Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ω

   ωάριο
 ωδείο ωδή
        ωδή
 ωδική ωδή
ωδικός ωδή
      ωδίνες
ώθηση ωθώ
        ωθώ
 *ωκεάνειος ωκεάνιος
   ωκεάνιος ωκεανός
              ωκεανός
           ωμά ωμός
                 ωμός
                 ώμος
       ωμότητα ωμός
   -ώνυμος σχ. όνομα

ωοθήκη
             ωορρηξία
                  ώρα
       ωραία ωραίος
       ωραίο ωραίος
                ωραίος
         ωράριο ώρα
         ωριαίος ώρα
       ώριμα ώριμος
     ωριμάζω ώριμος
    ωρίμανση ώριμος
     ωρίμαση ώριμος
                ώριμος
   ωριμότητα ώριμος
             ωρομίσθιο

ωρομίσθιος ωρομίσθιο
        ωρύομαι
              ως1
              ως2
         ώσμωση
          ωσότου
           ώσπου
            ώστε
          ωστόσο
          ωτίτιδα
 ωφέλεια ωφελώ
ωφέλιμος ωφελώ
           ωφελώ
           ωχρός
ωχρότητα ωχρός