Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Υ
υγεία
ύψος

Υγεία η: η καλή φυσική, πνευματική και ψυχι κή κατάσταση κάθε ζωντανού οργανισμού, η σωστή βιολογική λειτουργία του: Η καλή διατροφή και η άσκηση συμβάλλουν στη διατήρηση της ~. Η ψυχική της ~ διαταράχθηκε μετά το τρομερό δυστύχημα. υγιεινός -ή -ό: αυτός που συντελεί στην καλή υγεία και στη διατήρησή της ανθυγιεινός: ~ διατροφή. υγιεινά (επίρρ.). υγιής -ής -ές: 1 αυτός που έχει υγεία: ~ μωρό ασθενής, άρρωστος. 2 (μτφ.) αυτός που λειτουργεί σωστά ή σύμφωνα με τις αρχές του: ~ επιχείρηση / νοοτροπίαglass σχ. αγενής. υγιαίνω μόνο ενστ.: (αμτβ.) είμαι καλά στην υγεία μου: Τι κάνεις; ~! υγιεινή η: τήρηση των κανόνων προστασίας και διατήρησης της υγείας: Το εστιατόριό σας δεν πληροί τους όρους ~.

Από την ΑΕ λ. ὑγίεια. Η Υγεία ήταν θεά της Ιατρικής ( σχ. πανάκεια).

υγρός - ή -ό: 1 αυτός που έχει σύσταση παρόμοια με του νερού: Το χλώριο ανήκει στα ~ στοιχεία. 2 α. αυτός που έχει απορροφήσει μικρή ποσότητα νερού: Τα ρούχα μας είναι ~. στεγνός. β. αυτός που σχετίζεται με το νερό: ~ στίβος. 3 αυτός που έχει υγρασία: Ο καιρός σήμερα είναι ~ και ζεστός. ξηρός. υγρό το: ΦΥΣ ΧΗΜ σώμα με συγκεκριμένο όγκο, που μεταβάλλει το σχήμα του ανάλογα με το δοχείο που το περιέχει στερεό, αέριο: Το νερό, σε κανονικές συνθήκες, ανήκει στα ~. υγρασία η: 1 μετεωρολογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας υδρατμών στην ατμόσφαιρα ξηρασία. 2 υγρότητα χώρου ή επιφάνειας: Το δωμάτιο έχει ~· δε βλέπεις τους τοίχους πώς σάπισαν; υγραίνω-ομαι: (μτβ.) κάνω κτ υγρό: ~ τα χέρια μου / τα χείλια μου. = βρέχω.

ύδρευση η: τροφοδοσία με νερό: Στέρεψε ο ποταμός και η περιοχή έχει έντονο πρόβλημα ύδρευσης.

Υδροχόος ο: 1 ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. 2 ΑΣΤΡΟΛ το ενδέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό.

ύδωρ το ύδατος, ύδατα, υδάτων: [επίσ.] νερό: Γίνονται έλεγχοι για την ποιότητα των υδάτων σε όλη τη Μεσόγειο.

Το ουσ. ὕδωρ με τα θέματά του (υδρ-, υδατ-) έδωσε ως α΄συνθ. νέες λέξεις όπως: υδρατμός, υδροηλεκτρικός, υδροπλάνο, υδροδιαλυτός, υδρόβιος, υδατοκαλλιέργεια, υδατοστεγής κτλ.

υιοθετώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αναγνωρίζω και αποκτώ ένα παιδί ως δικό μου: Τη Λυδία την υιοθέτησα σε ηλικία τριών ετών. 2 παίρνω κπ υπό την προστασία μου: Υιοθέτησαν μια σκυλίτσα. 3 (μτφ.) εγκρίνω και ακολουθώ άποψη, απόφαση, ενέργεια άλλου: Η Ελλάδα υιοθέτησε το νομοσχέδιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ανάπτυξη της έρευνας. υιοθεσία η: νομική διαδικασία σύμφωνα με την οποία κπ αποκτά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις γονέα απέναντι σε παιδί, του οποίου δεν είναι ο φυσικός γονέας: Ανέλαβε την υιοθεσία της μικρής, όταν πέθαναν οι γονείς της. υιοθέτηση η: το να υιοθετεί κπ κτ (σημ. 3): Η ΕΕ αποφάσισε την ~ αυστηρότερων μέτρων κατά της τρομοκρατίας.

Η σημ. 1 του ρ. υιοθετώ είναι όμοια με εκείνη του ελνστ. ρ. υἱοθετῶ. Η σημ. 2 είναι σημδ. από το γαλλ. ρ. adopter.

ύλη η: 1 το βασικό συστατικό στοιχείο κάθε σώματος, που καθορίζει τις φυσικές και χημικές ιδιότητές του: οργανική / ανόργανη / κοσμική ~. 2 ΦΙΛΟΣ αυτό που αντιδιαστέλλεται προς το πνεύμα: Σύμφωνα με τον Πλάτωνα ο άνθρωπος αποτελείται από ~ και πνεύμα. 3 κάθε ουσία που χρησιμοποιείται για να παραχθεί κτ: φυσική /τεχνητή ~. 4 α. το περιεχόμενο βιβλίου ή εντύπου: περιοδικό ποικίλης ύλης. β. το σύνολο συγκεκριμένων γνώσεων σε ένα μάθημα: διδακτέα / εξεταστέα ~. υλικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην ύλη (σημ. 1, 2): ~ σώματα. Τα ~ αγαθά έχουν αλλοτριώσει τον άνθρωπο. υλικό το: 1 το συστατικό από το οποίο φτιάχνεται κτ: υλικά οικοδομών / ~ για το φαγητό. 2 εν. το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιούμε για να αποδείξουμε κτ, να πραγματοποιήσουμε μια έρευνα, ένα έργο: Για την εργασία σας διαθέτουμε πλούσιο ~. υλισμός ο: ΦΙΛΟΣ φιλοσοφικό ρεύμα σύμφωνα με το οποίο η πραγματικότητα ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα φυσικών ή υλικών αιτίων. υλιστής ο, -ίστρια η: 1 οπαδός της θεωρίας του υλισμού ιδεαλιστής. 2 πρόσωπο που ο τρόπος ζωής του χαρακτηρίζεται από προσήλωση στα υλικά αγαθά. υλιστικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή: ~ θεωρία / στάση ζωής. υλιστικά (επίρρ.).

ύμνος ο: 1 ποιητικό κείμενο που εκφράζει θαυμασμό προς μια θεότητα, ιδέα, αξία: ~ προς τον Δία. ο Ακάθιστος Ύμνος. Το ποίημα αυτό είναι ~ προς την ελευθερία. Εθνικός Ύμνος: μελοποιημένο ποίημα, σύμβολο κάθε έθνους. 2 (μτφ.) μεγάλος έπαινος: Για την καινούρια του ταινία γράφτηκαν ύμνοι. = εγκώμιο. υμνώ -ούμαι: (μτβ.) 1 δοξάζω τον Θεό. 2 μιλάω πολύ επαινετικά, πλέκω το εγκώμιο κπ. υμνητής ο, -ήτρια η. υμνητικός -ή -ό.

