μ' → με μα1 μα2 μαγαζί *μαγγώνω → μαγκώνω μαγεία μάγειρας → μαγειρεύω μαγειρείο → μαγειρεύω μαγείρεμα → μαγειρεύω μαγειρευτός → μαγειρεύω μαγειρεύω μαγειρικός → μαγειρεύω μαγείρισσα → μαγειρεύω μάγειρος → μαγειρεύω μαγευτικά → μαγεία μαγευτικός → μαγεία μαγεύω → μαγεία μάγια → μαγεία μαγικά → μαγεία μαγικός → μαγεία μάγισσα → μαγεία μάγκας μαγκιά → μάγκας μάγκικα → μάγκας μάγκικος → μάγκας μάγκωμα → μαγκώνω μαγκώνω μαγνήτης μαγνητίζω → μαγνήτης μαγνητικός → μαγνήτης μαγνητισμός → μαγνήτης μαγνητοσκόπηση → μαγνητοσκοπώ μαγνητοσκοπώ μαγνητοφώνηση → μαγνητόφωνο μαγνητόφωνο μαγνητοφωνώ → μαγνητόφωνο μάγος → μαγεία μάδημα → μαδώ μαδώ μαεστρία → μαέστρος μαέστρος μάζα μάζεμα → μαζεύω μαζεύω *μαζή → μαζί μαζί μαζικά → μάζα μαζικός → μάζα *μαζύ → μαζί μαθαίνω μαθεύομαι μάθημα → μαθαίνω μαθηματικά μαθηματικά μαθηματικός → μαθηματικά μαθηματικώς → μαθηματικά μαθημένος → μαθαίνω μάθηση → μαθαίνω μαθησιακός → μαθαίνω μαθητεία → μαθητεύω μαθητευόμενος → μαθητεύω μαθητεύω μαθητής → μαθαίνω μαθητικός → μαθαίνω μαθήτρια → μαθαίνω μαία μαιευτήρας → μαία μαιευτήριο → μαία μαιευτική → μαία μαιευτικός → μαία μαίνομαι μαινόμενος → μαίνομαι μακάβριος μακάρι μακαρίζω → μακάριος μακάριος μακαριότητα → μακάριος μακαρίτης μακαρίτισσα → μακαρίτης μακαρίως → μακάριος μακελάρης → μακελειό μακελάρισσα → μακελειό μακελειό μακέλεμα → μακελειό μακελεύω → μακελειό *μακελλειό → μακελειό μακραίνω → μακρύς μάκρεμα → μακρύς μακρηγορώ μακριά → μακρύς μακρινός → μακρύς μακροπρόθεσμα → μακροπρόθεσμος μακροπρόθεσμος μάκρος μακροσκελής μακροσκελώς → μακροσκελής μακρουλός → μακρύς *μακρυά → μακριά μάκρυμα → μακρύς μακρύς μαλακά → μαλακός μαλακός μαλακώνω → μαλακός μαλλί μαλλιάζω → μαλλί μαλλιαρός → μαλλί μάλλινος → μαλλί μάλλον μάλωμα → μαλώνω μαλώνω μανδύας μανία μανιάζω → μανία μανιακός → μανία μανιφέστο μανιώδης → μανία μανιωδώς → μανία μάννα μανούβρα μανουβράρω → μανούβρα μαντεία → μάντης μαντείο → μάντης μάντεμα → μάντης μαντεύω → μάντης μαντήλα μαντήλι → μαντήλα μάντης μαντικός → μάντης *μαντίλι → μαντήλι μάντισσα → μάντης μάντρα μαντρί μαντρώνω1 → μάντρα μαντρώνω2 → μαντρί μαράζι μαραζώνω → μαράζι μαραθώνιος μαραθωνοδρόμος → μαραθώνιος μαραίνω μαρασμός → μαραίνω μαργαριταρένιος → μαργαριτάρι μαργαριτάρι μαριονέτα μάρκα μαρκάρισμα → μάρκα μαρκάρω → μάρκα μαρμαράδικο → μάρμαρο μαρμαράς → μάρμαρο μαρμαρένιος → μάρμαρο μαρμάρινος → μάρμαρο μάρμαρο μαρμαρώνω → μάρμαρο μάρσιπος μαρσιποφόρο → μάρσιπος *μάρσιππος → μάρσιπος μάρτυρας1 → μαρτυρία μάρτυρας2 → μαρτύριο μαρτυρία μαρτυρικά → μαρτύριο μαρτυρικός1 → μαρτυρία μαρτυρικός2 → μαρτύριο μαρτύριο μαρτυρώ1 → μαρτυρία μαρτυρώ2 → μαρτύριο μάρτυς → μαρτυρία μας → εγώ μάσα → μασώ μάσημα → μασώ μάσηση → μασώ μασητήρας → μασώ μασητικός → μασώ μάσκα μασκαραλίκι → μάσκα μασκαράς → μάσκα μασκαρεύω → μάσκα μασκαριλίκι → μάσκα μασκέ → μάσκα μάστιγα μαστίγιο μαστιγώνω → μαστίγιο μαστίγωση → μαστίγιο μαστίζω → μάστιγα μάστορας μαστόρεμα → μάστορας μαστορεύω → μάστορας μαστοριά → μάστορας μαστόρια → μάστορας μαστορική → μάστορας μαστοριλίκι → μάστορας μαστός μασχάλη μασχαλιαίος → μασχάλη μασώ μάταια → μάταιος ματαιόδοξα → ματαιόδοξος ματαιοδοξία → ματαιόδοξος ματαιόδοξος ματαιοπονία → ματαιοπονώ ματαιοπονώ μάταιος ματαιότητα → μάταιος ματαιώνω → μάταιος ματαίως → μάταιος ματαίωση → μάταιος ματάκι → μάτι μάτην → μάταιος μάτι ματιά → μάτι ματιάζω → μάτι μάτιασμα → μάτι ματς μάτσο ματσώνομαι → μάτσο μάτωμα → ματώνω ματώνω μαύρα → μαύρος μαυραγορίτης → μαύρος μαυραγορίτισσα → μαύρος μαύρη → μαύρος μαυρίζω → μαύρος μαυρίλα → μαύρος μαύρισμα → μαύρος μαύρο → μαύρος μαύρος μαυσωλείο μαφία μαφιόζα → μαφία μαφιόζικα → μαφία μαφιόζικος → μαφία μαφιόζος → μαφία μάχαιρα → μαχαίρι μαχαίρι μαχαιριά → μαχαίρι μαχαίρωμα → μαχαίρι μαχαιρώνω → μαχαίρι μάχη μαχητής → μάχη μαχητικά → μάχη μαχητικός → μάχη μαχητικότητα → μάχη μαχητός → μάχη μαχήτρια → μάχη μάχιμος → μάχη μάχομαι → μάχη μαχόμενος → μάχη με → εγώ με μέγα → μέγας μεγαλ- → μεγαλο- μεγαλείο μεγαλειοτάτη → μεγαλειότατος μεγαλειότατος μεγαλειώδης → μεγαλείο μεγαλεπήβολα → μεγαλεπήβολος μεγαλεπήβολος μεγάλη → μέγας μεγαλίστικα → μεγάλος μεγαλίστικος → μεγάλος μεγαλο- μεγαλό- → μεγαλο- μεγαλοαπατεώνας → μεγαλο- μεγαλοαστός → μεγαλο- μεγαλοβιομήχανος → μεγαλο- μεγαλογιατρός → μεγαλο- μεγαλογράμματος → μεγαλο- μεγαλοδείχνω → μεγαλο- μεγαλοδικηγόρος → μεγαλο- μεγαλοεπιχειρηματίας → μεγαλο- μεγαλόκαρδος → μεγαλο- μεγαλοκοπέλα → μεγαλο- μεγαλοκτηματίας → μεγαλο- μεγαλομανής → μεγαλο- μεγαλομανία → μεγαλο- μεγαλομάρτυρας → μεγαλο- μεγαλομέτοχος → μεγαλο- μεγαλοπιάνομαι μεγαλοπιάστηκα → μεγαλοπιάνομαι μεγαλόπνοος μεγαλοποιώ → μεγαλο- μεγαλόπρεπα → μεγαλοπρεπής μεγαλοπρέπεια → μεγαλοπρεπής μεγαλοπρεπής μεγαλόπρεπος → μεγαλοπρεπής μεγαλοπρεπώς → μεγαλοπρεπής μεγάλος μεγαλόστομος → μεγαλο- μεγαλόσωμος → μεγαλο- μεγαλούπολη → μεγαλο- μεγαλούργημα → μεγαλουργώ μεγαλουργώ μεγαλοφέρνω → σχ. φέρνω μεγαλοφυής → μεγαλο- μεγαλοφυΐα → μεγαλο- μεγαλοφυώς → μεγαλο- μεγαλοφώνως → μεγαλο- μεγαλοψυχία → μεγαλο- μεγαλόψυχος → μεγαλο- μεγάλωμα → μεγάλος μεγαλώνω → μεγάλος μέγαρο μέγας → μεγάλος μέγας μέγεθος μεγέθυνση → μέγεθος μεγεθυντικά → μέγεθος μεγεθυντικό → μέγεθος μεγεθυντικός → μέγεθος μεγεθύνω → μέγεθος μεγεθυσμένος → μεγεθύνω *μεγενθύνω → σχ. μέγεθος μέγιστος → μεγάλος μεζεδάκι → μεζές μεζεκλίκι → μεζές μεζελίκι → μεζές μεζές μεζούρα μεθ' → μετά1 μεθ- → μετα- μεθαυριανός → μεθαύριο μεθαύριο μεθεόρτιος → μετα- μέθη μεθόδευση → μέθοδος μεθοδεύω → μέθοδος μεθοδικά → μέθοδος μεθοδικός → μέθοδος μεθοδολογία μεθοδολογικά → μεθοδολογία μεθοδολογικός → μεθοδολογία μέθοδος μεθοριακός → μεθόριος μεθόριος μέθυσα → μεθώ μεθύσι → μέθη μεθυσμένος → μεθώ μέθυσος → μέθη μεθύστακας → μέθη μεθυστικά → μέθη μεθυστικός → μέθη μεθώ → μέθη μείγμα μείζων μεικτά → μείγμα μείκτης → μείγμα μεικτός → μείγμα μείξη → μείγμα μειοδοσία → μειοδοτώ μειοδότης → μειοδοτώ μειοδοτικά → μειοδοτώ μειοδοτικός → μειοδοτώ μειοδότρια → μειοδοτώ μειοδοτώ μείον → μείον1 μείον1 μείον2 → μείον1 μειονέκτημα → μειονεκτώ μειονεκτικά → μειονεκτώ μειονεκτικός → μειονεκτώ μειονεκτώ μειονεξία → μειονεκτώ μειονότητα μειονοτικός → μειονότητα μειοψηφία → μειοψηφώ μειοψηφικός → μειοψηφώ μειοψηφώ μειωμένος → μείον1 μειώνω → μείον1 μείωση → μείον1 μειωτέος → μείον1 μειωτικά → μείον1 μειωτικός → μείον1 μελαγχολία μελαγχολικά → μελαγχολία μελαγχολικός → μελαγχολία | μελαγχολώ → μελαγχολία μελαμψός μελάνη → μελάνι μελάνι μελανιά → μελανός μελανιάζω → μελανός μελάνιασμα → μελανός μελανίνη μελανός μέλας → σχ. μελανός μελαχρινή → μελαχρινός μελαχρινός μελαψός → μελαμψός μέλει μελένιος → μέλι μελέτη → μελετώ μελετηρός → μελετώ μελετητής → μελετώ μελετήτρια → μελετώ μελετώ μέλημα → μέλει μελής → μέλι μελί → μέλι μέλι μέλισσα μελίσσι → μέλισσα μέλλει μέλλεται → μέλλει μέλλον μέλλοντας → μέλλον μελλοντικά → μέλλον μελλοντικός → μέλλον μέλλων → μέλλον μελό μελόδραμα μελοδραματικά → μελόδραμα μελοδραματικός → μελόδραμα μελοδραματισμός → μελόδραμα μέλος1 μέλος2 μελωδία → μέλος2 μελωδικά → μέλος2 μελωδικός → μέλος2 μελωδικότητα → μέλος2 μελωδός → μέλος2 μεμβράνη