Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ω
ωάριο
ωχρός

Ωάριο το: ΒΙΟΛ αναπαραγωγικό κύτταρο που αναπτύσσεται στις ωοθήκες θηλυκών οργανισμών: τεχνητή γονιμοποίηση ωαρίων.

Πρόκειται για υποκορ. τ. του ὠόν «μικρό αυγό».

ωδή η: 1 αρχαίο λυρικό ποίημα που χαρακτηρίζεται από προσωπικό ύφος και μεγαλοπρέπεια. 2 (κατ’ επέκτ.) λυρικό ποίημα που διέπεται από έντονα προσωπικό ύφος και εκφράζει σκέψεις του ποιητή: οι Ωδές του Ανδρέα Κάλβου. 3 ΕΚΚΛ σύστημα τροπαρίων βυζαντινής μουσικής που έχουν μελοποιηθεί στον ίδιο ρυθμό. ωδικός -ή -ό: (για πουλί) αυτός που κελαηδά μελωδικά: Στα κλουβιά συνήθως βάζουμε ~ πτηνά. ωδική η: η τέχνη του τραγουδιού και το μάθημα της φωνητικής μουσικής: δασκάλα / μάθημα ωδικής. ωδείο το: 1 σχολή όπου διδάσκεται μουσική: Κρατικό / Εθνικό ~. 2 ΙΣΤ κτίριο όπου γίνονταν μουσικοί αγώνες ή δίδονταν μουσικές και θεατρικές παραστάσεις στην αρχαιότητα: ~ του Ηρώδου του Αττικού.

ωδίνες οι • μόνο πληθ.: ΙΑΤΡ οι πόνοι του τοκετού λόγω συσπάσεων της μήτρας.

Η ΑΕ λ. ὠδῖνες δεν πρέπει να συγχέεται με τη λ. ὀδύνη (-ες), που αναφέρεται σε πόνο σωματικό ή ψυχικό.

ωθώ -ούμαι: (μτβ.) 1 [επίσ.] κινώ κτ, συνήθως με κατεύθυνση προς τα εμπρός = σπρώχνω τραβώ, έλκω. 2 (μτφ.) ενθαρρύνω ή παρακινώ κπ να κάνει κτ: Η μεγάλη αγάπη για τη θάλασσα τον ώθησε να μπαρκάρει. = προτρέπω, παροτρύνω. εμποδίζω. ώθηση η: 1 μετάδοση κίνησης: Αυτός ο ιμάντας είναι που δίνει ~ στον κινητήρα. 2 (μτφ.) ενίσχυση ή προώθηση: Το νέο ξενοδοχείο έδωσε νέα ~ στον τουρισμό της περιοχής.

ωκεανός ο: 1 ΓΕΩΓΡ μεγάλη θαλάσσια έκταση που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ηπείρους: Ατλαντικός / Ινδικός ~. στάλα / σταγόνα στον ωκεανό: (μτφ.) κτ τελείως ασήμαντο σε σχέση με το σύνολο: Στα τόσα χρέη που έχει, ένα ακόμη δάνειο είναι ~. 2 (μτφ.) κτ που είναι άπειρο ή απέραντο: ~ υποχρεώσεων / αγάπης. ωκεάνιος -α -ο: αυτός που σχετίζεται με τον ωκεανό: ~ κλίμα / λεκάνη.

ωμός -ή -ό: 1 (για φαγητό ή τρόφιμα) αυτός που δεν έχει μαγειρευτεί καθόλου ή που δεν έχει ψηθεί αρκετά: Ο κιμάς δεν τρώγεται ~. = άψητος. 2 (μτφ.) α. αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη ευαισθησίας ή λεπτότητας: ~ συμπεριφορά / άνθρωπος = κυνικός, σκληρός. β. αυτός που παρουσιάζεται όπως ακριβώς είναι, χωρίς ωραιοποίηση: ~ αλήθεια / περιγραφή. ωμά (επίρρ. στη σημ. 2). ωμότητα η: 1 η ιδιότητα του ωμού (σημ. 2α): Η ~ του στην ανακοίνωση των θλιβερών νέων με άφησε άναυδο. = σκληρότητα, κυνισμός. 2συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) απάνθρωπα εγκλήματα, κυρίως σε βάρος άμαχου πληθυσμού: Δικάστηκε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για ~ κατά τη διάρκεια του πολέμου. = βαρβαρότητα, κτηνωδία, αγριότητα.

ώμος ο: 1 ΑΝΑΤ η άρθρωση που συνδέει τον θώρακα με τον βραχίονα, καθώς και το αντίστοιχο μέρος του σώματος: Έγειρε στον ~ του και αποκοιμήθηκε. 2 (συνεκδ.) το κομμάτι υφάσματος ρούχου που καλύπτει τον ώμο.

