Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Φ
φαγητό
φωτογραφία

Φαγητό το: τροφή, κατάλληλα προετοιμα σμένη, που καταναλώνει κπ για να ζήσει = [προφ.] φαΐ: βαρύ / ελαφρύ / νόστιμο ~. Οι τηγανητές πατάτες είναι το αγαπημένο μου ~. φαΐ το. φάγωμα το. φαγάς ο, -ού η: πρόσωπο που τρώει πολύ. φαγώσιμος -η -ο: αυτός που είναι κατάλληλος για να φαγωθεί. φαγώσιμα τα. φαγανός -ή -ό: αυτός που τρώει πολύ.

Η λ. φαγητό συνδέεται ετυμολογικά με το θ. του αορ. φαγ- του ρ. τρώω, ενώ το συνώνυμο τροφή συνδέεται με το ρ. τρέφω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται τα συνθ. -φαγία και -φάγος: κρεατοφαγία, κρεατοφάγος, χορτοφαγία, χορτοφάγος κτλ., αλλά και οι λ. φαγούρα, φαγάδικο, φαγοπότι κτλ.

φαγούρα η: [προφ.] ενοχλητικό αίσθημα στο δέρμα ή τους βλεννογόνους που δημιουργεί την ανάγκη για ξύσιμο: έντονη / ενοχλητική ~. glass σχ. φαγητό.

φαγωμάρα η: συνεχείς προστριβές = τσακωμός. glass σχ. φαγητό.

φαίνομαι αόρ. φάνηκα: (αμτβ.) 1 α. είμαι ορατός, μπορεί κπ να με δει ή να με διακρίνει: Καθάρισα τον λεκέ, δε φαίνεται. Στο βάθος ~ το σπίτι μας. β. γίνομαι αντιληπτός: Τα ολέθρια αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. 2 α. δίνω την εντύπωση = δείχνω: Φαίνεται ευτυχισμένος. Φαινόταν καλά, αλλά ξαφνικά λιποθύμησε. β. αποδεικνύομαι: Φάνηκε ικανός να οδηγήσει την ομάδα σε επιτυχίες. φαίνεται: απρόσ. 1 είναι πιθανό: ~ ότι θα βρέξει. 2 (+ γεν. προσ. αντων.) α. νομίζω: Μου ~ ότι δεν ξέρει τι λέει. β. δίνω την εντύπωση: Δεν της ~ ότι έχει παιδί. φαινόμενο το. φαινομενικός -ή -ό. φαινομενικά (επίρρ.).

φάκελος o: 1 α. θήκη από χαρτί για γράμματα ή έγγραφα που στέλνουμε: Άνοιξε τον ~ κι έβγαλε την κάρτα. β. χάρτινη ή πλαστική θήκη για τη φύλαξη εγγράφων. 2 σύνολο επίσημων εγγράφων που αναφέρονται σε ένα θέμα, πρόσωπο κτλ.: Η Ελλάδα υπέβαλε στην Επιτροπή τον ~ για τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων. 3 (μτφ.) σημαντική υπόθεση, καθώς και τα στοιχεία που την αφορούν: Σύντομα θα ανοίξει ο ~ της Κύπρου. 4 ΠΛΗΡΟΦ χώρος στον υπολογιστή με χαρακτηριστικό όνομα, όπου αποθηκεύονται αρχεία (έγγραφα, εικόνες, προγράμματα κτλ.). φακελάκι το: 1 μικρός φάκελος με τη σημ. 1. 2 (μτφ.) χρήματα που δίνονται σε κπ, ανεξάρτητα από τη νόμιμη και προβλεπόμενη αμοιβή του, ως αντάλλαγμα για εξυπηρέτηση ή υπηρεσία: Ο γιατρός απαίτησε και πήρε ~ 10.000 ευρώ για την εγχείρηση. φακελώνω -ομαι: (μτβ.) συγκεντρώνω στοιχεία για την πολιτική δράση ή τις παράνομες πράξεις κπ: Την περίοδο της χούντας οι περισσότεροι πολίτες ήταν φακελωμένοι. φακέλωμα το: το να φακελώνει κανείς κπ.

φακός ο: 1 α. ΦΥΣ κοίλο ή κυρτό κομμάτι από γυαλί ή ειδικό διαφανές πλαστικό, που συγκεντρώνει ή διασκορπίζει το φως, δημιουργώντας είδωλο ίσο, μικρότερο ή μεγαλύτερο: ευρυγώνιος / συγκεντρωτικός / μεγεθυντικός ~. β. δίσκος που προσαρμόζεται σε ειδικό σκελετό και βελτιώνει την όραση ή προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο: ~ μυωπίας. ~ επαφής: μικρός και κυρτός δίσκος που εφαρμόζει απευθείας στο μάτι και βελτιώνει την όραση. 2 εξάρτημα συσκευής λήψης εικόνων και (συνεκδ.) η ίδια η συσκευή: Εστίασε τον ~ για να βγάλει φωτογραφία. 3 φορητό φωτιστικό σώμα που λειτουργεί με μπαταρίες: Έπεσε το ρεύμα και είναι σκοτεινά, πού έχεις ~;

φανατικός -ή -ό: 1 αυτός που με ακραίο τρόπο υποστηρίζει άποψη, ιδέα, πρόσωπο κτλ. μετριοπαθής: Ήταν από τους πιο ~ οπαδούς του κόμματος, δεν έβλεπε τα στραβά. Με ~ τρόπο υποστήριζε την ομάδα του. 2 αυτός που κάνει κτ σε υπερβολικό βαθμό: ~ καπνιστής. φανατικά (επίρρ.). φανατισμός ο. φανατίζω -ομαι (μτβ.).

φανερός -ή -ό: 1 αυτός που είναι ορατός, που μπορεί να τον δει κπ = εμφανής: Είναι πλέον φανερά τα σημάδια της κόπωσης. 2 αυτός που μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτός δυσδιάκριτος: Γίνεται ~ ο λόγος της ανησυχίας μου. φανερά (επίρρ.). φανερώνω -ομαι: (μτβ.) 1 εμφανίζω, φέρνω στο φως ή στην επιφάνεια κτ = αποκαλύπτω: Μη φανερώσεις σε κανέναν το μυστικό αποκρύπτω. 2 κάνω κτ αντιληπτό, δείχνω: Το όνομά του ~ την ελληνική καταγωγή του. 3 παθ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: Του φανερώθηκε η θεά Αθηνά με τη μορφή κουκουβάγιας.

φαντάζομαι: (μτβ.) 1 δημιουργώ με τον νου εικόνες, καταστάσεις, γεγονότα κτλ.: ~ ότι βρίσκομαι σε μια παραλία, και αμέσως χαλαρώνω. Πώς ~ τον εαυτό σου σε 20 χρόνια; (για) φαντάσου!: για έντονη έκπληξη: Για ~, η Άννα γιατρός! – Ποιος το περίμενε; 2 έχω την άποψη = νομίζω, υποθέτω: Κάποιοι ~ ότι μπορούν να παρανομούν και να μένουν ατιμώρητοι. φαντασμένος -η -ο: αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. φαντασία η. φανταστικός -ή -ό: 1 αυτός που τον φαντάζεται κπ, ο μη πραγματικός: Του άρεσε να φτιάχνει ~ ιστορίες. 2 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ ευχάριστος, ωραίος ή μεγαλειώδης = εκπληκτικός: Το πάρτι ήταν ~, περάσαμε υπέροχα! φανταστικά (επίρρ.).

φαντάζω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) δίνω την εντύπωση: Στα παιδικά μάτια ο κόσμος ~ μαγικός.

φάντασμα το: άυλη εικόνα νεκρού και κάθε άυλο ον που εμφανίζεται με υπερφυσικό τρόπο =πνεύμα, στοιχειό: Πίστευαν ότι στο παλιό σπίτι κατοικούσαν ~. φαντάσματα του παρελθόντος: δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις του παρελθόντος: Οι συζητήσεις ξυπνούσαν ~.

φαρδύς -ιά -ύ: αυτός που έχει μεγάλο πλάτος ή μεγαλύτερο από ό,τι χρειάζεται = πλατύς στενός: ~ δρόμος. Φορούσε ένα παντελόνι που του ήταν ~ στη μέση. ~ - πλατύς: με όλο το πλάτος του σώματος: Έπεσε ~ στον καναπέ. φαρδιά (επίρρ.). φαρδαίνω: 1 (αμτβ.) αυξάνω στο πλάτος, γίνομαι πιο φαρδύς: Ο δρόμος στη συνέχεια ~ και γίνεται διπλός. 2 (μτβ.) κάνω κτ πιο μεγάλο ή πιο άνετο στο πλάτος: Η φούστα με στενεύει, πρέπει να τη φαρδύνω. φάρδος το.

Το φαρδύς προέρχεται από το ΑΕ εὐφραδής «εύγλωττος».

φαρμάκι το: 1 [οικ.] ουσία που μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο = δηλητήριο. 2 (μτφ.) α. κτ πολύ πικρό στη γεύση: Ο καφές είναι ~, δεν πίνεται! β. πικρία, θλίψη: Με πότισες ~. φαρμακερός -ή -ό: 1 αυτός που βγάζει ή παράγει δηλητήριο = δηλητηριώδης: Πρόκειται για φίδια ~, και γι' αυτό είναι επικίνδυνα. 2 (μτφ.) αυτός που ενοχλεί με τις παρατηρήσεις ή τα σχόλιά του = δηκτικός: Της μίλησε με λόγια ~ και πικρόχολα. φαρμακερά (επίρρ.). φαρμακώνω -ομαι: 1 (μτβ.) δίνω σε κπ δηλητήριο = δηλητηριάζω. 2 (μτφ., μτβ.) προκαλώ σε κπ μεγάλη λύπη.