μεμονωμένα → μεμονωμένος μεμονωμένος μεμπτός → μέμφομαι μέμφομαι μένα → εγώ μένεα → σχ. μένος μένος μενού μένω μέρα → ημέρα μεράκι *μερακλήδικος → μερακλίδικος μερακλής → μεράκι μερακλίδικος → μεράκι μερακλού → μεράκι μεράκλωμα → μεράκι μερακλώνω → μεράκι μεριά μεριάζω → μεριά μερίδα μερίδιο → μερίδα μερικοί μερικός → μέρος μερικώς → μέρος μέριμνα → μεριμνώ μεριμνώ μεροκαματιάρα → μεροκάματο μεροκαματιάρης → μεροκάματο μεροκαματιάρισσα → μεροκάματο μεροκάματο μεροληπτικά → μεροληπτώ μεροληπτικός → μεροληπτώ μεροληπτώ μεροληψία → μεροληπτώ μέρος μες → μέσα μέσα μεσάζοντας μεσάζων → μεσάζοντας μεσαίος → μέση μεσαίωνας μεσαιωνικός → μεσαίωνας μεσάνυχτα μεσάτος → μέση μέση μεσήλικας → μεσο- μεσημβρινός μεσημέρι μεσημέρι → μεσο- μεσημεριανό → μεσημέρι μεσημεριανός → μεσημέρι μεσημεριάτικα → μεσημέρι μεσο- μεσό- → μεσο- μέσο1 → μέση μέσο2 μεσοαστή → μεσοαστός μεσοαστός μεσοβδόμαδα → μεσο- μεσοβυζαντινός → μεσο- μεσογάστριος → μεσο- μεσόγεια → μεσόγειος μεσογειακός μεσόγειος μεσοδιάστημα → μεσο- μεσοελλαδικός → μεσο- μεσοκάθετος → μεσο- μεσόκοπος μεσολάβηση → μεσολαβώ μεσολαβητής → μεσολαβώ μεσολαβητικά → μεσολαβώ μεσολαβητικός → μεσολαβώ μεσολαβήτρια → μεσολαβώ μεσολαβώ μεσονύχτι → μεσάνυχτα μεσοπόλεμος → μεσο- μεσόπορτα → μεσο- μέσος → μέση μεσότοιχος → μεσο- μεσουράνημα → μεσουρανώ μεσουρανίς → μεσο- μεσουρανώ μεσσιανικός → μεσσίας μεσσιανισμός → μεσσίας μεσσίας μεστά → μεστώνω μεστός → μεστώνω μέστωμα → μεστώνω μεστώνω μέσω → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία μετ → μετά1 μετ- → μετά- μετά- μετά1 μετά2 → μετά1 μεταβαίνω μεταβάλλω μετάβαση → μεταβαίνω μεταβατικά → μεταβαίνω μεταβιβάζω μεταβίβαση → μεταβιβάζω μεταβιβάσιμος → μεταβιβάζω μεταβλητή → μεταβάλλω μεταβλητός → μεταβάλλω μεταβυζαντινός → μετα- μεταγγίζω μετάγγιση → μεταγγίζω μεταγενέστερα → μεταγενέστερος μεταγενέστερος μεταγλωττίζω → μετα- μεταγλώττιση → μετα- μεταγραφή → μεταγράφω μεταγραφικός → μεταγράφω μεταγράφω μεταδίδω μεταδόθηκα → μεταδίδω μετάδοση → μεταδίδω μεταδοτικός → μεταδίδω μεταδοτικότητα → μεταδίδω μεταθανάτιος → μετα- μετάθεσα → μεταθέτω μετάθεση → μεταθέτω μεταθέτομαι → μεταθέτω μεταθέτω μεταίχμιο μετακαλώ μετακάρπιο → μετα- μετακίνηση → μετακινώ μετακλήθηκα → μετακαλώ μετάκληση → μετακαλώ μετακλητός → μετακαλώ μετακομίζω μετακόμιση → μετακομίζω μετάλαβα → μεταλαμβάνω μεταλαβαίνω → μεταλαμβάνω μεταλαβιά → μεταλαμβάνω μεταλαμβάνω μετάληψη → μεταλαμβάνω μεταλλαγή → μεταλλάσσω μεταλλαγμένος → μεταλλάσσω μετάλλαξη → μεταλλάσσω μεταλλάσσω μεταλλείο μετάλλευμα → μεταλλείο μεταλλικός → μέταλλο μετάλλινος → μέταλλο μετάλλιο μέταλλο μεταμέλεια → μεταμελούμαι μεταμελούμαι μεταμεσονύκτιος → μετα- μεταμορφώνω → μετα- μεταμόρφωση → μετα- μεταμορφωτικά → μετα- μεταμορφωτικός → μετα- μεταμόσχευση → μετα- μεταμοσχεύω → μετα- μετανάστευση → μεταναστεύω μεταναστευτικός → μεταναστεύω μεταναστεύω μετανάστης → μεταναστεύω μετανάστρια → μεταναστεύω μετανιώνω μετάνοια → μετανοώ μετανοώ μεταξένιος → μετάξι μετάξι μεταξουργείο → μετάξι μεταξουργός → μετάξι μεταξύ μεταξωτά → μετάξι μεταξωτό → μετάξι μεταξωτός → μετάξι μεταπείθω μεταπήδηση → μετα- μεταπηδώ → μετα- μεταπλάθω → μετα- μεταποίηση → μεταποιώ μεταποιητικός → μεταποιώ μεταποιώ μεταπολεμικά → μετα- μεταπολεμικός → μετα- μεταπολίτευση μεταπολιτευτικός → μεταπολίτευση μεταπουλώ → μεταπωλώ μετάπτωση μεταπτωτικός → μετάπτωση μεταπώληση → μεταπωλώ μεταπωλητής → μεταπωλώ μεταπωλήτρια → μεταπωλώ μεταπωλώ μεταρρυθμίζω μεταρρύθμιση → μεταρρυθμίζω μεταρρυθμιστής → μεταρρυθμίζω μεταρρυθμιστικός → μεταρρυθμίζω μεταρρυθμίστρια → μεταρρυθμίζω μετασεισμικός → μετα- μετασεισμός → μετα- μετάσχει → μετέχω μετασχηματίζω μετασχηματισμός → μετασχηματίζω μετασχηματιστής → μετασχηματίζω μετάταξη → μετατάσσω μετατάσσω μετατεθειμένος → μεταθέτω μετατέθηκα → μεταθέτω μετατίθεμαι → μεταθέτω μετατοπίζω → μετα- μετατόπιση → μετα- μετατράπηκα → μετατρέπω μετατρέπω μετατρέψιμος → μετατρέπω μετατροπέας → μετατρέπω μετατροπή → μετατρέπω μεταφέρω μεταφορά → μεταφέρω μεταφορέας → μεταφέρω μεταφορικά → μεταφέρω μεταφορικός → μεταφέρω μεταφράζω μετάφραση → μεταφράζω μεταφραστής → μεταφράζω μεταφραστικός → μεταφράζω μεταφράστρια → μεταφράζω μεταφύτευση → μετα- μεταφυτεύω → μετα- μεταχειρίζομαι μεταχείριση → μεταχειρίζομαι μετέβην → μεταβαίνω μετεγγραφή → μετεγγράφω μετεγγράφω μετεγράφην → μεταγράφω μετέδωσα → μεταδίδω μετέθεσα → μεταθέτω μετείχα → μετέχω μετεκπαίδευση → μετεκπαιδεύω μετεκπαιδεύω μετέλαβα → μεταλαμβάνω μετεξεταστέος μετέπειτα μετέχω → μετα- μετέχω μετέωρος μετοικεσία → μετοικώ μετοίκηση → μετοικώ μετοικίζω → μετοικώ μετοίκιση → μετοικώ μέτοικος → μετοικώ μετοικώ μετόπισθεν → μετα- μετοχή → μετέχω μετοχικά → μετέχω μετοχικός → μετέχω