Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Μ
μα
μωρός

Μα1 (σύνδ.): 1 συνδέει προτάσεις, φράσεις ή λέξεις που δηλώνουν κτ αντίθετο ή διαφορετικό: Ήθελα να έρθω στο πάρτι, ~ δεν μπορούσα. = αλλά, όμως, ωστόσο. δεν έχει ~ και ξεμά / μου: δε δέχομαι αντιρρήσεις. 2 (σε διάλογο) δηλώνει αλλαγή θέματος ή έκφραση έκπληξης: ~ ας πούμε και κάτι άλλο.=αλλά. ~ τι μου λες!

Από το ιταλ. ma < λατ.magis «επιπλέον».

μα2 (μόρ.): (+ αιτ.) χρησιμοποιείται για να ορκιστούμε σε κπ ή κτ: ~ τον Θεό / Αλλάχ /την πίστη μου.

Από το ΑΕ επιβεβαιωτικό μόρ. μά.

μαγαζί το: 1 κτίριο ή τμήμα κτιρίου όπου πουλιούνται διάφορα αγαθά = κατάστημα. 2 πληθ. εμπορικό κέντρο, τμήμα πόλης με πολλά μαγαζιά.

μαγεία η: 1 σύνολο μυστικιστικών πράξεων (π.χ. κάλεσμα πνευμάτων ή προσώπων που δε ζουν κτλ.) για να πετύχουμε κτ που φαίνεται αδύνατο: λευκή / μαύρη ~. ως διά μαγείας: ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμέναμε: Το χαμένο πορτοφόλι βρέθηκε ~. 2 πολύ ευχάριστη εντύπωση ή συναίσθημα και (συνεκδ.) αυτό που το προκαλεί: η ~ της θάλασσας. μάγος ο, -ισσα η. μαγικός -ή -ό. μαγικά (επίρρ. στη σημ. 2). μαγικά τα. μάγια τα. μαγεύω -ομαι. μαγευτικός -ή -ό. μαγευτικά (επίρρ. στη σημ. 2).

μαγειρεύω -ομαι: 1 (μτβ.) ετοιμάζω φαγητό, βάζω μαζί διάφορα συστατικά και τα ψήνω, βράζω κτλ.: ~ φασόλια / σούπα. 2 (μτφ., μτβ.) αλλάζω κτ που είναι σε εξέλιξη κρυφά και εις βάρος κπ: ~ τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας. μαγείρεμα το. μαγειρευτός -ή -ό: αυτός που έχει μαγειρευτεί σε κατσαρόλα, όχι ψητός ή βραστός. μάγειρας & -ος ο, -ισσα η. μαγειρείο το: χώρος όπου μαγειρεύουν ή εστιατόριο. μαγειρικός -ή -ό.

μάγκας ο: 1 άνθρωπος λαϊκός με ιδιαίτερη εμφάνιση και συχνά προκλητική συμπεριφορά, που προσπαθεί να επιβληθεί: ~ της πιάτσας. Είμαι / το παίζω ~. Κάνω τον ~. 2 άνθρωπος πολύ ικανός, θαρραλέος: Είναι ~, τη βοήθησε, παρόλο που κινδύνευε κι ο ίδιος. μαγκιά η. μάγκικος -η -ο. μάγκικα (επίρρ.).

Προέρχεται από το τουρκ. manga «μικρό στρατιωτικό σώμα».

μαγκώνω -ομαι: 1 (μτβ.) πιάνω και πιέζω κτ πολύ δυνατά: ~ το δάχτυλο στην πόρτα. 2 (αμτβ.) σταματώ να λειτουργώ κανονικά: ~ η πόρτα και δεν κλείνει. μάγκωμα το.

μαγνήτης ο: σώμα που έχει την ιδιότητα να έλκει μέταλλα: ορυκτός / φυσικός ~ . μαγνητισμός ο: ΦΥΣ 1 η ιδιότητα του μαγνήτη να έλκει. 2 κλάδος που μελετά τα μαγνητικά φαινόμενα. μαγνητικός -ή -ό. μαγνητίζω -ομαι.

μαγνητοσκοπώ: (μτβ.) καταγράφω με ειδική μηχανή γεγονότα, στιγμιότυπα κτλ. για να τα προβάλλω κπ άλλη στιγμή. Η ΕΡΤ ~ τον αγώνα. μαγνητοσκόπηση η.

μαγνητόφωνο το: συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου. μαγνητοφωνώ -ούμαι. μαγνητοφώνηση η.

μαδώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) βγάζω, αφαιρώ πούπουλα, φύλλα, πέταλα, τρίχες κτλ. τραβώντας τα ένα-ένα: Μάδησε την κότα πριν τη μαγειρέψει. ~ τη μαργαρίτα. 2 [προφ.] (αμτβ.): χάνω τρίχωμα ή μαλλιά: η κουβέρτα / το χαλί / η γάτα ~. 3 [προφ.] (μτφ., μτβ.) αφαιρώ με δόλο κτ (κυρίως χρήματα, περιουσιακά στοιχεία κτλ.) από κπ: Τον μάδησαν στα χαρτιά. μάδημα το.

μαέστρος ο: 1 διευθυντής ορχήστρας: Ο Δ. Μητρόπουλος εμφανίστηκε ως ~ με πολλές ορχήστρες. 2 (μτφ.) κπ πολύ ικανός σε κτ: Είναι ~ στη μαγειρική. μαεστρία η: εξαιρετική ικανότητα.

μάζα η: 1 ΦΥΣ η συνολική ποσότητα ύλης ενός σώματος: ατομική / μοριακή / ειδική ~. 2 ποσότητα ύλης χωρίς συγκεκριμένο σχήμα: ~ ζεστού αέρα. 3 συνήθ. πληθ. [μειωτ.] μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που ενεργεί απρόσωπα: ψυχαγωγία των μαζών. μαζικός -ή -ό. μαζικά (επίρρ.).

μαζεύω -ομαι: 1 (μτβ.) συγκεντρώνω και βάζω ή τοποθετώ κάπου πράγματα ή πρόσωπα: ~ τα πράγματά μου και φεύγω. 2 (μτβ.) κάνω συλλογή = συλλέγω: Από μικρός ~ γραμματόσημα. 3 (μτβ.) σηκώνω κτ που έχει πέσει κάτω: ~ τα ψίχουλα από το πάτωμα. 4 (μτβ.) βάζω κτ σε τάξη, στη σωστή θέση: ~ το σπίτι / το τραπέζι. 5 (αμτβ., για ύφασμα, μαλλί κτλ.) μικραίνω: Το πουλόβερ ~ στο πλύσιμο. = μπαίνω. μάζεμα το.

Από το ελνστ. ὁμαδεύω «συγκεντρώνω».

μαζί (επίρρ.): 1 ομαδικά, σε σύνολο χωριστά, χώρια: Όλοι ~ αποφασίσαμε, όχι ο καθένας μόνος του. 2 (+ με / αδύν. τύπους προσ. αντων.) δηλώνει συνοδεία: Έφυγε ~ με τον αδελφό του / ~ του.

μαθαίνω -ομαι αόρ. έμαθα, μππ. μαθημένος: 1 (μτβ.) αποκτώ γνώσεις ή δεξιότητες: ~ πιάνο / το μάθημα. 2 (μτβ.) μεταδίδω σε κπ τις γνώσεις μου=διδάσκω: Μας μάθαινε γαλλικά. 3 (μτβ.) πληροφορούμαι κτ: Έμαθα τα νέα από την τηλεόραση. 4 [προφ.] (μτβ. & αμτβ.) συνηθίζω κτ: Είναι μαθημένος στις ταλαιπωρίες. 5 (αμτβ.) καταλαβαίνω ότι πρέπει να βελτιώσω τη συμπεριφορά μου = συνετίζομαι: Μάλωσέ την, για να μάθει! μάθημα το. μαθητής ο, -ήτρια η. μαθητικός -ή -ό. μάθηση η. μαθησιακός -ή -ό: ~ δυσκολίες.

μαθεύομαι: (αμτβ.) γίνομαι γνωστός: Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. (& ως απρόσ. στον αόρ.) Μαθεύτηκε ότι φεύγεις. = κυκλοφορεί, ακούγεται.

μαθηματικά τα: επιστήμη που μελετά τους αριθμούς, τα φυσικά μεγέθη, τα σχήματα και τις σχέσεις τους, καθώς και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. μαθηματικός -ή -ό. μαθηματικός ο, η: πρόσωπο που σπούδασε ή / και διδάσκει μαθηματικά. μαθηματικά & -ώς (επίρρ.).

μαθητεύω: (αμτβ.) παίρνω μαθήματα: ~ στον καλύτερο δάσκαλο. μαθητεία η. μαθητευόμενος -η -ο.

μαία η: ειδικευμένη επιστήμων που φροντίζει τις εγκύους κατά τον τοκετό και βοηθά τον γιατρό=[προφ.] μαμή. μαιευτήρας ο, η: γιατρός γυναικολόγος, ειδικευμένος στη μαιευτική. μαιευτήριο το: νοσοκομείο στο οποίο πηγαίνουν οι γυναίκες για να γεννήσουν. μαιευτική η: κλάδος της γυναικολογίας με αντικείμενο τον τοκετό και τη φροντίδα των εγκύων. μαιευτικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στη μαιευτική ή στον μαιευτήρα. 2 σωκρατική μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας μέσω του διαλόγου.

μαίνομαι: (αμτβ.) 1 συνήθ. μπε. μαινόμενος (για πρόσ.) είμαι έξω φρενών: Όρμησε ~ στο μαγαζί και τα έσπασε όλα. 2 (για γεγονότα, καιρικά φαινόμενα κτλ.) έχω πολύ μεγάλη ένταση: ~ ακόμη η πυρκαγιά.

μακάβριος -α -ο: αυτός που σχετίζεται με ή αναφέρεται στον θάνατο και γι' αυτό προκαλεί τρόμο, φρίκη: ~ θέαμα / συζήτηση.

μακάρι (επιφ.): χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε ευχή, επιθυμία=είθε: ~ να του έμοιαζες!

μακάριος -ια & -ία -ο: 1 αυτός που έχει καλή τύχη. 2 αυτός που είναι γαλήνιος και ευτυχισμένος. μακαρίζω: (μτβ.) θεωρώ κπ καλότυχο: Τον ~ για την τύχη του. μακαριότητα η. μακάρια & μακαρίως (επίρρ.): με αδικαιολόγητη γαλήνη: Εδώ καιγόμαστε κι αυτός χαμογελάει ~!

μακαρίτης ο, -ισσα η: αυτός που έχει πεθάνει: Η ~ η γιαγιά μάς άφησε το σπίτι!

μακελειό το: 1 βίαιος θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων: άγριο ~ από βομβιστική επίθεση. 2 (μτφ.) πολύ έντονος καβγάς: Έγινε ~ για το μοίρασμα της περιουσίας. μακελεύω. μακέλεμα το: = σφαγή, σκοτωμός. μακελάρης ο, -ισσα η.

Από το ελνστ. μακελλεῖον (< ΑΕ μάκελλον «σφαγείο»). Με ορθογρ. απλοποίηση το -λλ- έγινε -λ-.

μακρηγορώ: (αμτβ.) μιλώ για πολλή ώρα με πολλές λεπτομέρειες = πολυλογώ, μακρολογώ βραχυλογώ: Για να μη ~, με μία πρόταση…

μακροπρόθεσμος -η -ο: αυτός που συμβαίνει ή λήγει στο μακρινό μέλλον ή διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα βραχυπρόθεσμος: Η αγορά σπιτιού αποτελεί ~ στόχο. μακροπρόθεσμα (επίρρ.).

μάκρος το: 1 μήκος σε οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση: το ~ του τούνελ. 2 μεγάλη χρονική διάρκεια, κυρ. στα κτ πάει / τραβάει σε ~ / παίρνει ~: απαιτεί ή διαρκεί πολύ χρόνο.

μακροσκελής -ής -ές: = εκτενής, διεξοδικός σύντομος (για λόγο, προφορικό ή γραπτό) αυτός που έχει μεγάλη έκταση: ~ πρόταση / αφήγηση. glass σχ. αγενής. μακροσκελώς (επίρρ.).

μακρύς -ιά -ύ: 1 αυτός που είναι μεγάλος σε μήκος: ~ παντελόνι / μαλλιά. κοντός. ~ δρόμος. κοντινός. 2 αυτός που διαρκεί πολύ = μακροχρόνιος σύντομος, [επίσ.] βραχύς: Θα φύγω για ένα ~ ταξίδι. μακριά (επίρρ.): σε μεγάλη απόσταση (τοπικά ή χρονικά) κοντά: Δε θα έρθω σπίτι σου, είναι ~. μακραίνω αόρ. μάκρυνα: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ πιο μακρύ ή γίνομαι πιο μακρύς κονταίνω. μάκρεμα & μάκρυμα το. μακρινός -ή -ό: αυτός που είναι μακριά (τοπικά ή χρονικά) κοντινός: ~ σπίτι. ~ συγγενής: αυτός με τον οποίο δεν έχουμε στενό βαθμό συγγένειας. μακρουλός -ή -ό.

μαλακός -ή & -ιά -ό: 1 αυτός που μπορεί να πιεστεί εύκολα σκληρός: ~ ζύμη. ~ ψωμί / κρέας. 2 αυτός που είναι λείος και ευχάριστος στην αφή=απαλός: ~ μαλλιά. 3 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που είναι ήρεμος, χωρίς εντάσεις = ήπιος: Είναι ~ άνθρωπος, ποτέ δε φωνάζει. 4 (για θερμοκρασία, κλίμα κτλ.) αυτός που είναι ευχάριστος και χωρίς ένταση = ήπιος: ~ κλίμα. ~ χειμώνας. με το ~: χωρίς βιασύνη ή χωρίς ένταση: Μην τη μαλώσεις, πάρε την ~! μαλακά (επίρρ.). μαλακώνω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κπ ή κτ πιο μαλακό ή γίνομαι πιο μαλακός.

μαλλί το: 1 το τρίχωμα των ζώων που, μετά από ειδική επεξεργασία, χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλεχτών ή υφασμάτων: φυσικό / συνθετικό ~. αγνό παρθένο ~. 2 συνήθ. πληθ. οι τρίχες που καλύπτουν το δέρμα του ανθρώπινου κεφαλιού: βαμμένα κόκκινα μαλλιά.Χτενίζω το ~ μου. τραβάω τα μαλλιά μου: έρχομαι σε απόγνωση. κτ είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά: για κτ υπερβολικό. αρπάζω την ευκαιρία / τύχη από τα μαλλιά: δεν αφήνω την ευκαιρία / τύχη να πάει χαμένη. μαλλιάζω: (αμτβ.) βγάζω μαλλί, κυρ. στο μάλλιασε η γλώσσα μου: βαρέθηκα να λέω συνέχεια κτ και να μη γίνεται. μαλλιαρός -ή -ό: αυτός που έχει πολλές τρίχες. μάλλινος -η -ο: αυτός που είναι κατασκευασμένος από μαλλί.

μάλλον (επίρρ.): 1 όχι σίγουρα = πιθανόν, ίσως: ~ θα έρθουμε. 2 πιο πολύ: Η υπερβολική ευγένεια βλάπτει ~ παρά ωφελεί.

Από το ΑΕ μᾶλλον, συγκριτικός βαθμός του ΑΕ επιρρ. μάλα «πολύ, αρκετά».

μαλώνω μππ. μαλωμένος: 1 (αμτβ.) έρχομαιστα χέρια ή ανταλλάσσω βρισιές με κπ: Σταματήστε να μαλώνετε! 2 (μτβ.) κάνω παρατήρηση σε κπ για τη συμπεριφορά του = επιπλήττω, [προφ.] κατσαδιάζω: Η γιαγιά μάλωσε τα παιδιά, γιατί δεν ήταν φρόνιμα. 3 παύω να έχω φιλικές σχέσεις με κπ: Μαλώσαμε και δε μιλιόμαστε. μάλωμα το.

μανδύας ο: 1 ριχτό ύφασμα που φοριόταν παλαιότερα στερεωμένο στο στήθος ή στον ώμο. 2 (μτφ.) οτιδήποτε περιβάλλει κτ για να κρύψει την πραγματικότητα: Κρύβει την αυταρχικότητά του με ένα ~ δημοκρατικότητας.3 ΓΕΩΛ το στρώμα κάτω από τον στερεό φλοιό της γης. 4 ΕΚΚΛ ειδικό εξωτερικό ένδυμα κληρικού.

μανία η: 1 ΨΥΧΟΛ ψυχική διαταραχή με συμπτώματα όπως υπερένταση και έντονες έμμονες ιδέες: ~ καταδίωξης / αυτοκαταστροφής. 2 πολύ έντονος θυμός: Τον είδε και τον κυρίευσε μια ανεξήγητη ~. πυρ και ~: έξαλλος από θυμό. 3 υπερβολική ενασχόληση με κτ: Έχει ~ με τη μουσική. = πάθος. καταναλωτική ~. μανιακός -ή -ό. μανιώδης -ης -ες (στη σημ. 3). glass σχ. αγενής. μανιωδώς (επίρρ.). μανιάζω (στη σημ. 2).

μανιφέστο το: γραπτή διακήρυξη των βασικών αρχών μιας θεωρίας, των προθέσεων ή των στόχων κπ ομάδας, οργανισμού, λογοτεχνικού ρεύματος κτλ.: ~ του σουρεαλισμού / της Αντικαπιταλιστικής Συμμαχίας.

Από το ιταλ. manifesto, με προέλευση από το λατ. manifestus «προφανής».

μάννα το άκλ.: ΘΡΗΣΚ η τροφή που έπεφτε από τον ουρανό, όταν οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο. ως ~ εξ ουρανού: κτ έρχεται ως βοήθεια την κατάλληλη στιγμή και χωρίς να το περιμένουμε.

μανούβρα η: 1 χειρισμός που κάνει ο οδηγός οχήματος για να το μετακινήσει, να αλλάξει κατεύθυνση κτλ.=ελιγμός: Ο οδηγός πάρκαρε με πολλές μανούβρες. 2 (μτφ.) αδιαφανείς ενέργειες: Η διάλυση της βουλής θεωρήθηκε φτηνή πολιτική ~. μανουβράρω: (μτβ.).

Από τη βενετική λ. manuvra «χειρωνακτική εργασία».

μαντήλα η: μεγάλο κομμάτι ύφασμα που καλύπτει το κεφάλι, τον λαιμό ή τους ώμους. μαντήλι το: 1 μικρό κομμάτι ύφασμα για το σκούπισμα κυρίως της μύτης. 2 μικρή μαντήλα.

μάντης ο, -ισσα η: πρόσωπο που μπορεί να προβλέπει το μέλλον. μαντεία η: 1 η ικανότητα που έχει κπ να προβλέπει το μέλλον. 2 η πρόβλεψη του μάντη = προφητεία. μαντεύω: (μτβ.) 1 προβλέπω το μέλλον. 2 βρίσκω απάντηση σε αίνιγμα ή κάνω υπόθεση για κτ: Άσε με να μαντέψω ποιος είσαι! μάντεμα το. μαντείο το: ιερός χώρος στην αρχαιότητα όπου οι μάντεις προέβλεπαν το μέλλον. μαντικός -ή -ό.

μάντρα η: 1 τοίχος που περιφράζει οικόπεδο. 2 περιφραγμένο οικόπεδο όπου αποθηκεύονται υλικά οικοδομών ή μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, και (συνεκδ.) η επιχείρηση που τα πουλάει. μαντρώνω1 -ομαι: (μτβ.) κλείνω ένα μέρος με μάντρα.

μαντρί το: χώρος όπου φυλάσσονται ζώα, κυρίως κατσίκια και πρόβατα, κατά τη διάρκεια της νύχτας ή του χειμώνα. μαντρώνω2 -ομαι: (μτβ.) 1 κλείνω τα ζώα στο μαντρί. 2 [προφ.] (μτφ.) περιορίζω κπ: Κάποιος πρέπει να τον μαντρώσει στο σπίτι, για να διαβάσει

μαράζι το: μεγάλη στενοχώρια και αίσθημα κατάθλιψης = καημός: Πέθανε από το ~ του χαμού του. μαραζώνω (αμτβ.).

μαραθώνιος ο: ΑΘΛ αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές διανύουν απόσταση 42 χιλιομέτρων (στην Ελλάδα, την απόσταση από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό Στάδιο). μαραθώνιος -α -ο: αυτός που είναι μεγάλης διάρκειας: ~ συζήτηση / διαπραγματεύσεις. μαραθωνοδρόμος ο, η: αθλητής του μαραθωνίου.

