ωάριο ωδείο → ωδή ωδή ωδική → ωδή ωδικός → ωδή ωδίνες ώθηση → ωθώ ωθώ *ωκεάνειος → ωκεάνιος ωκεάνιος → ωκεανός ωκεανός ωμά → ωμός ωμός ώμος ωμότητα → ωμός -ώνυμος → σχ. όνομα | ωοθήκη ωορρηξία ώρα ωραία → ωραίος ωραίο → ωραίος ωραίος ωράριο → ώρα ωριαίος → ώρα ώριμα → ώριμος ωριμάζω → ώριμος ωρίμανση → ώριμος ωρίμαση → ώριμος ώριμος ωριμότητα → ώριμος ωρομίσθιο | ωρομίσθιος → ωρομίσθιο ωρύομαι ως1 ως2 ώσμωση ωσότου ώσπου ώστε ωστόσο ωτίτιδα ωφέλεια → ωφελώ ωφέλιμος → ωφελώ ωφελώ ωχρός ωχρότητα → ωχρός |