Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
2. ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ
2.1
Το φωνολογικό σύστημα. Τα φωνήματα

Η Φωνολογία περιγράφει τις μονάδες του προφορικού λόγου από λειτουργική άποψη, εξετάζει δηλαδή τις αφηρημένες μονάδες που έχει κατακτήσει ο ομιλητής μιας γλώσσας και οι οποίες τον βοηθούν να προφέρει τους φθόγγους της γλώσσας του. Πρόκειται για μονάδες οι οποίες δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, που προκύπτουν από αφαίρεση από τις άμεσα παρατηρήσιμες μονάδες του προφορικού λόγου, τους φθόγγους. Αυτές οι αφηρημένες μονάδες ονομάζονται φωνήματα και ο αριθμός τους είναι συγκεκριμένος σε κάθε γλώσσα. Τα σύμβολά τους εγκλείονται πάντα σε πλάγιες γραμμές. Τα φωνήματα της νέας ελληνικής είναι 23, ενώ σύμφωνα με ορισμένες περιγραφές είναι 25.

 Ι. Φωνήεντα

πρόσθια

μεσαία

οπίσθια

ι

ου

κλείστα

ε

ο

μέσα

α

ανοιχτά

μη στρογγυλά

στρογγυλά

ΙΙ. Σύμφωνα

Τόπος

Τρόπος

διχειλικά

χειλοδοντικά

οδοντικά

φατνιακά

ραχιαία

άηχα

ηχηρά

άηχα

ηχηρά

άηχα

ηχηρά

άηχα

ηχηρά

άηχα

ηχηρά

κλειστά

π

μπ

τ

ντ

κ

γκ

τριβόμενα

φ

β

θ

δ

χ

γ

ρινικά

μ

ν

συριστικά

σ

ζ

πλευρικό

λ

παλλόμενο

ρ

Σύμφωνα με ορισμένες φωνολογικές περιγραφές της νέας ελληνικής στα φωνήματα περιλαμβάνονται και τα τς, τζ.

2.2
Οι συνδυασμοί των φωνημάτων

α. Ακολουθίες φωνημάτων

Τα φωνήματα πραγματώνονται στην ομιλία από τους φθόγγους, οι οποίοι συνδυάζονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν λέξεις και φράσεις. Όταν συνδυάζονται δύο ή και περισσότερα φωνήματα, σχηματίζονται ακολουθίες φωνημάτων, οι οποίες, όταν αποτελούνται από φωνήεντα, ονομάζονται φωνηεντικά συμπλέγματα, ενώ, όταν αποτελούνται από σύμφωνα, ονομάζονται συμφωνικά συμπλέγματα. Οι φωνηεντικές ακολουθίες που αποτελούνται από ένα φωνήεν και το άτονο ι (η, υ, ει, οι) ή από ένα άτονο ι (η, υ, ει, οι) και ένα φωνήεν και προφέρονται ως μία συλλαβή ονομάζονται δίφθογγοι, π.χ. αηδόνι, παιδιά.

β. Πάθη φωνημάτων

Συχνά, κατά τους συνδυασμούς των φωνημάτων, προκαλούνται διαφοροποιήσεις στους φθόγγους που πραγματώνουν τα φωνήματα, οι οποίες επηρεάζουν τη φωνολογική δομή είτε των μορφημάτων είτε και των λέξεων που έρχονται σε επαφή στον λόγο. Πρόκειται για φωνολογικά φαινόμενα, τα οποία ονομάζονται πάθη φωνημάτων. Διακρίνονται σε πάθη φωνηέντων και πάθη συμφώνων.

 
Πάθη φωνηέντων

Πρόκειται για φωνολογικές διαφοροποιήσεις φωνηέντων που επηρεάζουν και τη μορφολογική δομή των λέξεων. Με τις διαφοροποιήσεις αυτές αποφεύγεται συνήθως η χασμωδία, δηλαδή η ακολουθία δύο ή περισσότερων φωνηέντων. Τα πάθη των φωνηέντων είναι:

α) Η συνίζηση: η συμπροφορά δύο φωνηέντων σε ένα, π.χ. δύο → δυο, εννέα → εννιά.