μαραίνω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ να χάσει τη φρεσκάδα του. 2 παθ. (αμτβ.) α. χάνω τη φρεσκάδα μου: Τα λουλούδια μαράθηκαν. β. (μτφ., για πρόσ.) χάνω τη ζωντάνια μου: Κάθεται μαραμένος και δε μιλάει. μαρασμός ο.

μαργαριτάρι το: 1 πολύτιμος λίθος, ο οποίος στην αρχική του μορφή βρίσκεται μέσα σε όστρακο: Φορούσε κολιέ με τρεις σειρές ~. 2 (μτφ.) γλωσσικό σφάλμα. μαργαριταρένιος α -ο: μόνο στη σημ. 1.

μαριονέτα η: 1 ξύλινη κούκλα που κπ κινεί τα μέλη της με τη βοήθεια νημάτων. 2 [μειωτ.] άνθρωπος που ενεργεί κατευθυνόμενος από άλλους.

μάρκα η: 1 η ονομασία της εταιρείας κατασκευής ενός προϊόντος και το αντίστοιχο χαρακτηριστικό σημάδι: ~ αυτοκινήτου / τσιγάρων. 2 πλαστικό συνήθως κέρμα για τυχερά παιχνίδια που ισοδυναμεί με ορισμένο ποσό: Δεν παίζω άλλο, έχασα όλες τις μάρκες μου. μαρκάρω -ομαι: 1 σημειώνω: Θα μαρκάρουμε τα ελαττωματικά προϊόντα. 2 ΑΘΛ εμποδίζω ή περιορίζω τον αντίπαλο παρακολουθώντας τον στενά: ~ στενά τον αντίπαλο. μαρκάρισμα το.

μάρμαρο το: σκληρό πέτρωμα με χαρακτηριστική λάμψη που χρησιμοποιείται στη γλυπτική ή για την κατασκευή κτιρίων: ~ Πεντέλης. άγαλμα από ~. τα ελγίνεια ~. μαρμαρώνω μππ. μαρμαρωμένος: 1 (αμτβ.) μένω ακίνητος από φόβο, κατάπληξη κτλ. 2 (μτβ., στα παραμύθια) μετατρέπω κπ σε μάρμαρο. μαρμάρινος -η -ο & -ένιος -α -ο. μαρμαράς ο: τεχνίτης που δουλεύει το μάρμαρο. μαρμαράδικο το.

μάρσιπος ο: 1 πτυχή του δέρματος, που μοιάζει με σάκο, στην εξωτερική πλευρά της κοιλιάς ορισμένων θηλαστικών (π.χ. του καγκουρό), όπου φυλάσσουν τα μικρά τους. 2 ειδική θήκη για τη μεταφορά μωρού. μαρσιποφόρο το: ζώο που έχει μάρσιπο.

μαρτυρία η: 1 διήγηση σε δικαστήριο όσων γνωρίζει κπ σχετικά με το θέμα της δίκης. 2 σύνολο πληροφοριών που πιστοποιούν κτ: Η αλληλογραφία της εποχής αποτελεί πολύτιμη ~ για την τότε ζωή. μαρτυρώ1 & -άω -ούμαι: (μτβ.) 1 φανερώνω, κάνω γνωστό κτ μυστικό. 2 πιστοποιώ, επιβεβαιώνω κπ: Τα ευρήματα ~ ότι στην πόλη υπήρξε ζωή κατά την αρχαιότητα. 3 παθ. συναντώμαι: Τα σύκα υπάρχουν στην Ελλάδα από παλιά - μαρτυρούνται και στον Όμηρο. μάρτυρας1 & [επίσ.] μάρτυς ο, η. μαρτυρικός1 -ή -ό.

μαρτύριο το: ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία = βασανιστήριο. μαρτυρώ2 & -άω: (αμτβ.) 1 υφίσταμαι μαρτύρια = βασανίζω: Οι Εβραίοι μαρτύρησαν στα χέρια των ναζί. 2 δυσκολεύομαι και ταλαιπωρούμαι πολύ: Μαρτύρησε, μέχρι να σπουδάσει τα παιδιά του. μάρτυρας2 ο, η: πρόσωπο που έχει βασανιστεί ή θανατωθεί για την πίστη, την ιδεολογία του κτλ. μαρτυρικός2 -ή -ό. μαρτυρικά (επίρρ.).

μάσκα η: 1 ειδική κατασκευή με την οποία καλύπτουμε το πρόσωπο ή μέρος του, για να μημας αναγνωρίζουν ή για προστασία από κτ: αποκριάτικη / χειρουργική ~. Οι ληστές φορούσαν μάσκες. 2 (μτφ.) ψεύτικη έκφραση προσώπου, που δεν αφήνει να φανούν τα πραγματικά συναισθήματα: Φόρεσα μια ~ αισιοδοξίας πριν δω τον ασθενή. 3 καλλυντικό προσώπου ή μαλλιών. μασκαράς ο: 1 πρόσωπο που μεταμφιέζεται. 2 χαρακτηρισμός προσώπου που είναι πονηρός, απατεώνας = κατεργάρης. μασκέ (επίθ.) άκλ.: μεταμφιεσμένος ή για μεταμφιεσμένους: πάρτι ~. μασκαρεύω -ομαι (μτβ.). μασκαριλίκι & μασκαραλίκι το: ανάρμοστη συμπεριφορά.

Το ουσ. μάσκα είναι δάνειο από το ιταλικό masca.

μάστιγα η: καταστροφή που πλήττει πολλούς ανθρώπους και αντιμετωπίζεται πολύ δύσκολα: Τα ναρκωτικά / το έιτζ είναι η ~ του αιώνα. μαστίζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ συμφοράπλήττοντας πολλούς ανθρώπους: Οι λοιμώδεις νόσοι ~ την περιοχή.

μαστίγιο το: λεπτό δερμάτινο λουρί με λαβή, με το οποίο δίνουμε χτυπήματα: Χτυπά το άλογο με το ~. μαστιγώνω -ομαι: (μτβ.) 1 χτυπάω με μαστίγιο. 2 (μτφ.) πέφτω με δύναμη πάνω σε κπ ή κτ: Η βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό του. μαστίγωση η.

μάστορας ο πληθ. ον. μάστοροι & μαστόροι &[λαϊκ.] τα μαστόρια: 1 α. ειδικός τεχνίτης: Φώναξα ~ να φτιάξει την κουζίνα. β. ο επικεφαλής, ο πιο έμπειρος και εξειδικευμένος τεχνίτης: Ξεκίνησε παραγιός και έγινε ~. 2 άνθρωπος που καταφέρνει να κάνει κτ πολύ καλά: Είναι ~ στη δουλειά του / στην πολιτική. βρίσκω τον ~ μου: κπ καλύτερος από μένα με βάζει στη θέση μου. μαστοριά η: μεγάλη δεξιοτεχνία. μαστόρεμα το: επισκευή. μαστορεύω: κάνω μαστορέματα, όχι όμως επαγγελματικά. μαστορική η & μαστοριλίκι το: η δουλειά του τεχνίτη.

μαστός ο: ΑΝΑΤ το όργανο των θηλυκών θηλαστικών που παράγει γάλα.

μασχάλη η: 1 ΑΝΑΤ κοιλότητα που σχηματίζεται ανάμεσα στον κορμό και στο μπράτσο. 2 αντίστοιχο σημείο σε ρούχα: μπλουζάκι με φαρδιές ~. μασχαλιαίος -α -ο.

μασώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) α. πιέζω με τα δόντια μου και πολτοποιώ την τροφή: Μάσα καλά το φαγητό σου! β. κινώ επαναλαμβανόμενα τα σαγόνια, χωρίς να καταπίνω: ~ τσίχλα. ~ τα λόγια μου / τα ~: διστάζω ή δε θέλω να μιλήσω καθαρά. δε ~: δεν πιστεύω κτ ή δε φοβάμαι. 2 (μτβ., για μηχάνημα) μπλοκάρω ή τσαλακώνω κτ: Το βίντεο μάσησε την ταινία. μάσα η: [λαϊκ.] φαγητό. μάσηση η. μάσημα το. μασητήρας ο: ΑΝΑΤ μυς σχετικός με τη μάσηση. μασητικός -ή -ό.

ματαιόδοξος -η -ο: αυτός που επιδεικνύεται στους γύρω του για κτ ασήμαντο και θέλει να τον θαυμάζουν. ματαιόδοξα (επίρρ.). ματαιοδοξία η.

ματαιοπονώ: (αμτβ.) κοπιάζω χωρίς να έχω το αναμενόμενο αποτέλεσμα, μάταια: Ματαιοπονείς - δεν πρόκειται να την πείσεις! ματαιοπονία η.

μάταιος -η -ο: αυτός που δεν έχει ελπίδα να πετύχει, που δε φέρνει αποτέλεσμα = άσκοπος:~ προσπάθεια. ματαιώνω -ομαι: (μτβ.) αποφασίζω να μην πραγματοποιηθεί ένα γεγονός προγραμματισμένο: Ματαιώθηκε ο αγώνας λόγω της βροχόπτωσης. ματαίωση η. ματαιότητα η: η ιδιότητα του μάταιου. μάταια & ματαίως (επίρρ.): χωρίς ελπίδα, άδικα. μάτην: μόνο στο εις ~: [επίσ.] μάταια, αδίκως.

Η ΑΕ λ. μάταιος προέρχεται από το ουσ. μάτη «ανοησία».

μάτι το: 1 ANAT όργανο του σώματος, που χρησιμεύει για να βλέπουμε. για τα ~ (του κόσμου): για να τηρηθούν τα προσχήματα. με το ~: (για μέτρηση) περίπου. μπροστά στα ~ μου / με τα ίδια μου τα ~: για κτ που το είδαμε οι ίδιοι. 2 ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε κτ = βλέμμα, ματιά. 3 ό,τι μοιάζει με μάτι: α. άνοιγμα από το οποίο μπορούμε να δούμε ή να περάσουμε κτ: ~ πόρτας / βελόνας. β. δίσκος σε ηλεκτρική κουζίνα, που παράγει θερμότητα = εστία. γ. σε φυτά, σημείο από το οποίο βγαίνουν νέοι βλαστοί ή λουλούδια. 4 (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο εξετάζουμε ή προσεγγίζουμε κτ: Έχει πολύ παρατηρητικό ~. ένα τρίτο ~: κπ που βλέπει κτ αντικειμενικά ή ένας επιπλέον κριτής. 5 α. η κακή επίδραση που έχει πάνω σε κπ το κοίταγμα κπ με ζήλια, φθόνο ή θαυμασμό = μάτιασμα. β. κόσμημα ή χάντρα που φοράμε σε μωρά για προστασία από το μάτι στη σημ. 5α. ματιά η:=βλέμμα, μάτι (σημ. 2). ματιάζω -ομαι: (μτβ.) επηρεάζω κπ ή κτ αρνητικά κοιτάζοντάς το(ν) με ζήλια, φθόνο ή θαυμασμό. μάτιασμα το. ματάκι το: υποκορ. κυρ. στις σημ. 1 & 5β ή πληθ. ως τρυφερή προσφώνηση.

ματς το άκλ.: 1 αθλητικός αγώνας μεταξύ δύο ομάδων (κυρ. στο ποδόσφαιρο) ή ατόμων = αγώνας. 2 (μτφ.) έντονος καβγάς.

μάτσο το: 1 σύνολο από παρόμοια πράγματα δεμένα μεταξύ τους με τρόπο που να μπορεί να τα κρατήσει κπ με ένα χέρι: ένα ~ μαϊντανός / χρήματα. 2 πλήθος πραγμάτων ή προσώπων. ματσώνομαι: [οικ.] (αμτβ.) αποκτώ πολλά χρήματα.

Από το βενετικό mazzo «ραβδί, μπαστούνι».

ματώνω μππ. ματωμένος: 1 α. (μτβ.) προκαλώ αιμορραγία: Του μάτωσε τη μύτη. β. (αμτβ.) παθαίνω αιμορραγία: Μάτωσε η μύτη του. 2 (μτφ.) α. (μτβ.) προκαλώ σε κπ ψυχικό, συναισθηματικό πόνο: Μου μάτωσε την καρδιά ο χωρισμός μας. β. (αμτβ.) πονάω ψυχικά, συναισθηματικά = πληγώνομαι. 3 μππ. α. αυτός που είναι λερωμένος με αίμα: ~ ρούχα. β. αυτός που είναι σχετικός με αιματοχυσία: τα ~ χρόνια του πολέμου. μάτωμα το.

Από το ΑΕ αἱματῶ (+ -ώνω).

μαύρος -η -ο: 1 αυτός που έχει σκούρο χρώμα, όπως του κάρβουνου, της νύχτας άσπρος, λευκός: ~ μαλλιά / μάτια / ρούχα. ρίχνω ~ πέτρα (πίσω μου): φεύγω και δεν ξαναγυρίζω. ρίχνω μαύρο σε κπ: καταψηφίζω κπ = μαυρίζω. ~ χρυσός: πετρέλαιο. 2 αυτός που έχει πιο σκούρο χρώμα από το κανονικό ή το συνηθισμένο: ~ ψωμί / κρασί / μπίρα. κάνω κπ ~ στο ξύλο: δέρνω κπ πολύ. 3 α. αυτός που έχει σκούρο δέρμα όπως οι Αφρικανοί = νέγρος. β. αυτός που είναι σχετικός με τους μαύρους στη σημ. 3α: ~ μουσική / πολιτισμός. = νέγρικος. 4 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από ή προκαλεί δυστυχία: ~ ζωή / ώρα. ~ σκέψεις. τα βλέπω όλα μαύρα: είμαι πολύ απαισιόδοξος. είμαι στις / έχω τις μαύρες μου: νιώθω δυσάρεστα, χωρίς κέφι. 5 αυτός που γίνεται παράνομα: ~ χρήμα. ~ εργασία. ~ αγορά: παράνομη πώληση προϊόντων σε τιμή μεγαλύτερη από την κανονική. μαύρος ο, η: = νέγρος. μαύρο το: το μαύρο χρώμα. μαύρα τα: τα μαύρα ρούχα. μαυρίλα η: η ιδιότητα του μαύρου, κυρ. στις σημ. 1, 2 και 4. μαυρίζω μππ. μαυρισμένος: 1 α. (αμτβ.) γίνομαι μαύρος ή πιο σκούρος: ~ από τον ήλιο. ~ η ψυχή / καρδιά μου: στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κτ. β. (μτβ.) κάνω κτ ή κπ μαύρο ή πιο σκούρο: Μαύρισαν τον τοίχο με τα βρόμικα χέρια τους. ~ κπ στο ξύλο: δέρνω κπ πολύ. 2 (αμτβ.) γίνομαι (πιο) σκοτεινός ή γεμίζω σύννεφα: ~ ο ουρανός. 3 [οικ.] (μτβ.) ψηφίζω εναντίον. μαύρισμα το. μαυραγορίτης ο, -ισσα η.

μαυσωλείο το: τάφος με μορφή μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος.

μαφία η: 1 εγκληματική οργάνωση με παράνομες οικονομικές δραστηριότητες (διακίνησηναρκωτικών κτλ.). 2 (μτφ.) πρόσωπο που καταφέρνει αυτό που θέλει με εξυπνάδα, πονηριά: Είναι μια ~ αυτός - όλους τους κάνει ό,τι θέλει! μαφιόζος ο, η. μαφιόζικος -η -ο. μαφιόζικα (επίρρ.).

Αρχικά η λ. μαφία αναφερόταν σε μυστική οργάνωση που δρούσε στη Σικελία και τις ΗΠΑ. Στη συνέχεια, όμως, κατέληξε να χαρακτηρίζει κάθε παρόμοια οργάνωση.

μαχαίρι το: εργαλείο με μεταλλική αιχμηρή λεπίδα και λαβή, που χρησιμοποιείται για να κόψουμε κτ ή ως όπλο. βρίσκομαι στα ~ με κπ: έχω εχθρικές σχέσεις με κπ. βάζω το ~ στον λαιμό κπ: πιέζω έντονα κπ. μαχαιρώνω -ομαι: (μτβ.) χτυπώ κπ με μαχαίρι. μαχαίρωμα το. μαχαιριά η: χτύπημα με ή τραύμα από μαχαίρι. μάχαιρα η: μαχαίρι, κυρίως μεγάλο.

μάχη η: 1 πολεμική σύγκρουση στρατών. 2 αγώνας, αναμέτρηση: Η ~ μεταξύ των δύο ομάδων ήταν εντυπωσιακή. 3 (μτφ.) έντονη προσπάθεια να πετύχει κπ κτ, κυρίως σε δύσκολες καταστάσεις: Η ~ για την καταπολέμηση των ναρκωτικών συνεχίζεται. μάχομαι μόνο ενστ. & πρτ.: 1 (αμτβ.) συμμετέχω σε ένοπλη μάχη. 2 (αμτβ.) αγωνίζομαι για κπ σκοπό. 3 (μτβ.) αγωνίζομαι εναντίον προσώπου ή πράγματος: ~ την κοινωνική αδικία. μαχητής ο, -ήτρια η. μάχιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να μάχεται. μαχόμενος -η -ο. μαχητικός -ή -ό. μαχητικά (επίρρ.). μαχητικότητα η. μαχητός -ή -ό: αυτός τον οποίο μπορεί κπ να τον προσβάλει ή να τον αντικρούσει με νόμιμα μέσα: ~ τεκμήριο αθωότητας.

με & (πριν από φωνήεν) μ' (πρόθ.): (+ αιτ.) δηλώνει 1 συνοδεία χωρίς, δίχως: Βγήκε βόλτα ~ τον αδερφό της. 2 τον τρόπο που κάνουμε κτ χωρίς, δίχως: ~ θάρρος / χάρη / μεγάλη ταχύτητα.3 το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε κτ χωρίς, δίχως: Ήρθε ~ τρένο / πλοίο / τα πόδια. Έκοψε το κέικ ~ μαχαίρι. 4 την αιτία που μας προκαλεί κπ συναίσθημα = από: Συγκινήθηκα ~ αυτά που άκουσα. 5 ιδιότητα, πράγμα κτλ. που έχει κπ χωρίς, δίχως: άνθρωπος ~ πολλά ταλέντα / χρήματα / μαύρα μαλλιά. 6 σχέση, ομοιότητα, επικοινωνία, συμφωνία κτλ. με κπ ή κτ: Μοιάζω / μιλάω / συμφωνώ ~ κπ. 7 το τελικό όριο χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο γίνεται κτ: Κοιμάται πάντα δώδεκα ~ οκτώ. 8 το υλικό που περιέχει κτ χωρίς, δίχως: μπουκάλι ~ λάδι.

μεγαλείο το: 1 κτ που είναι σπουδαίο, μεγαλοπρεπές κτλ. και προκαλεί θαυμασμό ή εντύπωση: το ~ του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. 2 πληθ. δόξα και τιμές: Κυνηγάει τον πλούτο και τα ~. μεγαλειώδης -ης -ες. glass σχ. αγενής.

μεγαλειότατος ο, -τάτη η: τίτλος ή προσφώνηση βασιλιά ή αυτοκράτορα = μεγαλειότητα. μεγαλειότητα η.

μεγαλεπήβολος -η -ο: αυτός που έχει υψηλούς, σπουδαίους στόχους: Έχει ~ σχέδια για το μέλλον. μεγαλεπήβολα (επίρρ.).

Η λ. μεγαλεπήβολος έχει καθιερωθεί να γράφεται με, παρόλο που προέρχεται από τη λ. μεγαλεπίβολος (μέγας + ἐπιβάλλω).

μεγαλο- & μεγαλό- & μεγαλ-: ως α΄συνθ. δηλώνει ότι το β΄συνθ. 1 έχει μεγάλες διαστάσεις: μεγαλόσωμος. 2 είναι μεγάλης ηλικίας: μεγαλοδείχνω. 3 φέρει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητές του: μεγαλοαπατεώνας.


Σύνθετα με μεγαλο-
μεγάλες διαστάσεις

μεγάλη ηλικία

σε μεγάλο βαθμό

μεγαλογράμματοςμεγαλοκοπέλαμεγαλοαστός
μεγαλοβιομήχανος
μεγαλογιατρός
μεγαλοδικηγόρος
μεγαλοεπιχειρηματίας
μεγαλόκαρδος
μεγαλοκτηματίας
μεγαλομανής
μεγαλομανία
μεγαλομάρτυρας
μεγαλομέτοχος
μεγαλοποιώ
μεγαλόστομος
μεγαλούπολη
μεγαλοφυής
μεγαλοφυΐα
μεγαλοφυώς
μεγαλοφώνως
μεγαλοψυχία
μεγαλόψυχος

μεγαλοπιάνομαι αόρ. μεγαλοπιάστηκα: (αμτβ.) προσπαθώ να φαίνομαι ανώτερος, κυρίως κοινωνικά, από ό,τι είμαι: Παντρεύτηκε γιατρό και ~!