φάρμακο το: 1 ουσία που χρησιμοποιείται για την πρόληψη ή θεραπεία ασθένειας: Παίρνει ~ για την πίεση. 2 (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προφυλάξει από δυσάρεστη κατάσταση ή να τη βελτιώσει: Η δουλειά είναι το καλύτερο ~ για την αποφυγή της κατάθλιψης. φαρμακείο το: α. κατάστημα στο οποίο διατίθενται φάρμακα. β. κουτί στο οποίο φυλάσσονται φάρμακα. φαρμακευτικός -ή -ό. φαρμακευτικά (επίρρ.). φαρμακευτική η: επιστήμη που ασχολείται με τις ιδιότητες των φαρμάκων, καθώς και η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή.

φασαρία η: 1 ενοχλητικός θόρυβος από φωνές, ομιλίες ανθρώπων, κίνηση οχημάτων κτλ.: Όλη νύχτα δεν μπόρεσα να ησυχάσω, είχε πολυκοσμία και ~ έξω. Οι μαθητές που έκαναν ~ στην τάξη θα αποβληθούν. 2 αναταραχή ή αναστάτωση που συνοδεύεται από επεισόδια: Τις φασαρίες προκάλεσε ομάδα αναρχικών. 3 συνήθ. πληθ. αναστάτωση από κοπιαστικές ή δυσάρεστες ενέργειες που γίνονται για να τακτοποιηθούν επείγουσες ή δύσκολες υποθέσεις = μπλέξιμο: Ακούσαμε ότι είχες ~ με την Αστυνομία. 4 φροντίδα ή κοπιαστική ενασχόληση με κτ: Μη σε βάζω σε ~, θα φάμε κάτι απ' έξω. φασαριόζος -α -ικο. φασαριόζικα (επίρρ.).

φάση η: 1 χρονικό διάστημα που ορίζεται από συγκεκριμένες ενέργειες ή καταστάσεις στην εξελικτική πορεία φαινομένου, έργου κτλ. = στάδιο, περίοδος: Ασχολείται με τη μελέτη των πρώιμων φάσεων της ιστορίας της ανθρωπότητας. 2 [οικ.] χρονικό σημείο: Σε μια ~, που λες, παθαίνει βλάβη ο κινητήρας του αεροπλάνου! 3 [οικ.] περίοδος δυσκολιών: Μην τον παρεξηγείς, περνάει ~ τώρα, αλλά γρήγορα θα ξεπεράσει το πρόβλημα. 4 ΑΣΤΡΟΝ διαδοχικές αλλαγές στην όψη ουράνιων σωμάτων: οι ~ της Σελήνης. 5 ΦΥΣ μέγεθος που δείχνει την κατάσταση ταλάντωσης ενός κύματος σε σχέση με μια ορισμένη θέση ή μια ορισμένη χρονική στιγμή: ~ ηλεκτρικού ρεύματος. 6 ΧΗΜ η κατάσταση ενός χημικού στοιχείου: στερεή / υγρή / αέρια ~.

φασισμός ο: 1 ΠΟΛ ιδεολογία και πολιτικό σύστημα κατά το οποίο η εξουσία ασκείται από έναν δικτάτορα με αυταρχικό τρόπο, με κατάργηση των δημοκρατικών διαδικασιών, εθνικιστικές ιδέες και σκληρό οικονομικό και κοινωνικό έλεγχο. 2 ΙΣΤ δικτατορικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Μουσολίνι στην Ιταλία από το 1922 ως το 1943. 3 (μτφ.) αυταρχική συμπεριφορά: Μπαμπά, η απαγόρευση εξόδου είναι ~! φασιστικός -ή -ό. φασιστικά (επίρρ.). φασίστας ο, -τρια η.

φάσμα το: 1 ΦΥΣ α. το σύνολο των απλών χρωμάτων στα οποία αναλύεται μια ακτίνα φωτός, όταν περάσει από κρυσταλλικό πρίσμα: ηλιακό ~. β. περιοχή συχνοτήτων, μέσα στην οποία τα κύματα διαθέτουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ~ ραδιοσυχνοτήτων. 2 (μτφ.) σύνολο στοιχείων, του οποίου τα μέλη χαρακτηρίζονται από ποικιλία ή διαφορετικότητα: Το πρόγραμμα του φεστιβάλ καλύπτει ένα ευρύ μουσικό ~. 3 (μτφ.) κίνδυνος που απειλεί κπ = απειλή: Η υπογραφή συνθήκης απομάκρυνε το ~ του πολέμου. φασματικός -ή -ό.

Η λ. φάσμα, με αρχική σημασία «φάντασμα», προέρχεται από το AE ρ. φαίνω -ομαι. Με τη σημ. 1α σχηματίζει πολλά σύνθετα: φασματόγραμμα, φασματογράφημα, φασματογράφος, φασματοσκοπία, φασματοσκοπικός, φασματοσκόπιο κτλ.

φέγγω: 1 (αμτβ.) εκπέμπω φως ή λάμψη = φωτίζω, λάμπω, ακτινοβολώ: Η Σελήνη έφεγγε στον ουρανό. 2 (μτβ. & αμτβ.) ρίχνω φως σε κπ για να βλέπει στο σκοτάδι: Φέξε μου λίγο με τον φακό, γιατί δε βλέπω εδώ μέσα! 3 (μτφ., αμτβ.) είμαι υπερβολικά αδύνατος: Έχασε πολλά κιλά, το πρόσωπό της έφεξε. μου (έ)φεξε: με ευνόησε η τύχη. 4 απρόσ. α. υπάρχει φως: Ήταν αργά το απόγευμα - ίσα που έφεγγε. β. γίνεται μέρα = ξημερώνει: Έφυγαν νωρίς, πριν ακόμα φέξει. φέγγος το. φεγγίζω: (αμτβ.) 1 φέγγω ελάχιστα. 2 (για πργ.) είμαι διαφανής: Η φούστα από λεπτή μουσελίνα ~. φεγγίτης ο: μικρό παράθυρο στην οροφή ή στο πάνω μέρος τοίχου, από το οποίο φωτίζεται ή αερίζεται κλειστός χώρος: Το κελί είχε μόνο έναν ~, απ' όπου καταλάβαινα αν ήταν μέρα ή νύχτα.

φέρνω αόρ. έφερα, μππ. φερμένος: 1 (μτβ.) α. δίνω κτ στα χέρια κπ: Φέρε μου το μωρό να το κρατήσω! Φέρε να δω τι γράφει το χαρτί! β. μεταφέρω κτ, για να το χρησιμοποιήσω, να το διαθέσω ή να το προσφέρω: Μας έφερε γλυκά για τη γιορτή της. Μας φέρνεις καλά νέα; 2 (μτβ.) α. μεταφέρω κπ, τον πηγαίνω κάπου και, συνήθως, τον αφήνω εκεί: Τον έφεραν με το ασθενοφόρο βαριά τραυματισμένο. β. κάνω κπ να πάει κάπου: Έφερε μαζί της και τον φίλο της. Πού μας έφερες στην ερημιά; = οδηγώ. γ. καλώ κπ να έρθει για συγκεκριμένο λόγο: Τους απείλησε ότι θα φέρει την αστυνομία. ~ κπ στη ζωή / στον κόσμο = γεννώ: Έφερε στη ζωή ένα υγιέστατο αγοράκι. 3 (μτβ.) προκαλώ κτ, γίνομαι η αιτία να συμβεί κτ: Το ποτό μού ~ πονοκέφαλο. 4 (μτβ.) κάνω κπ να βρεθεί σε μία κατάσταση: Με ~ σε δύσκολη θέση / σε απόγνωση. ~ κτ εις / σε πέρας: τελειώνω κτ. τη ~ σε κπ: τον εξαπατώ, τον ξεγελώ. 5 (μτβ.) συνδυαζόμενο με ουσιαστικά, σχηματίζει εκφράσεις που παίρνουν τη σημασία τους από το ουσιαστικό: α. εκφράζω κτ, λέω: ~ παράδειγμα / αντίρρηση / αντίλογο. β. έχω ως αποτέλεσμα = αποφέρω, αποδίδω: H επιχείρηση έφερε πολλά κέρδη. Oι προσπάθειες δεν έφεραν καρπούς. 6 [οικ.] (αμτβ.) μοιάζω σε κπ ή κτ: ~ στη μητέρα της, τόσο στην όψη όσο και στη συμπεριφοράglass σχ. φέρω.

Τα ρ. φέρνω και φέρω, αν και από την ίδια ρίζα (ΑΕ φέρω), απαντούν σε διαφορετικά επίπεδα λόγου. Το φέρνω απαντά ως β΄ συνθ. στα σύνθετα με πρόθ.: καταφέρνω, συνεφέρνω. Επίσης, χρησιμοποιείται ως β΄ συνθ. σε λέξεις πιο συχνές στον προφ. λόγο, για να δηλώσει ότι κπ θυμίζει ή μοιάζει με αυτό που εκφράζει το α΄ συνθ.: αγαθοφέρνω, μεγαλοφέρνω, μικροφέρνω, χαζοφέρνω κτλ.

φέρομαι & [προφ.] φέρνομαι αόρ. φέρθηκα: (αμτβ.) ενεργώ ή αντιδρώ απέναντι σε κπ με συγκεκριμένο τρόπο = συμπεριφέρομαι: ~ καλά / κακά / άψογα / πολιτισμένα. φέρσιμο το.