ωοθήκη η: 1 ΑΝΑΤ καθένας από τους δύο αναπαραγωγικούς αδένες κάθε θηλυκού οργανισμού, από όπου απελευθερώνονται τα ωάρια για γονιμοποίηση. 2 το τμήμα του άνθους που περιέχει τις σπερματικές βλάστες και το οποίο, μετά τη γονιμοποίηση, μετατρέπεται σε καρπό.

ωορρηξία η: ΒΙΟΛ διαδικασία κατά την οποία οι θηλυκοί οργανισμοί αποδεσμεύουν ωάρια προς γονιμοποίηση.

ώρα η: 1 μονάδα μέτρησης του χρόνου ίση με το 1/24 του ημερονυκτίου: Η εξέταση του μαθήματος κράτησε δύο ~. Το αυτοκίνητο πήγαινε με 100 χλμ. την ~. 2 χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει κτ: Έχω αρκετή ~ στη διάθεσή μου, κάτσε να τα πούμε! 3 συγκεκριμένη χρονική στιγμή: Την ~ που ξέσπασε η φωτιά, έλειπε από το σπίτι. 4 (συνεκδ.) ρολόι: Δεν έχω ~ πάνω μου. 5 η κατάλληλη χρονική στιγμή ή περίοδος για κτ: Παιδιά, ~ για ύπνο! Δεν είναι ~ για σπατάλες! ωριαίος -α -ο: 1 αυτός που έχει διάρκεια μιας ώρας: ~ διάλεξη. 2 αυτός που αναλογεί σε μια ώρα ή προβλέπεται για μία ώρα: ~ αμοιβή / ταχύτητα. ωράριο το: οι συγκεκριμένες ώρες εργασίας ή οι ώρες λειτουργίας επαγγελματικών χώρων: θερινό / συνεχές ~.

ωραίος -α -ο: αυτός που είναι ευχάριστος οπτικά ή που προκαλεί αίσθημα θαυμασμού ή ευχαρίστησης: ~ ζωγραφιά / γυναίκα / σπίτι = όμορφος άσχημος. ~ καιρός / αναμνήσεις / φαγητό = υπέροχος, θαυμάσιος. ωραία (επίρρ.). ωραίο το: η ιδιότητα κπ πράγματος να δημιουργεί αισθητική συγκίνηση: λάτρης του ~.

ώριμος -η -ο: 1 (για καρπό) αυτός που έχει αναπτυχθεί πλήρως και είναι έτοιμος προς κατανάλωση = γινωμένος, μεστός άγουρος: ~ σταφύλια. 2 (για πρόσ.) αυτός που έχει αναπτυχθεί πνευματικά ή βιολογικά: Είναι ~ πλέον να κάνει οικογένεια. ανώριμος. 3 (για κατάσταση ή συλλογισμό) αυτός που είναι πλέον έτοιμος ή που έχει μελετηθεί προσεκτικά: ~ συνθήκες / σκέψη. ώριμα (επίρρ.). ωριμάζω: (αμτβ.) 1 (για καρπό) γίνομαι ώριμος: Οι ντομάτες ωρίμασαν, πρέπει να τις κόψουμε! = γίνομαι, μεστώνω. 2 (για πρόσ.) γίνομαι ώριμος πνευματικά ή βιολογικά: Πότε θα ωριμάσεις, να πάψεις να κάνεις ανοησίες; 3 (για κατάσταση) εξελίσσομαι τόσο, ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί κτ: Είχαν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για την έναρξη της επανάστασης. ωρίμαση & -νση η: το να ωριμάζει κπ: Η στρατιωτική θητεία βοήθησε στην ψυχική του ~. ωριμότητα η: 1 η ιδιότητα του ώριμου: Όλες οι εκθέσεις του χαρακτηρίζονται από την ~ ενός ενήλικα. ανωριμότητα. 2 (μτφ.) η κορύφωση της εξέλιξης (συνήθως στην πορεία ενός καλλιτέχνη): Τα έργα της ~ του χαρακτηρίζονται από μια έντονα ρομαντική διάθεση.

Ο τ. ωρίμανση, παρότι χρησιμοποιείται συχνότερα από τον τ. ωρίμαση, θεωρείται εσφαλμένος, γιατί το ρήμα από το οποίο προέρχεται δεν είναι *ωριμαίνω, αλλά ωριμάζω.

ωρομίσθιο το: αμοιβή εργαζομένου για εργασία μίας ώρας. ωρομίσθιος ο, η: εργαζόμενος που αμείβεται ανάλογα με τις ώρες εργασίας.

ωρύομαι • μόνο ενστ. και πρτ.: (αμτβ.) φωνάζω πολύ δυνατά και με ένταση: Μόλις είδε το τρακαρισμένο του αυτοκίνητο, άρχισε να ωρύεται!