μεγαλόπνοος -η -ο: αυτός που είναι προϊόν υψηλής έμπνευσης: Έχει ~ σχέδια για την περιοχή.

μεγαλοπρεπής -ής -ές & μεγαλόπρεπος -η -ο: αυτός που επιβάλλεται και εντυπωσιάζει με το μέγεθος και τη λαμπρότητά του: ~ τελετή .glass σχ. αγενής. μεγαλοπρεπώς & μεγαλόπρεπα (επίρρ.). μεγαλοπρέπεια η.

μεγάλος -η -ο μεγαλύτερος, μέγιστος: μικρός 1 αυτός που οι διαστάσεις, η ισχύς ή η έντασή του ξεπερνούν τον μέσο όρο: ~ δωμάτιο / ταχύτητα / απόσταση / θόρυβος / δύναμη. 2 (για πρόσ.) αυτός που έχει προχωρημένη ηλικία ή έχει ενηλικιωθεί: Τα παιδιά πρέπει να σέβονται τους μεγάλους. 3 αυτός που έχει μεγάλη αξία, ξεχωρίζει ιδιαίτερα: Είναι ~ ποιητής, με διεθνή αναγνώριση. ~ Εβδομάδα: η εβδομάδα πριν από την Κυριακή του Πάσχα. μεγαλώνω μππ. μεγαλωμένος: 1 (αμτβ.) γίνομαι (πιο) μεγάλος μικραίνω: Τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα! 2 (μτβ.) κάνω κτ (πιο) μεγάλο ή κάνω κπ να φαίνεται (πιο) μεγάλος μικραίνω: ~ την επιχείρηση. Τα γένια τον μεγαλώνουν. 3 (μτβ.) ανατρέφω παιδί: Η αδερφή του ~ τα ορφανά. 4 (αμτβ.) περνώ την παιδική μου ζωή: ~ μες στη φτώχεια. μεγάλωμα το. μεγαλίστικος -η -ο: αυτός που ταιριάζει σε κπ μεγάλο στη σημ. 2. μεγαλίστικα (επίρρ.). glass   σχ. μέγας.

μεγαλουργώ: (αμτβ.) επιτυγχάνω κτ μεγάλο, σπουδαίο: Μεγαλούργησε πάλι, το νέο του βιβλίο είναι εξαιρετικό! μεγαλούργημα το.

μέγαρο το: μεγάλο και επιβλητικό κτίριο: δικαστικό / προεδρικό ~.

μέγας μεγάλη μέγα: = μεγάλος 1 (συνήθ. ωςπροσωνυμία) αυτός που είναι σημαντικός: ~ Αλέξανδρος. ~ είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! 2 (σε τοπωνύμια) αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις: Μέγα Σπήλαιο. 3 (για έμφαση) μεγάλος: ~ σφάλμα.

Από το ΑΕ μέγας προέρχονται διάφορες λ., όπως μεγάλος, μέγεθος, καθώς και τα παράγωγα ή σύνθετα αυτών.

μέγεθος το: 1 το πόσο μεγάλος ή μικρός είναι κπ ή κτ: ~ σώματος / κατασκευής / χώρου. φυσικό ~: α. κανονικές διαστάσεις προσώπου ή πράγματος σε μορφή αναπαράστασης: άγαλμα σε φυσικό ~. β. ΦΥΣ φυσική ιδιότητα που μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά και έχει ορισμένη μονάδα μέτρησης (π.χ. ταχύτητα, πίεση κτλ.). 2 ΜΑΘ σύνολο υπολογισμένο με συγκεκριμένο σύστημα μονάδων: μαθηματικά / οικονομικά ~. 3 βαθμός έντασης, ποσότητας, ποιότητας ή σπουδαιότητας: το ~ της κατα- στροφής / ευφυΐας. 4 τυποποιημένες διαστάσεις ρούχου (σε διαβαθμισμένη σειρά): Στις φούστες φοράει ~ 46. μεγεθύνω -ομαι πρτ. & αόρ. μεγέθυνα, παθ. αόρ. μεγεθύνθηκα, μππ. μεγεθυ(σ)μένος: (μτβ.) αυξάνω το μέγεθος: ~ φωτογραφία. Το μικροσκόπιο ~ τα δείγματα. μεγέθυνση η. μεγεθυντικός -ή -ό. μεγεθυντικά (επίρρ.). μεγεθυντικό το: ουσιαστικό που παράγεται από άλλο ουσιαστικό και μεγεθύνει τη σημασία του. glass  σχ. μέγας.

Οι τ. μεγενθύνω, μεγένθυνση κτλ. (με -ν-) είναι λανθασμένοι, παρά τη συχνή τους εμφάνιση.

μεζές ο: 1 πικάντικο φαγητό, σε μικρά συνήθως κομμάτια, που συνοδεύει κρασί, μπίρα κτλ. ή σερβίρεται ως ορεκτικό. 2 πολύ μικρή ποσότητα από φαγητό: Πήρα έναν ~, ίσα για να δοκιμάσω. μεζεδάκι το: υποκορ. κυρ. στη σημ.1. μεζε(κ)λίκι: πολύ νόστιμος μεζές.

Η λ. μεζές προέρχεται από το τουρκ. meze.

μεζούρα η: 1 ταινία μέτρησης (κυρ. στη ραπτική) με σημειωμένες αριθμητικές υποδιαιρέσεις του μέτρου. 2 μικρό δοχείο μέτρησης για τον υπολογισμό ποσότητας υγρού και η αντίστοιχη ποσότητα: μία ~ βότκα.

μεθαύριο (επίρρ.): την ημέρα μετά την αυριανή. μεθαυριανός -ή -ό.

μέθη η: = μεθύσι 1 κατάσταση ζάλης και έλλειψης συγκέντρωσης ή συντονισμού των κινήσεων και της ομιλίας λόγω υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνεύματος νηφαλιότητα: Συνελήφθη, γιατί οδηγούσε σε κατάσταση ~. 2 (μτφ.) κατάσταση έντονης ψυχικής ευφορίας: η ~ της επιτυχίας / της νίκης. μεθώ & -άω αόρ. μέθυσα, μππ. μεθυσμένος: 1 (αμτβ.) βρίσκομαι ή φτάνω σε κατάσταση μέθης: (& μτφ.) ~ από χαρά / έρωτα. 2 (μτβ.) προκαλώ μέθη σε κπ: (& μτφ.) Το άρωμά της σε ~. μέθυσος ο: πρόσωπο που πίνει και μεθάει συχνά = μπεκρής, μεθύστακας. μεθύσι το. μεθυστικός -ή -ό: κυρ. με τη σημ. 2. μεθυστικά (επίρρ.). μεθύστακας ο: μέθυσος.

Από το ΑΕ μέθη (< μεθύω).

μεθοδολογία η: 1 σύνολο μεθόδων για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: ~ υλοποίησης έργου. 2 κλάδος της Λογικής που μελετά τις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας. μεθοδολογικός -ή -ό. μεθοδολογικά (επίρρ.).

μέθοδος η: 1 ο ιδιαίτερος τρόπος, η σειρά ενεργειών που εφαρμόζονται για να πραγματοποιηθεί κτ: ~ εργασίας / διδασκαλίας. ανάπτυξη / εφαρμογή μεθόδου. 2 σύνολο κανόνων και διαδικασιών που ακολουθούνται στην επιστημονική μελέτη φαινομένου ή προβλήματος: επαγωγική / συγκριτική ~. 3 βιβλίο εκμάθησης με συγκεκριμένη τεχνική διδασκαλίας: ~ άνευ διδασκάλου. μεθοδικός -ή -ό: αυτός που γίνεται ή ενεργεί με μέθοδο: ~ μελέτη / επιστήμονας. μεθοδικά (επίρρ.). μεθοδεύω -ομαι: (μτβ.) οργανώνω και εκτελώ κτ με μέθοδο (συνήθ. με αρνητ. σημ.): ~ την απόλυσή του. μεθόδευση η.

Από το ΑΕ μέθοδος (μετά + ὁδός) «καταδίωξη». Με τη σημερινή σημ. τη χρησιμοποίησε πρώτος ο Πλάτων.

μεθόριος η: τα σύνορα μεταξύ δύο κρατών: ελληνοβουλγαρική ~. μεθοριακός -ή -ό.

μείγμα το: 1 ό,τι προέρχεται από ανάμειξη δύο ή περισσότερων συστατικών: ~ ζάχαρης και αυγών. 2 ΧΗΜ σώμα που προέρχεται από τηνανάμειξη δύο ή περισσότερων συστατικών, τα οποία διατηρούν τις αρχικές τους ιδιότητες χωρίς χημική αλληλεπίδραση = κράμα. 3 (μτφ.) ό,τι προέρχεται από ανάμειξη διαφορετικών στοιχείων: Η ομιλία του ήταν ένα ~ εθνικιστικών και θρησκευτικών προκαταλήψεων. μεικτός -ή -ό: αυτός που προήλθε από δύο ή περισσότερα διαφορετικά στοιχεία: ~ αριθμός: ΜΑΘ αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα. ~ γάμος: γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικής φυλής, θρησκείας, εθνικότητας. μεικτά (επίρρ.). μείξη η: 1 σύνθεση διαφορετικών στοιχείων = ανάμειξη: Η ~ κειμένου και εικόνων κάνει πιο κατανοητές τις οδηγίες. 2 ΤΕΧΝΟΛ ταυτόχρονη εγγραφή ή αναπαραγωγή ηχητικών σημάτων από διάφορες πηγές = μιξάζ. μείκτης ο: συσκευή μείξης ακουστικών ή οπτικών σημάτων.

Οι λ. που προέρχονται από το ΑΕ μείγνυμι και τα παράγωγά του (μείξη, μείγμα κτλ.) εμφανίζονται συχνά με δύο γραφές (-ει- & -ι-) που δικαιολογούνται ετυμολογικά. Η γραφή με -ει- πλέον επικρατεί. Συνεχίζουν, όμως, να γράφονται με -ι- οι λ. μιγάς, αμιγής και όσες νεότερες προέρχονται από άλλες πηγές (π.χ. μιξάζ από το γαλλ. mixage).

μείζων -ων -ον: [επίσ.] μεγαλύτερος ελάσσων: ~ εκλογική περιφέρεια. ~ πρόβλημα / θέμα. μείζονος σημασίας ήσσων.

Από το ΑΕ μείζων, συγκρ. του μέγας.

μειοδοτώ: (αμτβ.) προσφέρω σε δημοπρασία χαμηλότερη τιμή για την απόκτηση αντικειμένου ή την εκτέλεση έργου πλειοδοτώ. μειοδοσία η. μειοδότης ο, -τρια η. μειοδοτικός -ή -ό. μειοδοτικά (επίρρ.).

μείον1 (πρόθ.): εισάγει τον αριθμό που αφαιρούμε από έναν άλλο = πλην συν, και: Δέκα ~ τρία ίσον εφτά. μείον2 (επίρρ.): σε κακή οικονομική κατάσταση, με περισσότερα έξοδα από έσοδα: Το ταμείον είναι ~. μείον το: 1 λεκτική απόδοση για το σύμβολο της αφαίρεσης και το πρόσημο των αρνητικών αριθμών. 2 σημείο που κρίνεται αρνητικό για μια κατάσταση = μειονέκτημα συν: τα ~ και τα συν της πρότασης. μειώνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ λιγότερο ή μικρότερο = ελαττώνω, λιγοστεύω, περιορίζω αυξάνω: ~ ποσότητα / συχνότητα / ένταση / διαστάσεις. 2 παρουσιάζω κτ ως λιγότερο σημαντικό από ό,τι είναι: Ο πολιτικός προσπάθησε να μειώσει το θέμα. 3 φέρομαι σε κπ σαν να είναι κατώτερος από ό,τι είναι: Δε σου επιτρέπω να με ~ και να με προσβάλλεις! μειωμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 αυτός που έχει κτ σε μικρότερο βαθμό από τον μέσο όρο: άτομα με ~ ικανότητα ακοής ή όρασης. 2 αυτός του οποίου το κύρος έχει πληγεί: Νιώθει ~ μετά την προσβολή που του έκανες. μείωση η. μειωτέος -α -ο. μειωτέος ο: ΜΑΘ ο αριθμός από τον οποίο αφαιρείται άλλος. μειωτικός -ή -ό: αυτός που μειώνει, κυρ. στη σημ. 3. μειωτικά (επίρρ.).

μειονεκτώ: (αμτβ.) βρίσκομαι σε χειρότερη ή κατώτερη θέση, είμαι χειρότερος ή κατώτερος από κπ ή κτ άλλο = υστερώ πλεονεκτώ: ~ ως προς την εμφάνιση, αλλά είναι καλύτερος ηθοποιός. μειονέκτημα το: ατέλεια, έλλειψη ή ελάττωμα πλεονέκτημα. μειονεκτικός -ή -ό. μειονεκτικά (επίρρ.). μειονεξία η: η ιδιότητα του μειονεκτικού.

Από το ΑΕ μειονεκτῶ «έχω πολύ λίγο» (μεῖον + -εκτῶ < ἔχω).

μειονότητα η: ομάδα ανθρώπων με κοινά φυλετικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, γλωσσικά κτλ. στοιχεία, που τους διαφοροποιούν από τον κυρίως πληθυσμό της χώρας όπου ζουν: εθνική / θρησκευτική / ~. μειονοτικός -ή -ό.

μειοψηφώ: (αμτβ.) πλειοψηφώ 1 παίρνω λιγότερες ψήφους από κπ άλλο. 2 πληθ. είμαστε λιγότεροι από άλλους: Οι νέοι ~ στη συγκέντρωση αυτή. μειοψηφία η: πλειοψηφία 1 ο μικρότερος αριθμός ψήφων υπέρ ή κατά πρότασης ή υποψηφίου σε ψηφοφορία, και (συνεκδ.) αυτό(ς) που τις αντιπροσωπεύει: Απορρίφθηκε με ~ μόλις μίας ψήφου. η ~ της Βουλής. 2 μικρό τμήμα συνόλου: Μια μικρή ~ εργαζομένων αντιδρά στα νέα μέτρα. μειοψηφικός -ή -ό.

μελαγχολία η: 1 κατάσταση έντονης θλίψης και κακής διάθεσης. 2 ΨΥΧΟΛ κατάσταση έντονης κατάθλιψης. μελαγχολώ: (αμτβ. & μτβ.) νιώθω ή κάνω κπ να νιώσει μελαγχολία. μελαγχολικός -ή -ό. μελαγχολικά (επίρρ.).

μελα(μ)ψός -ή -ό: αυτός που έχει πολύ σκούρο δέρμα.

Ο τ. μελαψός προέρχεται από το μελαμψός με αποβολή του <μ> πριν το <ψ>, ενώ ο τ. μελαμψός από το μσν. μελαμψός (από το *μελανοψός, σύνθ. από τα μέλας «μαύρος» + ὄψις «όψη»).

μελάνι το & [επίσ.] μελάνη η: 1 χρωματιστό υγρό για γράψιμο, σχέδιο ή εκτύπωση: πένα και ~. ~ για στιλό / εκτυπωτή. 2 σκούρο υγρό που εκκρίνουν οι σουπιές, τα χταπόδια, τα καλαμάρια κτλ. glass σχ. μελανός.

μελανίνη η: ΒΙΟΛ ουσία του οργανισμού, η ποσότητα της οποίας καθορίζει το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών.

μελανός -ή -ό: 1 αυτός που έχει χρώμα μεταξύ σκούρου μπλε και μαύρου. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται ως δυσάρεστος ή αρνητικός: Το ~ σημείο της ιστορίας είναι ότι τραυματίστηκε. μελανιά η: 1 μελανό σημάδι στο σώμα κπ από χτύπημα = [επίσ.] μώλωπας. 2 λεκές από μελάνι. μελανιάζω: 1 (αμτβ.) γίνομαι μελανός: Μελάνιασαν τα χείλη μου από το κρύο. 2 (μτβ.) προκαλώ μελανιές σε κπ. μελάνιασμα το.

Από το ελνστ. μελανός (από το ΑΕ μέλας «μαύρος»). Από την ίδια λ. προέρχονται οι λ. μελάνι (< μελάνιον, υποκορ. του μέλας) και μελάνη (με μεταπλασμό σε θηλ. λόγω της κατάληξης). Σήμερα η λ. μέλας χρησιμοποιείται κυρ. σε στερεότυπες εκφρ. (μέλας ζωμός, Μέλας Δρυμός).

μελαχρινός -ή -ό: αυτός που έχει σκούρο δέρμα και μαλλιά. μελαχρινός ο, η.

Προσοχή! Γράφεται με -ι- και όχι με -οι- επειδή προέρχεται από το ελνστ. μελαγχρινός (< ΑΕ μελάγχρους, σύνθ. από τα μέλας + χρώς «επιδερμίδα»).

μέλει μόνο ενστ. & πρτ.: απρόσ. ενδιαφέρει, απασχολεί: Καθόλου δε με ~ αν θα έρθεις μαζί μας. μέλημα το: κπ ή κτ που φροντίζουμε = έγνοια, φροντίδα: κύριο / βασικό / πρωταρχικό ~.

Προσοχή στα ομόηχα μέλει, μέλλει & μέλι!

μελετώ & -άω -ιέμαι & -ώμαι: (μτβ.) 1 (& μεπαράλ. αντικ.) διαβάζω προσεκτικά και επίμονα, προσπαθώντας να καταλάβω ή να μάθω κτ: ~ τα μαθήματά μου / πιάνο. ~ εντατικά για τις εξετάσεις. 2 εξετάζω κτ ή κπ επίμονα και με λεπτομέρεια: ~ τη συμπεριφορά των εντόμων. 3 [οικ.] συζητώ για κπ: Μπήκε πάνω που τον μελετούσαμε! 4 (+να) σκοπεύω: ~ να φύγω στο εξωτερικό. μελέτη η: 1 προσεκτικό και επίμονο διάβασμα. 2 α. επιστημονική έρευνα σε κπ θέμα: Αφιερώθηκε στη ~ του βυζαντινού πολιτισμού. β. επιστημονική εργασία, πόρισμα έρευνας σε κπ θέμα: Συγγράφω / δημοσιεύω ~. 3 τα σχέδια και οι προδιαγραφές που αφορούν στην κατασκευή έργου: αρχιτεκτονική / στατική / τεχνική ~. μελετητής ο, μελετήτρια η: αυτός που ασχολείται με τη μελέτη στη σημ. 2α. μελετηρός -ή -ό: αυτός που του αρέσει η μελέτη και μελετά πολύ.

μέλι το: 1 κίτρινη και πολύ γλυκιά ουσία που παράγουν οι μέλισσες. 2 (μτφ.) καθετί πολύ γλυκό ή ευχάριστο: ~ έχει και δεν ξεκολλάς από κοντά του; μελής -ιά -ί: αυτός που έχει το χρώμα του μελιού. μελί το. μελένιος -α -ο: αυτός που είναι από μέλι ή γλυκός σαν μέλι. glassσχ. μέλει.

μέλισσα η: έντομο που παράγει μέλι και κερί. μελίσσι το: 1 σμήνος μελισσών που ζουν στην ίδια κυψέλη. 2 πληθ. τόπος με πολλές κυψέλες. 3 (μτφ.) πλήθος που κάνει πολύ θόρυβο: το ~ των διαδηλωτών.

μέλλει μόνο ενστ. & πρτ.: απρόσ. 1 πρόκειται να: Τι ~ γενέσθαι; (να γίνει). 2 συνήθ. πρτ. είναι μοιραίο να: Έμελλε να είναι η τελευταία του σκηνή αυτή. μέλλεται μόνο ενστ. & πρτ.: απρόσ. πρόκειται να: Τι άλλο μας ~ να ζήσουμε!  glass σχ. μέλει.

μέλλον το: 1 ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν: άμεσο / κοντινό / εγγύς ~. Τι θα συμβεί στο ~; 2 τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν: το ~ κανείς δεν το ξέρει. 3 ό,τι πρόκειται να συμβεί σε κπ ή κτ: το ~ της εταιρείας. 4 προοπτική: Δεν έχει ~ αυτή η σχέση. μελλοντικός -ή -ό. μελλοντικά (επίρρ.). μέλλων -ουσα -ον. μέλλοντας ο: ΓΛΩΣΣ χρόνος του ρήματος που δηλώνει μελλοντική ενέργεια ή κατάσταση.

μελό το άκλ.: 1 [μειωτ.] καλλιτεχνικό έργο χαμηλής ποιότητας με συγκινητικό περιεχόμενο: δακρύβρεχτο ~. (& ως επίθ.): ~ ταινία / ιστορία. 2 (μτφ.) αντίστοιχη κατάσταση ή συμπεριφορά = μελόδραμα: ~ κατάντησε η ζωή μας!