φέρω -ομαι πρτ. & αόρ. έφερα: [επίσ.] (μτβ.) 1α. έχω κτ επάνω μου ή στα χέρια μου, ή συνοδεύομαι από κτ: Οι στρατιώτες φέρουν όπλα. Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή του συγγραφέα. β. κρατώ το βάρος κπ πράγματος, χρησιμεύω ως στήριγμα = στηρίζω: Οι κίονες φέρουν το βάρος του οικοδομήματος. 2 έχω κτ ως χαρακτηριστικό, εγγενές ή επίκτητο: Το σώμα δε φέρει εξωτερικές κακώσεις. 3παθ. τριτοπρόσ. υπάρχει κπ πληροφορία για κπ: Ο πρωθυπουργός φέρεται δυσαρεστημένος / να έχει δυσαρεστηθεί. ~ εις πέρας: ολοκληρώνω (υπόθεση, εργασία κτλ.). glass φέρνω. φέρ' ειπείν: για παράδειγμα, παραδείγματος χάριν. άγομαι και φέρομαι: δεν έχω προσωπική βούληση και κρίση, και, συνεπώς, επηρεάζομαι από άλλους. φορέας ο φορείς, φορέων: 1 πρόσωπο ή οργανισμός που έχει κτ ως χαρακτηριστικό και το μεταδίδει: ~ ασθένειας / πολιτισμού. 2 νομικό πρόσωπο, όπως οργανισμοί, ενώσεις κτλ., με συγκεκριμένη κοινωνική ή επαγγελματική δραστηριότητα: δημόσιος / ιδιωτικός ~. φορείο το. φορητός -ή -ό.

Το ρ. φέρω χρησιμοποιείται σε πιο επίσημο λόγο και ως β΄ συνθ. σε σύνθετα με πρόθεση, όπως: αναφέρω, διαφέρω, προφέρω, εισφέρω, εκφέρω, ενδιαφέρω, επαναφέρω, επιφέρω, καταφέρομαι, μεταφέρω, περιφέρω, προσφέρω, προφέρω, συμπεριφέρομαι, συμφέρω, συνεισφέρω, υποφέρω και τα παράγωγά τους. Επίσης, σε λέξεις που χρησιμοποιούνται σε πιο επίσ. λόγο, όπως: φέρελπις, φερέφωνο («αυτός που δεν έχει τη δική του γνώμη»), φερώνυμος («αυτός που φέρει το όνομα κπ»). Από την ίδια ρ. προέρχονται επίσης τα: υποφερτός, ανυπόφορος, παρεμφερής.

φέτος (επίρρ.): κατά τη διάρκεια του παρόντος έτους: Ο Γιάννης ~ θα πάει στην πρώτη Δημοτικού. φετινός -ή -ό.

φεύγω αόρ. έφυγα: (αμτβ.) 1 απομακρύνομαι από τον τόπο όπου βρίσκομαι ή κατοικώ, ή από πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται σε συγκεκριμένο σημείο έρχομαι, μένω, παραμένω: Ο Γιάννης έφυγε για τη δουλειά. Έφυγε από το σπίτι του στα 18. Φύγε από κοντά μου!2 α. (μτφ.) περνώ χρονικά: Τα καλύτερά μας χρόνια έφυγαν. β. παύω να υπάρχω = εξαφανίζομαι: Δεν ξέρω πώς θα φύγει ο λεκές. 3 πεθαίνω: Έφυγε με τον καημό της πατρίδας. φυγή η. φυγάς ο, η. φευγάτος -η -ο.

φήμη η: 1 πληροφορία ή είδηση, της οποίας η πηγή δεν μπορεί να εξακριβωθεί = διάδοση. Κυκλοφορούσαν ~ ότι θα καταργηθούν οι εξετάσεις. 2 άποψη που επικρατεί για κπ ή κτ: Έχει τη ~ καλού γιατρού / δύσκολου χαρακτήρα. 3 αναγνώριση της αξίας ή ικανότητας κπ από το ευρύ κοινό = δόξα, καταξίωση: Θα συμμετάσχει ο παγκοσμίου φήμης πιανίστας. φημίζομαι: (αμτβ. + για) είμαι γνωστός για κτ, συνήθως θετικό: Η Γαλλία ~ για τα κρασιά της.

φθάνω & φτάνω αόρ. έφθασα & έφτασα: 1 (αμτβ.) καταλήγω σε έναν τόπο ή σημείο μετά από μετακίνηση ξεκινώ, αναχωρώ, φεύγω: Το καράβι θα φτάσει στο νησί στις οχτώ. Η μυρωδιά του φαγητού έφτανε ως εδώ. = έρχομαι. φτάνει κτ στα αυτιά κπ: κτ γίνεται γνωστό σε κπ: Αν φτάσει στα αυτιά του διευθυντή ότι δε δουλεύουν, θα τους απολύσει. 2 (αμτβ.) εκτείνομαι μέχρι κπ σημείο: Η κουρτίνα ~ μέχρι το πάτωμα. 3 (μτφ., αμτβ.) καταλήγω σε κατάσταση ή θέση: Έχει δυνατότητες να φτάσει πολύ ψηλά. 4 (μτβ.) πιάνω κτ που βρίσκεται ψηλά: Μπορείς να φτάσεις το πάνω ράφι; 5 (μτβ.) α. προλαβαίνω κπ ή κτ που κινείται πιο γρήγορα: Μην περπατάς γρήγορα, δεν μπορώ να σε φτάσω! β. βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο με κπ που ήταν πιο προχωρημένος: Αν και ξεκίνησε μαθήματα πιο αργά από τους άλλους, σχεδόν τους έχει φτάσει. ~ κπ σε κτ: είμαι στο ίδιο επίπεδο με κπ: Τον έφτασε στο ύψος. Κανείς δεν τον ~ στο κολύμπι. 6 (μτβ. & αμτβ.) είμαι αρκετός για κτ = επαρκώ: Ο καφές τελειώνει, δε θα φτάσει για όλους / δε θα μας φτάσει. φτασμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που έχει πετύχει επαγγελματικά: Είναι ~ γιατρός.

φθείρω -ομαι πρτ. & αόρ. έφθειρα, παθ. αόρ. φθάρηκα, & [επίσ.] εφθάρην, μππ. φθαρμένος: (μτβ.) 1 προξενώ βαθμιαία ζημιά σε κτ, συνήθως με τη χρήση = καταστρέφω, χαλώ: Τα λάστιχα είναι παλιά και έχουν φθαρεί. 2 προκαλώ ηθική ή υλική ζημιά: Η παραμονή στην εξουσία φθείρει τους πολιτικούς. φθορά η. φθαρτός -ή -ό: αυτός που μπορεί να φθαρεί άφθαρτος: Πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από ~ σώμα και άφθαρτη ψυχή.

φθινόπωρο το: μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, μετά το καλοκαίρι και πριν από τον χειμώνα. φθινοπωρινός -ή –ό. φθινοπωριάτικος -η -ο. φθινοπωριάζει: απρόσ. έρχεται φθινόπωρο.

φθίνω μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (αμτβ.) μειώνομαι ή λιγοστεύω σταδιακά σε ένταση, σπουδαιότητα ή σημασία: Η λάμψη τους σιγά-σιγά έφθινε, μέχρι που χάθηκε εντελώς.

φθόγγος ο: 1 ΓΛΩΣΣ έναρθρος ήχος που παράγεται από τα φωνητικά όργανα του ανθρώπου και μαζί με άλλους σχηματίζει τις λέξεις. 2 ΜΟΥΣ νότα.

φθονώ: (μτβ.) ζηλεύω έντονα κπ για συγκεκριμένο λόγο: Τη φθονεί, γιατί είναι όμορφη, πλούσια και πετυχημένη. φθόνος ο. φθονερός -ή -ό. φθονερά (επίρρ.).

φθόριο το: ΧΗΜ υποκίτρινο αέριο στοιχείο που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία. φθορίωση η: προσθήκη ενώσεων φθορίου σε κτ: ~ δοντιών / νερού. φθοριώνω -ομαι (μτβ.).

Από την ΑΕ λ. φθορά, επειδή φθείρει τα δοχεία, ή από το μσν. φθόριον «φάρμακο που καταστρέφει το έμβρυο».

φιάλη η: δοχείο για την αποθήκευση υγρών ή αερίων σωμάτων = μπουκάλα: ~ οξυγόνου / υγραερίου / αίματος.

φιλί το: ιδιαίτερο άγγιγμα με τα χείλια, ως έκφραση στοργής, αγάπης, έρωτα ή σεβασμού: Την αποχαιρέτησε με ένα ~. το ~ της ζωής: τεχνητή αναπνοή, που συνίσταται στην εμφύσηση αέρα από στόμα σε στόμα σε κπ που έχει χάσει τις αισθήσεις του. φιλώ -ιέμαι (μτβ.). φίλημα το.

φιλ(ο)- & φίλ-: α΄ συνθ. που εκφράζει αγάπη, προτίμηση ή κλίση προς αυτό που δηλώνει το β΄ συνθ.: φιλαλήθης, φιλομαθής, φιλόσοφος.

Από το AE ρ. φιλῶ «αγαπώ».

Σύνθετα με φιλο-
φίλαθλος
φιλάνθρωπος
φιλάργυρος
φιλειρηνικός
φιλελεύθερος
φιλέλληνας
φιλοχρήματος

φιλόδοξος -η -ο: 1 (για προσ.) αυτός που προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιτύχει ή να αποκτήσει κτ: Είναι πολύ ~, θέλει να φτάσει ψηλά. ταπεινός. 2 (για πργ.) αυτός που ξεπερνά το μέτρο και τις δυνατότητες: ~ σχέδια = μεγαλεπήβολος. φιλόδοξα (επίρρ.). φιλοδοξώ (μτβ.). φιλοδοξία η.