ως1 & έως (πρόθ.): (+ αιτ. / επίρρ.) δηλώνει τοπικό ή χρονικό όριο = μέχρι, [προφ.] ίσαμε: Πήγα ~ το τέλος του δρόμου / εκεί. από το 1950 ~ το 1960.

ως2 (επίρρ.): 1 (+ πτώση του όρου που προσδιορίζει) δηλώνει ιδιότητα του υποκειμένου ή του αντικειμένου: Εμφανίστηκε ~ ειδικός, ενώ δεν είναι. Τις μεγαλύτερες ευθύνες τις απέδωσαν σε αυτόν ~ υπεύθυνο του έργουglass σαν. 2 [επίσ.] καθώς, όπως, κυρ. σε στερεότυπες εκφρ. όπως: ~ είθισται: όπως συνηθίζεται. ~ εκ τούτου: κατά συνέπεια, εξαιτίας αυτού που προαναφέρθηκε. ~ προς: σχετικά με, αναφορικά με: ~ το δεύτερο σκέλος της ερώτησης θα δοθούν πρόσθετες διευκρινίσεις. ~ εξής / ακολούθως: όπως αναφέρεται, περιγράφεται στη συνέχεια: Η δήλωση του βουλευτή έχει ~: …

ώσμωση η: ΧΗΜ φαινόμενο κατά το οποίο μέρη διαλύματος διεισδύουν σε άλλο αυτόματα.

ωσότου & έως ότου (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο διακόπτει τη διάρκεια άλλου γεγονότος = μέχρις ότου, μέχρι, ώσπου: ~ (να) μαζέψω, να έχεις τελειώσει το διάβασμα!

ώσπου (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο διακόπτει τη διάρκεια άλλου γεγονότος = έως ότου, ωσότου, μέχρις ότου, μέχρι: Διάβαζε, ~ αποκοιμήθηκε πάνω στο βιβλίο. ~ να φύγουμε, μπορείς να παίζεις.

ώστε (σύνδ.): 1 εισάγει πρόταση που δηλώνει λογική συνέπεια, συμπέρασμα γεγονότος, ενέργειας κτλ.: Διάβαζε πολύ, ~ να καλύψει τα κενά που είχε από την απουσία του. = για. ~ δε θα είναι εδώ, αφού έφυγε χθες. = άρα, συνεπώς, επομένως. 2 εισάγει πρόταση που δηλώνει αποτέλεσμα ενέργειας: Έπαιξε τόσο καλά χθες η ομάδα, ~ κέρδισε με μεγάλη διαφορά. 3 (στην αρχή πρότ.) συνδέει με τα προηγούμενα εκφράζοντας ενδιαφέρον, έκπληξη, δυσαρέσκεια κτλ.: ~ έφυγε χωρίς καν να μας μιλήσει!

ωστόσο (σύνδ.): (συνήθ. μετά από τελεία, άνω τελεία ή κόμμα) συνδέει προτάσεις που δηλώνουν κτ αντίθετο: Ήθελα να φύγω, ~ δεν το έκανα. = αλλά, μα. ~, είναι καλός άνθρωπος, κι ας λέει αυτά που λέει.

ωτίτιδα η: ΙΑΤΡ φλεγμονή του αυτιού.

Από το οὖς («αυτί», γεν. ὠτός) + -ίτιδα (παραγωγική κατάληξη που δηλώνει φλεγμονή του οργάνου που δηλώνεται με την πρωτότυπη λέξη).

ωφελώ -ούμαι: 1 (μτβ.) επιφέρω θετικό αποτέλεσμα: Την ωφέλησε η παραμονή στο εξωτερικό για την εξάσκηση της ξένης γλώσσας βλάπτω, κάνω ζημιά. 2 παθ. έχω κέρδος από κτ. 3 τριτοπρόσ. αποδεικνύομαι χρήσιμος ή αποτελεσματικός: Δεν ωφελούν οι γκρίνιες. 4 απρόσ. είναι χρήσιμο ή αποτελεσματικό: Όταν έχει ήδη γίνει η ζημιά, δεν ωφελεί να κλαις. ωφέλιμος -η -ο: αυτός που ωφελεί κπ ή κτ = χρήσιμος, ευεργετικός ανώφελος, βλαπτικός: ~ οδηγίες / αναγνώσματα. ωφέλεια η: το κέρδος που έχει κπ από κτ: οικονομική / υλική / ψυχολογική ~. = όφελος ζημία, βλάβη.

ωχρός -ή -ό: αυτός που έχει κιτρινωπό χρώμα = χλωμός: Το πρόσωπό του ήταν ~ μετά το χειρουργείο. ωχρότητα η.