ύπαιθρος η: οι περιοχές που είναι έξω από τις πόλεις, από τα μεγάλα αστικά κέντρα = εξοχή: Η ζωή στην ~ έχει πολλά θετικά στοιχεία, αλλά για πολλούς είναι πιο δύσκολη από τη ζωή στην πόλη. ύπαιθρο το: ανοικτός χώρος: άθληση στο ~. υπαίθριος -α -ο: αυτός που βρίσκεται ή πραγματοποιείται στο ύπαιθρο: ~ κατασκήνωση. υπαίθρια (επίρρ.).

υπαινίσσομαι παθ. αόρ. υπαινίχθηκα: (μτβ.) εκφράζω άποψη, σκέψη, συναίσθημα κτλ., χωρίς να το δηλώνω με σαφήνεια: Υπαινίχθηκε ότι δεν είναι ευχαριστημένος από τη δουλειά της. υπαινιγμός ο. υπαινικτικός -ή -ό: αυτός που εκφράζει κτ με έμμεσο τρόπο: ~ λόγος. υπαινικτικά (επίρρ.). glass σχ. επαινώ.

υπαίτιος -α -ος: [επίσ.] (συνηθέστερα ως ουσ.) αυτός που θεωρείται υπεύθυνος για κάποιο αρνητικό γεγονός: Τον θεωρούν ~ για την αυτοκτονία της κόρης του. υπαιτιότητα η: η ευθύνη που φέρει κπ για κτ αρνητικό: Δεν έγινε από δική μου ~ το λάθος αυτό!

Το επίθ. υπαίτιος διαφοροποιήθηκε σημασιολογικά με το πέρασμα του χρόνου: κατά την ελνστ. περίοδο σήμαινε «κατηγορούμενος».

υπακούω: (αμτβ.) 1 συμμορφώνομαι σε εντολές, οδηγίες κτλ. = ακούω: Δεν υπάκουσε στις εντολές μας· έκανε αυτό που ήθελε. 2 (μτφ.) ακολουθώ έναν γενικό κανόνα: Τα οχήματα υπακούν στους νόμους της φυσικής. υπακοή η: συμπεριφορά ή στάση προσώπου που συμμορφώνεται με εντολές ή οδηγίες κπ ή με τους κανόνες ενός συνόλου ανυπακοή. υπάκουος -η -ο ανυπάκουος, άτακτος. υπάκουα (επίρρ.).

υπάλληλος ο, η: πρόσωπο που εργάζεται σε γραφείο, κατάστημα κτλ. και πληρώνεται με μισθό: μόνιμος / εποχιακός / δημόσιος / ιδιωτικός ~. υπαλληλικός -ή -ό.

υπάρχω πρτ. υπήρχα, αόρ. υπήρξα: (αμτβ.) 1 έχω υπόσταση: Δεν ~ φαντάσματα. 2 ζω: Δυστυχώς, ο πατέρας της δεν ~ πια! 3 βρίσκομαι κάπου: ~ κανείς εδώ; 4 με αφηρημένα ουσ. σχηματίζει απρόσ. εκφρ.: ~ τρόπος / φόβος / κίνδυνος κτλ. υπάρχοντα τα: όσα πράγματα ανήκουν σε κπ: Έφυγε παίρνοντας όλα τα υπάρχοντά της. υπαρκτός -ή -ό: αυτός που υπάρχει, σε αντιδιαστολή με αυτόν που βρίσκεται στη σφαίρα της φαντασίας: Ο κίνδυνος είναι ~. ύπαρξη η: 1 οντότητα, ο άνθρωπος ως οντότητα: ευγενική / αιθέρια ~. 2 το να υπάρχει κπ ή κτ: η ~ ζωής στο διάστημα. υπαρξιακός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην ύπαρξη: Έχει ~ πρόβλημα / ανησυχίες. υπαρκτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην ύπαρξη. ~ ρήμα: ΓΛΩΣΣ καθένα από τα ρήματα που δηλώνουν ύπαρξη, π.χ. είμαι, υπάρχω, γίνομαι.

υπενθυμίζω: (μτβ.) θυμίζω σε κπ κτ που φαίνεται να έχει ξεχάσει: Σε περίπτωση που το ξεχάσατε, σας ~ ότι αύριο είναι η τελική προθεσμία! υπενθύμιση η.

υπέρ1 (πρόθ.): (+ γεν.) δηλώνει υπεράσπιση, προστασία, υποστήριξη προσώπου ή πράγματος κτλ. κατά, εναντίον: Μιλάει ~ των φτωχών και αδυνάτων.  glass πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. υπέρ2 (επίρρ.): θετικά, υποστηρίζοντας κπ ή κτ κατά, εναντίον: Ψήφισε ~. υπέρ τα άκλ.: τα πλεονεκτήματα μιας κατάστασης, επιλογής κτλ. κατά: Θα μελετήσετε τα ~ και τα κατά.

υπέρ- & υπερ-: πρόθημα που δηλώνει 1 αυτό που βρίσκεται τοπικά πέρα ή πάνω από αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: υπέργειος, υπερατλαντικός. 2 ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ. α. ξεπερνά το μέτρο ή τα όρια: υπέρβαρος. β. γίνεται προς χάρη κπ: υπερασπίζομαι, υπέρμαχος. γ. υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλο βαθμό: υπεραγαπώ, υπερπροστασία.


Σύνθετα με το υπέρ-
πέρα ή πάνω από κτ που ξεπερνά τα όρια ή το μέτρο πάρα πολύ, σε υπερβολικό βαθμό
υπεραστικός
υπέρθυρο
υπερπόντιος
υπεραγορά
υπεράνθρωπος
υπέργηρος
υπερδύναμη
υπερήλικας
υπερθέαμα
υπέρμετρος
υπερπαραγωγή
υπέρταση
υπεραισιόδοξος
υπεραπλουστεύω
υπεραπλούστευση
υπερευαισθησία
υπερευαίσθητος
υπερευχαριστώ
υπερένταση
υπερθερμαίνω
υπερκατανάλωση
υπερκινητικός
υπερκόπωση
υπέρλαμπρος
υπερμεγέθης
υπερπολυτελής
υπερπροσφορά
υπερτονίζω
υπερτυχερός

υπερασπίζομαι & -ω: (μτβ.) 1 προστατεύω, υποστηρίζω κπ ή κτ που απειλείται ή κατηγορείται: Υπερασπίστηκε τη μητέρα του από τον διασυρμό. ~ τις ιδέες μου. 2 ΝΟΜ συμμετέχω σε δίκη ως δικηγόρος υποστηρίζοντας τον κατηγορούμενο. υπεράσπιση η: 1 το να υπερασπίζεται κανείς κπ ή κτ. 2 ΝΟΜ συνήγορος κατηγορούμενου. υπερασπιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που αναλαμβάνει να προστατεύσει και να υποστηρίξει κπ ή κτ. υπερασπιστικός -ή -ό. υπερασπιστικά (επίρρ.).

υπερβάλλω πρτ. υπερέβαλλα, αόρ. υπερέβαλα: (αμτβ.) ξεπερνώ τα όρια, λειτουργώ με τρόπο που ξεπερνάει το φυσιολογικό: Υπερβάλλει με το να λέει ότι τίποτε δε λειτουργεί! = μεγαλοποιώ. glass σχ. βάλλω. υπερβολή η. υπερβολικός -ή -ό. υπερβολικά (επίρρ.).