φιλολογία η: 1 επιστήμη που μελετά τη γλώσσα και τη λογοτεχνική παραγωγή σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο: ελληνική / αγγλική / γαλλική / γερμανική ~. 2 το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. 3 η μελέτη των κλασικών γλωσσών. φιλολογικός -ή -ό. φιλολογικά (επίρρ.). φιλόλογος ο, η.

φιλόξενος -η -ο: αυτός που προσφέρει σε άλλους στέγη ή περιποίηση στο σπίτι του ή σε κατάλληλο χώρο. φιλόξενα (επίρρ.). φιλοξενώ -ούμαι (μτβ.). φιλοξενία η.

φίλος ο, φίλη η: 1 πρόσωπο με το οποίο έχουμε στενή κοινωνική σχέση που την χαρακτηρίζει αμοιβαία αγάπη και κατανόηση εχθρός: παιδικός / επιστήθιος ~. 2 ο ερωτικός σύντροφος: Συζεί με τον ~ της εδώ και μήνες. 3 (μτφ.) αυτός που αγαπά ιδιαίτερα ή υποστηρίζει κτ πολέμιος: ~ των θερινών κινηματογράφων / της λογοτεχνίας. 4 [οικ.] συνήθ. κλητ. «φίλε» αντί του «κύριε», για να απευθυνθούμε σε πρόσωπα που δε γνωρίζουμε: Φίλε, μήπως ξέρεις από πού πάει για Χαλκίδα; φιλενάδα η: [οικ.] 1 φίλη γυναίκας: Στη ~ της λέει όλα της τα μυστικά. 2 ερωμένη άντρα: Χώρισαν, γιατί ο άντρας της είχε ~. φιλία η: έχθρα 1 στενή σχέση μεταξύ ανθρώπων ή λαών που χαρακτηρίζεται από αγάπη, αμοιβαία υποστήριξη και αλληλοσεβασμό: Πιάνω φιλίες με κπ. αδελφική ~. 2 αυτό που νιώθει κπ στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης εχθρότητα. φιλικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τη φιλία ή χαρακτηρίζει φίλους: ~ επίσκεψη / ενδιαφέρον / διάθεση εχθρικός. 2 αυτός που είναι ευνοϊκός απέναντι σε κπ: προϊόντα ~ για το περιβάλλον. 3 ΑΘΛ αυτός που δε γίνεται στα πλαίσια επίσημης αθλητικής διοργάνωσης: ~ παιχνίδι /αγώνας. φιλικά (επίρρ.).

φιλοσοφία η: 1 α. η αναζήτηση της αλήθειας για την ουσία των πραγμάτων, τη φύση και τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο β. οργανωμένο σύστημα ιδεών, αντιλήψεων για τα ζητήματα αυτά: η ~ του Αριστοτέλη / του Καντ /του Χέγκελ. 2 τρόπος σκέψης και αντιμετώπισης των πραγμάτων και της ίδιας της ζωής: η ~ του νέου μοντέλου διοίκησης της εταιρείας. 3 [μειωτ.] συνήθ. πληθ. γενικόλογη και υπερβολικά πολύπλοκη σκέψη, συνήθως χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: Άσε τις φιλοσοφίες και πες μου γιατί πραγματικά δε θέλεις να έρθεις! φιλόσοφος ο, η: 1 αυτός που μελετά ή διδάσκει φιλοσοφία: αρχαίοι Έλληνες / υλιστές ~. 2 (μτφ.) αυτός που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις της καθημερινής ζωής με βαθιά σκέψη και γνώση. φιλοσοφώ: (μτβ.) εξετάζω κτ σε βάθος και με φιλοσοφική διάθεση: Το φιλοσόφησα για μέρες και τελικά αποφάσισα τι να σπουδάσω. φιλοσοφικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη φιλοσοφία: ~ δοκίμιο. Φιλοσοφική Σχολή: πανεπιστημιακή σχολή όπου διδάσκεται φιλολογία, φιλοσοφία, ιστορία κτλ. φιλοσοφικά (επίρρ.).

φιλότιμο το: έντονη ευαισθησία σε θέματα αξιοπρέπειας: Τον προσέβαλες και τον έθιξες στο ~. Δεν έχει ~ να παραιτηθεί; έρχομαι στο ~: φιλοτιμούμαι. φιλότιμος -η -ο: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από φιλότιμο αφιλότιμος. 2 αυτός που γίνεται με φιλότιμο: Έκαναν ~ προσπάθειες, αλλά δεν τα κατάφεραν. φιλότιμα (επίρρ.). φιλοτιμία η: 1 η ιδιότητα του φιλότιμου. 2 το φιλότιμο, κυρ. στην έκφρ. κάνω την ανάγκη ~: προσπαθώ να αντιμετωπίσω ευχάριστα κτ που είμαι αναγκασμένος να κάνω. φιλοτιμώ -ούμαι: 1 (μτβ.) συμπεριφέρομαι σε κπ έτσι, ώστε να του κεντρίσω το φιλότιμο. 2 παθ. κάνω κτ από φιλότιμο: Με έβλεπε να ταλαιπωρούμαι και δε φιλοτιμήθηκε να με βοηθήσει.

φλέβα η: 1 α. ΑΝΑΤ αγγείο που μεταφέρει το φτωχό σε οξυγόνο αίμα στην καρδιά. β. [οικ.] γενικά κάθε αγγείο που μεταφέρει αίμα. 2 στρώμα ορυκτού ή ρεύμα νερού κάτω από το έδαφος: ~ χρυσού. 3 (μτφ.) ικανότητα ή δεξιοτεχνία = ταλέντο: Η γνήσια καλλιτεχνική ~ του ποιητή φάνηκε από το πρώτο κιόλας έργο του. φλεβικός -ή -ό. φλεβίτιδα η: ΙΑΤΡ φλεγμονή του τοιχώματος των φλεβών. glass  σχ. ωτίτιδα.

φλεγμονή η: ΙΑΤΡ αντίδραση του οργανισμού που εκδηλώνεται με ποικίλα συμπτώματα (κοκκίνισμα, πόνο, πρήξιμο κτλ.) και προκαλείται από διάφορα εξωτερικά (π.χ. τραύματα ή μικρόβια) ή εσωτερικά αίτια. φλεγμονώδης -ης -ες .glass σχ. αγενής.

φλόγα η: 1 γλώσσα φωτιάς που παράγεται όταν κτ καίγεται: Η ~ των κεριών έδινε ένα ρομαντικό ύφος στη διακόσμηση. 2 (μτφ.) έντονος πόθος ή σφοδρή επιθυμία για κπ ή κτ: Έκαιγε μέσα του η ~ της επανάστασης. φλέγομαι: (αμτβ.) 1 καίγομαι με δυνατή φλόγα: το εργοστάσιο φλεγόταν για ώρες. 2 (μτφ.) κυριεύομαι από έντονο πάθος ή δυνατό συναίσθημα: Φλέγεται από μίσος για τους δολοφόνους του πατέρα του. φλέγων -ουσα -ον: αυτός που επείγει λόγω σπουδαιότητας: το ~ ζήτημα της ανεργίας. φλογερός -ή -ό: (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ένταση, πάθος ή θερμότητα: ~ έρωτας = παράφορος. ~ εραστής = θερμός. φλογερά (επίρρ.).

Το φλέγων -ουσα -ον είναι μτχ. ενεργ. ενστ. του AE ρ. φλέγω. Ομόρριζα είναι και τα: φλόγα, φλόγιστρο, φλεγμονή, εύφλεκτος, βραδυφλεγής.

φλοιός ο: 1 [επίσ.] φλούδα. 2 στρώμα που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια οργάνων του σώματος ανθρώπου ή ζώων: ~ εγκεφάλου. 3 εξωτερικό στρώμα που καλύπτει την επιφάνεια των πλανητών: Ο ~ της σελήνης έχει πάχος μόλις 40 χιλιόμετρα.

φλούδα η: στρώμα που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια 1 καρπών. 2 κλαδιών ή κορμού δέντρων. φλούδι το: φλούδα (σημ. 1).

φοβερός -ή -ό: 1 αυτός που προκαλεί σε κπ φόβο, αηδία ή φρίκη: Πάγωσα στη θέα της ~ σκηνής. = φρικαλέος. 2 α. αυτός που είναι υπερβολικός ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: ~ κρύο / αγωνία / εκνευρισμός. β. αυτός που είναι εξαιρετικά καλός: ~ τραγουδιστής / άνθρωπος = εξαιρετικός. φοβερά (επίρρ.): 1 σε υπερβολικό βαθμό, πάρα πολύ: Ήταν ~ άσχημος, σχεδόν αποκρουστικός. 2 πολύ ωραία, εξαιρετικά: Περάσαμε ~, το πάρτι είχε κέφι! φοβερίζω: (μτβ.) προσπαθώ να φοβίσω κπ με απειλή: Μας φοβέρισε ότι θα μας απολύσει αν κάνουμε απεργία. φοβέρα η: πράξεις ή λόγια που αποσκοπούν στο να προκαλέσουν φόβο σε κπ = απειλή.