Από το γαλλ. mélo, σύντμηση της λ. mélodrame «μελόδραμα», η οποία αποτελεί ελληνογενή όρο, σύνθ. από το mélo (< μέλος «μουσική») + drame (< δρᾶμα).

μελόδραμα το: 1 θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο που αφηγείται δυσάρεστα γεγονότα και παρουσιάζει έντονα συναισθήματα: ~ με θέμα τις κοινωνικές αδικίες. 2 δραματικό θεατρικό έργο με μουσική και τραγούδια = λυρικό θέατρο, όπερα. 3 (μτφ.) κατάσταση ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από συναισθηματική υπερβολή: Παίζει ~ όποτε δεν της κάνουν το χατίρι. μελοδραματικός -ή -ό. μελοδραματικά (επίρρ.). μελοδραματισμός ο: μελοδραματική συμπεριφορά ή ενέργεια. glass σχ. μελό.

μέλος1 το: 1 πρόσωπο, κράτος, ομάδα κτλ. που ανήκει σε οργανωμένο σύνολο: ~ επιτροπής / συλλόγου. κράτος ~. απλό / επίτιμο / πλήρες ~. 2 συνήθ. πληθ. καθένα από τα άνω και κάτω άκρα του σώματος: Μούδιασαν τα μέλη μου. 3 ΜΑΘ μέλη εξίσωσης ή ανισότητας: καθένα από τα μέρη που βρίσκονται αριστερά και δεξιά του συμβόλου ισότητας ή ανισότητας.

μέλος2 το: [επίσ.] μελωδία. μελωδία η: 1 ΜΟΥΣ διαδοχή μουσικών φθόγγων με συγκεκριμένο ρυθμό και ευχάριστο άκουσμα: ρυθμός, αρμονία και ~. 2 μουσική σύνθεση με βασικό χαρακτηριστικό τη μελωδία στη σημ. 1: ~ του '70. μελωδικός -ή -ό. μελωδικά (επίρρ.). μελωδικότητα η: μουσικότητα. μελωδός ο: συνθέτης βυζαντινών εκκλησιαστικών ύμνων.

μεμβράνη η: 1 ΒΙΟΛ λεπτό στρώμα ιστού που συνδέει ή καλύπτει μέρη του σώματος του ανθρώπου ή των ζώων: ~ συνδέει τα δάχτυλα των ποδιών της πάπιας. 2 λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου ή ειδικό χαρτί για διάφορες χρήσεις: ~ ταμπούρλου / πολύγραφου. 3 ΤΕΧΝΟΛ πολύ λεπτό κομμάτι μετάλλου.

μεμονωμένος -η -ο: αυτός που ξεχωρίζει από τους άλλους, που δεν μπαίνει σε γενικό κανόνα: ~ γεγονός / περίπτωση. μεμονωμένα (επίρρ.).

Μππ. του AE ρ. μονῶ, από το οποίο προέρχεται και η λ. μονώνω.

μέμφομαι αόρ. μέμφθηκα: [επίσ.] (μτβ.) κατηγορώ, επικρίνω κπ για κτ: ~ τους πολιτικούς για υποκρισία. μομφή η: [επίσ.] έκφραση επίκρισης, δυσμενούς κριτικής από κπ για κπ: Διατυπώνω ~ εναντίον κπ. μεμπτός -ή -ό: [επίσ.] αυτός που είναι άξιος μομφής άμεμπτος.

μένος το: έντονη διάθεση για επίθεση, βία εναντίον κπ = μανία, οργή: εθνικιστικό / θρη- σκευτικό ~. Τον χτύπησαν με φοβερό ~.

Από το ΑΕ μένος «δύναμη, λύσσα στη μάχη». Από την ίδια λ. σώζεται και ο τ. μένεα (πληθ.) μόνο στη στερεότυπη έκφρ. πνέω τα μένεα (είμαι εξοργισμένος με κπ).

μενού το άκλ.: 1 κατάλογος φαγητών α. που διαθέτει ένα εστιατόριο. β. που προσφέρονται σε ένα γεύμα: Το ~ περιλαμβάνει κυρίως πιάτο και φρούτο. 2 ΠΛΗΡΟΦ κατάλογος διαδικασιών που μπορεί να εκτελέσει ο χρήστης υπολογιστή: Από το ~ επιλέγεις «άνοιγμα».

μένω αόρ. έμεινα: (αμτβ.) 1 ζω κάπου μόνιμα ή προσωρινά = κατοικώ, διαμένω: ~ στην Αθήνα. = κάθομαι. ~ σε ξενοδοχείο. 2 α. συνεχίζω να βρίσκομαι κάπου = παραμένω: Μόνο τρεις άνθρωποι έμειναν μέχρι το τέλος της ομιλίας. β. συνεχίζω να είμαι σε κπ κατάσταση = παραμένω: ~ ξύπνιος / ευχαριστημένος / στάσιμος. γ. συνεχίζω να υπάρχω: Ο λεκές του κρασιού ~. 3 α. μένω ως υπόλοιπο: Τι ~, αφαιρώντας δύο από τρία; β. συνεχίζω να υπάρχω = περισσεύω: Δεν έμεινε τίποτα από την τούρτα. 4 παύω να έχω κτ = ξεμένω: ~ από βενζίνη. 5 εισέρχομαι σε μια νέα κατάσταση: ~ έγκυος / άνεργος. 6 απρόσ. πρέπει να γίνει ακόμα κτ, για να ολοκληρωθεί μια ενέργεια, κατάσταση κτλ.=απομένει: ~ να υπογράψουμε τα συμβόλαια.

μεράκι το: 1 έντονη επιθυμία για κτ=λαχτάρα: Το είχε ~ το ταξίδι αυτό. 2 η αγάπη και φροντίδα με την οποία κπ κάνει κτ: έπιπλο / φαγητό φτιαγμένο με ~. μερακλής ο, -ού η: πρόσωπο που έχει μεράκι για κτ: ~ μάγειρας. καφές για μερακλήδες. μερακλώνω -ομαι: αποκτώ ή κάνω κπ να αποκτήσει μεγάλο κέφι. μεράκλωμα το. μερακλίδικος -η -ο: αυτός που έχει ή προκαλεί μεράκι.

Η λ. μεράκι και τα παράγωγά της προέρχονται από το τουρκ. merak.

μεριά η: 1 κάθε πλευρά, επιφάνεια ή άκρη σώματος: Γύρισε το κουτί απ' όλες τις μεριές. = πλευρά. 2 ορισμένο μέρος ή τμήμα ενός χώρου: Κάθισε σε μια ~ του δωματίου και δεν κουνήθηκε. σε καλή ~: ευχή σε κπ που απέκτησε χρήματα, για να τα χρησιμοποιήσει καλά. 3 κατεύθυνση: Από ποια ~ μπήκε ο ομιλητής; (& μτφ.) Από τη ~ της μητέρας του έχει δύο θείες. από μεριάς / από τη ~ μου: σε ό,τι με αφορά. μεριάζω: [προφ.]=παραμερίζω 1 (αμτβ.) μετακινούμαι από εκεί που βρίσκομαι, για να διευκολύνω το πέρασμα άλλου: Μέριασε να περάσουμε! 2 (μτβ.) μετακινώ κτ, ώστε να πάψει να αποτελεί εμπόδιο: Μέριασε το χιόνι. glass σχ. μέρος.

μερίδα η: 1 ορισμένη ποσότητα φαγητού για ένα άτομο: μικρή / διπλή ~. ~ εστιατορίου (ποσότητα ανάλογη με αυτή που σερβίρεται σε εστιατόριο). 2 μέρος ενός συνόλου που μοιράζεται και το οποίο αναλογεί σε ένα άτομο: ~ από κέρδη / κληρονομιά. ~ του λέοντος: το μεγαλύερο κομμάτι. 3 τμήμα συνόλου = μέρος, κομμάτι: Η πρόταση μοίρασε τους εργαζομένους σε δύο αντιμαχόμενες μερίδες. μερίδιο το = μερίδα (σημ. 2): Η εταιρεία μας κατέχει το μεγαλύτερο ~ της αγοράς. glassσχ. μέρος.

μερικοί -ές -ά (αντων. αόρ.): δηλώνει αόριστα απροσδιόριστη, σχετικά μικρή ποσότητα προσώπων ή πραγμάτων: ~ είναι απίστευτα κακοί! ~ φορές φεύγει τρέχοντας. μερικοί μερικοί: για να αναφερθούμε σε κπ, χωρίς να τους κατονομάσουμε: ~ κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

μεριμνώ: [επίσ.] (αμτβ.) φροντίζω, νοιάζομαι για κπ ή κτ: Οι γονείς μεριμνούν για τη μόρφωση των παιδιών τους. μέριμνα η: φροντίδα, έγνοια: κοινωνική ~ (οργανωμένη μέριμνα για αυτούς που έχουν ανάγκη). κρατική ~glass  σχ. μέρος.

μεροκάματο το: μισθωτή εργασία μίας ημέρας και η σχετική αμοιβή = ημερομίσθιο: Έκανα δέκα μεροκάματα σε οικοδομές. ~ ανειδίκευτου εργάτη. μεροκαματιάρης ο, & -ισσα η: πρόσωπο που δουλεύει με μεροκάματα ή παίρνει χαμηλό μισθό.

μεροληπτώ: (αμτβ.) παίρνω το μέρος κπ με υποκειμενικά κριτήρια: Ο διακαστής ~ υπέρ του κατηγορούμενου. μεροληπτικός -ή -ό: αυτός που μεροληπτεί αμερόληπτος, αντικειμενικός. μεροληπτικά (επίρρ.). μεροληψία η.

μέρος το: 1 τμήμα συνόλου: Ένα ~ των μαθητών δε θα πάει στην εκδρομή. τα μέρη του αυτοκινήτου. επί μέρους: ξεχωριστός. ~ του λόγου: ΓΛΩΣΣ γραμματική κατηγορία στην οποία ανήκει μια λέξη με βάση τη μορφολογική, συντακτική και σημασιολογική της συμπεριφορά. 2 τόπος: Πήγε σε πολλά μέρη του κόσμου. 3 καθένα από τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε νομική διαδικασία ή διαπραγμάτευση από διαφορετική μεριά: τα αντίπαλα / ενδιαφερόμενα μέρη. εκ μέρους: ως αντιπρόσωπος κπ. είμαι / πηγαίνω με / παίρνω το ~ κπ: υποστηρίζω κπ ή ακολουθώ τις απόψεις, τη θεωρία του. παίρνω ~ σε κτ: συμμετέχω. 4 ορισμένο ποσοστό αναλογίας σε μείγμα: Στο σιρόπι βάζετε ένα ~ ζάχαρη και τρία νερό. 5 τουαλέτα. μερικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε ένα μέρος αυτού που δηλώνει το ουσ. που προσδιορίζει ολικός: ~ έκλειψη ηλίου / αναπηρία. ~ απασχόληση: εργασία με μικρότερο ωράριο από το κανονικό πλήρης. μερικώς (επίρρ.): ως έναν βαθμό, σε ένα ποσοστό τελείως, πλήρως.

Από το ΑΕ μέρος, με το οποίο συνδέονται ετυμολογικά και οι λ. μερίδα, μερίδιο, μεριά, μερικός και μεριμνώ, καθώς και τα παράγωγά τους. Το ΑΕ μέ- ρος προέρχεται από το μείρομαι «μοιράζω», του οποίου το θ. συνδέεται με τη σημ. «σκέπτομαι, φροντίζω», η οποία επιβιώνει στη λ. μεριμνώ.

μέσα & μες (επίρρ.): 1 έξω. α. (για στάση ή κίνηση προς ή από τόπο) στο εσωτερικό κλειστού χώρου: Περάστε ~! Έβγαιναν καπνοί ~ από το σπίτι. Τα παιδιά παίζουν ~ στο δωμάτιο. ~ μου: στην ψυχή μου: ~ της ένιωθε ένα κενό από την απουσία του. από ~ μου: με πολύ χαμηλή φωνή, χωρίς να ακούγομαι: Μη μιλάς από ~ σου, φώναξε πιο δυνατά να ακούμε! β. στο σπίτι: Απόψε θα μείνω ~. 2 α. εντός των ορίων κπ τόπου έξω: Το ποτάμι περνάει ~ από την πόλη. β. ανάμεσα: Ο δρόμος περνούσε ~ από καταπράσινα λιβάδια. 3 στο ή από το εσωτερικό αντικειμένου: Βρήκα τις φωτογραφίες ~ στον φάκελο. Έβγαλε ~ από την τσέπη του λεφτά. 4 (για χρόνο) στη διάρκεια: Άλλαξα τρία σπίτια ~ σ' έναν χρόνο. Υπολογίζω να τελειώσω την εργασία ~ στον Ιούλιο. 5 (μτφ.) σε μία κατάσταση: Ζει ~ στα πλούτη. Εξαφανίστηκε ~ στο σκοτάδι. 6 (ως επίθ.) αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό: Η ~ πλευρά της ντουλάπας γέμισε υγρασία. στα ~ και στα έξω: με πολλές γνωριμίες που εξασφαλίζουν δύναμη ή επιρροή: Ο Γιάννης, που είναι ~, μπορεί να βοηθήσει.

μεσάζοντας & [επίσ.] μεσάζων ο: 1 ο ενδιάμεσος μεταξύ παραγωγού και εμπόρου ή καταναλωτή: Το κύκλωμα μεσαζόντων στα οπω- ροκηπευτικά διαμόρφωνε απλησίαστες τιμές. Οι γκαλερί λειτουργούν ως μεσάζοντες ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον αγοραστή. 2 πρόσωπο που παρεμβαίνει στις σχέσεις δύο ή περισσοτέρων ατόμων ή ομάδων, για να βελτιώσει τις σχέσεις τους = μεσολαβητής: Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ έπαιξε τον ρόλο του ~ για την παύση του πολέμου.

μεσαίωνας ο: 1 ιστορική περίοδος της Δυτικής Ευρώπης που εκτείνεται από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα. 2 (μτφ.) εποχή ή κατάσταση που θυμίζει Μεσαίωνα λόγω πνευματικής οπισθοδρόμησης και πολιτικού ή κοινωνικού συντηρητισμού. μεσαιωνικός -ή -ό.

μεσάνυχτα τα & [λαϊκ.] μεσονύχτι το: 1 η ώρα δώδεκα τη νύχτα. 2 η προχωρημένη νύχτα, το διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα ξημερώματα: Πού γυρνάς μέσα στ' άγρια ~ ; έχω (μαύρα / βαθιά) ~: δεν έχω ιδέα για κτ, έχω πλήρη άγνοια.

μέση η: 1 σημείο πράγματος, χρονικού διαστήματος ή έκτασης που απέχει το ίδιο από τα δύο άκρα: Άλλαξε σχολείο στη ~ της χρονιάς. Μην οδηγείς ποτέ στη ~ του δρόμου. άκρη. 2 η περιοχή του σώματος μεταξύ γλουτών και πλευρών: Πιάστηκε η ~ μου από το σκύψιμο 3 (συνεκδ.) τμήμα ρούχου που καλύπτει τη μέση: Η φούστα θέλει στένεμα στη ~. μεσαίος -α -ο: αυτός που βρίσκεται στη μέση (σημ. 1) = [προφ.] μεσιανός -ή -ό ακριανός. μεσαίος ο: το μεσαίο δάχτυλο χεριού. μεσάτος -η -ο: για ρούχο εφαρμοστό στη μέση (σημ. 2). μέσος -η -ο: 1 αυτός που βρίσκεται στη μέση χρονικής περιόδου ή έκτασης: ~ ηλικία / εκπαίδευση (δευτεροβάθμια). ~ όρος: ο λόγος του αθροίσματος αριθμών προς τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους: Ο ~ των 5 και 7 είναι το 6: 5+7 / 2=6. ~ οδός: λύση που αποφεύγει τα άκρα. 2 α. αυτός που αναφέρεται στον μέσο όρο πράγματος ή αριθμού: ~ θερμοκρασία. β. αυτός που αποτελεί αντιπροσωπευτική ποσότητα συνόλου: ~ πολίτης. μέσο1 το: μέση (σημ. 1): Ήρθε στα μέσα του μήνα.

μεσημβρινός -ή -ό: 1 [επίσ.] μεσημεριανός: ~ ώρα. 2 αυτός που αναφέρεται στον μεσημβρινό: ~ κύκλος. 3 αυτός που βρίσκεται ή είναι στραμμένος προς τον νότο = νότιος: ~ χώρες / παράθυρο. μεσημβρινός ο: ΓΕΩΓΡ α. νοητός κύκλος που περνά από τους δύο πόλους της γης και τέμνει κάθετα τον ισημερινό. β. καθένα από τα ημικύκλια αυτού του κύκλου, που ενώνει τους δύο πόλους.

μεσημέρι το: 1 η ώρα δώδεκα τη μέρα. 2 (επέκτ.) το διάστημα από το μεσημέρι μέχρι το απόγευμα: Κοιμάται τα μεσημέρια. μεσημεριανός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στο ή γίνεται το μεσημέρι = μεσημεριάτικος, [επίσ.] μεσημβρινός. μεσημεριανό το: μεσημεριανό φαγητό. μεσημεριάτικα (επίρρ.): [οικ.] μεσημέρι.

μεσο- & μεσό- & μεσ-: ως α΄συνθ. δηλώνει 1 το μεσαίο σημείο χρονικής περιόδου, περιοχής ή πράγματος: μεσοβδόμαδα. 2 εσωτερικό σημείο: μεσότοιχος. 3 κτ που βρίσκεται τοπικά ή χρονικά μέσα σε ορισμένα όρια: μεσοδιάστημα. 4 το μεσαίο στάδιο διαβάθμισης: μεσοελλαδικός.


Σύνθετα με μεσο-
μεσαίο σημείο (τοπικά ή χρονικά)εσωτερικό σημείομέσα σε ορισμένα όριαμεσαίο στάδιο διαβάθμισης
μεσημέρι
μεσήλικας
μεσογάστριος
μεσοκάθετος
μεσουρανίς
μεσόπορταμεσοπόλεμοςμεσοβυζαντινός

μέσο2 το: 1 ό,τι εφαρμόζει ή χρησιμοποιεί κπ για να πετύχει κπ στόχο: Θα χρησιμοποιήσω κάθε θεμιτό και αθέμιτο ~, αρκεί να πετύχω. ~ Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). 2 συνήθ. πληθ. η οικονομική δυνατότητα για κτ = πόροι: Δεν έχω τα μέσα να πάρω αυτοκίνητο. 3 πρόσωπο που, λόγω θέσης ή βαθμού, μπορεί να βοηθήσει κπ, παρακάμπτοντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες = [λαϊκ.] βύσμα, δόντι: Έβαλε ~ τον θείο της για τον διορισμό στο δημόσιο.

μεσοαστός ο, μεσοαστή η: πρόσωπο που ανήκει κοινωνικά στη μεσαία αστική τάξη μικροαστός, μεγαλοαστός. μεσοαστικός -ή -ό.

μεσογειακός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στη Μεσόγειο θάλασσα ή στις περιοχές που βρέχονται από αυτήν: ~ λαοί / κλίμα / διατροφή / γλώσσες. ~ αναιμία: ΙΑΤΡ αναιμία, συνήθως κληρονομικού τύπου, που εμφανίζουν κάτοικοι μεσογειακών περιοχών.

μεσόγειος -α -ο: αυτός που απέχει πολύ από τη θάλασσα = ηπειρωτικός παράκτιος, παράλιος: ~ περιοχή. μεσόγεια τα: η ενδοχώρα.

μεσόκοπος -η -ο: αυτός που είναι περίπου πενήντα ετών: Αν και ~, ήταν γυμνασμένη.=μεσήλικας.

μεσολαβώ: (αμτβ.) 1 παρεμβαίνω, συνήθως για κπ άλλο, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία, συμβιβασμός ή βελτίωση κατάστασης: Μεσολάβησε για να βρω δουλειά. 2 υπάρχω ή συμβαίνω ανάμεσα σε δύο σημεία τοπικά ή χρονικά: Μεσολάβησαν δύο χρόνια από τον αρραβώνα μέχρι τον γάμο. μεσολάβηση η. μεσολαβητής ο, -ήτρια η: μεσάζοντας. μεσολαβητικός -ή -ό. μεσολαβητικά (επίρρ.).

μεσουρανώ: (αμτβ.) 1 (για ουράνιο σώμα) είμαι στον μεσημβρινό ενός συγκεκριμένου σημείου. 2 (μτφ.) βρίσκομαι στο αποκορύφωμα της ακμής ή της δόξας μου: Την εποχή εκείνη μεσουρανούσε το άστρο της Μαρίας Κάλλας. μεσουράνημα το=κολοφώνας, απόγειο: ~ αστέρα. ~ της καριέρας κπ.