β) Η συναίρεση: η ένωση δύο γειτονικών φωνηέντων σε ένα, π.χ. μιλάει → μιλά. Όταν τα φωνήεντα που έρχονται σε επαφή είναι ίδια, επικρατεί το ένα από τα δύο, ενώ, όταν είναι διαφορετικά, επικρατεί συνήθως το ισχυρότερο. Η σειρά ισχύος μεταξύ των πέντε φωνηέντων της νέας ελληνικής είναι η εξής [με το α το πιο ισχυρό και το ι (η, υ, ει, οι) το λιγότερο ισχυρό]: α, ο (ω), ου, ε (αι), ι (η, υ, ει, οι), π.χ. Θεοδώρα → Θοδώρα. Η συναίρεση στη νέα ελληνική δεν έχει τον συστηματικό χαρακτήρα που είχε στην αρχαία ελληνική.

γ) Η έκθλιψη: η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η επόμενη αρχίζει από φωνήεν, π.χ. με άλλους → μ' άλλους. Την έκθλιψη τη συναντάμε συνήθως στον προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα που έχουν στοιχεία προφορικότητας. Στη  θέση π.χ. από όλους → απ' όλους. Οι πιο συνηθισμένες λέξεις που παθαίνουν έκθλιψη είναι τα άρθρα το, του, τα, τα μόρια θα, να, οι αντωνυμίες με, σε, το, τα και οι προθέσεις από, με, σε, για.

δ) Η αφαίρεση: η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν. Στη θέση του γράμματος που αφαιρείται μπαίνει απόστροφος, π.χ. θα έρθει → θα 'ρθει.

ε)   Η συγκοπή: η αποβολή ενός φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, π.χ. σιτάρι → στάρι.

στ) Η αποκοπή: η αποβολή του τελικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η επόμενη αρχίζει από σύμφωνο, π.χ. από την Αθήνα → απ' την Αθήνα.

ζ)   Οι διαφοροποιήσεις των αρχικών φωνηέντων των λέξεων:

Η αποβολή, όταν χάνεται το αρχικό φωνήεν, π.χ. ημέρα → μέρα.

Η πρόταξη, όταν προστίθεται ένα φωνήεν στην αρχή της λέξης, π.χ. βδέλλα → αβδέλλα.

Η αλλαγή, όταν αλλάζει το αρχικό φωνήεν μιας λέξης, π.χ. εγγόνι → αγγόνι.

Η πρόταξη και η αλλαγή αποτελούν φαινόμενα που συναντάμε κυρίως στον ποιητικό λόγο και σε διαλέκτους της νέας ελληνικής.

 
Πάθη συμφώνων

Πρόκειται για φωνολογικές διαφοροποιήσεις συμφώνων που επηρεάζουν και τη μορφολογική δομή των λέξεων. Τα πάθη των συμφώνων είναι:

α) Η αποβολήανάπτυξη): η απώλεια (ή προσθήκη) του γ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, π.χ. έκαιγα και έκαια, αγέρας και αέρας.

β) Η αφομοίωση ως προς το σημείο άρθρωσης: η προσαρμογή του ρινικού συμφώνου στο σημείο άρθρωσης του συμφώνου που το ακολουθεί. Το φαινόμενο παρατηρείται σε κανονικό και γρήγορο ρυθμό ομιλίας ανάμεσα σε λέξεις που γειτονεύουν στον λόγο και συνδέονται συντακτικά στενά μεταξύ τους, καθώς και στο σημείο επαφής δύο λέξεων που συντίθενται σε μία, π.χ. τον μπαμπά (το ν του άρθρου αφομοιώνεται από το μπ που ακολουθεί), τον γκρεμό (το ν του άρθρου αφομοιώνεται από το γκ που ακολουθεί).