φόβος ο: συναίσθημα έντονης αγωνίας ή ανησυχίας που οφείλεται σε υπαρκτό ή μη κίνδυνο: Ζούσε με τον ~ της απόρριψης. Δυστυχώς, οι φόβοι για νέο τρομοκρατικό χτύπημα επαληθεύτηκαν. φοβίζω μππ. φοβισμένος: (μτβ.) κάνω κπ να φοβηθεί: Τους ~ η μοναξιά. Τα παιδιά, φοβισμένα από τις εκρήξεις, έτρεχαν να σωθούν. φοβάμαι & [επίσ.] φοβούμαι μππ. φοβισμένος: 1 α. (αμτβ.) κυριεύομαι από φόβο: Φοβήθηκα πολύ τη νύχτα που έμεινα μόνη μου. β. (μτβ.) τρομάζω από κτ: ~ το σκοτάδι / τα ποντίκια. 2 (μτβ.) είμαι ανήσυχος μήπως συμβεί κτ κακό ή έχω την εντύπωση ότι θα συμβεί κτ αρνητικό: ~ μην πάρει τον κακό δρόμο. ~ ότι δε θα βρείτε εισιτήρια. φοβητσιάρης -α -ικο: αυτός που τρομάζει πολύ εύκολα = δειλός. φοβητσιάρικα (επίρρ.).

φοίνικας1 ο: δέντρο με ψηλό και ίσιο κορμό που καταλήγει σε δέσμη μεγάλων φύλλων. φοινικιά η: φοινικόδεντρο.

φοίνικας2 ο: 1 ΜΥΘ μυθικό ιερό πτηνό των Αιγυπτίων με μεγάλα φτερά, το οποίο ξαναγεννιόταν από τις στάχτες του. 2 ΙΣΤ το πρώτο νόμισμα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οποίο είχε παράσταση του πτηνού αυτού.

φοιτώ -άω: [επίσ.] (αμτβ.) είμαι εγγεγραμμένος και παρακολουθώ συστηματικά μαθήματα σχολείου, πανεπιστημιακής σχολής κ.λπ.: ~ στην Α΄ Λυκείου / στην Iατρική. φοίτηση η: διετής / υποχρεωτική ~. φοιτητής ο, -ήτρια η: αυτός που φοιτά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: ~ της Αρχιτεκτονικής. φοιτητικός -ή -ό. φοιτητικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. φοιτῶ «συχνάζω κάπου».

φόνος ο: βίαιη αφαίρεση της ζωής ανθρώπου από άνθρωπο: Καταδικάστηκε για ~ και βιασμό. = [επίσ.] ανθρωποκτονία, [λαϊκ.] φονικό. φονεύω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) διαπράττω φόνο = σκοτώνω, δολοφονώ. φονιάς ο, φόνισσα η. φονικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε φόνο ή προκαλεί θάνατο, συνήθως μαζικά. φονικό το: [λαϊκ.] φόνος.

φορά1 η: 1 κατεύθυνση στην οποία κινείται κπ ή κτ: ~ του ανέμου / του ρολογιού. 2 (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται κτ: Δεν μπορεί να αντιστρέψει κανείς πια τη ~ των πραγμάτων.

φορά2 η: 1 χρονική στιγμή που συμβαίνει κτ, κυρίως για να δηλωθεί συχνότητα: Σε συγχωρώ, για πρώτη και τελευταία ~! Κάθε ~ που τον θυμάται, κλαίει. 2 πληθ. επιτείνει τη σύγκριση με κπ ή κτ άλλο ως προς το μέγεθος, τη σπουδαιότητα, την ποιότητα κ.λπ.: Είναι τρεις φορές καλύτερος. 3 ΜΑΘ δηλώνει την πράξη του πολλαπλασιασμού: Τρεις φορές το δύο, κάνει έξι.

φόρα1 η: η ορμή που χαρακτηρίζει μία κίνηση: Το βέλος έφυγε με πολύ μεγάλη ~ και καρφώθηκε στο δέντρο.

φόρα2 η: στην έκφρ. βγάζω (τα άπλυτα) στη ~: αποκαλύπτω κτ που ήταν κρυφό, συνήθως για πράξη επιλήψιμη.

Η λ. φόρα2 από τον πληθ. fora του λατ. forum «αγορά».

φόρος ο: 1 χρηματικό ποσό που αποτελεί μέρος των εσόδων πολιτών ή εταιρειών και καταβάλλεται υποχρεωτικά στο κράτος: ~ κατανάλωσης / μεταβίβασης ακινήτου = δασμός, φορολογία, τέλος. 2 (μτφ.) απόδοση, αντίτιμο: ~ τιμής / αίματος. φορολογώ -ούμαι: (μτβ.) επιβάλλω φόρο σε πρόσωπο ή αγαθό: Oι δωρεές δε φορολογούνται. φορολόγηση η. φορολογία η: 1 η επιβολή φόρου από το κράτος: Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του κράτους προέρχεται από τη ~. 2 φόρος: ~ εισοδήματος. φορολογικός -ή -ό: ~ δήλωση. φορολογικά (επίρρ.). φορολογητέος -α -ο: αυτός που πρέπει να φορολογηθεί: ~ εισοδήματα.

φορτίο το: 1 κτ που έχει τοποθετηθεί σε μεταφορικό μέσο για να το πάμε αλλού: Το φορτηγό ανατράπηκε λόγω μετατόπισης του ~ του. 2 (μτφ.) υποχρεώσεις που βαρύνουν κπ = βάρος: Το δάνειο είναι δυσβάσταχτο ~ για κείνη. 3 ΦΥΣ η ποσότητα ηλεκτρισμού σε ένα ηλεκτρισμένο σωμάτιο ύλης: αρνητικό ηλεκτρικό ~. φορτίζω -ομαι: (μτβ.) 1 εφοδιάζω συσκευή με ηλεκτρισμό αποφορτίζω: ~ το κινητό μου. 2 (μτφ.) δημιουργώ ένταση ή αυξάνω την ένταση ατμόσφαιρας, κατάστασης, συναισθήματος: Η συνέλευση έγινε σε φορτισμένο κλίμα. φορτώνω -ομαι: 1 (μτβ.) τοποθετώ σε κπ ή κτ ορισμένο φορτίο, συνήθως για να μεταφερθεί αλλού: Φορτώσαμε τα υπάρχοντά μας στο φορτηγό. Φόρτωσε το κάρο με άχυρο. ξεφορτώνω. 2 (μτφ.) α. επιβαρύνω κπ ή κτ με κτ ενοχλητικό ή κουραστικό: Ο διευθυντής τής φόρτωσε πολλή δουλειά. β. μεταθέτω την ενοχή για κτ σε άλλον: Του φόρτωσαν μια κλοπή, ενώ ήταν αθώος. = καταλογίζω. 3 (αμτβ.) δέχομαι ως φορτίο: Περιμέναμε το καράβι να φορτώσει. ξεφορτώνω. 4 παθ. (μτφ.) γίνομαι βάρος σε κπ: Μου φορτώθηκε για δύο μήνες και τη φιλοξένησα. φόρτωμα το: 1 το να φορτώνει κπ κτ (σημ. 1) = φόρτωση ξεφόρτωμα: Τελείωσε το ~ του πλοίου με εμπορεύματα. 2 ποσότητα που φορτώνει κπ, φορτίο: ένα ~άμμο. γίνομαι ~: γίνομαι βάρος σε κπ: Θα φύγω, για να μη σου γίνομαι ~. φόρτωση η. φόρτος ο: [επίσ.] αυξημένο φορτίο, που συνήθως προκαλεί δυσαρέσκεια: ~ εργασίας. φορτωτής ο: 1 εργάτης που φορτώνει ή ξεφορτώνει αγαθά. 2 μηχανή για τη φόρτωση αγαθών. φορτωτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη φόρτωση: ~ μηχανήματα / έγγραφα. φορτωτική η: αποδεικτικό έγγραφο για τη φόρτωση και μεταφορά αγαθών. φορτωτικά τα: δαπάνη για τη φόρτωση και μεταφορά αγαθών.

φορώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 βάζω πάνω μου κάποιο ρούχο ή αξεσουάρ: ~ παντελόνι / άρωμα / γυαλιά / ζώνη. 2 έχω επάνω μου ρούχο ή αξεσουάρ: Φορούσε ένα πολύ όμορφο φόρεμα. 3 βάζω σε κπ ρούχο ή αξεσουάρ: Όταν ήμουν μικρή, μου φορούσαν πάντα ροζ. 4 παθ. τριτοπρόσ. είμαι της μόδας: Στην επίδειξη είδαμε τι θα φορεθεί το καλοκαίρι. φόρεμα το: 1 γυναικείο ρούχο = φουστάνι: βραδινό / μίνι ~. 2 [προφ.] το να φοράει κπ κτ: Η φούστα σκίστηκε από το πολύ ~. φορεσιά η: το σύνολο των ρούχων που φορά κπ: παραδοσιακή ~.

φουντώνω: 1 (αμτβ., συνήθ. για φυτά ή βλάστηση) μεγαλώνω, αυξάνομαι σε όγκο: Τα δέντρα την άνοιξη φούντωναν κι έκλειναν την αυλή. Τα σγουρά μαλλιά της φούντωναν στον αέρα. 2 (αμτβ.) αυξάνομαι ραγδαία σε ένταση ή έκταση: Φούντωναν οι μεταξύ τους διαμάχες - η ρήξη δε θα αργούσε! 3 (μτφ., αμτβ.) νιώθω έντονη ταραχή: Θύμωσε, φούντωσε κι έβαλε τις φωνές. = οργίζομαι, εξοργίζομαι. 4 (μτφ., μτβ.) κάνω κπ να θυμώσει πολύ = εξοργίζω: Με τις παράλογες απαιτήσεις τον φούντωσαν για τα καλά. φούντωμα το. φούντωση η: στη σημ. 3. φουντωτός -ή -ό.

