συνεχώς.

Τα εισαγωγικά ( « » ) σημειώνονται:

α)   Στην αρχή και στο τέλος ενός παραθέματος, στο οποίο περιέχονται τα λόγια κάποιου, όπως ακριβώς τα διατύπωσε, π.χ. Ο πατέρας του τού είπε κοφτά: «Δύναμή σου είναι το μυαλό σου. Κοίταξε να το εκμεταλλευτείς».

β)   Σε ειδικούς όρους και επωνυμίες, π.χ. Το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» είναι από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.

γ)   Σε ειδική ή μεταφορική χρήση ορισμένων λέξεων ή φράσεων, π.χ. Η φουρτούνα όλο και θέριευε και οι επιβάτες του οχηματαγωγού έμεναν «ήσυχοι» στις θέσεις τους (δηλ. ανήσυχοι).

Το ενωτικό (-) σημειώνεται:

α)  Στο τέλος της σειράς, όταν δε χωράει ολόκληρη η λέξη και πρέπει ένα μέρος της να το βάλουμε στην επόμενη σειρά, π.χ. χα-ρά.

β)   Ύστερα από τις λέξεις Αγια-, Αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, που πηγαίνουν μαζί με κύριο όνομα, π.χ. Αγια-Σοφιά, ο παπα-Κώστας.

γ)   Ανάμεσα σε δύο λέξεις, όταν πρόκειται για διπλά ονόματα ή επώνυμα ή –συνήθως– παραθετικές σύνθετες λέξεις, π.χ. Άννα-Μαρία, νόμος-πλαίσιο, αλλά και νόμος πλαίσιο.

 

3.4
Ο συλλαβισμός

Συλλαβισμός ονομάζεται η διαδικασία χωρισμού των λέξεων σε συλλαβές. Η διαδικασία αυτή χρησιμοποιείται στη γραφή για να χωρίσουμε μια λέξη, όταν δε χωράει στη μια σειρά και πρέπει ένα κομμάτι της να μεταφερθεί και στην επόμενη. Η διαδικασία αυτή ακολουθεί τους εξής κανόνες:

α)   Όταν ένα σύμφωνο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, συλλαβίζεται με το δεύτερο φωνήεν, π.χ. επό-με-νος, α-νά-με-σα.

β)   Όταν δύο σύμφωνα βρίσκονται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, συλλαβίζονται με το δεύτερο φωνήεν, αν από αυτά τα σύμφωνα αρχίζει ελληνική λέξη. Αν δεν αρχίζει ελληνική λέξη, το πρώτο από τα δύο σύμφωνα πάει με την προηγούμενη συλλαβή και το δεύτερο με την επόμενη, π.χ. έ-κτι-ζε (κτίριο), βι-βλί-ο  (βλάβη), αλλά σύμ-φω-να, αρ-χί-ζει.

γ)   Όταν τρία ή περισσότερα σύμφωνα βρίσκονται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, συλλαβίζονται με το δεύτερο φωνήεν, αν από τα δύο πρώτα από αυτά αρχίζει ελληνική λέξη. Αν δεν αρχίζει ελληνική λέξη, το πρώτο από τα σύμφωνα πάει με το πρώτο φωνήεν και τα υπόλοιπα με το δεύτερο, π.χ. κά-στρο (στρώμα), ε-χθρι-κός (χθες), αλλά αν-θρω-πιά.

δ)   Τα δίψηφα γράμματα, οι δίφθογγοι και οι συνδυασμοί αυ και ευ θεωρούνται κατά τον συλλαβισμό ως ένας φθόγγος και γι' αυτό δε χωρίζονται, π.χ. έ-μπο-ρος, έ-ντο-μο, πεί-ρα, κο-ρόι-δο, παι-διά.

ε)   Τα όμοια σύμφωνα χωρίζονται, π.χ. συλ-λα-βή, εν-νιά.

στ) Οι σύνθετες λέξεις ακολουθούν όλους τους παραπάνω κανόνες, π.χ. κα-τα-γρά-φω, πα-ρα-μι-λά-ει.

3.5
Οι συντομογραφίες – Η γραφή τους

Συντομογραφίες ονομάζονται οι γραφές ορισμένων λέξεων που χρησιμοποιούνται συχνά στον λόγο και συνηθίζεται να γράφονται συντομευμένες. Στον πίνακα παρατίθενται οι πιο συχνόχρηστες από αυτές.

 

αγ .= άγιος

αι. = αιώνας

α.α. = αντ' αυτού

αρ. = αριθμός

βλ. = βλέπε

γραμ. = γραμμάριο

δίδα = δεσποινίδα

δηλ.=δηλαδή

δρ. = διδάκτωρ

εκ. = εκατοστό

κ.ο.κ = και ούτω καθεξής

κ.= κύριος, κυρία

κκ. = κύριοι, κυρίες

κ.ά. = και άλλα

κτλ. = και τα λοιπά

λ.χ. = λόγου χάρη

μ. = μέτρα

μ.μ. = μετά

μεσημβρίαν

μ.Χ. = μετά Χριστόν

ο.π. = όπου

παραπάνω

πρβλ. = παράβαλε

π.μ. = προ μεσημβρίας

π.χ. = παραδείγματος χάρη

π.Χ. = πρό Χριστού

στ. = στίχος

τ.μ. = τετραγωνικό  μέτρο

ΥΓ. = υστερόγραφο

φφ. = φύλλα

xλμ. = χιλιόμετρο

ώ. = ώρα

Παρατηρώ και... καταλαβαίνω...


1. Να παρατηρήσετε τα παρακάτω ζευγάρια λέξεων για να διαπιστώσετε πώς ο τόνος της λέξης διαφοροποιεί τις σημασίες των λέξεων.

νόμος-νομός, δίπλα-διπλά, κρέμα-κρεμά, μίσος-μισός, πότε-ποτέ, μόνος-μονός.

Γι' αυτό λέμε ότι ο τόνος της νέας ελληνικής έχει διαφοροποιητικό ρόλο, διαφοροποιεί δηλαδή σημασιολογικά όμοιες λέξεις.

2. Τα πάθη των φωνημάτων αποτελούν φαινόμενα του προφορικού λόγου που η πραγμάτωσή τους εξαρτάται από διάφορους παράγοντες υφολογικούς,