γ) Η αφομοίωση ως προς την ηχηρότητα: η μετατροπή των κλειστών άηχων π, τ, τσ και κ στα αντίστοιχα κλειστά ηχηρά μπ, ντ, τζ και γκ μετά από ρινικό σύμφωνο, καθώς και η μετατροπή του άηχου τριβόμενου σ σε ηχηρό τριβόμενο ζ πριν από άλλο ηχηρό σύμφωνο, π.χ. στον Πέτρο (το ν του άρθρου στον μετατρέπεται σε μ), της ζωής μου (το τελικό ς της λέξης ζωής μετατρέπεται σε ζ).

 

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
   Το τελικό ν


  • Το τελικό ν της αιτιατικής ενικού του θηλυκού γένους του οριστικού άρθρου (τη[ν] / στη[ν]) και της προσωπικής αντωνυμίας (αυτή[ν], τη[ν]), καθώς και το τελικό ν των αρνητικών επιρρημάτων δε(ν) και μη(ν) διατηρείται στον γραπτό λόγο, μόνο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από ένα από τα παρακάτω: κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, π.χ. Μίλησε με την κόρη του, αλλά Παρακολουθούσε με προσοχή τη ροή του νερού. Αν και ήρθε αργά, τη δέχτηκαν με χαρά, αλλά Όταν μιλούσε η Θάλεια δεν την άκουγε κανένας.
  • Το τελικό ν της αιτιατικής ενικού του αρσενικού γένους του οριστικού και του αόριστου άρθρου (τον/στον, έναν), καθώς και της προσωπικής αντωνυμίας (αυτόν, τον) διατηρείται στον γραπτό λόγο πάντοτε, στον προφορικό όμως λόγο προφέρεται συνήθως μόνο στις περιπτώσεις που ακολουθούν φωνήεντα ή τα: κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, π.χ. O Σωτήρης χθες πήγε βόλτα με έναν συμμαθητή του στον ζωολογικό κήπο. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον συνάντησε ποτέ.
2.3
Τα υπερτμηματικά στοιχεία

Υπερτμηματικά ή υπερτεμαχιακά ή προσωδιακά ονομάζονται τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο ομιλητής μιας γλώσσας για να συνοδεύει με κάποια ποσότητα ήχου και με τις εναλλαγές του τις λέξεις και τις φράσεις. Σ' αυτά περιλαμβάνονται: ο τόνος της λέξης, ο τόνος της φράσης (επιτονισμός), η παύση, ο ρυθμός κ.ά. Εδώ θα εξετάσουμε μόνο τον τόνο της λέξης και τον τόνο της φράσης.

α. Ο τόνος της λέξης

Ο τόνος της λέξης στη νέα ελληνική είναι δυναμικός, δηλαδή ο ομιλητής τονίζει, δυναμώνοντας την ένταση της φωνής του, μια συλλαβή περισσότερο από τις άλλες της ίδιας λέξης. Γι' αυτό, οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται στη γραφή, πλην εξαιρέσεων. Στον γραπτό λόγο πάνω από το φωνήεν (αν πρόκειται για δίψηφο, πάνω από το δεύτερο ψηφίο) της συλλαβής που τονίζεται βάζουμε ένα τονικό σημάδι, π.χ. σύνορα, χαίρετε.

Στη νέα ελληνική ισχύει ο νόμος της τρισυλλαβίας, δηλαδή όλες οι λέξεις τονίζονται σε μια από τις τρεις τελευταίες συλλαβές, π.χ. πουκάμισο. Επίσης, ο τόνος στη νέα ελληνική είναι κινητός, μπορεί δηλαδή να αλλάζει θέση μέσα στην ίδια λέξη, ανάλογα με τη μορφή που παίρνει αυτή, π.χ. ζητώ, ζήτησα. Μπορεί ακόμη να έχει και ρόλο διαφοροποιητικό, να διαφοροποιεί δηλαδή τη σημασία λέξεων που είναι κατά τα άλλα ίδιες, π.χ. γέρος, γερός.