φουσκώνω: 1 (μτβ.) α. γεμίζω κτ με αέρα αυξάνοντας τον όγκο του ή αλλάζοντας το σχήμα του: ~ ένα μπαλόνι. Ο αέρας φούσκωσε τα πανιά του πλοίου. β. μεγαλώνω κτ γεμίζοντάς το με κτ άλλο: Φούσκωσε τις τσέπες του με λεφτά. γ. προκαλώ πρήξιμο σε κπ: Η μπίρα με ~. δ. (μτφ.) κάνω κτ να φαίνεται πιο σπουδαίο ή πιο εντυπωσιακό = διογκώνω: Φούσκωνε τις διηγήσεις του με φανταστικές περιπέτειες. 2 (αμτβ.) α. αυξάνομαι σε όγκο: Βγάλε από τη φωτιά το γάλα, για να μη φουσκώσει! β. νιώθω υπερβολικά γεμάτο το στομάχι μου με φαγητό: Έφαγα πολύ και φούσκωσα. φούσκωμα το. φουσκωτός -ή -ό.

φρένο το: 1 μηχανισμός που μειώνει την ταχύτητα ή σταματά την κίνηση οχήματος ή μηχανήματος: Πατώ ~, αλλά το ποδήλατο δε σταματάει! 2 (μτφ.) κτ που σταματάει τελείως ή εμποδίζει τη συνέχιση κπ πράγματος: Πρέπει να μπει ~ στα περιττά έξοδα. φρενάρω -ομαι: 1 (μτβ. & αμτβ.) μειώνω την ταχύτητα οχήματος ή το σταματώ πατώντας φρένο: Δεν πρέπει να φρενάρεις απότομα το αυτοκίνητο. Πρόλαβε και φρέναρε πριν από τον γκρεμό. 2 (μτφ., μτβ.) σταματώ ή εμποδίζω την εξέλιξη: Η έλλειψη χρημάτων ~ την πορεία των έργων. φρενάρισμα το.

φρεσκο-: α΄ συνθ. που ενώνεται με τη μππ. και σχηματίζει επίθ. με τη σημασία: 1 αυτού που πρόσφατα απέκτησε την ιδιότητα που δηλώνει το β΄ συνθ.: φρεσκοαλεσμένος, φρεσκοασπρισμένος. 2 αυτού που έχει τις ιδιότητες του νωπού: φρεσκοδιατηρημένος.


Σύνθετα με φρεσκο-
πρόσφατος σαν νωπός
φρεσκοζυμωμένος
φρεσκοκομμένος
φρεσκοκουρεμένος
φρεσκολουσμένος
φρεσκοπλυμένος
φρεσκοσιδερωμένος
φρεσκοψημένος
φρεσκοκατεψυγμένος

φρέσκος -ια -ο: 1 αυτός που μόλις έχει παραχθεί, κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί και δεν έχει αλλοιωθεί από τον χρόνο μπαγιάτικος: Το ψωμί είναι ~, μόλις βγήκε από τον φούρνο. 2 αυτός που είναι στη φυσική του μορφή ή κατάσταση, που δεν έχει υποστεί επεξεργασία: Τα ψάρια είναι ~ ή κατεψυγμένα; = νωπός. ~ χυμός φρούτων = φυσικός. 3 αυτός που χαρακτηρίζεται από ζωντάνια, ευεξία, ομορφιά: Το δέρμα της είναι πάντα ~ και δροσερό. 4 αυτός που είναι καινούριος ή πρόσφατος ή χαρακτηρίζεται από ανανέωση ή πρωτοτυπία: Αντιμετώπισε το θέμα με ~ ματιά. Φέρνω ~ ειδήσεις! φρεσκάρω -ομαι (μτβ.). φρεσκάδα η.

φρίκη η: 1 έντονο αίσθημα αποστροφής που προκαλείται από κτ ιδιαίτερα άσχημο, βίαιο ή αποτρόπαιο: ~ τον κυρίευσε, όταν είδε τα διαμελισμένα πτώματα. 2 κτ ιδιαίτερα δυσάρεστο, οτιδήποτε επιφέρει το συναίσθημα της φρίκης: Η εκδρομή ήταν ~! φρικτός & φριχτός -ή -ό: 1 αυτός που προκαλεί φρίκη: ~ συνθήκες διαβίωσης /έγκλημα. 2 πολύ κακός σε ποιότητα: Το ταξίδι αυτό ήταν μια ~ εμπειρία. = απαίσιος. φρικτά & φριχτά (επίρρ.). φρίττω αόρ. έφριξα: (αμτβ.) αισθάνομαι φρίκη ή αγανάκτηση: Όταν είδα τόσα ορθογραφικά λάθη στις εκθέσεις του, έφριξα!

φρόνιμος -η -ο: 1 αυτός που δεν κάνει φασαρία, ούτε δημιουργεί προβλήματα: Αν είσαι ~ παιδί, θα πάμε βόλτα. = ήσυχος άτακτος. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από λογική ή σεμνότητα: Ήταν πολύ ~ εκ μέρους σου να φύγεις πριν αρχίσει ο καβγάς. = συνετός. φρόνιμα (επίρρ.): Κάτσε ~! φρονιμάδα η. φρονιμεύω: (αμτβ.) γίνομαι φρόνιμος: Μεγάλωσε, αλλά δε φρονίμεψε.

φροντίδα η: 1 σοβαρό ενδιαφέρον και ενασχόληση με κτ ή κπ: Χρήσιμες συμβουλές για τη ~ των παιδιών. 2 ευθύνη για την πραγματοποίηση έργου, γεγονότος κ.λπ.: Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με τη ~ του ίδιου του Διευθυντή. 3 συνήθ. πληθ. ανησυχίες, έγνοιες = σκοτούρες: Έχει πολλές ~ από τότε που άνοιξε το μαγαζί. φροντίζω: 1 (μτβ. & αμτβ.) ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι σοβαρά με κπ ή κτ: ~ για τα γεράματά της. = μεριμνώ, νοιάζομαι. ~ την εξωτερική μου εμφάνιση. = περιποιούμαι, συντηρώ, διατηρώ. 2 προσπαθώ να κάνω κτ = επιδιώκω: ~ πάντα να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου. φροντισμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που έχει γίνει με ιδιαίτερη προσοχή ή καλαισθησία = προσεγμένος: ~ ντύσιμο / ομιλία. φροντιστής ο: υπάλληλος που φροντίζει για τις προμήθειες σε υπηρεσία ή για τη φύλαξη αγαθών κτλ. φροντιστήριο το: 1 ιδιωτικό εκπαιδευτήριο που βοηθά τους μαθητές στα μαθήματα του σχολείου ή σε εξετάσεις. 2 μάθημα σε φροντιστήριο ή βοηθητικό μάθημα στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. φροντιστηριακός -ή -ό. φροντιστηριακά (επίρρ.).

φρουρώ -ούμαι: (μτβ.) προσέχω κτ ή κπ φροντίζοντας για την ασφάλειά του ή να μη διαφύγει, συνήθως με την παρουσία μου δίπλα του: Ο κατάδικος φρουρείται από δύο αστυνομικούς. φρούρηση η. φρουρός ο, η: πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φύλαξη προσώπου ή πράγματος: ένοπλος ~. φρουρά η: 1 ομάδα φρουρών: Τον υπουργό ακολουθούσε πάντα και η προσωπική του ~. 2 το σύνολο των στρατευμάτων που εδρεύουν σε μια περιοχή ή πόλη.

φταίω φταις, φταίει, πρτ. έφταιγα, αόρ. έφταιξα: (αμτβ.) είμαι υπεύθυνος ή ένοχος για κτ: Δε ~ εγώ που όλα πήγαν στραβά. Φταίμε όλοι μας για το κακό του τέλος. φταίξιμο το: Το ~ είναι όλο δικό σου. φταίχτης ο, φταίχτρα η.

φτερό το: 1 α. μέλος του σώματος των πτηνών με το οποίο πετάνε: Βρήκαμε ένα σπουργίτι με σπασμένο ~. = φτερούγα. β. καθένα από τα στελέχη που καλύπτουν το σώμα των πουλιών: καπέλο με ~. 2 ΜΗΧΑΝ α. εξάρτημα με σχήμα φτερού στη σημ. 1α: ~ αεροπλάνου. β. εξάρτημα αυτοκινήτων, ποδηλάτων κ.λπ. που προστατεύει τον τροχό. φτέρωμα το: το σύνολο των φτερών και των πούπουλων των πτηνών: πλούσιο ~. φτερωτός & [επίσ.] πτερωτός -ή -ό. φτερούγα η: φτερό (σημ. 1α).

φτηνός & φθηνός -ή -ό: 1 αυτός που έχει χαμηλή τιμή, που δεν κοστίζει πολύ ακριβός: Τα βιβλία αυτά είναι ~. ~ εργατικά χέρια. 2 αυτός που δε θεωρείται καλής ποιότητας: ~ ρούχα / έπιπλα. 3 (μτφ.) αυτός που δεν είναι αξιόλογος ή είναι ψεύτικος: ~ λόγια / δικαιολογίες. φτηνά & φθηνά (επίρρ.). φτηναίνω & φθηναίνω: 1 (αμτβ.) α. πέφτει η τιμή μου ακριβαίνω: Οι υπολογιστές ~ τα τελευταία χρόνια. β. (μτφ.) χάνω την αξία μου, ευτελίζομαι. 2 (μτβ.) ρίχνω τις τιμές: Οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να φτηνύνουν τα προϊόντα τους. φτήνια η & φθήνια η: [λαϊκ.] 1 το να είναι κτ φτηνό: ~ επικρατεί τις τελευταίες μέρες στην αγορά. 2 χαμηλή ποιότητα. φτηνιάρης -α -ικο & φτηνιάρικος -η -ο: [μειωτ.] αυτός που έχει χαμηλή ποιότητα.