μεσσίας ο: ΘΡΗΣΚ 1 α. πρόσωπο που πίστευαν οι Εβραίοι ότι θα στείλει ο Θεός να τους λυτρώσει. β. (στον χριστιανισμό) ο Ιησούς Χριστός. 2 (μτφ.) πρόσωπο που αναμένεται με αγωνία να αναλάβει ρόλο ηγέτη ή ελευθερωτή = σωτήρας: Για τον λαό ήταν ο ~ που θα τους έβγαζε από τον πόλεμο. μεσσιανισμός ο: πίστη στον ερχομό μεσσία, σε θρησκευτικό, πολιτικό ή εθνικό επίπεδο. μεσσιανικός -ή -ό.

μεστώνω: 1 (αμτβ.) α. (για φυτό ή δέντρο) δίνω καρπό: Λόγω του κρύου άργησε να μεστώσει η μηλιά. β. αναπτύσσομαι σωματικά ή πνευματικά = ωριμάζω. 2 (μτβ.) κάνω κπ να αναπτυχθεί σωματικά ή πνευματικά=ωριμάζω: Τον μέστωσε ο στρατός. μέστωμα το: ωρίμανση. μεστός -ή -ό: 1 αυτός που έχει μεστώσει = μεστωμένος, γινωμένος, ώριμος: ~ καρπός / σταφύλια άγουρος. (& μτφ.) ~ σκέψη. 2 πλήρης: κείμενο ~ σε νόημα. μεστά (επίρρ.).

μετά- & μετ- & μεθ-: ως α΄συνθ. 1 (σε ρήματα & τα παράγωγά τους) δηλώνει ενέργεια με σκοπό την αλλαγή θέσης ή κατάστασης: μεταφυτεύω, μεταλλάσσω. 2 (σε επίθ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ουσ. ακολουθεί αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ. του επιθ.: μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος. 3 δηλώνει κτ που βρίσκεται τοπικά μετά από ή στη μέση αυτού που εκφράζει το β΄συνθ.: μετακάρπιο. 4 εκφράζει συμμετοχή σε κτ: μετέχω.


Σύνθετα με μετα-
αλλαγή θέσης ή
κατάστασης
χρονική ακολουθίαμετά από ή στη
μέση (τοπικά)
συμμετοχή σε κάτι
μεταγλωττίζω
μεταγλώττιση
μετατοπίζω
μετατόπιση
μεταφύτευση
μεταμορφώνω
μεταμόρφωση
μεταμορφωτικά
μεταμορφωτικός
μεταμόσχευση
μεταμοσχεύω
μεταπήδηση
μεταπηδώ
μεταπλάθω
μεθεόρτιος
μεταβυζαντινός
μεταπολεμικά
μεταπολεμικός
μετασεισμικός
μετασεισμός
μετόπισθενμέτοχος

μετά1 & (πριν από φωνήεν) μετ' & μεθ' (πρόθ.): (+ αιτ. / από) δηλώνει ακολουθία (χρονική, τοπική ή σε ιεραρχία) πριν: ~ (από) τη διάλεξη θα δοθεί γεύμα προς τιμήν του ομιλητή. Ήρθε δεύτερος ~ τον Γιάννη. glass πρόθεση Λόγια σύνταξη προθέσεων. μετά2 (επίρρ.): στη συνέχεια, σε επόμενη φάση = έπειτα, κατόπιν, ύστερα πριν: Όταν μπήκε, σηκώθηκα και ~ κάθισα πάλι.

μεταβαίνω πρτ. μετέβαινα, αόρ. [επίσ.] μετέβην: (αμτβ.) [επίσ.] πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο: Ο διευθυντής απουσιάζει, έχει μεταβεί στο Λονδίνο. μετάβαση η: 1 το να μεταβαίνει κπ κάπου. 2 (μτφ.) το πέρασμα σε άλλη κατάσταση, συμπεριφορά κτλ.: Η ~ από την εμπόλεμη περίοδο στην ειρήνη άργησε .= εξέλιξη, αλλαγή. μεταβατικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στη μετάβαση: ~ περίοδος / διάταξη. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος επηρεάζει άλλη λέξη αμετάβατος: ~ ρήμα / σύνταξη. μεταβατικά (επίρρ.).

μεταβάλλω -ομαι πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα: (μτβ.) κάνω κπ ή κτ διαφορετικό από την προηγούμενη κατάστασή του: Συχνά η αγάπη χωρίς ανταπόκριση μεταβάλλεται σε αδιαφορία. = μετατρέπω, αλλάζω. glass σχ. βάλλω. μεταβολή η: 1 το να μεταβάλλει κανείς κτ = αλλαγή: ~ των καιρικών συνθηκών / της ψυχολογίας κπ. 2 (παράγγελμα για) στροφή του σώματος προς την αντίθετη κατεύθυνση: Έκανε ~ και έφυγε από το γραφείο. μεταβλητός -ή -ό. μεταβλητή η: ΜΑΘ ποσότητα η οποία μπορεί να προσλάβει διάφορες τιμές.

μεταβιβάζω -ομαι: (μτβ.) 1 μεταφέρω κτ σε κπ: Μεταβίβασέ του τους θερμούς χαιρετισμούς μου! = διαβιβάζω. 2 ΝΟΜ παραχωρώ περιουσιακό στοιχείο ή νόμιμο δικαίωμα σε άλλον, κυρίως μέσω νομικής διαδικασίας: Ο πατέρας τής μεταβίβασε το σπίτι στο χωριό. μεταβίβαση η. μεταβιβάσιμος -η -ο.

μεταγγίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ΙΑΤΡ εισάγω σε κπ ξένο αίμα από τη φλέβα. 2 (μτφ.) μεταδίδω σε κπ ιδέες, αξίες, κτλ: Ο πατέρας τού μετάγγισε την αγάπη για τα γράμματα. 3 [επίσ.] μεταφέρω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο. μετάγγιση η.

μεταγενέστερος -η -ο: αυτός που ακολουθεί χρονικά κτ ή κπ άλλο = κατοπινός, υστερόχρονος, επόμενος προγενέστερος: ~ φάση / ανακάλυψη / εποχή. μεταγενέστεροι οι: η επόμενη γενιά = απόγονοι. μεταγενέστερα (επίρρ.).

μεταγράφω -ομαι αόρ. μετέγραψα, παθ. αόρ. μεταγράφηκα & -τηκα & [επίσ.] μετεγράφην, μππ. μεταγραμμένος: (μτβ.) 1 μετατρέπω κείμενο σε άλλο αλφάβητο ή άλλη μορφή: ~ το κείμενο με λατινικά γράμματα. 2 παθ. (κυρ. για αθλητές) εντάσσομαι σε άλλη ομάδα, σύλλογο κτλ.=μετεγγράφομαι. μεταγραφή η. μεταγραφικός -ή -ό: ~ περίοδος.

Προσοχή στη διαφορετική σημασία των μεταγράφω και μετεγγράφω.

μεταδίδω -ομαι αόρ. μετέδωσα, παθ. αόρ. μεταδόθηκα: (μτβ.) 1 (για τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό) μεταφέρω είδηση ή πληροφορία ή καλύπτω ένα γεγονός: Ο σταθμός μας μετέδωσε αποκλειστικά την είδηση. = ανακοινώνω. Ποιο κανάλι ~ τη συναυλία; 2 α. μεταφέρω κτ ή μεσολαβώ για να εξαπλωθεί κτ: H φωτιά μεταδόθηκε ταχύτατα εξαιτίας του αέρα. = εξαπλώνω. β. μεταφέρω μικρόβιο κτλ. από έναν έμβιο οργανισμό σε άλλον: Αυτός ο ιός μεταδίδεται με τον αέρα. = εξαπλώνω. γ. (μτφ.) μεταφέρω σε άλλους γνώσεις, διάθεση κτλ. που έχω: Μας μετέδωσε την αισιοδοξία του. μετάδοση η. μεταδοτικός -ή -ό: 1 αυτός που μεταδίδεται εύκολα = κολλητικός: ~ νό- σημα /γέλιο. 2 (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κτ (σημ. 2γ): ~ καθηγητής. μεταδοτικότητα η.

μεταθέτω -ομαι & -τίθεμαι αόρ. μετέθεσα & μετάθεσα, παθ. αόρ. μετατέθηκα, μππ. μετατεθειμένος: (μτβ.) 1 τοποθετώ κπ σε άλλη θέση εργασίας στον ίδιο φορέα = μετακινώ: Με μετέθεσαν στο υποκατάστημα της Καβάλας. 2 μεταφέρω κτ στο μέλλον = αναβάλλω: Μετατέθηκε το συνέδριο, γιατί δε βρίσκαμε αίθουσα. 3 μετατοπίζω κτ ανεπιθύμητο: ~ το φταίξιμο / πρόβλημαglass  σχ. θέτω. μετάθεση η: 1 το να μεταθέτει κανείς κπ ή κτ: ~ υπαλλήλου / ευθυνών. 2 ΓΛΩΣΣ αλλαγή της θέσης των φθόγγων ή γραμμάτων μιας λέξης (π.χ. φαλακρός - καραφλός).

μεταίχμιο το: οριακό σημείο μεταξύ δύο καταστάσεων = όριο: Βρισκόμουν στο ~ ύπνου και ξύπνιου όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

μετακαλώ -ούμαι αόρ. μετακάλεσα, παθ. αόρ. μετακλήθηκα: (μτβ.) 1 καλώ κπ να έρθει για ορισμένο σκοπό: Τον μετακάλεσαν από τη Γαλλία για να οργανώσει τη νέα εταιρεία. μετάκληση η: ~ ομιλητών / πρεσβευτών. μετακλητός -ή -ό: αυτός που ενδέχεται να ή έχει μετακληθεί.

μετακινώ -ούμαι: (μτβ.) μεταφέρω κπ ή κτ σε νέα θέση: Μετακινηθείτε όλοι μια θέση δεξιά, ώστε να χωρέσουμε. = μετατοπίζω, μεταφέρω. Μετακινήθηκε στις πωλήσεις. = μεταθέτω. μετακίνηση η.

μετακομίζω -ομαι: 1 (αμτβ.) αλλάζω τόπο διαμονής ή σπίτι = [επίσ.] μετοικώ: Οι στρατιωτικοί ~ κάθε δύο χρόνια περίπου. 2 (μτβ.) πηγαίνω κτ αλλού = μετατοπίζω, μεταφέρω: Μετακόμισε τον καναπέ στη βεράντα, για να κάνει χώρο. μετακόμιση η.

μεταλαμβάνω & [οικ.] μεταλαβαίνω αόρ. μετέλαβα & μετάλαβα: ΕΚΚΛ 1 (αμτβ.) μετέχω στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας παίρνοντας τη Θεία Κοινωνία = κοινωνώ. 2 (μτβ., για ιερέα) δίνω τη Θεία Κοινωνία σε πιστούς. μετάληψη η: [οικ.] ΕΚΚΛ το να μετέχει κπ στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. μεταλαβιά η: [οικ.] ΕΚΚΛ η Θεία Κοινωνία. glass σχ. λαμβάνω.

μεταλλάσσω -ομαι μππ. μεταλλαγμένος: (μτβ.) 1 αλλάζω τις φυσικές ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά οργανισμού ή πράγματος: Κατάφεραν να μεταλλάξουν τον ενθουσιασμό τους σε πηγή έμπνευσης. 2 παθ. (μτφ.) αλλάζω σε μεγάλο βαθμό = μεταμορφώνω: Από τη μέρα του γάμου της μεταλλάχθηκε σε νοικοκυρά. 3 μππ. αυτός που έχει υποστεί μετάλλαξη: γενετικά ~ προϊόντα / σπόροι / οργανισμός. μεταλλαγή η: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταλλάσσω: ~ πρώτων υλών. (μτφ.) ψυχική / πολιτική / κοινωνική ~ = μεταβολή. μετάλλαξη η: 1 ΒΙΟΛ η μεταβολή των γενετικών χαρακτηριστικών κυττάρου ή οργανισμού. 2 ριζική μεταβολή: ~ της εταιρικής δομής.

μεταλλείο το: το μέρος όπου γίνεται συστηματική εξαγωγή από τη γη ορυκτών ή μεταλλευμάτων: ~ χρυσού. μετάλλευμα το: ορυκτό με υψηλή περιεκτικότητα σε ένα ή περισσότερα μέταλλα: περιοχή πλούσια σε μεταλλεύματα χαλκού.

μετάλλιο το: μικρή κυκλική μεταλλική πλάκα με έμβλημα ή γράμματα, το οποίο απονέμεται συνήθως σε τελετή για αξιέπαινη επίδοση ή πράξη: Πήρε το χρυσό ~ στη σφαιροβολία.

μέταλλο η: 1 ΧΗΜ χημικό στοιχείο με χαρακτηριστική λάμψη, μεγάλο ειδικό βάρος και αυξημένη αντοχή, που αποτελεί καλό αγωγό του ηλεκτρισμού και σχηματίζει οξείδια, όταν ενώνεται με οξυγόνο αμέταλλο: Ο χαλκός κι ο σίδηρος είναι μέταλλα. 2 (συνεκδ.) υλικό που έχει ως βασικό συστατικό κπ μέταλλο ή μείγμα μετάλλων: Η βέργα ήταν φτιαγμένη από ~. μεταλλικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι φτιαγμένος από ή περιέχει μέταλλο = μετάλλινος: ~ εξάρτημα / επιφάνεια. 2 αυτός που μοιάζει με μέταλλο στη λάμψη: ~ χρώμα. μετάλλινος -η -ο: μεταλλικός.

μεταμελούμαι: (αμτβ.) νιώθω ντροπή και έντονη λύπη, συναισθανόμενος κτ κακό που έκανα = μετανοώ, μετανιώνω: Στο δικαστήριο εμφανίστηκε μεταμελημένος για την πράξη του. μεταμέλεια η: δείχνω ~. έμπρακτη / βαθιά / ειλικρινής ~.

μεταναστεύω: (αμτβ.) φεύγω από τον τόπο που μένω και εγκαθίσταμαι αλλού = ξενιτεύομαι, μετοικώ: ~ στη Γερμανία, για να βρω δουλειά. Το φθινόπωρο τα χελιδόνια μεταναστεύουν σε θερμότερες χώρες. = αποδημώ. μετανάστευση η. μετανάστης ο, -τρια η: πρόσωπο που έχει φύγει από τον τόπο του με σκοπό να βρει εργασία αλλού: οικονομικός ~. μεταναστευτικός -ή -ό: ~ κύμα / πολιτική.

μετανιώνω: (αμτβ.) λυπάμαι για κτ που έχω κάνει και γι' αυτό αλλάζω γνώμη: Μετάνιωσε που έφυγε και ξαναγύρισε. ~ για την ανάρμοστη συμπεριφορά μου. = μεταμελούμαι, μετανοώ.

μετανοώ: (αμτβ.) αναγνωρίζω λάθος που έχω κάνει και λυπάμαι γι' αυτό = μεταμελούμαι, μετανιώνω: Δείχνει να έχει μετανοήσει για τις αμαρτίες του. μετάνοια η: 1 η ενέργεια του μετανοώ = μεταμέλεια. 2 ΕΚΚΛ η κίνηση που κάνει κπ λυγίζοντας τα γόνατα και το σώμα ως ένδειξη ευλάβειας προς το θείο, συνήθως μπροστά σε εικόνα: Πριν προσκυνήσει, έκανε τρεις μετάνοιες. 3 ΕΚΚΛ η εξομολόγηση.

μετάξι το: η ίνα που παράγεται από μεταξοσκώληκες, και (συνεκδ.) πολύ λείο, απαλό και γυαλιστερό ύφασμα ή ρούχο που παρασκευάζεται από τη συγκεκριμένη ύλη: Ο βασιλιάς ήταν πάντα ντυμένος στα μετάξια. = μεταξωτό. μεταξένιος -α -ο: 1 αυτός που έχει κατασκευαστεί από μετάξι = μεταξωτός: ~ ρούχο. 2 (μτφ.) αυτός που έχει την υφή μεταξιού ή δίνει τέτοια αίσθηση: ~ απαλότητα / μαλλιά. μεταξωτός -ή -ό: μεταξένιος (σημ. 1). μεταξωτό το & μεταξωτά τα: μεταξωτά ρούχα. μεταξουργείο το: εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού. μεταξουργός ο, η: πρόσωπο που ασχολείται με την κατεργασία του μεταξιού.

μεταξύ (πρόθ.): (+γεν.) δηλώνει 1 το διάστημα που ορίζεται από δύο τοπικά ή χρονικά σημεία, καταστάσεις, επίπεδα κτλ: ~ γραφείου και σπιτιού. ~ δέκα και δώδεκα το πρωί. Είναι καλός μαθητής, ~ 18 και 19. εν τω / στο ~: στο ίδιο χρονικό διάστημα με κτ άλλο. 2 σχέση, ομοιότητα, διαφορά, αλληλοπάθεια: Ποια η διαφορά ~ αυτού κι εκείνου; Αγαπιούνται πολύ ~ τους. 3 σύνδεση δύο εναλλακτικών πραγμάτων, καταστάσεων κτλ.: Είμαι ~ του να φύγω ή να κάτσω. 4 σύνολο ομοειδών πραγμάτων, ανθρώπων κτλ. στο οποίο συμπεριλαμβάνεται κτ ή κπ: Είμαστε ~ φίλων.

μεταπείθω αόρ. μετέπεισα, παθ. αόρ. μεταπείστηκα, μππ. μεταπεισμένος: (μτβ.) πείθω κπ να αλλάξει γνώμη: Με μετέπεισαν και δεν έφυγα τελικά.

μεταποιώ -ούμαι: (μτβ.) κάνω κπ αλλαγές στην αρχική μορφή, στο σχήμα κτλ.: ~ ρούχα / έπιπλα. = επιδιορθώνω. μεταποίηση η: 1 η ενέργεια του μεταποιώ: ~ ρούχων. 2 ΟΙΚΟΝ η επεξεργασία πρώτων υλών για την κατασκευή άλλων αγαθών: Επιδοτούνται επιχειρήσεις ~, όπως εργοστάσια παραγωγής τροφίμων. μεταποιητικός -ή -ό.

μεταπολίτευση η: 1 αλλαγή πολιτεύματος. 2 ΙΣΤ στην ελλ. ιστορία η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία το 1974. μεταπολιτευτικός -ή -ό.

μετάπτωση η: 1 απότομη μεταβολή, συνήθως προς το χειρότερο: ψυχολογικές / καιρικές μεταπτώσεις. 2 ΓΛΩΣΣ μεταβολή που παρουσιάζει το φωνήεν της ρίζας ή των προσφυμάτων μίας λέξης (αποστέλλω - αποστολή). glass σχ. αλείφω. μεταπτωτικός -ή -ό.

μεταπωλώ -ούμαι & -πουλώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) πουλώ κτ, κυρίως εμπόρευμα, που έχω αγοράσει: ~ ξένης προέλευσης ρούχα σε Έλληνες καταστηματάρχες. μεταπώληση η. μεταπωλητής ο, -ήτρια η.

μεταρρυθμίζω -ομαι: (μτβ.) αλλάζω την οργάνωση, τη λειτουργία, τον χαρακτήρα ή τη σύσταση κπ πράγματος με σκοπό να το βελτιώσω: Η κυβέρνηση θα μεταρρυθμίσει το εκλογικό σύστημα. = μετασχηματίζω, αναδιοργανώνω. μεταρρύθμιση η: 1 η ενέργεια του μεταρρυθμίζω: πολιτική / εκπαιδευτική / γλωσσική ~.=μετασχηματισμός, αναδιοργάνωση. 2 ΕΚΚΛ θρησκευτικό κίνημα του 16ου αιώνα που οδήγησε στην ίδρυση προτεσταντικών Εκκλησιών. μεταρρυθμιστής ο, -ίστρια η: 1 πρόσωπο που κάνει μεταρρυθμίσεις. 2 οπαδός του θρησκευτικού κινήματος της Μεταρρύθμισης. μεταρρυθμιστικός -ή -ό.

μετασχηματίζω -ομαι: (μτβ.) αλλάζω το σχήμα, τη δομή ή την οργάνωση κπ πράγματος: Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο ~ τη δομή της εταιρείας. = μεταρρυθμίζω, αναδιοργανώνω. μετασχηματισμός ο: 1 η αλλαγή σχήματος ή δομής: πολιτικός / εκπαιδευτικός ~ = μεταρρύθμιση, αναδιοργάνωση. 2 ΗΛΕΚΤΡΟΛ η αλλαγή συστήματος μεταβαλλόμενης τάσης και έντασης σε άλλο αντίστοιχο σύστημα για την παραγωγή ενέργειας. μετασχηματιστής ο: ΗΛΕΚΤΡΟΛ συσκευή που αλλάζει την τάση του εναλλασσόμενου ρεύματος.