υπερέχω πρτ. & αόρ. υπερείχα: (μτβ. + γεν. & αμτβ.) είμαι ανώτερος, καλύτερος από κπ ή κτ: Υπερέχει του αδερφού του /έναντι όλων των άλλων μαθητών. Ο τομέας στον οποίο υπερέχει είναι οι θετικές επιστήμες. υπεροχή η.

υπερισχύω: (μτβ. + γεν. & με παράλ. αντικ.) αποδεικνύομαι ισχυρότερος από κπ ή κτ: Εκλέχθηκε πρόεδρος, αφού υπερίσχυσε του συνυποψήφιού του. = επικρατώ, υπερτερώ, υπερνικώ. υπερίσχυση η.

υπερόπτης ο, -όπτρια η: πρόσωπο που περιφρονεί τους άλλους = αλαζόνας: Είναι τόσο ~, που ούτε καλημέρα δεν καταδέχεται να μας πει! υπεροψία η: η ιδιότητα του υπερόπτη = αλαζονεία, έπαρση: Φέρεται με τέτοια ~ και περιφρόνηση προς όλους, επειδή θεωρεί ότι είναι πολύ σπουδαίος. υπεροπτικός -ή -ό: αυτός που χαρακτηρίζεται από υπεροψία: ~ συμπεριφορά / χαμόγελο. υπεροπτικά& -ώς (επίρρ.).

υπέροχος -η -ο: αυτός που ξεχωρίζει, γιατί διαθέτει πολύ θετικά χαρακτηριστικά: Ήταν ένας ~ άνθρωπος, γι' αυτό τον αγαπούσαν όλοι. = θαυμάσιος, εξαιρετικός, έξοχος φριχτός, απαίσιος. υπέροχα (επίρρ.): Περάσαμε ~ στο καταπληκτικό αυτό ξενοδοχείο.

υπέρτερος -η -ο: [επίσ.] αυτός που είναι ανώτερος από κπ ή κτ άλλο: Η πράξη του εμπνέεται από ~ αξίες. υπερτερώ: [επίσ.] (μτβ. & με παράλ. αντικ.) είμαι ανώτερος από κπ ή κτ άλλο ως προς κτ υστερώ: Το σχολείο μας ~ (έναντι) των άλλων σε κτιριακή υποδομή. υπέρτατος -η -ο: [επίσ.] αυτός που είναι, υπάρχει ή γίνεται στον ανώτατο βαθμό: το ~ ιδανικό της ελευθερίας.

Τα υπέρτερος και υπέρτατος σχηματίζονται από την πρόθ. ὑπέρ και τις καταλήξεις σχηματισμού των παραθετικών των επιθέτων.

υπεύθυνος -η -ο: 1 αυτός που ενεργεί ή γίνεται με ευθύνη και ανάλογη σοβαρότητα: Είναι ο πιο ~ υπάλληλος της εταιρείας μας. ανεύθυνος. Κινήθηκε με ~ χειρισμούς για την επίλυση του προβλήματος. 2 αυτός που έχει την ευθύνη για την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ή δραστηριότητας: Για τα επιδόματα πρέπει να πάτε στον ~ υπάλληλο. = αρμόδιος. 3 αυτός που φέρει την ευθύνη, φταίει για κτ =υπαίτιος: Υπεύθυνοι για τις αξιόποινες πράξεις ενός παιδιού είναι κυρίως οι γονείς του. υπεύθυνα & -ύνως (επίρρ.). υπεύθυνος ο: πρόσωπο υπεύθυνο για κτ (σημ. 2 & 3): Ο ~ του τμήματος πωλήσεων απουσιάζει σε άδεια. = αρμόδιος. Οι ~ για την κατάρρευση του κτιρίου προφυλακίστηκαν. = υπαίτιος, φταίχτης, ένοχος. υπευθυνότητα η: συναίσθηση ευθύνης, πλήρης επίγνωση της ευθύνης που έχει κπ: Ασκεί τα καθήκοντά του στην εταιρεία με μεγάλη ~. ανευθυνότητα.

υπήκοος ο, η: 1 πολίτης ενός κράτους: Αίτηση για διορισμό στη θέση αυτή μπορούν να υποβάλουν Έλληνες και ξένοι υπήκοοι. 2 [παρωχ.] πρόσωπο υποταγμένο στην εξουσία μονάρχη (βασιλιά, αυτοκράτορα, ηγεμόνα): Όσοι από τους υπηκόους επαναστάτησαν ενάντια στον βασιλιά βασανίστηκαν φριχτά. υπηκοότητα η: ΝΟΜ η ιδιότητα του υπηκόου (σημ. 1): Πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείται κάθε άτομο που έχει ~ ενός κράτους-μέλους της. Παίρνω / χάνω / διπλή ~.

υπηρετώ -ούμαι: 1 (αμτβ.) α. εργάζομαι ως δημόσιος υπάλληλος σε μια υπηρεσία: Πήρε απόσπαση και τώρα ~ στο νοσοκομείο της Πάτρας. β. εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις: ~ στα σύνορα / σε μονάδα καταδρομών. 2 (μτβ.) προσφέρω υπηρεσίες σε κπ ή κτ: Από τη θέση του δημάρχου υπηρέτησε πιστά τα συμφέροντα των συμπολιτών του. 3 (μτβ.) εργάζομαι ως υπηρέτης στο σπίτι κπ. υπηρεσία η: 1 επαγγελματική ενασχόληση κπ με συγκεκριμένο αντικείμενο που του έχει ανατεθεί: αναλαμβάνω ~. και στις εκφρ. έχω / είμαι ~: είναι η σειρά μου να αναλάβω συγκεκριμένο έργο, για την εκτέλεση του οποίου εναλλάσσονται εργαζόμενοι σε βάρδιες. 2 ξεχωριστό τμήμα οργανωμένου φορέα (οργανισμού, οργάνωσης κτλ.) που είναι αρμόδιο για συγκεκριμένο αντικείμενο: ~ Ύδρευσης. Στατιστική ~. 3 (συνεκδ.) ο χώρος εργασίας κάποιου: Αυτό είναι το τηλέφωνο στην ~ του. 4 προσφορά έργου για έναν ορισμένο σκοπό, συνήθως αφιλοκερδώς: Έθεσε τον εαυτό του στην ~ του λαού. 5 [παρωχ.] υπηρέτρια ή οικιακή βοηθός: Μας οδήγησε στο σαλόνι η ~ και ειδοποίησε για τον ερχομό μας. υπηρεσιακός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε συγκεκριμένη υπηρεσία: Το αίτημά σου θα περάσει από ~ συμβούλιο. ~ έγγραφο / σημείωμα. ~ κυβέρνηση: κυβέρνηση που αναλαμβάνει εξουσία με μοναδικό καθήκον τη διενέργεια εκλογών. ~ υπουργός: υπουργός σε υπηρεσιακή κυβέρνηση. υπηρεσιακά & -ώς (επίρρ.). υπηρέτης ο, -τρια η: πρόσωπο που ασχολείται με οικιακές και βοηθητικές εργασίες ενός σπιτιού, συνήθως με αμοιβή. υπηρετικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε υπηρέτη: ~ προσωπικό.