φτιάχνω -ομαι μππ. φτιαγμένος: 1 (μτβ.) κατασκευάζω, δημιουργώ κτ: ~ έπιπλα / πόρτες και παράθυρα. 2 (μτβ.) αναμειγνύω υλικά και παρασκευάζω κτ: Σήμερα ~ τούρτα για τα γενέθλιά της. ~ φαγητό. 3 (μτβ.) ετοιμάζω: Να φτιάξω καφέ να πιούμε; 4 (μτβ.) τακτοποιώ, συμμορφώνω: Φτιάξε λίγο το συρτάρι σου, είναι χάλια! Θα φτιάξετε τα μαλλιά σας; 5 (αμτβ.) παρουσιάζω βελτίωση, πρόοδο: Έφτιαξε η οικονομική μου κατάσταση. 6 (μτβ.) επιδιορθώνω κτ χαλασμένο χαλώ: Θα φτιάξω το ποδήλατό μου και θα πάω βόλτα. 7 παθ. στολίζομαι: Φτιάχνεται μπροστά στον καθρέφτη με τις ώρες. φτιάξιμο το. φτιαχτός -ή -ό: ψεύτικος, επιτηδευμένος: ~ συμπεριφορά = στημένος. φτιαχτά (επίρρ.).

φτυάρι το: 1 εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για το σκάψιμο ή τη μεταφορά υλικών (όπως χώμα, λάσπη κτλ.) και αποτελείται από ένα πλατύ και ελαφρά βαθουλωμένο κομμάτι μετάλλου ή πλαστικού που στερεώνεται σε μακριά λαβή. 2 (μτφ.) αυτός που κακολογεί κπ. φτυαριά η: 1 ποσότητα που χωράει σε φτυάρι. 2 κίνηση ή χτύπημα με το φτυάρι. φτυαρίζω (μτβ. & με παράλ. αντικ.).

φτύνω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 βγάζω με ορμή, εκσφενδονίζω από το στόμα μου σάλια: Τη χτυπούσε και την έφτυνε. Μη φτύνεις έξω από το παράθυρο! 2 βγάζω κτ από το στόμα: Φτύσε τα κουκούτσια! Αν φτύσεις το αίμα, θα νιώσεις καλύτερα. ~ αίμα: βασανίζομαι, κοπιάζω πάρα πολύ για κτ. 3 [οικ.] δε δίνω σημασία σε κπ: Εγώ του μίλησα, αλλά εκείνος με έφτυσε και δεν απάντησε. τα ~:α. δε λειτουργώ σωστά: Τα έφτυσε η τηλεόραση και πρέπει να πάρουμε άλλη. β. εξαντλούμαι: Τα έχω φτύσει σήμερα από τη δουλειά / από τη ζέστη. φτύσιμο το. φτυστός -ή -ό: αυτός που μοιάζει πάρα πολύ σε κπ: Είναι ~ ο πατέρας του! = απαράλλακτος, όμοιος.

φτωχός -ή -ό: πλούσιος 1 αυτός που δεν έχει καθόλου ή έχει περιορισμένη οικονομική άνεση = άπορος: Είναι ~ άνθρωπος. 2 αυτός που δεν έχει αφθονία, ποικιλία: ~ λεξιλόγιο. τροφές ~ σε πρωτεΐνες. 3 αυτός που έχει μικρή χρηματική αξία: ~ δώρο. φτωχά (επίρρ.). φτώχεια η: πλούτος 1 μεγάλη έλλειψη χρημάτων, αγαθών = ανέχεια: Η οικογένεια αυτή ζει μέσα στη ~. 2 κοινωνικό φαινόμενο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά γενικευμένα σε χώρα, κοινωνία, κράτος = ανέχεια: Η ~ αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της Αφρικής. 3 έλλειψη αφθονίας, ποικιλίας: ~ σε ιδέες. φτωχαίνω αόρ. φτώχυνα πλουτίζω: 1 (αμτβ.) χάνω την οικονομική άνεση που είχα. 2 (μτβ.) κάνω κτ ή κπ φτωχό. φτωχικός -ή -ό. φτωχικά (επίρρ.). φτωχικό το: [λαϊκ.] φτωχικό ή ταπεινό σπίτι: Περάστε στο ~ μας.

Η λ. φτώχεια έχει επικρατήσει να γράφεται με -ει-, παρόλο που με βάση την ετυμολογία της (από το φτωχ-ός + ιά) έπρεπε να γράφεται με -ι-.

φυγόκεντρος -η & [επίσ.] -ος -ο: ΦΥΣ αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο κεντρομόλος.

φυγόπονος -η -ο: αυτός που αποφεύγει τους κόπους ή την εργασία = τεμπέλης εργατικός. φυγοπονία η.

φυλακή η: 1 μέρος όπου κρατούνται όσοι έχουν καταδικαστεί ή όσοι πρόκειται να δικαστούν: Οι κρατούμενοι στις φυλακές έκαναν διαμαρτυρία. 2 το χρονικό διάστημα που κπ παραμένει στη φυλακή εκτίοντας την ποινή του, καθώς και η ίδια η ποινή: Έχει κάνει ~ . Τρώω ~. 3 (μτφ.) έλλειψη ελευθερίας, καταπίεση: Αυτό το σπίτι είναι σκέτη ~! φυλακίζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω κπ στη φυλακή: Φυλακίστηκε για 5 χρόνια. 2 (μτφ.) στερώ την ελευθερία κπ, τον περιορίζω: Ζούσε φυλακισμένη σε έναν γάμο που δεν ήθελε. φυλάκιση η: 1 εγκλεισμός κπ στη φυλακή: Αποφάσισαν τη ~ του, διότι κρίθηκε ύποπτος. 2 ποινή που επιβάλλεται σε κπ με στέρηση της ελευθερίας του και κλείσιμο σε φυλακή: τριετής ~ χωρίς αναστολή.

Η αρχική σημασία του ουσ. φυλακή ήταν φρουρά, από το ΑΕ φύλαξ -ακος.

φυλάω & [σπάν.] & φυλάγω -ομαι & φυλάσσω -ομαι: (μτβ.) 1 φροντίζω και προστατεύω κπ ή κτ: Η μαμά μου ~ τα παιδιά όσο είμαι στη δουλειά. Φύλαξε τα ρούχα στη ντουλάπα. 2 είμαι φρουρός: ~ τα σύνορα. O χώρος φυλάσσεται. 3 διατηρώ κτ για κπ σκοπό: ~ χρήματα για τις διακοπές. φύλακας ο: 1 αυτός που έχει ως επάγγελμα να φυλάσσει χώρους: Με σταμάτησε ο ~ του εργοστασίου στην είσοδο. 2 (μτφ.) αυτός που μας προστατεύει: Ο πατέρας μου στεκόταν δίπλα μου, σωστός ~! ~ άγγελος. 3 (μτφ.) υπερασπιστής: ~ των παραδόσεων. φύλαξη η. φυλαχτό & φυλακτό το: αντικείμενο συμβολικού χαρακτήρα που θεωρούμε ότι μας προστατεύει: Φορούσε το ~ να τον προστατεύει από το κακό μάτι.

φυλή η: 1 σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα και την εξωτερική εμφάνιση (σχήμα προσώπου, χαρακτηριστικά, χρώμα κτλ.): λευκή / κίτρινη / μαύρη ~. 2 έθνος: τα δεινά της ~ μας. φυλετικός1 -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε ή σχετίζεται με τη φυλή: ~ διακρίσεις / χαρακτηριστικά. φυλετικά1 (επίρρ.).

φύλλο το: 1 ΒΟΤ καθένα από τα λεπτά, πράσινα τμήματα φυτού που βρίσκονται στις άκρες των βλαστών και συντελούν στη διαπνοή και φωτοσύνθεση: πράσινο / ξερό ~. 2 κομμάτι χαρτιού που χρησιμοποιούμε για να γράφουμε, σελίδα τετραδίου ή βιβλίου: ~ χαρτί. 3 λεπτό στρώμα ζύμης για πίτες ή γλυκά: Δε θα ανοίξω ~ για τη σπανακόπιτα, θα αγοράσω έτοιμο. 4 καθένα από τα αντίτυπα εφημερίδας: Η εφημερίδα πουλάει καθημερινά χιλιάδες ~. 5 καθένα από τα χαρτιά της τράπουλας: Η τράπουλα έχει 52 ~.

φύλο το: 1 ΒΙΟΛ καθένα από τα δυο γένη (αρσενικό ή θηλυκό) ανθρώπων ή ζώων: ισχυρό / ασθενές / ωραίο ~. 2 εθνότητα: ~ από τον βορρά ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. φυλετικός2 -ή -ό: ΒΙΟΛ αυτός που σχετίζεται με το φύλο (σημ. 1): ~ χρωμοσώματα. φυλετικά2 (επίρρ.).

φύρδην (επίρρ.): μόνο στην έκφρ. ~ μίγδην: χωρίς τάξη, ανακατεμένα: Συνδυάζει σ' ένα κείμενο διάσπαρτα ~ βιωματικά στοιχεία.