μετατάσσω -ομαι: (μτβ.) μετακινώ δημόσιο υπάλληλο σε κενή θέση άλλου κλάδου του δημοσίου: Μετατάχθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος στο Υπουργείο Οικονομικών. μετάταξη η.

μετατρέπω -ομαι αόρ. μετέτρεψα, παθ. αόρ. μετατράπηκα: (μτβ.) 1 κάνω κτ ή κπ διαφορετικό σε χαρακτήρα, ιδιότητες, μορφή κτλ: Για να μετατραπεί το κρασί σε ξύδι, χρειάζεται ειδική επεξεργασία = μεταβάλλω, αλλάζω. 2 ανταλλάσσω με ίσης αξίας νόμισμα. μετατροπή η. μετατροπέας ο: ΗΛΕΚΤΡΟΛ συσκευή που αλλάζει τις ιδιότητες υλικού, ενέργειας κτλ. μετατρέψιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να αλλάξει, να μετατραπεί: ~ ποινή.

μεταφέρω -ομαι αόρ. μετέφερα, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα: (μτβ.) 1 φέρω κτ ή κπ από έναν τόπο σε άλλον: ~ αγαθά / επιβάτες = μετακινώ. ~ ειδήσεις = γνωστοποιώ, μεταδίδω. 2 (για χρήματα ή ακίνητη περιουσία) μεταβιβάζω σε άλλον λογαριασμό ή στο όνομα του νέου ιδιοκτήτη. 3 μεταφράζω ή διασκευάζω βιβλίο σε σενάριο ταινίας. μεταφορά η: 1 η ενέργεια του μεταφέρω: ~ προϊόντων / χρηματικού ποσού / θεατρικού έργου στη σκηνή. θαλάσσιες / εναέριες ~. 2 ΓΛΩΣΣ σχήμα λόγου κατά το οποίο κτ δεν αναφέρεται με την κυριολεκτική του σημασία κυριολεξία. μεταφορέας ο: 1 πρόσωπο ή εταιρεία που αναλαμβάνει μεταφορές. 2 μηχάνημα για μεταφορά, κυρίως φορτίων. μεταφορικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε ή χρησιμοποιείται για μεταφορά: ~ έξοδα / μέσα. ~ χρήση μιας λέξης κυριολεκτικός. μεταφορικά τα: κόστος μεταφοράς. μεταφορικά (επίρρ., στη σημ. 2) κυριολεκτικά.

μεταφράζω -ομαι αόρ. μετέφρασα, παθ. αόρ. μεταφράστηκα: (μτβ.) αποδίδω κείμενο ή ομιλία σε άλλη γλώσσα: ~ από τα Ελληνικά στα Αγγλικά. μετάφραση η: το να μεταφράζει κπ κτ και αυτό που προκύπτει: ελεύθερη / πιστή ~. μεταφραστής ο, -άστρια η. μεταφραστικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε ή προκύπτει από μετάφραση: ~ έξοδα / λάθη. ~ δάνειο: κατά λέξη απόδοση ξένης λέξης (ουρανοξύστης από το αγγλ. sky-scraper). glass δάνειο.

μεταχειρίζομαι: (μτβ.) 1 φέρομαι σε κπ ή κτ με ορισμένο τρόπο: ~ κπ με ευγένεια / σαν σκουπίδι = αντιμετωπίζω, συμπεριφέρομαι. 2 χρησιμοποιώ = εφαρμόζω: Μεταχειρίστηκε βία, για να τον μεταπείσει. μεταχειρισμένο αυτοκίνητο / έπιπλο. μεταχείριση η.

μετεγγράφω -ομαι: (μτβ.) εγγράφω σπουδαστή σε άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή τμήμα από αυτό που φοιτούσε: Μετεγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Πάτρας. μετεγγραφή η. glass σχ. μετεγγράφω.

μετεκπαιδεύω -ομαι: (μτβ.) παρέχω σε κπ ειδική συμπληρωματική εκπαίδευση, εκτός από την αρχική = επιμορφώνω: Έχει μετεκπαιδευτεί στις νέες χειρουργικές μεθόδους. μετεκπαίδευση η.

μετεξεταστέος -α -ο: μαθητής που, για να φοιτήσει στην επόμενη τάξη, πρέπει να δώσει επαναληπτικές εξετάσεις σε μαθήματα του προηγούμενου έτους στα οποία απέτυχε = επανεξεταστέος: Έμεινα ~ στη Φυσική.

μετέπειτα (επίρρ.): 1 μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα = ύστερα, κατόπιν προηγουμένως, πριν: Οι εφημερίδες έγραψαν ~ ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. 2 (& ως επίθ.) κατοπινός: Κανείς δεν προέβλεψε τις ~ εξελίξεις.

μετέχω πρτ. μετείχα, απαρ. μετάσχει: (+ σε) παίρνω μέρος σε κτ = συμμετέχω απέχω: Στον διαγωνισμό τραγουδιού μετείχαν μόνο ευρωπαϊκές χώρες. μετοχή η: 1 ΟΙΚΟΝ τίτλος που ισοδυναμεί με την αξία μέρους του κεφαλαίου μιας εταιρείας: Πούλησε τις ~ του στην εταιρεία. πέφτουν / ανεβαίνουν οι μετοχές κπ: (μτφ.) μειώνεται / αυξάνεται το κύρος κπ. 2 ΓΛΩΣΣ ρηματικός τύπος που έχει και ονοματικά χαρακτηριστικά, καθώς και ο τ. σε -οντας/-ώντας, που λειτουργεί επιρρηματικά. μετοχικός -ή -ό: 1 αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με άλλον: ~ ταμείο. 2 ΟΙΚΟΝ αυτός που σχετίζεται με ή αναφέρεται σε μετοχές ή μέτοχο εταιρείας: ~ κεφάλαιο. μετοχικά (επίρρ.). μέτοχος ο, η: κάτοχος μετοχών εταιρείας. μέτοχος -ος -ο: [επίσ.] αυτός που συμμετέχει σε κτ = κοινωνός αμέτοχος: Δεν είμαι ~ των μυστικών της.

μετέωρος -η -ο: 1 αυτός που αιωρείται, συνήθως χωρίς να κινείται: σωματίδια ~ στην ατμόσφαιρα. 2 (μτφ.) αυτός που δυσκολεύεται να αποφασίσει ή που βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής = αμφιταλαντευόμενος: Αισθάνεται ~ μεταξύ δύο λύσεων.

μετοικώ: (αμτβ.) πηγαίνω να ζήσω σε άλλον τόπο = αποδημώ, μεταναστεύω: Μετοίκησα στη Γερμανία σε αναζήτηση εργασίας. μετοίκηση & μετοικεσία η. μέτοικος ο, η: 1 πρόσωπο που μετοικεί = μετανάστης: Έλληνες μέτοικοι στην Αυστραλία. 2 ΙΣΤ στην αρχαία Ελλάδα, ξένος εγκατεστημένος σε άλλη πόλη, χωρίς πολιτικά δικαιώματα. μετοικίζω: (μτβ.) εγκαθιστώ άνθρωπο ή ομάδα ατόμων μόνιμα σε άλλον τόπο: Μετοίκισαν ξένους στα μέρη μας. μετοίκιση η.

μετριοπαθής -ής -ές: αυτός που αποφεύγει τις ακρότητες (πολιτικές, συναισθηματικές κτλ) = ήπιος, διαλλακτικός ακραίος, φανατικός: ~ στάση / πολιτικός. glass σχ. αγενής. μετριοπαθώς (επίρρ.). μετριοπάθεια η.

μέτριος -α -ο: αυτός που έχει μέσες διαστάσεις, αξία, ένταση κτλ.: ~ ύψος. ~ άνεμος / επαγγελματίας. ~ επίδοση / εμφάνιση. μέτρια & [επίσ.] μετρίως (επίρρ.). μετριότητα η: 1 η ιδιότητα του μέτριου 2 πρόσωπο μέτριας αξίας. μετριάζω -ομαι: (μτβ.) μικραίνω ή λιγοστεύω κτ για να γίνει κανονικό.

μέτρο το: 1 οποιαδήποτε μονάδα χρησιμοποιείται για τη μέτρηση φυσικών μεγεθών. 2 (ειδικότ.) η μονάδα μέτρησης α. μήκους, πλάτους και ύψους: Ο φράχτης έχει μήκος δεκαπέντε ~ και ύψος δύο. β. εμβαδού: τετραγωνικό ~. γ. όγκου: κυβικό ~. 3 (συνεκδ.) όργανο μέτρησης μήκους, συνήθως με τη μορφή ταινίας με αριθμημένες υποδιαιρέσεις = μεζούρα, μετροταινία, ταινία. 4 το κριτήριο με βάση το οποίο αξιολογεί κπ πράγματα, καταστάσεις κτλ: Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια ~ περί ηθικής. 5 τα όρια του φυσιολογικού, το μη ακραίο ή υπερβολικό: Διασκεδάζει με ~. 6 ΦΙΛΟΛ ρυθμός ποιήματος ή στίχου, που προκύπτει από τον συνδυασμό τονισμένων και άτονων συλλαβών: ιαμβικό / δακτυλικό ~. 7 συνήθ. πληθ. σειρά συντονισμένων ενεργειών, συνήθως από επίσημο φορέα, για την αντιμετώπιση προβλήματος: Η κυβέρνηση έλαβε ~ ενάντια στη φοροδιαφυγή.

μετρώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) υπολογίζω το πλήθος των μελών ενός συνόλου: ~ τους μαθητές πριν μπουν στα λεωφορεία. 2 (μτβ.) υπολογίζω κπ μέγεθος (διαστάσεις, ποσότητα, ένταση κτλ.): ~ την πίεση. Θα μετρήσω τον χρόνο που θα κάνεις μέχρι να έρθεις. ~ τις δυνάμεις μου: υπολογίζω αν είμαι σε θέση να κάνω κτ. 3 (αμτβ.) λέω τους αριθμούς με τη σειρά (συνήθως από το ένα): ~ μέχρι το 20 και μετά σας ψάχνω. 4 (αμτβ.) είμαι σημαντικός, έχω αξία: Το μόνο που μετρά για εκείνη είναι τα λεφτά. 5 α. (μτβ.) θεωρώ κτ έγκυρο: Ο διαιτητής δε μέτρησε το γκολ. β. (αμτβ.) θεωρούμαι έγκυρος: Το καλάθι δε μέτρησε. μετρημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από μέτρο (σημ. 5): ~ συμπεριφορά / δηλώσεις / έξοδα. 2 αυτός που έχει καταμετρηθεί: ~ ψήφοι. 3 αυτός που δεν υπάρχει σε μεγάλο αριθμό: ~ ήταν οι τουρίστες στα νησιά φέτος = λιγοστός, περιορισμένος πολυάριθμος, αμέτρητος. ~ στα δάχτυλα (του ενός χεριού): ~ ήταν οι μέρες ζωής που του απόμεναν. μέτρηση η & μέτρημα το: το να μετράει κπ κτ και το αποτέλεσμα: Οι μετρήσεις τους είναι αναξιόπιστες. Μη μου μιλάς, χάνω το ~. μετρητής ο: 1 ΗΛΕΚΤΡΟΛ ΜΗΧΑΝ συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μεγεθών ή κατανάλωσης: ~ χιλιομέτρων = κοντέρ. ~ νερού = ρολόι. 2 πρόσωπο που (του έχει ανατεθεί να) κάνει μετρήσεις. μετρητά τα: χρήματα που έχει κπ διαθέσιμα μαζί του ή στην τράπεζα = ρευστό: Θα πληρώσετε με ~ ή με πιστωτική κάρτα; τοις μετρητοίς: με μετρητά επί πιστώσει. μετρήσιμος -η -ο.

μέτωπο το: 1 το μέρος του ανθρώπινου προσώπου από τα φρύδια ως εκεί όπου αρχίζουν τα μαλλιά: μεγάλο / πλατύ ~. έχω καθαρό ~: είμαι τίμιος. 2 ζώνη πολεμικής σύγκρουσης, και ειδικ. οι θέσεις της πρώτης γραμμής: Κατέρρευσε το ~. κατά ~ επίθεση (κατευθείαν εμπρός). (μτφ.) Το ~ της πυρκαγιάς αναζωπυρώθηκε. 3 συμμαχία προσώπων ή δυνάμεων, κυρίως πολιτικών, με κοινό στόχο: λαϊκό / αγωνιστικό / απελευθερωτικό ~. μετωπικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στο μέτωπο (σημ. 1) = μετωπιαίος. 2 αυτός που συμβαίνει κατά μέτωπο: ~ αντιπαράθεση / σύγκρουση οχημάτων. μετωπικά (επίρρ.). μετωπιαίος -α -ο.

μέχρι & [προφ.] μέχρις (πρόθ.): δηλώνει 1 (+ αιτ. / επίρρ. / να / που) χρονικό ή τοπικό όριο = ίσαμε, έως: ~ αύριο πρέπει να παραδώσω την εργασία. Θα συνεχίσω ~ να φτάσω στο τέρμα. = ωσότου, ώσπου. 2 (+ αιτ.) όριο ποσότητας, ποσού κτλ. = έως: Ο γιατρός τής επιτρέπει ~ δύο ποτήρια κρασί την εβδομάδα. 3 (+ πτώση του υποκ.) ιδιότητα, κατάσταση κτλ. στην οποία φτάνει κπ: Έφτασε ~ διευθυντής. μέχρις ότου: (ως σύνδ.) εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο διακόπτει τη διάρκεια άλλου γεγονότος = ωσότου, ώσπου.  glass  πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων.

μη1 & μην1 (επίρρ.): δηλώνει 1 (με ρηματικούς τ. που συνεκφέρονται με τα ας & να) α. άρνηση, αποτροπή: ~ τρέχεις, περπάτα σιγά! Ας ~ παίξουμε άλλο! Ελπίζω να ~ ήρθα άδικα ως εδώ. Προσπάθησα να ~ μάθει κανείς την αλήθεια. β. ευχή να μη γίνει κτ: Μακάρι να ~ σ' έβλεπα! 2 μόνο ο τ. μη (με ονοματικούς τ. ή τη μτχ. ενεργ. ενστ.) αντίθεση προς τη σημασία της λέξης που συνοδεύει: ~ βία / κυβερνητική οργάνωση. ~ λέγοντας τι θέλεις, δεν πρόκειται ποτέ να το αποκτήσεις! θέλοντας και ~: με το ζόρι, αναγκαστικά. μη το: συνήθ. πληθ. απαγόρευση, άρνηση: Τα πολλά ~ θεωρούνται πλέον αντιπαιδαγωγικά. μη2 & μην2 (σύνδ.): μήπως.

μηδαμινός -ή -ό: 1 αυτός που υπάρχει σε πολύ μικρή ποσότητα = ελάχιστος, αμελητέος: ~ έξοδα / πιθανότητες. 2 (μτφ.) αυτός που δεν αξίζει να ασχοληθεί κπ μαζί του = ασήμαντος: ~ αιτία / αποτέλεσμα. μηδαμινά (επίρρ.).

μηδέ (σύνδ.): [λαϊκ.] (σπάν.) μήτε.

μηδέν το: 1 ΜΑΘ ο αριθμός 0 που δεν αντιπροσωπεύει καμία ποσότητα ή μέγεθος: Εφτά μείον ~ ίσον εφτά. 2 το τίποτα, η απόλυτη ανυπαρξία: Οι συνομιλίες άρχισαν από το ~ μετά τον πόλεμο. 3 (μτφ.) κτ ή κπ που δεν αξίζει: Αν και καλλιεργημένος, στη συμπεριφορά του είναι ~! μηδενίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ ίσο με μηδέν, μειώνω στο ελάχιστο: ~ θερμοκρασία / δαπάνες / αποστάσεις / υποχρεώσεις = εκμηδενίζω. 2 αξιολογώ κτ με μηδέν: Μηδένισε τα γραπτά τους, γιατί αντέγραψαν. μηδενικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει λάβει ως τιμή το μηδέν: ~ απόσταση / βαθμολογία. 2 αυτός που δεν αξίζει = τιποτένιος, ασήμαντος: ~ επίδοση / προσπάθεια. μηδενικό το: το μηδέν.

μήκος το: 1 η απόσταση μεταξύ δύο σημείων = μάκρος: ~ δρόμου / επίπλου. 2 η μεγαλύτερη από τις οριζόντιες διαστάσεις φυσικού αντικειμένου πλάτος: Μέτρησα το ~ της πρόσκλησης, για να διαλέξω φάκελο που να χωρά. 3 ΓΕΩΓΡ γεωγραφικό ~: το μήκος τόξου που σχηματίζεται από τον μεσημβρινό κπ τόπου με τον μεσημβρινό του Γκρήνουιτς.

μήνας ο γεν. & [επίσ.] μηνός: 1 χρονική περίοδος που αντιστοιχεί σε 30 ή 31 ημέρες. 2 καθεμία από τις δώδεκα υποδιαιρέσεις του ημερολογιακού έτους. μηνιαίος -α -ο: αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή αντιστοιχεί σε έναν μήνα: ~ δαπάνη / περιοδικό. μηνιαία & [επίσ.] -ως (επίρρ.).

μήνυμα το: 1 (γραπτή ή προφ.) είδηση που μεταφέρεται σε κπ: Μου έστειλε ~ να πάω σπίτι του. = ειδοποίηση, παραγγελία. Ο στρατιώτης έφερε το ~ της ήττας = μαντάτο, [επίσ.] άγγελμα. 2 (μτφ.) οτιδήποτε εκφράζει ένα έργο, κατάσταση, εποχή κτλ.: Αυτό το έργο περνάει ένα ~ αισιοδοξίας. 3 επίσημος λόγος ή χαιρετισμός σημαντικού προσώπου με αφορμή εορτασμό, εκδήλωση κτλ: Ο πρωθυπουργός απηύθυνε ~ στον λαό. μηνώ & -άω -ιέμαι: [λαϊκ.] στέλνω είδηση σε κπ.

μήνυση η: ΝΟΜ καταγγελία αξιόποινης πράξης με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης = έγκληση: καταθέτω / υποβάλλω ~. μηνύω: ΝΟΜ (μτβ.) κάνω μήνυση σε κπ: Τον μήνυσε για κλοπή. μηνυτήριος -α -ο: ~ αναφορά. μηνυτής ο, μηνύτρια η: ΝΟΜ αυτός που κάνει μήνυση σε κπ.

μήπως (σύνδ.): εισάγει 1 ερώτηση ολικής άγνοιας: Ρώτησε ~ πάω μαζί του. ~ θέλεις να βγούμε; 2 πρόταση που δηλώνει κτ που φοβόμαστε, ελπίζουμε κτλ. να συμβεί: Σκέφτομαι ~ αγοράσω καινούριο σπίτι.

μήτε (σύνδ.): = ούτε 1 συνδέει αρνητικές προτάσεις, φράσεις ή λέξεις: ~ ήρθε ~ μας τηλεφώνησε. ~ καλός είναι ~ κακός. 2 χρησιμοποιείται για να δώσουμε έμφαση σε μια αρνητική πρόταση: ~ να μας χαιρετήσει δεν ήθελε!

Το ούτε έχει την ίδια σημ. με το μήτε, αλλά χρησιμοποιείται συχνότερα.

μητέρα η & γεν. [επίσ.] μητρός: = [οικ.] μάνα, μαμά 1 η γυναίκα που έχει γεννήσει ή υιοθετήσει παιδιά. 2 το θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει μικρά: σκυλάκια που έχουν χάσει τη ~ τους. 3 (μτφ.) καθετί από το οποίο γεννιέται, δημιουργείται κτ: ~ φύση. H αρχαία Αθήνα είναι ~ του θεάτρου. μητρικός1 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη μητέρα: ~ αγάπη. ~ γλώσσα: ΓΛΩΣΣ η γλώσσα που κατακτά κανείς φυσικά, ως παιδί δεύτερη / ξένη ~. μητρικά (επίρρ.).

μήτρα η: 1 ΑΝΑΤ γεννητικό όργανο των θηλυκών θηλαστικών, μέσα στο οποίο συλλαμβάνεται και αναπτύσσεται το έμβρυο. 2 (μτφ.) χώρος γέννησης ιδεών, πολιτισμών κτλ.: Η αρχαία Ελλάδα είναι η ~ των ανθρωπιστικών αξιών. 3 κοίλο σώμα ορισμένου σχήματος, μέσα στο οποίο στερεοποιείται υγρό υλικό και που χρησιμεύει ως καλούπι = καλούπι, εκμαγείο. μητρικός2 -ή -ό.