ύπνος ο: φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού, που έχει στόχο την ξεκούραση και χαρακτηρίζεται κυρίως από γενική χαλάρωση των λειτουργιών του, επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής: με παίρνει / πιάνει ο ~: αποκοιμιέμαι. δε μου κολλάει ~: δεν μπορώ να κοιμηθώ. πιάνω κπ στον ύπνο: κοροϊδεύω κπ, τον βρίσκω απροετοίμαστο. ο αιώνιος ~: ο θάνατος. υπναράς ο, υπναρού η: [οικ.] πρόσωπο που κοιμάται πάρα πολύ: Μεσημέριασε, και η ~ η κόρη σου ακόμη να ξυπνήσει!

υπνωτίζω -ομαι: (μτβ.) 1 αποκοιμίζω κπ με τεχνητό τρόπο (με υπνωτισμό): Συνήθιζε να υπνωτίζει τους ασθενείς του, για να θεραπεύει ψυχικά τραύματά τους. 2 (μτφ.) κάνω κπ να φέρεται σαν να έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, σαν να έχει πέσει σε λήθαργο = ναρκώνω, αποκοιμίζω: Η ομάδα, κάνοντας καταπληκτικό παιχνίδι, υπνώτισε τους αντιπάλους και σημείωσε 4 γκολ. Τον υπνώτισε με την απαράμιλλη ομορφιά της. ύπνωση η: ΙΑΤΡ ΨΥΧΟΛ κατάσταση τεχνητού ύπνου, που προκαλείται συνήθως από υπνωτιστή = υπνωτισμός. υπνωτιστής ο, υπνωτίστρια η: πρόσωπο το οποίο, με τη χρήση της κατάλληλης τεχνικής, έχει την ικανότητα να υπνωτίζει. υπνωτισμός ο: 1 το σύνολο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για να προκληθεί ύπνωση 2 (συνεκδ.) η ύπνωση. υπνωτικός -ή -ό: 1 αυτός που προκαλεί ύπνο ή τάση για ύπνο: ~ ουσίες. 2 (κατ' επέκτ.) αυτός που σχετίζεται με την ύπνωση: ~ κατάσταση / μέθοδος. υπνωτικό το: ΙΑΤΡ φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προκαλεί ύπνο: Της δώσανε ~, για να κοιμηθεί ήρεμα.

υπο- υπ- υφ- & υπό- ύπ- ύφ-: πρόθημα (από τη λόγια πρόθ. υπό) που δηλώνει: 1 ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ. α. βρίσκεται χαμηλότερα σε επίπεδο, θέση ή κλίμακα: υπέδαφος, υπαρχηγός, υφιστάμενος, υποδιευθυντής. β. βρίσκεται υπό την επίδραση ή την εξουσία κπ: υπόδουλος, υπακούω. γ. γίνεται ή υπάρχει σε μικρό βαθμό ή ένταση: υπολειτουργώ, υποθερμία. δ. γίνεται παράνομα, κρυφά ή συγκαλυμμένα: υποκλέπτω, υπεκφεύγω, υποδηλώνω, υποσυνείδητο. 2 κπ ή κτ που στερείται τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που σημαίνει το β΄ συνθ.: υπάνθρωπος υπεράνθρωπος.


Σύνθετα με υπο-
κάτω ή χαμηλότερα από υπό την εξουσία σε μικρότερο βαθμό παράνομα, κρυφά
υπόβαθρο
υπόγειος
υποδιεύθυνση
υποδιοικητής
υπολοχαγός
υπότιτλος
υφυπουργία
υφυπουργός
υποδουλώνω
υποτάσσω
υποβάθμιση
υπογεννητικότητα
υποσιτίζομαι
υπεκφυγή
υποδήλωση
υπόκοσμος

υποβάλλω -ομαι πρτ. υπέβαλλα, αόρ. υπέβαλα& [προφ.] υπόβαλα, παθ. αόρ. υποβλήθηκα & [επίσ.] υπεβλήθην: (μτβ.) 1 καταθέτω σε αρμόδιο άτομο ή φορέα συνήθως κπ έγγραφο για μελέτη ή έγκριση: ~ φορολογική δήλωση / υποψηφιότητα / μήνυση / δικαιολογητικά για διορισμό. 2 αναγκάζω κπ να υποστεί κτ δυσάρεστο: Τον ~ σε βασανιστήρια / επίπονη θεραπεία / έξοδα / δίαιτα. υποβολή η.

υποβόσκω μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (αμτβ.) υπάρχω ή αναπτύσσομαι σταδιακά και κρυφά, συνήθως για κτ αρνητικό: Εχθρότητα ~ στις σχέσεις των δύο κρατών ακόμη και σε ειρηνικές περιόδους = (μτφ.) υφέρπω, υποκρύπτομαι.

υπόγειος -α -ο: 1 αυτός που υπάρχει ή λειτουργεί κάτω από το έδαφος: ~ γκαράζ / βλαστός / ρεύματα / διάβαση πεζών υπέργειος. 2 (μτφ.) αυτός που πραγματοποιείται κρυφά: ~ χειρισμοί / διαδικασίες = ύπουλος, υποχθόνιος. υπόγεια & υπογείως (επίρρ.): 1 κάτω από το έδαφος: Συνδέσανε τα καλώδια ~. 2 (μτφ.) = κρυφά, ύπουλα: Όλοι οι συνωμότες δρουν ~. υπόγειο το: χώρος κτιρίου που βρίσκεται κάτω από το έδαφος: Η αποθήκη του καταστήματός μας είναι στο ~.

υπογραφή η: 1 ιδιόχειρη αναγραφή του ονοματεπώνυμου κπ: δυσανάγνωστη ~. επικύρωση υπογραφής. 2 τοποθέτηση της υπογραφής σε επίσημο έγγραφο ως δέσμευση αποδοχής του περιεχομένου του: ~ συμβολαίου αγοράς κατοικίας. Η ~ της συνθήκης ειρήνης έγινε από τους αρχηγούς των εμπλεκόμενων κρατών. υπογράφω -ομαι αόρ. υπέγραψα & [προφ.] υπόγραψα, παθ. αόρ. υπογράφηκα & -φτηκα & [επίσ.] υπεγράφην, μππ. υπογεγραμμένος: (μτβ.) βάζω την υπογραφή μου σε κπ κείμενο, για να δηλώσω ότι συμφωνώ με το περιεχόμενό του ή ότι είμαι ο συντάκτης του: ~ διαμαρτυρία / συμβόλαιο. ~ άρθρο σε εφημερίδα. υπογράφων ο, -ουσα η: πρόσωπο που υπογράφει επίσημο έγγραφο.

υπόδειγμα το: = πρότυπο 1 δείγμα που χρησιμεύει ως βάση για την παραγωγή ή σύνταξη ομοειδών πραγμάτων: ~ για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος / για συμπλήρωση αίτησης. 2 (μτφ.) παράδειγμα προς μίμηση: ~ ηθικής / σωστού οικογενειάρχη / συζύγου. υποδειγματικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι πάρα πολύ καλός, ώστε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση: ~ υπάλληλος / χειρισμός = αξιομίμητος, παραδειγματικός. 2 αυτός που έχει φτιαχτεί ή σχεδιαστεί για να αποτελεί πρότυπο: ~ συνοικισμός / διδασκαλία = ιδεώδης. υποδειγματικά (επίρρ.).