μέτοχος → μετα- μέτοχος → μετέχω μέτρημα → μετρώ μετρημένος → μετρώ μέτρηση → μετρώ μετρήσιμος → μετρώ μετρητά → μετρώ μετρητής → μετρώ μέτρια → μέτριος μετριάζω → μέτριος μετριοπάθεια → μετριοπαθής μετριοπαθής μετριοπαθώς → μετριοπαθής μέτριος μετριότητα → μέτριος μετρίως → μέτριος μέτρο μετρώ μετωπιαίος → μέτωπο μετωπικά → μέτωπο μετωπικός → μέτωπο μέτωπο μέχρι μέχρις → μέχρι μη1 μη2 → μη1 μηδαμινά → μηδαμινός μηδαμινός μηδέ μηδέν μηδενίζω → μηδέν μηδενικό → μηδέν μηδενικός → μηδέν μήκος μην1 → μη1 μην2 → μη1 μήνας μηνιαία → μήνας μηνιαίος → μήνας μηνιαίως → μήνας μήνυμα μήνυση μηνυτήριος → μήνυση μηνυτής → μήνυση μηνύτρια → μήνυση μηνύω → μήνυση μηνώ → μήνυμα μήπως μήτε μητέρα μήτρα μητρικά → μητέρα μητρικός1 → μητέρα μητρικός2 → μήτρα μητρόπολη μητροπολίτης → μητρόπολη μητροπολιτικός → μητρόπολη μητρός → μητέρα μητρώο μηχανάκι → μηχανή μηχανέλαιο → σχ. λάδι μηχανή μηχάνημα → μηχανή μηχανικά → μηχανή μηχανικός → μηχανή μηχανισμός → μηχανή μηχανορραφία → μηχανορραφώ μηχανορράφος → μηχανορραφώ μηχανορραφώ μια → ένας1 μία → ένας1 μιαίνω μιαν → ένας1 μιαν → ένας2
| μιανής → ένας1 μιανής → ένας2 μιαρός → μιαίνω μίασμα → μιαίνω μιγάδα → μιγάς μιγαδικός → μιγάς μιγάς *μίγμα → μείγμα μιζέρια μικραίνω → μικρός μικροβιακός → μικρόβιο μικρόβιο μικροπρέπεια → μικροπρεπής μικροπρεπής μικροπρεπώς → μικροπρεπής μικρός μικροσκοπικός → μικροσκόπιο μικροσκόπιο μικρότητα μικροφέρνω → σχ. φέρνω μικροφωνικός → μικρόφωνο μικρόφωνο *μικτά → μείγμα *μίκτης → μείγμα *μικτός → μείγμα μίλημα → μιλώ μιλητό → μιλώ μιλητός → μιλώ μίλι μιλιά → μιλώ μιλώ μίμηση → μιμούμαι μιμητής → μιμούμαι μιμητικός → μιμούμαι μιμητισμός → μιμούμαι μιμήτρια → μιμούμαι μίμος → μιμούμαι μιμούμαι μιξάζ → σχ. μείγμα μίξη → μείγμα μισ-1 → μισο-1 μισ-2 → μισο-2 μισαλλοδοξία μισαλλόδοξος → μισαλλοδοξία μισαλλόδοξος → μισο-2 μισάνθρωπος → μισο-2 μισανοίγω → μισο-1 μισάωρο → μισο-1 μισέλληνας → μισο-2 -μιση → σχ. ήμισυς -μισης → σχ. ήμισυς μισθός μίσθωμα → μισθώνω μισθώνω μίσθωση → μισθώνω μισθωτήριο → μισθώνω μισθωτής → μισθώνω μισθωτός → μισθός μισθώτρια → μισθώνω -μισι → σχ. ήμισυς μισό- → μισο-1 μισο-1 μισο-2 μισοάδειος → μισο-1 μισογεμάτος → μισο-1 μισόγυμνος → μισο-1 μισογύνης → μισο-2 μισοκακόμοιρος → μισο-1 μισοκαμένος → μισο-1 μισόκιλο → μισο-1 μισοκλείνω → μισο-1 μισόκλειστος → μισο-1 μισοκοιμάμαι → μισο-1 μισοκρυμμένος → μισο-1 μισοπάλαβος → μισο-1 μισός μίσος → μισώ μισόσβηστος → μισο-1 μισότρελος → μισο-1 μισοψήνω → μισο-1 μισώ μνημείο μνημειώδης → μνημείο μνήμη μνημονικό → μνήμη μνημονικός → μνήμη μοβόρικα → αιμοβόρος μοβόρικος → αιμοβόρος μοβόρος → αιμοβόρος μόδα μοιάζω μοίρα μοιράζω μοιραία → μοίρα μοιραίο → μοίρα μοιραίος → μοίρα μοιρασιά → μοιράζω μοίρασμα → μοιράζω *μοιρολατρεία → μοιρολατρία μοιρολάτρης → μοιρολατρία μοιρολατρία μοιρολατρικά → μοιρολατρία μοιρολατρικός → μοιρολατρία μοιρολάτρισσα → μοιρολατρία μοιχαλίδα → μοιχεία μοιχεία μοιχεύω → μοιχεία μοιχός → μοιχεία μόλις1 μόλις2 → μόλις1 μολονότι μολυβένιος → μολύβι μολύβι μόλυνση → μολύνω μολύνω μολυσματικός → μολύνω μομφή → μέμφομαι μον- → μονο- μονάδα μοναδικός → μονάδα μοναξιά → μόνος μονάρχης μοναρχία → μονάρχης μοναρχική → μονάρχης μοναρχικός → μονάρχης μοναστήρι μοναστηριακός → μοναστήρι μοναστικός → μοναστήρι μοναχά1 → μοναχός μονάχα1 → μοναχός μοναχά2 → μοναχός μονάχα2 → μοναχός μοναχή → μοναστήρι μοναχικά → μοναχός μοναχικός1 → μοναστήρι μοναχικός2 → μοναχός μοναχισμός → μοναστήρι μοναχός → μοναστήρι μοναχός μονάχος → μοναχός μονή → μοναστήρι μόνιμα → μόνιμος μονιμοποιώ → -ποιώ μόνιμος μονιμότητα → μόνιμος μονίμως → μόνιμος μονο- μονό- → μονο- μόνο1 → μόνος μόνο2 → μόνος μονοδιάστατος → μονο- μονόδρομος μονοετής → μονο- μονοήμερος → μονο- μονοκατοικία → μονο- μονοκινητήριος → μονο- μονόκλινος → μονο- μονόλεπτος → μονο- μονόλογος μονολογώ → μονόλογος μονομαχία μονομάχος → μονομαχία μονομαχώ → μονομαχία μονομελής → μονο- μονομέρεια → μονομερής μονομερής μονομερώς → μονομερής μονόπλευρος → μονο- μονοπωλιακά → μονοπώλιο μονοπωλιακός → μονοπώλιο μονοπωλιακώς → μονοπώλιο μονοπώλιο μονοπωλώ → μονοπώλιο μονός μόνος μονοσέλιδος → μονο- μονοσήμαντος → μονο- μονοσύλλαβος → μονο- μονότονα → μονότονος μονοτονία → μονότονος μονότονος μονόφθαλμος → μονο- μονοψήφιος → μονο- μοντέλο μοντέρνα → μοντέρνος μοντέρνος μονώνω μόνωση → μονώνω μονωτικός → μονώνω μοριακός → μόριο μόριο μορφάζω → μορφασμός μορφασμός μορφή μορφοποίηση → -ποιώ μορφώνω μόρφωση → μορφώνω μορφωτικός → μορφώνω μου → εγώ μουγγά → μουγγός μούγγα → μουγγός μουγγαίνω → μουγγός μουγγαμάρα → μουγγός μουγγός *μουγκός → μουγγός μουρμούρα1 μουρμούρα2 → μουρμουρίζω μουρμούρα3 → μουρμουρίζω μουρμουράω →μουρμουρίζω μουρμούρης → μουρμουρίζω μουρμουρητό → μουρμουρίζω