μητρόπολη η: 1 έδρα και περιοχή ευθύνης του μητροπολίτη και (συνεκδ.) το κτίριο όπου στεγάζεται. 2 η πιο μεγαλοπρεπής εκκλησία μιας πόλης, συνήθως αφιερωμένη στον πολιούχο άγιο, στην οποία λειτουργεί συχνά ο μητροπολίτης. 3 ΙΣΤ αρχαία πόλη ή νεότερο κράτος που έχει ιδρύσει αποικίες: Οι αγγλικές αποικίες διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τη ~. 4 (μτφ.) πόλη που αποτελεί σημαντικό πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτιστικό κτλ. κέντρο: Το Παρίσι είναι η ~ της σύγχρονης μόδας. μητροπολίτης ο: επίσκοπος, ο οποίος είναι επικεφαλής μητρόπολης. μητροπολιτικός -ή -ό.

μητρώο το: κατάλογος, συνήθως με στοιχεία προσώπων, που τηρείται κυρίως από επίσημους φορείς: ~ αρρένων. ποινικό ~: οι ποινές που έχουν επιβληθεί σε κπ: Έχει λευκό ποινικό ~: δεν του έχει επιβληθεί καμία ποινή.

Από το ΑΕ Μητρῷον, ναό της Κυβέλης, μητέρας των θεών, στην αρχαία Aθήνα όπου φυλάσσονταν τα δημόσια αρχεία της πόλης.

μηχανή η: 1 ΦΥΣ ειδική τεχνική κατασκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή έργου: ~ που λειτουργεί με ηλεκτρισμό. = μηχάνημα. Αγόρασα ψηφιακή φωτογραφική ~. από μηχανής θεός: (μτφ.) κπ ή κτ που με την ξαφνική παρέμβασή του δίνει λύση σε αδιέξοδη κατάσταση. 2 κινητήρας οχήματος: Χάλασε η ~ του αυτοκινήτου. 3 μηχανοκίνητο όχημα με δύο τροχούς = μοτοσικλέτα: ~ μεγάλου κυβισμού. 4 (μτφ.) οργανωμένο σύνολο προσώπων, υπηρεσιών κτλ. = μηχανισμός: Η κινητοποίηση της κρατικής ~ στον πρόσφατο σεισμό ήταν άμεση. μηχανάκι το: 1 μηχανή (σημ. 3) μικρού κυβισμού. 2 μικρή μηχανή. μηχάνημα το: τεχνολογική κατασκευή με κατάλληλα εξαρτήματα για ορισμένη εργασία: Η εταιρεία έχει σύγχρονα ψυκτικά ~. μηχανικός -ή -ό. μηχανικά (επίρρ.). μηχανικός ο, η: ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη και την επίβλεψη εργασιών κατασκευής ή συντήρησης μηχανημάτων, κατασκευαστικών έργων κτλ.: ~ αεροσκαφών. πολιτικός / ηλεκτρολόγος ~. μηχανισμός ο: 1 τμήμα μηχανικής κατασκευής με συγκεκριμένη λειτουργία: Η αστυνομία εξουδετέρωσε έναν πολύπλοκο εκρηκτικό ~. 2 μηχανή (σημ. 4).

μηχανορραφώ: (αμτβ.) σχεδιάζω ή κάνω ενέργειες με δόλιο και ύπουλο τρόπο = δολοπλοκώ, ραδιουργώ: Τα στελέχη ~ κατά της ηγεσίας του κόμματος. μηχανορραφία η: πονηρό και δόλιο σχέδιο ή ενέργεια = σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία. μηχανορράφος ο, η.

Από το ΑΕ μηχανορραφῶ, σύνθετο από το ουσ. μηχανή + θέμα ραφ- του ρ. ῥάπτω. Για τον διπλασιασμό του -ρ- glass σχ. ισορροπία.

μιαίνω -ομαι: (μτβ.) μολύνω κτ ή κπ ηθικά: Με την ανόσια πράξη του ~ το όνομα της οικογένειας. μίασμα το. μιαρός -ή -ό.

μιγάς ο, η & μιγάδα η: πρόσωπο που έχει γεννηθεί από γονείς διαφορετικής φυλής. μιγαδικός -ή -ό: ΜΑΘ ~ αριθμός: αριθμός που αποτελείται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες. glass  σχ. μείγμα.

Από το ελνστ. μιγάς (από το μείγνυμι) «μισός ξένος & μισός Έλληνας».

μιζέρια η: 1 η μεγάλη φτώχεια: Οι άνθρωποι στις παραγκουπόλεις της Βραζιλίας ζουν μέσα στη ~. 2 κακομοιριά, τσιγκουνιά: Η εμφάνισή του δείχνει ~ και κακογουστιά.

μικρόβιο το: ΒΙΟΛ οργανισμός, συνήθως μονοκύτταρος, ορατός με μικροσκόπιο, που προκαλεί ζυμώσεις ή ασθένειες. = μικροοργανισμός. μικροβιακός -ή -ό.

μικροπρεπής -ής -ές: αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο μειωτικό προς τους άλλους και όχι όπως πρέπει = αναξιοπρεπής αξιοπρεπής. glass σχ. αγενής. μικροπρεπώς (επίρρ.). μικροπρέπεια η: μικροπρεπής στάση, συμπεριφορά = μικρότητα.

μικρός -ή -ό: αυτός που έχει περιορισμένο μέγεθος, διαστάσεις, ηλικία, ποσότητα, ένταση, αξία κτλ. μεγάλος: ~ κουτί / δωμάτιο / σπίτι. Είσαι ακόμα πολύ ~ για να βγάλεις δίπλωμα. Το αυτοκίνητο πηγαίνει σιγά, με ~ ταχύτητα. μικραίνω αόρ. μίκρυνα: 1 (αμτβ.) γίνομαι πιο μικρός μεγαλώνω: Είναι Δεκέμβριος κι έχει μικρύνει η μέρα. 2 (μτβ.) κάνω ή δείχνω κτ μικρότερο: Μου ~ λίγο τη φούστα; = στενεύω. Το νέο κούρεμα σε ~. μεγαλώνω.

μικροσκόπιο το: όργανο το οποίο μεγεθύνει αντικείμενα που δε φαίνονται με γυμνό μάτι. μικροσκοπικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι τόσο μικρός, ώστε να τον βλέπεις μόνο με μικροσκόπιο. 2 αυτός που είναι πολύ μικρός: Αυτό το κείμενο δε διαβάζεται, είναι γραμμένο με ~ γράμματα.

μικρότητα η: μικροπρεπής ενέργεια ή συμπεριφορά = μικροπρέπεια.

μικρόφωνο το: συσκευή που βοηθά ή επιτρέπει τη μαγνητοφώνηση ή ενίσχυση ήχων. μικροφωνικός -ή -ό.

μίλι το: μονάδα μήκους μεγάλων αποστάσεων.

μιλώ & -άω -ιέμαι: 1 (αμτβ.) λέω λέξεις, εκφράζομαι προφορικά ή έχω την ικανότητα της ομιλίας: Θα μιλήσω με θάρρος. Μη ~, δε σε ρώτησε κανείς! Το μωρό μίλησε! ~ μια γλώσσα: τη γνωρίζω καλά: ~ τρεις γλώσσες. 2 (αμτβ.) αναφέρομαι σε κτ ή κπ: Στο μυθιστόρημά του ~ για τη μικρασιατική καταστροφή. 3 (μτβ.) συμβουλεύω: Να του μιλήσεις, μήπως βάλει μυαλό! 4 (αμτβ.) ανταλλάσσω λόγια με κπ = κουβεντιάζω, συζητώ: Θα μιλήσουμε το βράδυ στο τηλέφωνο. μιλιά η: [οικ.] η ικανότητα κπ να μιλάει: Έχασε τη ~ του από το ξάφνιασμα! δε βγάζω ~: δε λέω τίποτα. μίλημα το: η ενέργεια του μιλώ, κυρ. [οικ.] στη σημ. 3. μιλητός -ή -ό. μιλητό το: μίλημα.

Από το ελνστ. ὁμιλῶ «συναναστρέφομαι».

μιμούμαι: (μτβ.) 1 συμπεριφέρομαι, μιλάω ή ενεργώ όπως κπ άλλος: Αυτός ο μαθητής ~ τέλεια τον γυμνασιάρχη. 2 υιοθετώ, χρησιμοποιώ κπ ως πρότυπο: Πολλοί νέοι ποιητές ~ δημιουργικά τον Ελύτη. μίμηση η. μιμητής ο, -ήτρια η. μιμητικός -ή -ό: 1 αυτός που μιμείται: O άνθρωπος πάνω απ' όλα είναι ~ ον. 2 αυτός που έχει σχέση με τη μίμηση: Έχει τέτοια ~ ικανότητα, που μας εξέπληξε όλους. μιμητισμός ο. μίμος ο: πρόσωπο που μιμείται, κυρίως επαγγελματικά.

μισαλλοδοξία η: μίσος και προκατάληψη απέναντι σε κπ που έχει αντίθετη ιδεολογία ή απόψεις: Είμαι ενάντιος σε κάθε φανατισμό, δογματισμό και ~. μισαλλόδοξος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία.

Από το μισώ + αλλόδοξος (< ΑΕ ἄλλος + δόξα «γνώμη» < δοκῶ «πιστεύω»).

μισθός ο: μηνιαία συνήθως χρηματική αμοιβή ενός εργαζόμενου: Με προσέλαβαν με βασικό ~ 1.000 ευρώ. = αποδοχές. μισθωτός -ή -ό: αυτός που προσφέρει εργασία σε κπ με ορισμένη αμοιβή. μισθωτός ο: εργαζόμενος που πληρώνεται με καθορισμένο μηνιαίο μισθό.

μισθώνω -ομαι: (μτβ.) 1 νοικιάζω την κινητή ή ακίνητη περιουσία κπ για να τη χρησιμοποιήσω: Ψάχνω να μισθώσω έναν χώρο κατάλληλο για κατάστημα. 2 προσλαμβάνω κπ για συγκεκριμένη εργασία με καθορισμένη αμοιβή: Μίσθωσα συνεργείο για τον καθαρισμό του χώρου. μίσθωση η: ΝΟΜ σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο νοικιάζει σε κπ, για καθορισμένο χρόνο και ορισμένο ποσό, κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία. μίσθωμα το: ΝΟΜ χρηματικό ποσό μίσθωσης. μισθωτής ο, -τρια η ΝΟΜ. μισθωτήριο το: ΝΟΜ συμβόλαιο ή ιδιωτικό συμφωνητικό με τους όρους μιας μίσθωσης.

μισο-1 & μισό- & μισ-1: ως α΄συνθ. δηλώνει 1 (με ουσ.) το ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: μισόκιλο. 2 (με επίθ.) ότι δεν εμφανίζονται όλες οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το β΄συνθ. μόνο του: μισότρελος. 3 (με ρήματα) ότι η ενέργεια του ρήματος γίνεται σε μικρό βαθμό ή δεν ολοκληρώνεται: μισοκλείνω.


Σύνθετα με μισο-1
ένα από δύο ίσα μέρηόχι όλες οι ιδιότητεςσε μικρό βαθμό ή όχι πλήρως
μισάωρομισοπάλαβος
μισοάδειος
μισογεμάτος
μισόγυμνος
μισοκακόμοιρος
μισοκαμένος
μισόκλειστος
μισοκρυμμένος
μισόσβηστος
μισανοίγω
μισοψήνω
μισοκοιμάμαι

μισο-2 & μισ-2: ως α΄συνθ. δηλώνει αυτόν που απεχθάνεται ή μισεί ό,τι δηλώνει το β΄συνθ.: μισαλλόδοξος, μισάνθρωπος, μισέλληνας, μισογύνης.

Το α΄ συνθ. μισο-1 προέρχεται από το επίθ. μισός, ενώ το μισό-2 από το ρ. μισώ.

μισός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα τμήματα ενός συνόλου: ~ κιλό μήλα, παρακαλώ! Ήρθαν οι μισοί μαθητές στην εκδρομή. όλος. 2 αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί ή συμπληρωθεί ολόκληρος: Άφησε τη δουλειά ~ και έφυγε. 3 [μειωτ.] για έμφαση: Είναι ένας βλάκας και ~.

Από το ΑΕ ἥμισυς (glass λ.).

μισώ -ούμαι & -ιέμαι: (μτβ.) 1 νιώθω μεγάλη έχθρα για κπ αγαπώ. 2 δε μου αρέσει καθόλου κτ = απεχθάνομαι: ~ το ψέμα και την κολακεία. μίσος το: έντονο συναίσθημα έχθρας ή απέχθειας αγάπη.

μνημείο το: 1 αρχιτεκτονική δημιουργία ή γλυπτό για να τιμηθεί σημαντικό πρόσωπο ή γεγονός: Το ~ του Άγνωστου Στρατιώτη. 2 κτίριο που έχει διασωθεί από άλλες εποχές και είναι αξιόλογο από αρχαιολογική ή ιστορική πλευρά: Πρέπει να προστατεύσουμε τα αρχαία μνημεία από τη φθορά του χρόνου. 3 οποιοδήποτε σημαντικό ανθρώπινο έργο ή πράξη: Το βιβλίο αυτό αποτελεί ~ της λαογραφικής παράδοσης. μνημειώδης -ης -ες. glass σχ. αγενής.

μνήμη η: 1 η ικανότητα του εγκεφάλου να θυμάται γεγονότα, γνώσεις ή εντυπώσεις αμνησία, λήθη: καλή / κακή ~. 2 η λειτουργία και το αντίστοιχο μέρος του εγκεφάλου όπου καταγράφονται οι γνώσεις, τα γεγονότα ή οι παραστάσεις: Αυτή η σκηνή θα μείνει χαραγμένη για πάντα στη ~ τους. 3 οτιδήποτε θυμάται κπ = ανάμνηση: Είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από τον πόλεμο. αιωνία του η ~: ευχή για πρόσωπο που πέθανε. 4 ΠΛΗΡΟΦ η μονάδα του ηλεκτρονικού υπολογιστή στην οποία αποθηκεύονται προγράμματα ή αρχεία. μνημονικός -ή -ό. μνημονικό το: ικανότητα του εγκεφάλου να θυμάται. = μνήμη.

Από το ΑΕ μνήμη < μιμνήσκω «θυμίζω».

μόδα η: συλλογικός τρόπος ενδυμασίας κυρίως, αλλά και ψυχαγωγίας, σκέψης και ζωής γενικότερα, που επικρατεί για ένα διάστημα σε μια ομάδα ή κοινωνία: τελευταία λέξη της ~. είναι της / στη ~.

μοιάζω: (μτβ. + με / σε / γεν.) 1 έχω παρόμοια χαρακτηριστικά με κπ ή κτ: Στο πρόσωπο ~ της μητέρας σου. 2 φαίνομαι όμοιος με κτ: Με το ντύσιμο αυτό ~ με στρατιωτικό.

Από το ΑΕ ὁμοιάζω < ὅμοιος.

μοίρα η: 1 αυτό που πρόκειται να συμβεί στον καθένα όπως ορίζεται από ανώτερες δυνάμεις, και (συνεκδ.) οι δυνάμεις αυτές: Αν το γράφει η ~ του, θα ζήσει. = πεπρωμένο, ριζικό. Η ~ ήταν σκληρή μαζί τους. βάζω κπ ή κτ σε ίση / ίδια / δεύτερη ~ με κπ ή κτ άλλο: θεωρώ ισότιμο ή λιγότερο σημαντικό κπ ή κτ σε σχέση με κπ ή κτ άλλο. 2 ΣΤΡΑΤ μονάδα στις ένοπλες δυνάμεις: ~ του ναυτικού. 3 ΜΑΘ μονάδα μέτρησης τόξων κύκλου και γωνιών: γωνία 70 μοιρών. μοιραίος -α -ο: 1 αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα = αναπόφευκτος: Ήταν ~ να καταλήξει στη φυλακή, αφού έμπλεξε με τα ναρκωτικά. 2 αυτός που εκ των υστέρων κρίνεται ότι είχε αρνητική επίδραση σε κτ = βλαβερός, καταστρεπτικός: Ήταν ο ~ παίκτης, μια και έχασε δύο πέναλτι. 3 αυτός που ασκεί έντονη γοητεία (συχνά με αρνητ. έννοια): ~ γυναίκα. μοιραίο το: ο θάνατος: Συνέβη το ~. μοιραία (επίρρ.).

μοιράζω -ομαι: (μτβ.) 1 χωρίζω κτ σε κομμάτια: Μοίρασε σε πέντε μερίδες το φαγητό. = διαιρώ. Μοίρασε τα κέρδη με τους δύο φίλους του. 2 πηγαίνω κτ σε διάφορους παραλήπτες = διανέμω: Οι οργανώσεις μοίρασαν τρόφιμα στους σεισμόπληκτους. 3 παθ. α. κτ μου ανήκει εξίσου με κπ άλλον: Μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο. β. (μτφ., για συναισθήματα, απόψεις κτλ.) έχω κτ κοινό με κπ άλλο = συμμερίζομαι: Είμαστε χρόνια φίλες, μοιραζόμαστε όλα τα μυστικά μας. μοίρασμα το & μοιρασιά η.

Από το ελνστ. μοιρῶ < μοῖρα.

μοιρολατρία: η αντίληψη ότι τα πάντα καθορίζονται από τη μοίρα ανεξάρτητα από την προσπάθεια του ανθρώπου. μοιρολάτρης ο, -ισσα η. μοιρολατρικός -ή -ό. μοιρολατρικά (επίρρ.).

Από το μοίρα + -λάτρης (< λατρεύω). Το ουσ. μοιρολατρία γράφεται με -ία, επειδή παράγεται από το επίθ. μοιρολάτρης και όχι απευθείας από το ρ. λατρεύω (οπότε και θα γραφόταν με -εία).

μοιχεία η: [επίσ.] εξωσυζυγική σεξουαλική σχέση: Ζήτησε διαζύγιο κατηγορώντας τον σύζυγό της για ~. μοιχεύω -ομαι: [επίσ.] διαπράττω μοιχεία. μοιχός ο, μοιχαλίδα η.

μόλις1 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή με κτ άλλο ή λίγο πριν: ~ μπήκε, έβγαλε το παλτό του. μόλις2 (επίρρ.): 1 ελάχιστο χρόνο πριν, πρόσφατα ή τώρα, πολύ σύντομα: ~ (τώρα) μπήκε, δεν πρόλαβε ούτε να κάτσει. ~ (τώρα) ξεκινάει το μάθημα, ίσα που προλαβαίνετε. 2 (κυρ. στα ~ που και ~ και μετά βίας) με μεγάλη δυσκολία, ίσα που: ~ (που) φαινόταν ένα μικρό φως στην άκρη. 3 (+ αριθμ.) χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στο πόσο μικρό, λίγο, πρόσφατο κτλ. είναι κπ ή κτ: Ο θεσμός αυτός είναι ~ δύο χρονών. Έχει ύψος ~ 1,40.

μολονότι (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει κτ αντίθετο με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση = αν και, ενώ, παρόλο που, παρότι: ~ δε συμφωνώ, θα δεχθώ την πρόταση.

μολύβι το: 1 ξύλινο κυλινδρικό αντικείμενο που στο εσωτερικό του περιέχει γραφίτη ή άλλη χρωστική ουσία και χρησιμοποιείται στη γραφή, στο σχέδιο ή ως καλλυντικό: Γράφω με ~. ~ για τα μάτια / χείλη. 2 [λαϊκ.] μόλυβδος. 3 (συνεκδ.) σφαίρες: Τον γέμισαν ~. 4 (μτφ.) για οτιδήποτε βαρύ ή δυσκίνητο: Αισθανόμουν τα πόδια μου ~. μολυβένιος -α -ο: αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή το χρώμα του μοιάζει με το χρώμα του μόλυβδου: μολυβένια στρατιωτάκια.

μολύνω -ομαι: (μτβ.) 1 μεταδίδω παθογόνα μικρόβια: Ο θάνατος του νεαρού χρήστη οφείλεται στη χρήση μολυσμένης σύριγγας. 2 βρομίζω το περιβάλλον με χημικές ουσίες ή απορρίμματα: Αυτή η βιομηχανία μόλυνε τα νερά του ποταμού. 3 (μτφ.) αλλοιώνω κάτι ηθικά = σπιλώνω, κηλιδώνω: Τόσο χαμηλού επιπέδου εκπομπές ~ την παιδική αθωότητα. μόλυνση η. μολυσματικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί μόλυνση ή μεταδίδεται με τη μόλυνση: ~ ασθένεια.