φύση η: 1 το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών, των γεωλογικών σχηματισμών, των πετρωμάτων, των υδάτων και, γενικά, το φυσικό περιβάλλον: άγρια / ελληνική / παρθένα ~. 2 οι νόμοι που καθορίζουν τη λειτουργία του φυσικού κόσμου: Η φυσική μελετάει τους νόμους που διέπουν τη ~. 3 εξοχή: Ένας περίπατος στη ~ θα μας αναζωογονήσει. 4 τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ζωντανού οργανισμού που καθορίζουν τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα του κτλ.: Η ανταγωνιστικότητα είναι μέσα στη ~ του ανθρώπου. καλλιτεχνική / ανήσυχη ~ = ιδιοσυγκρασία. 5 (για πράγμα) το είδος, το ποιόν ή η μορφή: η ~ του υπεδάφους / της συζήτησης / του συστήματος. φυσικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στη φύση: ~ επιστήμες / μέγεθος. 2 αυτός που προέρχεται από τη φύση, που δεν έχει κατασκευαστεί από άνθρωπο: ~ σφουγγάρι / όρμος. 3 αυτός που δεν είναι προσποιητός ή είναι σύμφωνος με τη φύση των πραγμάτων: ~ συμπεριφορά / αντίδραση / εξέλιξη. 4 αυτός που δεν έχει υποστεί επεξεργασία: ~ χρώμα μαλλιών. φυσικά (επίρρ.). φυσική η: επιστήμη που μελετά την ύλη και τις ιδιότητές της. φυσικός ο, η: καθηγητής που διδάσκει φυσική ή επιστήμονας με αντικείμενο τη φυσική. φυσικότητα η.

φυσιολογικός -ή -ό: αυτός που έχει εξέλιξη ομαλή και σύμφωνη με τους νόμους της φύσης, που δεν παρουσιάζει καμία ανωμαλία: ~ τοκετός / ανάπτυξη. φυσιολογικά (επίρρ.).

φυσώ & -άω αόρ. φύσηξα & (σπάν.) φύσησα: 1 (μτβ.) βγάζω με ορμή αέρα από το στόμα και τον στέλνω προς κάποια κατεύθυνση: Φύσηξε τη φωτιά για να ανάψει. το ~ και δεν κρυώνει: δεν μπορώ να αποδεχτώ κτ. το ~ (ενν. το χρήμα): έχω πολλά χρήματα. ~ τη μύτη μου: καθαρίζω τη μύτη μου. 2 τριτοπρόσ. (αμτβ., για άνεμο) πνέω: Φυσάει Βαρδάρης. φυσάει & (σπάν.) -ά: απρόσ. έχει αέρα, πνέουν άνεμοι: Φυσάει δυνατά και σήκωσε κύμα. φύσημα το.

φυτό το: 1 ζωντανός οργανισμός με φύλλα και ρίζες στο έδαφος από τις οποίες τρέφεται: αειθαλές / κωνοφόρο / φαρμακευτικό / καλλωπιστικό ~. ~ εσωτερικού χώρου. 2 (μτφ.) για άνθρωπο που έχει πάθει εγκεφαλική βλάβη: Μετά το ατύχημα, έμεινε ~. φυτικός -ή -ό. φυτεύω: (μτβ.) τοποθετώ σπόρους φυτών ή νεαρό φυτό στο χώμα, για να ριζώσει και να αναπτυχθεί ξεριζώνω. φύτευση η & φύτεμα το: το να φυτεύει κπ ένα φυτό: Η ~ δέντρων στην πόλη είναι αναγκαία.

φυτρώνω: (αμτβ.) 1 (για φυτά) προβάλλω από το έδαφος: Φύτρωσε το σπανάκι που βάλαμε. 2 βγαίνω στην επιφάνεια του δέρματος: Έκανε προσθετική και φύτρωσαν μαλλιά. 3 (μτφ.) εμφανίζομαι ξαφνικά = ξεφυτρώνω: Ψηλές πολυκατοικίες ~ στη γειτονιά μας. φύτρωμα το. φύτρα η: 1 φυτό που έχει μόλις βλαστήσει: ~ σόγιας. 2 [μειωτ.] γέννημα: ~ διαβόλου.

φωλιά η: 1 προστατευμένο μέρος όπου κατοικούν και γεννούν τα ζώα, ιδίως τα πουλιά: Τα χελιδόνια έχτισαν και φέτος ~ στο μπαλκόνι μας. 2 (μτφ.) μέρος όπου καταφεύγει κπ, καταφύγιο: ερωτική ~. φωλιάζω: (αμτβ.) 1 (για ζώα) φτιάχνω φωλιά, ζω σε φωλιά: Οι πελαργοί ~ στα καμπαναριά. 2 (μτφ.) α. χώνομαι κάπου για προστασία: Τρομαγμένη, φώλιασε στην αγκαλιά της μητέρας της. β. εισχωρώ και παραμένω: Η ζήλια / το μίσος ~ μέσα του.

φωνή η: 1 ήχος που παράγεται καθώς πάλλονται οι φωνητικές χορδές: δυνατή / λεπτή / χοντρή / στεντόρεια ~. 2 συνήθ. πληθ. κραυγές αποδοκιμασίας, χαράς, διαφωνίας κ.λπ.: Από την πλατεία ακούγονταν ~. 3 (μτφ.) εσωτερική αίσθηση, συναίσθημα: η ~ της λογικής / του καθήκοντος. 4 ΜΟΥΣ ύψος μουσικού ήχου από όργανο ή τραγουδιστή: Τραγουδούσαν πρώτη ~ στη χορωδία. 5 ΓΛΩΣΣ κριτήριο μορφολογικής κατηγοριοποίησης ρημάτων: ενεργητική, μέση και παθητική ~. φωνάζω: 1 (αμτβ.) α. βγάζω δυνατή φωνή: Σταμάτα να φωνάζεις και να χοροπηδάς! ψιθυρίζω. β. υψώνω τον τόνο της φωνής μου λόγω εκνευρισμού: Νομίζεις ότι, αν φωνάξεις, θα πετύχεις κάτι; 2 (μτβ.) α. απευθύνομαι σε κπ με δυνατή φωνή: Φώναξέ του να μην απομακρυνθεί! β. καλώ κπ ονομαστικά: Φώναξε τον Αχιλλέα στο γραφείο μου. 3 ζητώ κπ ή κτ που χρειάζομαι: Φώναξε ένα ασθενοφόρο / γιατρό, γιατί η γιαγιά σου δεν είναι καλά. φωνητικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη φωνή ή τη φωνητική: ~ αναγνώριση /συνομιλία /γραφή. φωνητικά (επίρρ.). φωνητική η: 1 ΓΛΩΣΣ κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τους φθόγγους των γλωσσών: Σπούδασε ~ και φωνολογία. 2 ειδικές μουσικές σπουδές για να μάθει κανείς να τραγουδάει σωστά. φωνακλάς ο, -ού η: [οικ.] πρόσωπο που συνηθίζει να φωνάζει πολύ δυνατά.

φως το φωτός, φώτα, φώτων: 1 το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο όργανο της όρασης κάνοντας τα αντικείμενα ορατά: άπλετο / έντονο / χαμηλό ~. 2 ικανότητα να βλέπει κπ = όραση: Έχασα το ~ μου. 3 ακτινοβολία που εκπέμπεται από μια φωτεινή πηγή: το ~ των αστέρων / των πλανητών / του ήλιου. 4 ηλεκτρικό φως: Δεν έχει ~ στο σπίτι. 5 λάμπα: Άναψε / κλείσε το ~. 6 πληθ. (μτφ.) παιδεία, καλλιέργεια: Οι επιστήμονες μας έδωσαν τα ~ τους. Παίρνω / ζητώ τα ~ κπ. φωτεινός -ή-ό: 1 αυτός που έχει ή εκπέμπει φως σκοτεινός: ~ δωμάτιο / χρώμα. 2 (μτφ.) αυτός που λάμπει = λαμπερός: ~ χαμόγελο / μάτια. 3 (μτφ.) αυτός που ξεχωρίζει = λαμπρός: ~ παράδειγμα / πνεύμα. φωτεινά (επίρρ.). φωτεινότητα η. φωτίζω -ομαι: (μτβ. & αμτβ.) 1 εκπέμπω, παρέχω φως: Το φεγγάρι ~ τη θάλασσα. Ο φακός δε ~ καλά. 2 (μτφ., μτβ.) δίνω επαρκείς εξηγήσεις σε κπ για κτ ή φτάνω σε κπ αποτέλεσμα ύστερα από έρευνα = διαλευκαίνω: Η έρευνα της Ασφάλειας φώτισε το μυστήριο. φωτίζει: απρόσ. ξημερώνει = φέγγει, χαράζει. φωτισμός ο. φωτιστικός -ή -ό: αυτός που παρέχει φως: ~ πετρέλαιο. φωτιστικό το: συσκευή με την οποία φωτίζουμε έναν χώρο: Αγόρασα ~ για την κουζίνα.

φωτιά η: 1 κάψιμο υλικού με φλόγα που συνοδεύεται από φως και θερμότητα: Άναψε ~ να ζεσταθούμε! 2 πυρκαγιά: Έπιασε ~ στα δάση της Καλιφόρνιας. 3 (συνεκδ.) μέσο με το οποίο ανάβουμε φωτιά, συνήθως αναπτήρας ή σπίρτα: Έχεις ~;

φωτογραφία η: 1 μέθοδος αποτύπωσης εικόνας σε ειδική επιφάνεια (πλάκα, φιλμ, χαρτί): Σπουδάζει ~. 2 εικόνα που αποτυπώνεται με τη μέθοδο αυτή: Είδες τις ~ των διακοπών; φωτογραφίζω -ομαι & (σπάν.) φωτογραφώ: (μτβ.) παίρνω, βγάζω φωτογραφίες. φωτογράφιση &φωτογράφηση η: το να φωτογραφίζει κπ κτ. φωτογράφος ο, η: άτομο που φωτογραφίζει. φωτογραφικός -ή -ό. φωτογραφικά (επίρρ.).

Ο τ. φωτογράφιση προέρχεται από το ρ. φωτογραφίζω, ενώ ο τ. φωτογράφηση από το ρ. φωτογραφώ.