Όταν μια λέξη συνοδεύεται από έναν ή και δύο αδύνατους τύπους αντωνυμιών, αναπτύσσεται και ένας δεύτερος τόνος, ο οποίος σε άλλες περιπτώσεις πέφτει στην ίδια τη λέξη και σε άλλες στον ένα από τους δύο αδύνατους τύπους. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται έγκλιση τόνου και παρουσιάζεται στις εξής περιπτώσεις:

α)  Όταν μια λέξη (ουσιαστικό, επίθετο, επίρρημα, ρήμα) που τονίζεται στην προπαραλήγουσα ακολουθείται από αδύνατο τύπο αντωνυμίας, π.χ. ο δάσκαλός μου.

β)  Όταν ένα ρήμα σε προστακτική τονίζεται στην παραλήγουσα και ακολουθείται από δύο αδύνατους τύπους αντωνυμιών, π.χ. γράψε μού το.

γ)  Όταν μια μετοχή ενεστώτα τονίζεται στην προπαραλήγουσα και ακολουθείται από έναν ή δύο αδύνατους τύπους αντωνυμιών, π.χ. φυτεύοντάς τα.

Κάθε λέξη, ανάλογα με τη θέση της συλλαβής που τονίζεται, παίρνει τις εξής ονομασίες:

α)   Οξύτονη, όταν τονίζεται στη λήγουσα, π.χ. μιλώ.

β)  Παροξύτονη, όταν τονίζεται στην παραλήγουσα, π.χ. δρόμος.

γ)  Προπαροξύτονη, όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα, π.χ. άνετα.

Για τους κανόνες τονισμού στον γραπτό λόγο βλ. στην ενότητα «Τα τονικά σημάδια», σσ. 23-24.

β. Ο τόνος της φράσης ( επιτονισμός )

Πρόκειται για τον τονισμό ολόκληρης της φράσης που εκφράζεται με τη μελωδική καμπύλη, η οποία συνοδεύει κάθε εκφώνημα που παράγει ο ομιλητής μιας γλώσσας. Η καμπύλη αυτή εκφράζεται είτε με γραφήματα είτε με αριθμητικούς δείκτες, με υψηλότερο τον δείκτη 3 και χαμηλότερο τον 1. Η διαφοροποίηση του τόνου της φράσης διαφοροποιεί και το νόημά της, που μπορεί να εκφράζει ερώτηση, κατάφαση, ειρωνεία, έκπληξη, επιφύλαξη κτλ.

2.4
Οι συλλαβές

Συλλαβή είναι μια μονάδα του προφορικού λόγου που μπορεί να αποτελείται από ένα ή και περισσότερα φωνήματα. Κάθε λέξη, ανάλογα με τον αριθμό συλλαβών, παίρνει μια από τις εξής ονομασίες:

α) Μονοσύλλαβη, όταν αποτελείται από μία συλλαβή, π.χ. και.

β) Δισύλλαβη, όταν αποτελείται από δύο συλλαβές, π.χ. γράφω.

γ) Τρισύλλαβη, όταν αποτελείται από τρεις συλλαβές, π.χ. μαθητής.

δ) Πολυσύλλαβη, όταν αποτελείται από περισσότερες από τρεις συλλαβές, π.χ. πολιτισμός.

Η κάθε συλλαβή, ανάλογα με τη θέση που έχει μέσα στη λέξη, παίρνει μια από τις εξής ονομασίες:

α) Αρχική, όταν είναι η πρώτη συλλαβή της λέξης, π.χ. α-πο-θή-κη.

β) Λήγουσα, όταν είναι η τελευταία συλλαβή της λέξης, π.χ. α-πο-θή-κη.

γ) Παραλήγουσα, όταν είναι η προτελευταία συλλαβή της λέξης, π.χ. α-πο-θή-κη.

δ) Προπαραλήγουσα, όταν είναι η τρίτη από το τέλος συλλαβή της λέξης, π.χ. α-πο-θή-κη.

Για τους κανόνες συλλαβισμού στον γραπτό λόγο βλ. στην ενότητα 3.4, Ο συλλαβισμός, σ. 26.