υποδεικνύω -ομαι πρτ. υποδείκνυα & υπεδείκνυα, αόρ. υπέδειξα, παθ. αόρ. υποδείχθηκα, μππ. υποδεδειγμένος: (μτβ.) 1 λέω σε κπ πώς να ενεργήσει, τον συμβουλεύω: Κουράστηκαν να του υποδεικνύουν συνέχεια το σωστό. Ο γιατρός μού υπέδειξε να κάνω και νέο καρδιογράφημα = προτείνω. 2 φανερώνω, δείχνω κπ ή κτ: Ο δολοφόνος τούς υπέδειξε πού να ψάξουν για το όπλο του εγκλήματος. Ο Πρόεδρος τον υπέδειξε για διάδοχό του. υπόδειξη η.

υποδέχομαι αόρ. υποδέχτηκα & -θηκα & [επίσ.] υπεδέχθην (μτβ.) 1 (για πρόσ.) δέχομαι κπ που έρχεται συνήθως από μακριά: Με πανηγυρικές εκδηλώσεις υποδέχτηκαν οι οπαδοί της ομάδας τους παίχτες. = καλωσορίζω. 2 (μτφ.) πληροφορούμαι κτ με καλή ή κακή διάθεση: Με δυσπιστία υποδέχτηκαν οι εργαζόμενοι τις αλλαγές στο ασφαλιστικό = εκλαμβάνω. υποδοχή η: 1 το να υποδέχεται κανείς κπ: Θερμή ~ επεφύλαξαν στον υποψήφιο βουλευτή οι οπαδοί του κόμματός του. Χλιαρή ήταν η ~ του νομοσχεδίου από τους εργαζομένους. 2 (συνεκδ.) ο χώρος όπου γίνεται η υποδοχή επισκεπτών. 3 τμήμα ή εγκοπή κατασκευής, κατάλληλο να δέχεται άλλο τμήμα ή εξάρτημα = υποδοχέας. υποδοχέας ο.

υποθέτω υποτίθεμαι αόρ. υπέθεσα, παθ. αόρ. υποτέθηκα & [επίσ.] υπετέθην: (μτβ.) 1 χρησιμοποιώ κτ ως βάση, προκειμένου να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα: Ας υποθέσουμε ότι ήσουν στη θέση μου, πώς θα αντιδρούσες; 2 θεωρώ κτ πιθανό = νομίζω, φαντάζομαι: Αφού δε μου το πρότεινες, υπέθεσα πως δεν ήθελες να βγούμε. 3 παθ. τριτοπρόσ.: θεωρείται δεδομένο ή πραγματικό: Υποτίθεται ότι όλα αυτά τα κάνει για το καλό μας. glass σχ. θέτω. υπόθεση η: 1 κτ που υποθέτει κπ, προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, συχνά χωρίς να διαθέτει επαρκή στοιχεία = εικασία: Κάνω μια ~. 2 ΜΑΘ ΦΥΣ συλλογισμός που θεωρούμε ως δεδομένο, για να αποδείξουμε κτ. 3 ΓΛΩΣΣ η υποθετική πρόταση. 4 ζήτημα, θέμα που ενδιαφέρει κπ: Μην μπερδεύεσαι σε ξένες ~. Η προστασία του περιβάλλοντος είναι ~ όλων των λαών. 5 το θέμα ενός έργου (θεατρικού, λογοτεχνικού, κτλ): ρομαντική / βαρετή ~. 6 ΝΟΜ το θέμα συγκεκριμένης δίκης ή αγωγής: Χάνω /κερδίζω μια ~. υποθετικός -ή -ό: 1 αυτός που εκφράζει ή βασίζεται σε υπόθεση: ~ συμπέρασμα. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που δηλώνει υπόθεση: ~ πρόταση /λόγος /σύνδεσμος. υποθετικά (επίρρ.).

υποκειμενικός -ή -ό: 1 αυτός που βασίζεται σε προσωπικές απόψεις ή εκτιμήσεις: ~ αντιλήψεις / παράγοντες / ερμηνείες αντικειμενικός. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που αναφέρεται στο υποκείμενο: γενική ~. υποκειμενικά (επίρρ.). υποκειμενικότητα η: ιδιότητα ή στάση του υποκειμενικού (σημ. 1): Ο ιστορικός, για να αποφύγει την ~, χρησιμοποιούσε διαφορετικές βιβλιογραφικές πηγές. αντικειμενικότητα. υποκειμενισμός ο: 1 το να εξετάζει κπ τα πράγματα και τα δεδομένα υποκειμενικά: Ο μεροληπτικός ~ του δυσκολεύει την επικοινωνία με τους συνεργάτες του. αντικειμενικότητα. 2 ΦΙΛΟΣ θεωρία που αμφισβητεί την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας και της απόλυτης αλήθειας: ο ~ των σοφιστών.

υποκινώ -ούμαι: (μτβ.) ωθώ κπ με έμμεσο τρόπο να κάνει κτ, συνήθως αρνητικό, προσπαθώντας να μην αποκαλυφθεί η προσωπική μου ανάμειξη: ~ κπ σε εξέγερση / τρομοκρατικές ενέργειες = παροτρύνω, παρακινώ αποτρέπω. υποκίνηση η. υποκινητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο που υποκινεί: Οι ~ των ταραχών εντοπίστηκαν και απολύθηκαν.

υποκρίνομαι: (μτβ.) 1 προσπαθώ να μη φανερώσω τις πραγματικές μου προθέσεις ή συναισθήματα: Υποκρίνονταν τους σωτήρες των φτωχών, τη στιγμή που τους επέβαλαν δυσβάσταχτους φόρους = προσποιούμαι. 2 παίζω κπ συγκεκριμένο ρόλο: Στην παράσταση αυτή υποκρίνεται τον Δον Ζουάν. = υποδύομαι. υποκριτής ο, -ίτρια η: 1 πρόσωπο που έχει την τάση να υποκρίνεται = ψεύτης ειλικρινής. 2 (στο αρχαίο δράμα) ερμηνευτής ρόλου: Αυτός είναι ο χώρος του θεάτρου όπου οι ~ άλλαζαν στολές. = ηθοποιός. υποκρισία η: η ιδιότητα και, γενικότερα, η συμπεριφορά του υποκριτή (σημ. 1): κοινωνική / πολιτική ~ = προσποίηση, φαρισαϊσμός εντιμότητα, ειλικρίνεια. υποκριτικός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από υποκρισία: ~ χαμόγελο / δάκρυα = προσποιητός, ψεύτικος ειλικρινής, γνήσιος, αληθινός. 2 αυτός που αναφέρεται στην υποκριτική τέχνη ή στον υποκριτή (σημ. 2): Έχει ~ και τραγουδιστικές ικανότητες. υποκριτικά (επίρρ., μόνο στη σημ. 1). υποκριτική η: η υποκριτική τέχνη = ηθοποιία.