μουρμουρίζω μουρμουριστά → μουρμουρίζω μουρμουριστός → μουρμουρίζω μουρουνέλαιο → σχ. έλαιο μουσειακός → μουσείο μουσείο μουσικά → μουσική μουσική μουσικός → μουσική μουσικότητα → μουσική μουσουλμάνα → μουσουλμανισμός μουσουλμανικός → μουσουλμανισμός μουσουλμανισμός μουσουλμάνος → μουσουλμανισμός μούτρο μουτρώνω → μούτρο μοχθηρά → μοχθηρία μοχθηρία μοχθηρός → μοχθηρία μόχθος → μοχθώ μοχθώ μοχλός μπάζω μπαίνω μπάλα μπαλιά → μπάλα *μπαλλώνω → μπαλώνω μπαλονάκι → μπαλόνι μπαλόνι μπάλωμα → μπαλώνω μπαλωματής → μπαλώνω μπαλώνω μπαμπάκι → βαμβάκι μπανιαρίζω → μπάνιο μπανιάρω → μπάνιο μπανιέρα → μπάνιο μπάνιο μπάντα1 μπάντα2 μπαρ μπάρα μπαράκι → μπαρ μπαργούμαν → μπαρ μπάρμαν → μπαρ μπαρόβια → μπαρ μπαρόβιος → μπαρ μπάσιμο → μπαίνω μπάσκετ μπάσκετ - μπολ → μπάσκετ μπασκετμπολίστας → μπάσκετ μπασκετμπολίστρια → μπάσκετ μπαταρία μπάτσα → μπάτσος1 μπατσίζω → μπάτσος1 μπατσίνα → μπάτσος2 μπάτσο → μπάτσος2 μπάτσος1 μπάτσος2 μπέρδεμα → μπερδεύω μπερδεύω μπήγω μπήζω → μπήγω μπήχνω → μπήγω μπλέκω μπλέξιμο → μπλέκω μπλοκ μπλοκάκι → μπλοκ μπλοκάρω → μπλόκο μπλόκο μπλούζα μπλόφα μπλοφάρω → μπλόφα μπογιά μπογιατζής → μπογιά μπογιατίζω → μπογιά μποϊκοτάζ μποϊκοτάρισμα → μποϊκοτάζ μποϊκοτάρω → μποϊκοτάζ μπόρα μπορώ μπουκάλα → μπουκάλι μπουκάλι *μποϋκοτάζ → μποϊκοτάζ μπουμπούκι μπουμπουκιάζω → μπουμπούκι μπουμπουνητό μπουμπουνίζω → μπουμπουνητό μπουνιά μπούσουλας μπουσούλημα → μπουσουλώ μπουσουλητά → μπουσουλώ μπουσουλητό → μπουσουλώ μπουσουλώ μποφόρ μπράβο μπράτσο μπρίκι1 μπρίκι2 μπρος → εμπρός μπροστινή → εμπρός μπροστινός → εμπρός μπρούντζινος → μπρούντζος μπρούντζος μυαλό μυαλωμένα → μυαλό μυαλωμένος → μυαλό μύγα μυγιάζομαι → μύγα μυελός μυελώδης → μυελός μύηση → μυώ μυθικά → μύθος μυθικός → μύθος μυθιστόρημα μυθιστορηματικός → μυθιστόρημα μυθολογία μυθολογικός → μυθολογία μυθομανής μυθομανία → μυθομανής μυθοπλάστης → σχ. πλάθω μύθος μυϊκά → μυς μυϊκός → μυς μύκητας μυκητίαση → μύκητας μύλος μυρίζομαι → μυρωδιά μυρίζω → μυρωδιά μυρωδάτος → μυρωδιά μυρωδιά μυς μυστηριακός → μυστήριο μυστήριο μυστήριος → μυστήριο μυστηριώδης → μυστήριο μυστηριωδώς → μυστήριο μύστης → μυώ μυστικά → μυστικός μυστικό → μυστικός μυστικός μυστικότητα → μυστικός μύστρια → μυώ μυτερός → μύτη μύτη μυώ μυώδης → μυς μύωπας → μυωπία μυωπία μυωπικός → μυωπία μύωψ → μυωπία μώλωπας μωλωπίζω → μώλωπας μωρία → μωρός μωρό μωρός |