υποκύπτω: (αμτβ. + σε) κάνω κτ που αρχικά δεν ήθελα, συνήθως ύστερα από πίεση: Άλλαξε γνώμη υποκύπτοντας στις πιέσεις μας. = υποχωρώ. ~ στο μοιραίο / στα τραύματά μου: πεθαίνω.

υπολείπομαι μόνο ενστ. & πρτ.: 1 (αμτβ.) μένω ως υπόλοιπο (για να συμπληρωθεί, ολοκληρωθεί ένα σύνολο) = απομένω: Υπολείπονται τρεις μέρες, για να κλείσει η προθεσμία. 2 [επίσ.] (μτβ.) είμαι κατώτερος από κπ ή κτ: Οι παλαιότεροι υπολογιστές υπολείπονται πολύ των νέων σε ταχύτητα. υπόλειμμα το: ό,τι μένει ως υπόλοιπο από κτ που καταναλώθηκε, διαλύθηκε κτλ.: υπολείμματα φαγητού.

υπόληψη η: 1 σεβασμός που τρέφει κπ για ένα πρόσωπο: Είχανε όλοι σε μεγάλη ~ τον δάσκαλο του χωριού. = εκτίμηση. 2 καλή εικόνα που έχει ο κόσμος για κπ, καλή φήμη, καλό όνομα.

υπολογίζω -ομαι: 1 (μτβ.) α. λαμβάνω υπόψη ορισμένα στοιχεία ή δεδομένα για να προσδιορίσω ή να αποφασίσω κτ: Πρέπει να υπολογίσουμε πόσα άτομα θα καλέσουμε στη δεξίωση. = λογαριάζω. β. λαμβάνω κτ σοβαρά υπόψη μου: Πρέπει πάντα να υπολογίζεις τη γνώμη του ειδικού. γ. έχω την πρόθεση να κάνω κτ, εκτιμώ ότι θα κάνω κτ: Υπολογίζουν να κάνουν τον γάμο φέτος το καλοκαίρι. = σκοπεύω, σχεδιάζω. δ. εκτιμώ και σέβομαι κπ: Δεν ~ καθόλου τους γονείς της, ό,τι θέλει κάνει. 2 (αμτβ. + σε) βασίζομαι σε κπ, κυρίως για βοήθεια: Να υπολογίζεις σε μένα για οτιδήποτε χρειαστεί να αγοράσεις. υπολογισμός ο: 1 η ενέργεια του υπολογίζω (σημ. 1): πρόχειρος ~ δαπανών. 2 προσωπικό συμφέρον: Όποτε βοηθά κάποιον, το κάνει από ~. υπολογιστής1 ο: ΠΛΗΡΟΦ ηλεκτρονικό μηχάνημα που επεξεργάζεται και διαχειρίζεται μεγάλο όγκο πληροφοριών, συνήθως βάσει συγκεκριμένων εντολών τις οποίες λαμβάνει: φορητός ~. υπολογιστής2 ο, -ίστρια η: πρόσωπο που ενεργεί υπολογίζοντας κυρίως το συμφέρον του = υστερόβουλος, συμφεροντολόγος. υπολογιστικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε υπολογιστή ή υπολογισμό (σημ. 2): ~ συστήματα επεξεργασίας φυσικής ομιλίας. ~ συμπεριφορά. υπολογίσιμος -η -ο: 1 αυτός που μπορεί να υπολογιστεί: ~ μεγέθη = μετρήσιμος. 2 (μτφ.) αυτός που είναι τόσο σημαντικός, ώστε δεν περνάει απαρατήρητος ή δεν πρέπει να αγνοηθεί: ~ κόστος / παράγοντες.

υπόλογος -η -ο: αυτός που φέρει την ευθύνη για κτ και πρέπει να απολογηθεί σε κπ: ~ ενώπιον κπ / έναντι κπ / απέναντι σε κπ. Ο πρόεδρος της ομάδας είναι ~ για τα επεισόδια.

υπόλοιπος -η -ο: αυτός που απομένει από ένα σύνολο: Διάλεξε ό,τι θέλεις κι άφησε τα υπόλοιπα για τους άλλους. υπόλοιπο το: 1 αυτό που απομένει από ένα σύνολο: ~ διακοπών / χρηματικού ποσού. 2 ΜΑΘ α. ο αριθμός που απομένει από την πράξη της αφαίρεσης. β. ο αριθμός που απομένει από την πράξη της διαίρεσης, όταν ένας αριθμός δε διαιρείται ακριβώς από έναν άλλο.

υπομένω πρτ. υπέμενα, αόρ. υπέμεινα: (μτβ.) δέχομαι ή ανέχομαι καρτερικά δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση = αντέχω: Υπέμενε τόσα χρόνια με καρτερία τις φωνές και τις ιδιοτροπίες του. υπομονή η. υπομονετικός -ή -ό. υπομονετικά (επίρρ.).

υπόνοια η: σκέψη ή εντύπωση που δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία, αλλά σε ενδείξεις = υποψία: Διατυπώθηκαν ~ για μυστικές συμφωνίες.

υπονομεύω -ομαι: (μτβ.) ενεργώ ύπουλα, μεθοδικά και σε βάθος χρόνου, για να προκαλέσω ζημιά ή βλάβη σε κπ: Οι κατώτεροί του τον υπονόμευαν με στόχο να του πάρουν τη θέση. Με πράξεις δολιοφθοράς υπονομεύεται η ειρήνη στην περιοχή. υπονόμευση η. υπονομευτικός -ή -ό. υπονομευτικά (επίρρ.). υπονομευτής ο, υπονομεύτρια η. glass σχ. υπόνομος.

υπόνομος ο: υπόγειο σύστημα αγωγών για τη διοχέτευση των νερών της βροχής και των αστικών λυμάτων = οχετός.

Το ρ. υπονομεύω συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. υπόνομος και είχε αρχικά τη σημασία «σκάβω υπονόμους».

υπονοώ -ούμαι: (μτβ.) λέω ή εκφράζω κτ με έμμεσο ή όχι ξεκάθαρο τρόπο: Υπονοείτε ότι κάποιος από εμάς σας έκλεψε; = υπαινίσσομαι. υπονοούμενο το: λόγος που αφήνει να εννοηθεί κτ με έμμεσο τρόπο, συνήθως σε βάρος κπ.

ύποπτος -η -ο: αυτός για τον οποίο υπάρχουν ενδείξεις, αλλά όχι αποδείξεις ότι συμμετέχει σε συγκεκριμένες πράξεις ή παράνομες δραστηριότητες: Παραπέμφθηκε ως βασικός ~ για την τρομοκρατική επίθεση. Αυτά τα μυστικά ραντεβού μού φαίνονται πολύ ~. υποπτεύομαι: (μτβ.) 1 θεωρώ κπ ύποπτο: Η αστυνομία τον υποπτεύεται για κλοπές. 2 νιώθω, προαισθάνομαι ότι κτ θα συμβεί: ~ ότι θα αργήσει να γυρίσει. υποψία η: γνώμη ότι κπ ή κτ δεν είναι αυτό που δείχνει ή ότι υπάρχει κτ κρυφό: Έχω την ~ ότι ο άντρας μου με απατά. υποψιάζομαι: (μτβ.) 1 θεωρώ κπ ή κτ ύποπτο: Τον ~ για κλέφτη. 2 έχω υποψίες για κπ ή κτ: ~ ότι θα με εγκαταλείψεις.

υποστηρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 βάζω στηρίγματα: Πρέπει να υποστηρίξουμε καλά τη στέγη, γιατί θα πέσει. 2 (μτφ.) α. βοηθώ κπ: Αν δε με υποστήριζαν οι φίλοι μου, θα είχα καταρρεύσει εκείνη τη δύσκολη στιγμή. β. δείχνω την προτίμησή μου σε ομάδα, κόμμα κτλ.: Ποια ομάδα ~; 3 προσπαθώ να αποδείξω κτ με επιχειρήματα: Δεν υποστήριξες πειστικά την άποψή σου, γι' αυτό δε σε ψηφίσανε. υποστήριξη η. υποστήριγμα το: οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει κπ κτ (σημ. 1). υποστηρικτικός -ή -ό. υποστηρικτικά (επίρρ.). υποστηρικτής ο, -ίκτρια η: πρόσωπο που υποστηρίζει κπ ή κτ (σημ. 2).

υπόσχεση η: διαβεβαίωση που δίνει κπ για κτ: Δεν κράτησε την ~ του ότι θα κόψει το κάπνισμα! υπόσχομαι: (μτβ.) διαβεβαιώνω, δίνω υπόσχεση σε κπ για κτ: ~ ότι θα γυρίσω εγκαίρως. πολλά υποσχόμενος: αυτός που αφήνει πολλές ελπίδες για μελλοντική θετική εξέλιξη.

υποτάσσω -ομαι αόρ. υπόταξα & υπέταξα, παθ. αόρ. υποτάχθηκα, μππ. υποταγμένος: (μτβ.) 1 κυριαρχώ πάνω σε κπ ή κτ: Ο Φίλιππος ο Μακεδών υπέταξε διάφορους λαούς που κατοικούσαν στη Μακεδονία. Κατάφερε να υποτάξει το πάθος του για το ποτό. 2 (μτφ.) θεωρώ κτ λιγότερο σημαντικό από κτ άλλο προτάσσω: ~ τις δικές μου προτιμήσεις σε εκείνες της παρέας. υποταγή η: το να υποτάσσει κανείς κπ ή κτ: Η ~ των αντιπάλων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η ~ του ατομικού στο συλλογικό συμφέρον είναι δημοκρατική πράξη. υπόταξη η: ΓΛΩΣΣ είδος σύνταξης προτάσεων κατά το οποίο μία δευτερεύουσα πρόταση συνδέει με μία κύρια από την οποία εξαρτάται παράταξη. υποτακτικός -ή -ό: 1 αυτός που υποτάσσεται σε κπ. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που σχετίζεται με την υπόταξη: ~ λόγος / σύνδεσμος. υποτακτική η: ΓΛΩΣΣ έγκλιση του ρήματος που εκφράζει κυρίως επιθυμία ή προσδοκία.

υποτιμώ -ώμαι: (μτβ.) 1 θεωρώ κπ ή κτ μικρότερης αξίας από ό,τι πραγματικά είναι: Μην υποτιμάς ποτέ τον αντίπαλο, γιατί θα χάσεις. 2 μειώνω την αξία, κυρίως νομίσματος ανατιμώ: Η κυβέρνηση υποτίμησε το νόμισμα της χώρας. υποτίμηση η. υποτιμητικός -ή -ό (σημ. 1). υποτιμητικά (επίρρ.).

ύπουλος -η -ο: αυτός που ενεργεί κρυφά για να βλάψει κπ: Είναι ~ αντίπαλος, δεν επιτίθεται ποτέ φανερά. ύπουλα (επίρρ.).

υποφέρω -ομαι αόρ. υπέφερα: 1 (μτβ.) υφίσταμαι δυσκολίες: Υπέφερα πάρα πολλά τα χρόνια του γάμου μας. 2 (αμτβ. + από) βασανίζομαι από κπ ή κτ: Στην Αφρική υποφέρουν από την πείνα. ~ από πονοκεφάλους. 3 παθ. (αμτβ.) είναι δυνατό να με ανεχτούν: Α, μα εσύ δεν υποφέρεσαι με τίποτα! υποφερτός -ή -ό: αυτός που μπορεί να τον υποφέρει κανείς: ~ ζέστη = ανεκτός ανυπόφορος. (μτφ.) ~ ντύσιμο (σχετικά καλό). υποφερτά (επίρρ.)

υποχρεώνω -ομαι: (μτβ.) 1 εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ = επιβάλλω: Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μάς ~ να το αδειάσουμε μέχρι το τέλος του μήνα. 2 κάνω κπ να αισθανθεί ευγνωμοσύνη για κτ: Αλήθεια, μπορείς να με πας στο σπίτι; Με υποχρεώνεις! υποχρέωση η: 1 οτιδήποτε είναι κανείς υποχρεωμένος να κάνει: Έχω ~ να σου το θυμίσω. οικογενειακές / στρατιωτικές / κοινωνικές ~. 2 αίσθηση ευγνωμοσύνης προς κπ: Του έχω μεγάλη ~, γιατί με βοήθησε οικονομικά όταν είχα πρόβλημα. υποχρεωτικός -ή -ό: αυτός που προκύπτει από ή αποτελεί υποχρέωση προαιρετικός: ~ φοίτηση / θητεία. υποχρεωτικά & -ώς (επίρρ.).

υποχωρώ: (αμτβ.) 1 κινούμαι προς τα πίσω, αφήνοντας την αρχική μου θέση: Μόλις τον είδε να έρχεται κατά πάνω της, άρχισε να ~ τρομαγμένη. 2 πέφτω πιο χαμηλά από ό,τι ήμουν: Το έδαφος υποχώρησε με τη δυνατή βροχή. 3 (μτφ.) φτάνω σε πιο χαμηλά επίπεδα: Υποχώρησε καθόλου ο πυρετός; 4 (μτφ.) κάνω πίσω σε κτ που υποστηρίζω: Δεν ~ με τίποτε - εσύ κάνεις λάθος! υποχώρηση η. υποχωρητικός -ή -ό: αυτός που υποχωρεί εύκολα σε κτ (σημ. 4) ανυποχώρητος. υποχωρητικά (επίρρ.).

υποψήφιος -α -ο: 1 αυτός που συμμετέχει σε εκλογές, με σκοπό να εκλεγεί: ~ βουλευτής. 2 αυτός που επιθυμεί να κάνει ή πρόκειται να γίνει κτ: ~ αγοραστής / γαμπρός. υποψήφιος ο, η: πρόσωπο που συμμετέχει σε διαγωνισμό: αύξηση των υποψηφίων για τα ΑΕΙ. υποψηφιότητα η: 1 το να είναι κανείς υποψήφιος σε εκλογές, διαγωνισμό: Έβαλε ~ για πρόεδρος του συμβουλίου. 2 (συνεκδ.) πρόσωπο που συμμετέχει σε διαγωνισμό: Όλες οι ~ έχουν τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας.

ύστατος -η -ο: αυτός που είναι ο τελευταίος από όλους, που μετά από αυτόν δεν υπάρχει επόμενος: ~ προσπάθεια / χαιρετισμός (σε νεκρό).

ύστερα (επίρρ.): = έπειτα 1 σε επόμενη χρονική στιγμή = μετά πριν: Επιτέλους, βρεθήκαμε ~ από πολλά χρόνια! Πρώτα φοράμε το παλτό κι ~ τα γάντια. 2 για να δικαιολογήσουμε πράξη, συμπεριφορά, κατάσταση που οφείλεται σε κτ που προηγήθηκε: ~ από τέτοια βροχή, λογικό είναι να έχουν γίνει μεγάλες ζημιές. 3 σε αντίθεση με κτ άλλο: ~ από τόσες θυσίες που κάναμε, αυτός να μας φέρεται έτσι!

υστερία η: κατάσταση έντονης ψυχικής ή νευρικής αναστάτωσης, που συνοδεύεται από παθολογικά συμπτώματα ή βίαιες και έντονες αντιδράσεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν: Την έπιασε ~ και έβαλε τα κλάματα. υστερικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ή παθαίνει υστε-ρία: ~ κλάμα / άνθρωπος. υστερικά (επίρρ.).

Πρόκειται για αντιδάνειο (από το γαλλ. hystérie) με προέλευση από το ΑΕ ουσ. ὑστέρα «μήτρα». Xρησιμοποιήθηκε επειδή, αρχικά, υπήρχε η άποψη ότι πρόκειται για γυναικεία πάθηση που οφείλεται σε διαταραχές της μήτρας.

υστερο- & υστερό-: α΄συνθ. που δηλώνει ότι κτ γίνεται ή συμβαίνει μετά από κτ άλλο ή ότι είναι τελευταίο σε μια σειρά: υστερόχρονος, υστερότοκος (το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας), υστεροβυζαντινός (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελευταία φάση της βυζαντινής ιστορίας).

ύστερος -η -ο: αυτός που ακολουθεί: εκ των υστέρων: αφού έχει γίνει κτ: ~ το σκέφτηκα, αλλά ήταν πια αργά. εκ των προτέρων.

υστερώ: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) είμαι κατώτερος από κπ ή κτ άλλο ως προς κπ ιδιότητα, χαρακτηριστικό κτλ. υπερτερώ: ~ (έναντι) των συναδέλφων του σε πολλά θέματα. 2 (αμτβ.) παρουσιάζω ελλείψεις: ~ σε μόρφωση και κοινωνική αγωγή.

υφίσταμαι αόρ. υπέστην, απαρ. υποστεί: [επίσ.] 1 (μτβ.) παθαίνω, ανέχομαι κτ δυσάρεστο: Υπέστη βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. 2 μόνο ενστ. & πρτ. (αμτβ.) υπάρχω: Τέτοιο όνομα δεν ~ στην υπηρεσία μαςglass σχ. ενίσταμαι. υφιστάμενος -η -ο: αυτός που υπάρχει: Το ~ προσωπικό ανέρχεται σε 100 περίπου άτομα. υφιστάμενος ο, -μένη η: πρόσωπο που είναι σε κατώτερη ιεραρχικά βαθμίδα από κπ άλλον προϊστάμενος: Κάλεσε όλους τους υφισταμένους του και τους συγχάρηκε. υπόσταση η: 1 το να υφίσταται (σημ. 2) κπ ή κτ: Πότε απέκτησε ~ η εταιρεία; 2 τα ιδιαίτερα στοιχεία που συγκροτούν ή χαρακτηρίζουν την ύπαρξη κπ: πνευματική / υλική / ηθική / επαγγελματική / κοινωνική ~. 3 η βαθύτερη ουσία κπ πράγματος: Δεν έχουν ~ αυτές οι φήμες (δεν αληθεύουν).

ύφος το: 1 η έκφραση του προσώπου και ο τρόπος που μιλάει κπ, τα οποία φανερώνουν τη διάθεσή του: πονηρό / γελαστό / ερωτηματικό ~. 2 ΓΛΩΣΣ ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί κανείς τη γλώσσα: επίσημο / οικείο / λιτό / λογοτεχνικό ~.

υψηλό- & υψηλο-: α΄συνθ. που δηλώνει αυτόν που είναι ανώτερος ή ξεπερνά το κανονικό ως προς αυτό που δηλώνει το β΄ συνθ.: υψηλόβαθμος, υψηλόμισθος, υψηλότοκος (που έχει υψηλό βαθμό, μισθό, τόκο).

υψηλός -ή -ό: 1 αυτός που ξεπερνά το κανονικό, τα συνηθισμένα όρια = μεγάλος, ψηλός μικρός, χαμηλός: Τα επιτόκια των πιστωτικών καρτών είναι ιδιαίτερα ~. 2 αυτός που είναι ηθικά ή πνευματικά ανώτερος: Τον διακρίνει ~ αίσθημα ευθύνης. ~ ιδέες / αξίες. 3 αυτός που είναι τεχνικά ή ποιοτικά ανώτερος: ~ τεχνολογία / ραπτική. 4 αυτός που κατέχει ανώτερη κοινωνική θέση: ~ προσκεκλημένος. αφ' υψηλού: περιφρονητικά. υψηλά (επίρρ.).

υψηλότατος ο -οτάτη η: η προσφώνηση για πρίγκηπα ή πριγκήπισσα = υψηλότητα η.

ύψιστος -η -ο θηλ. γεν. & [επίσ.] υψίστης: αυτός που είναι ή γίνεται στον ανώτατο βαθμό: φυλακές υψίστης ασφαλείας. Ύψιστος ο: ΘΡΗΣΚ ο Θεός.

ύψος το: 1 η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή σώματος: Πόσο είναι το ~ της βιβλιοθήκης; 2 ΓΕΩΜ η κάθετος από μία κορυφή (τριγώνου) ή από τη μία πλευρά (παραλληλογράμμου) προς την απέναντι πλευρά, και (συνεκδ.) το αντίστοιχο μέγεθος. 3 η κατακόρυφη απόσταση από την επιφάνεια της θάλασσας: Το αεροπλάνο πετά σε ~ 20.000 πόδια. 4 α. ορισμένο σημείο πάνω στην κατακόρυφο: μαλλιά στο ~ των ώμων. β. ορισμένο σημείο σε νοητή ευθεία και σε σχέση με κπ σημείο αναφοράς: Η κορυφή της πορείας βρίσκεται στο ~ της οδού Μητροπόλεως. 5 (μτφ.) το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κτ: Το ~ του επιτοκίου θα ξεπερνά το 5%. 6 ΜΟΥΣ βαθμός οξύτητας μουσικού φθόγγου. υψώνω -ομαι: (μτβ.) σηκώνω κτ ψηλά: ~ το βλέμμα / το κεφάλι. = ανεβάζω χαμηλώνω. ~ το ανάστημα: αντιμετωπίζω μια κατάσταση με θάρρος. ~ τη φωνή μου (σε κπ): μιλάω πολύ δυνατά από εκνευρισμό ή για να επιβληθώ σε κπ: Δε χρειάζεται να ~, μίλα πολιτισμένα! ύψωμα το: τμήμα του εδάφους που έχει μεγαλύτερο ύψος (σημ. 3) από την περιοχή γύρω του: Ανέβηκαν στο ~, για να δουν αν φαινόταν η θάλασσα.