μονάδα η: 1 ΜΑΘ ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός. 2 μέγεθος που χρησιμοποιείται ως βάση μέτρησης: ~ βάρους είναι το κιλό. 3 στοιχείο συνόλου ή ενιαίο σύνολο που έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα: Tο κύτταρο είναι βασική ~ ενός ζωντανού οργανισμού. 4 επιχείρηση: Θα κτιστεί στην περιοχή μας μεγάλη ξενοδοχειακή ~. 5 ΣΤΡΑΤ τμήμα στρατού ή αστυνομίας με δική του διοίκηση και η έδρα του: Υπηρετεί σε ~ πεζικού στον Έβρο. μοναδικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι ένας και μόνος, χωρίς να υπάρχει άλλος όμοιος στο είδος του: Eίναι ο ~ συγγενής που μου έμεινε. 2 αυτός που είναι ξεχωριστός, ανώτερος από τους άλλους = εξαιρετικός, απαράμιλλος: Είναι ~ ευκαιρία η αγορά αυτού του οικοπέδου.

Από το ελνστ. μονάς < μόνος.

μονάρχης ο: ανώτατος άρχοντας με κληρονομική εξουσία: Στη Ρώμη ο αυτοκράτορας ήταν απόλυτος ~. μοναρχία η: ΠΟΛ πολίτευμα κληρονομικής εξουσίας που ασκείται από ένα πρόσωπο, συνήθως βασιλιά ή αυτοκράτορα. μοναρχικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη μοναρχία ή τον μονάρχη. μοναρχικός ο, η: υποστηρικτής της μοναρχίας.

Από το ελνστ. μονάρχης < ΑΕ μοναρχῶ (μόν(ο) + ἄρχω).

μοναστήρι το: 1 το κτίριο μέσα στο οποίο ζουν μοναχοί και το αντίστοιχο σύνολο των μοναχών: Επισκεφτήκαμε το ~ του Οσίου Λουκά. 2 εκκλησία μοναστηριού: Θα βαφτίσουν τον γιο τους στο ~ του Προυσού. μοναστηριακός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με ή ανήκει σε μοναστήρι: Θα φορολογήσουν τη μεγάλη ~ περιουσία. μονή η: [επίσ.] μοναστήρι. μοναχός ο, η: πρόσωπο που απαρνήθηκε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι για να αφιερωθεί στον Θεό = καλόγερος, καλόγρια. μοναχισμός ο: οι αρχές και οι κανόνες που αναφέρονται στον τρόπο ζωής των μοναχών. μοναχικός1 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους μοναχούς: ~ τάγμα των Ιησουι- τών. μοναστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με μοναστήρι ή με μοναχό: η ~ πολιτεία του Aγίου Όρους.

Από το ελνστ. μονή < μένω.

μοναχός -ή -ό & μονάχος -η -ο: 1 αυτός που ζει ή βρίσκεται χωρίς άλλους = μόνος: Του αρέσει να ζει ~, χωρίς κανένας να τον ενοχλεί! 2 (χωρίς άρθρο & με τους αδύν. τ. της γεν. της προσωπ. αντων. σχηματίζει οριστ. αντων.) δηλώνει αυτόν που υπάρχει ή ενεργεί χωρίς τη συντροφιά, τη βοήθεια, την παρέμβαση κτλ. άλλων = μόνος: Ζει ~ του μετά τον θάνατο της γυναίκας του. ~ του αποφασίζει, δεν ακούει κανένανglass  αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. μοναχά1 & μονάχα1 (επίρρ.) = μόνο: 1 όχι περισσότερο από κπ χρονικό ή ποσοτικό όριο: Βιάζομαι, ~ πέντε λεπτά μπορώ να μείνω! 2 όχι άλλοι άνθρωποι, άλλα πράγματα, άλλες καταστάσεις κτλ.: ~ ένα ποτήρι θα πιω και μετά θα φύγω. μοναχά2 & μονάχα2 (σύνδ.): = μόνο 1 συνδέει δύο αντίθετες προτάσεις, μια καταφατική και μια αρνητική: Θέλω ~ να ξεκουραστώ και τίποτε άλλο. 2 όχι ~ .. αλλά και: εκφράζει έντονη αντίθεση: Όχι ~ δε θα σε βοηθήσω, αλλά θα σε δυσκολέψω κιόλας! 3 δηλώνει κτ το οποίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό που εκφράζει η συνδεόμενη πρόταση: Κάντε ό,τι θέλετε, ~ μη με ανακατέψετε! μοναχικός2 -ή -ό: 1 αυτός που είναι, συμβαίνει ή γίνεται χωρίς ή μακριά από άλλους: ~ σπίτι. ~ ζωή / πορεία. Πέρασε ~ παιδικά χρόνια. 2 (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να ζει μόνος: Δεν ανοίγεται εύκολα, είναι ~ άνθρωπος. μοναχικά (επίρρ.).

Το μοναχός είναι πιο δυνατό από το μόνος και δίνει πιο έντονη της αίσθηση της μοναξιάς.

μόνιμος -η -ο: προσωρινός 1 αυτός που δεν αλλάζει: ~ κάτοικος Ηρακλείου. 2 αυτός που έχει συνέχεια = διαρκής εφήμερος: Έχει μια ~ θλίψη στο βλέμμα του. 3 (για εργαζόμενους) αυτός που καλύπτει πάγιες ανάγκες, και συνεπώς δεν μπορεί να απολυθεί. έκτακτος: ~ δημόσιος υπάλληλος. μόνιμος ο, η: μόνιμος υπάλληλος. μόνιμα & μονίμως (επίρρ.): Είναι ~ καθυστερημένος. μονιμότητα η.

μονο- & μονό- & μον-: ως α΄συνθ. δηλώνει ότι κτ έχει, περιέχει ή αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο από αυτό που εκφράζει το β΄συνθ.: μονομελής, μονόκλινος.


Σύνθετα με μονο-
μονοδιάστατος
μονοετής
μονοήμερος
μονοκατοικία
μονοκινητήριος
μονόλεπτος
μονόπλευρος
μονοσέλιδος
μονοσήμαντος
μονοσύλλαβος
μονόφθαλμος
μονοψήφιος

μονόδρομος ο: 1 δρόμος όπου επιτρέπεται η κίνηση οχημάτων μόνο προς μία κατεύθυνση: Τον έγραψε η τροχαία, γιατί πήγαινε αντίθετα στον ~. 2 (μτφ.) η μοναδική επιλογή: H αύξηση των φόρων αποτελεί ~ για τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων.

μονόλογος ο: 1 μεγάλη και συνεχής ομιλία που γίνεται από ένα μόνο πρόσωπο διάλογος: Στη Βουλή δεν ακούς διάλογο, αλλά μονολόγους. θεατρικός ~. εσωτερικός ~: συνομιλία του ανθρώπου με τον εαυτό του. μονολογώ: (αμτβ.) μιλώ μόνος μου ή στον εαυτό μου = παραμιλώ.

μονομαχία η: 1 πάλη ή ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δύο προσώπων: ~ με πιστόλια / ξίφη. 2 (μτφ.) έντονη αντιπαράθεση μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων: Η ~ των δύο κορυφαίων ομάδων έληξε ισόπαλη. μονομάχος ο: 1 πρόσωπο που συμμετέχει σε μονομαχία: Οι κορυφαίοι ~ αφήνονταν ελεύθεροι από τον αυτοκράτορα της αρχαίας Ρώμης. 2 (μτφ.) αντίπαλος: οι μονομάχοι των εκλογών. μονομαχώ: (αμτβ.) συμμετέχω σε μονομαχία.

μονομερής -ής -ές: 1 αυτός που γίνεται μόνο από το ένα μέρος: Οι ΗΠΑ προχώρησαν σε ~ αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων. 2 αυτός που εξετάζει το ένα μόνο μέρος ενός θέματος = μονόπλευρος, μονοδιάστατος: ~ ανάλυσηglass σχ. αγενής. μονομερώς (επίρρ.). μονομέρεια η.

μονοπώλιο το: 1 δικαίωμα αποκλειστικής διάθεσης στην αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας από μία μόνο επιχείρηση, και (συνεκδ.) η επιχείρηση αυτή: Η πώληση αλκοολούχων ποτών στη Σουηδία είναι κρατικό ~. 2 (μτφ.) ο αποκλειστικός έλεγχος: Θεωρεί ότι έχει το ~ της εξουσίας. μονοπωλώ -ούμαι: (μτβ.) 1 εμπορεύομαι ή παρέχω ένα αγαθό ή μια υπηρεσία κατ' αποκλειστικότητα. 2 (μτφ.) έχω την αποκλειστική χρήση ή κατοχή: ~ τη συζήτηση και δεν αφήνει κανέναν να μιλήσει. μονοπωλιακός -ή -ό: ~ επιχείρηση. μονοπωλιακά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.).

μονός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελείται από ένα κομμάτι, στοιχείο, μέρος κτλ.: Θα κοιμηθούμε σε μονά κρεβάτια. διπλός. 2 ΜΑΘ (για αριθμούς) αυτός που, όταν διαιρεθεί με το δύο, αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα = περιττός άρτιος, ζυγός.

Από το ΑΕ μόνος με μετακίνηση τόνου, κατά τα επίθ. απλός, διπλός.

μόνος -η -ο: 1 αυτός που είναι ένας, που υπάρχει ή γίνεται χωρίς άλλους του ίδιου είδους: Η ~ μου ελπίδα είσαι εσύ. = μοναδικός. Νιώθει τόσο ~, χωρίς φίλους σε ξένη χώρα. = μοναχός. 2 (χωρίς άρθρο & με τους αδύν. τ. της γεν. της προσωπ. αντων. σχηματίζει αντων. οριστ.) δηλώνει αυτόν που υπάρχει ή ενεργεί χωρίς τη συντροφιά, τη βοήθεια, την παρέμβαση κτλ. άλλων = μοναχός: ~ της μένει - οι γονείς της είναι στην επαρχία. Το παιδί έμαθε να τρώει ~ του. (Από) ~ του αποφάσισε να φύγει, κανείς δεν του το είπεglass μοναχός & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. μόνο1 (επίρρ.) μοναχά: 1 όχι περισσότερο από κπ χρονικό ή ποσοτικό όριο: ~ δέκα ευρώ έχω μαζί μου. 2 όχι άλλοι άνθρωποι, άλλα πράγματα, άλλες καταστάσεις κτλ.: ~ στις τρεις μπορώ να σας δω. μόνο2 (σύνδ.): μονάχα 1 συνδέει δύο αντίθετες προτάσεις, μια καταφατική και μια αρνητική: Δε θέλω τίποτα, ~ να φύγεις! Έχασε πάλι στο παιχνίδι η ομάδα μας, ~ που αυτή τη φορά δε φταίγαμε εμείς. 2 όχι ~ … αλλά και: εκφράζει έντονη αντίθεση: Όχι ~ δεν ήρθε στο πάρτι, αλλά δεν έδωσε και καμία εξήγηση γι' αυτό. 3 δηλώνει κτ το οποίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό που εκφράζει η συνδεόμενη πρόταση: Κάντε ό,τι θέλετε, ~ μη με ανακατέψετε! μοναξιά η: η κατάσταση του ανθρώπου που είναι ή ζει μόνος, χωρίς άλλους, και το αντίστοιχο συναίσθημα.

μονότονος -η -ο: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από συνεχή επανάληψη των ίδιων τόνων, ρυθμών ή γενικά ήχων: ~ μουσική. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από συνεχή επανάληψη των ίδιων ενεργειών, καταστάσεων ή πραγμάτων = πληκτικός: Ζουν μια ~ ζωή: δουλειά και τίποτ' άλλο. μονότονα (επίρρ.). μονοτονία η.

μοντέλο το: 1 πρόσωπο ή πράγμα που χρησιμοποιεί ως πρότυπο ένας καλλιτέχνης για να δημιουργήσει νέο έργο: Ποζάρει συχνά ως ~ στη Σχολή Καλών Τεχνών. 2 οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως πρότυπο: Θα εφαρμόσει στην ελληνική εκπαίδευση το φινλανδικό ~. 3 τύπος προϊόντος: Αύριο θα παρουσιαστεί το νέο ~ της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας. 4 πρόσωπο που παρουσιάζει επαγγελματικά νέες δημιουργίες σε επιδείξεις μόδας = μανεκέν.

μοντέρνος -α -ο: 1 αυτός που ακολουθεί ή χρησιμοποιεί τις εξελίξεις της εποχής, σύγχρονες ιδέες, θεωρίες κτλ. = σύγχρονος, καινοτόμος παραδοσιακός: ~ τέχνη. 2 (για πρόσ.) αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις = προοδευτικός. συντηρητικός, οπισθοδρομικός. 3 αυτός που ακολουθεί τη μόδα: ~ χτένισμα / ρούχο. μοντέρνα (επίρρ.).

μονώνω -ομαι: (μτβ.) καλύπτω κτ με ειδικό υλικό, ώστε να εμποδίσω την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος, του ήχου, της θερμότητας κτλ.: Αν δεν είναι μονωμένο το καλώδιο, θα πάθεις ηλεκτροπληξία. μόνωση η. μονωτικός -ή -όglass  σχ. μεμονωμένος

Από το ΑΕ μονῶ, και αυτό από το μόνος.

μόριο το: 1 ΦΥΣ ΧΗΜ σωματίδιο που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη ποσότητα από την ύλη κάθε σώματος. 2 (γενικά) πολύ μικρό σωματίδιο: ~ σκόνης και μικρόβια περιέχει ο αέρας που αναπνέουμε. 3 τα γεννητικά όργανα: το αντρικό ~. 4 ΓΛΩΣΣ μικρή άκλιτη λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα με ποικίλες σημασίες (π.χ. δήλωση προτροπής, δείξης, σχηματισμό έγκλισης ή χρόνου κτλ.): Το δεικτικό «να» και το μελλοντικό «θα» είναι ~. μοριακός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το μόριο της ύλης: ~ βάρος.

μορφασμός ο: σύσπαση των μυών του προσώπου, κυρίως από έντονα συναισθήματα = γκριμάτσα: ~ πόνου / χαράς. μορφάζω (αμτβ.). glass σχ. μορφώνω.

μορφή η: 1 εξωτερική εμφάνιση αντικειμένου: Είναι το ίδιο φάρμακο, αλλά κυκλοφορεί με νέα ~. 2 πρόσωπο ανθρώπου: ωραία / συμπαθητική ~. 3 άνθρωπος με αξιόλογη προσωπικότητα: Ο Ελ. Βενιζέλος είναι μεγάλη ~ της πολιτικής μας ιστορίας. 4 ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κατάστασης: δραστηριότητες ομαδικής / ατομικής ~. Η τρομοκρατία είναι μια σύγχρονη ~ πολέμου. 5 συνήθ. πληθ. είδος, τύπος: Πολλές μορφές ρατσισμού συναντάμε και στη χώρα μαςglass σχ. μορφώνω.

μορφώνω -ομαι: (μτβ.) 1 παρέχω σε κπ πνευματική καλλιέργεια: Το σχολείο έχει ως αποστολή να μορφώσει και να διαπαιδαγωγήσει τους νέους. 2 παθ. αποκτώ γνώσεις μέσα από σπουδές. μόρφωση η: 1 πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: Χάρη στη ~ που πήρε, έχει αναπτύξει ένα ερευνητικό μυαλό. 2 το να έχει κανείς πολλές γνώσεις: Έχει βαθιά φιλολογική ~. = παιδεία. μορφωτικός -ή -ό: χαμηλό / υψηλό ~ επίπεδο.

Από το ελνστ. μορφῶ, που προέρχεται από τη λ. μορφή. Από τη λ. μορφή, που αναφερόταν στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, παράγονται οι λ. μορφάζω, μορφασμός, καθώς και σύνθ. όπως ομοιόμορφος κτλ.

μουγγός -ή -ό: αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει = βουβός: Γεννήθηκε ~. Τον βρήκε να κάθεται ~ προσπαθώντας να συνέλθει από το σοκ. = άφωνος, σιωπηλός. μουγγά (επίρρ.): στα σιωπηλά. μουγγαμάρα η: 1 η κατάσταση του μουγγού = [οικ.] μούγγα. 2 σιωπή, απόλυτη ησυχία: Έπεσε ~ όταν μπήκε μέσα ο δάσκαλος. μούγγα η. μουγγαίνω -ομαι: (μτβ.) συνήθ. παθ. αόρ. κάνω κπ μουγγό: Μουγγάθηκε από την έκπληξη.

μουρμούρα1 η: είδος ψαριού.

μουρμουρίζω & [προφ.] μουρμουράω: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 μιλάω με χαμηλή φωνή: Κάτι μουρμούριζε, αλλά δεν κατάλαβα τι. 2 γκρινιάζω, παραπονιέμαι γενικά και αόριστα: Βρήκε πάλι αιτία για να μουρμουράει! μουρμούρα2 η: γκρίνια: Άσε τη ~ και βοήθησέ μας! μουρμουρητό το: 1 ο ήχος που ακούγεται όταν μουρμουρίζει κπ. 2 = μουρμούρα. μουρμούρης ο, μουρμούρα3 η: πρόσωπο που μουρμουρίζει (σημ. 2) συνέχεια = γκρινιάρης. μουρμουριστός -ή -ό: (για φωνή) αυτή που ακούγεται χαμηλά. μουρμουριστά (επίρρ.).

μουσείο το: χώρος όπου φυλάσσονται, συντηρούνται και εκτίθενται έργα τέχνης και αντικείμενα σημαντικής ιστορικής ή καλλιτεχνικής αξίας: ~ Μοντέρνας Τέχνης. μουσειακός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με το μουσείο: ~ χώρος. 2 (μτφ.) αυτός που δεν είναι σύμφωνος με το πνεύμα της εποχής = συντηρητικός, αναχρονιστικός: Εκφράζει μία ~ αντίληψη για τον ρόλο της ελληνικής μουσικής σήμερα.

Από το λατ. museum < ΑΕ Μουσεῖον «ιερό των Μουσών».

μουσική η: 1 είδος τέχνης που βασίζεται σε κατάλληλο συνδυασμό ήχων που εξασφαλίζουν μελωδία, αρμονία και ρυθμό, καθώς και το αντίστοιχο έργο: Η παρέα μου ακούει ~ ροκ. 2 απεικόνιση των μουσικών ήχων με σύμβολα = παρτιτούρα: Διαβάζει τη ~ και παίζει το όργανο. 3 σύνολο ήχων που μοιάζει με μουσική: Ακούγαμε τη ~ των κυμάτων. μουσικός -ή -ό: ~ κομμάτι / όργανο / εκπομπή. μουσικά (επίρρ.). μουσικός ο, η: πρόσωπο που παίζει, συνθέτει ή διδάσκει μουσική. μουσικότητα η: ιδιότητα αυτού που έχει μελωδία, αρμονία και ρυθμό = μελωδικότητα.

μουσουλμανισμός ο: μονοθεϊστική θρησκεία της οποίας ιδρυτής είναι ο Μωάμεθ και θεός ο Αλλάχ = ισλαμισμός, μωαμεθανισμός. μουσουλμάνος ο, η: οπαδός του μουσουλμανισμού = μωαμεθανός, ισλαμιστής. μουσουλμανικός -ή -όglass σχ. ισλάμ.

μούτρο το: 1 συνήθ. πληθ. [οικ.] πρόσωπο: Πλύνε καλά τα μούτρα σου! κάνω / κρατάω μούτρα σε κπ: θυμώνω. πέφτω / ρίχνομαι σε κτ με τα μούτρα: ασχολούμαι πολύ με κτ: Έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα να περάσει την τάξη. ρίχνω τα μούτρα μου: ταπεινώνομαι. 2 πληθ. [μειωτ.] ως υποτιμητική αναφορά σε κπ, στα δεν είναι για τα μούτρα σου: δε σου αξίζει & κάνω κτ σαν τα μούτρα μου: καταστρέφω κτ: Σαν τα μούτρα σου το έκανες το ρούχο, το κατατσαλάκωσες! 3 [μειωτ.] άνθρωπος πονηρός, απατεώνας. μουτρώνω μππ. μουτρωμένος: (αμτβ.) νιώθω δυσαρεστημένος και φαίνεται στο πρόσωπό μου: Μούτρωσε, γιατί τον επέπληξε ο γυμνασιάρχης.

μοχθηρία η: ιδιότητα αυτού που επιθυμεί έντονα το κακό των άλλων, που χαίρεται με την κακή τους τύχη = χαιρεκακία. μοχθηρός -ή -ό. μοχθηρά (επίρρ.).

μοχθώ: (αμτβ.) εργάζομαι σκληρά = κοπιάζω, πασχίζω: Μοχθούν για να μεγαλώσουν τρία παιδιά. μόχθος ο: 1 πολύ μεγάλος κόπος, κούραση: Χρειάζεται ~ για να εισαχθείς σε μια καλή ανώτατη σχολή. 2 (συνεκδ.) ό,τι αποκτά κανείς με κόπο: Οι πλημμύρες κατέστρεψαν τον ~ της χρονιάς.

μοχλός ο: 1 ΦΥΣ απλή μηχανή που αποτελείται από μία ράβδο η οποία μπορεί να κινείται γύρω από σταθερό σημείο αυξάνοντας τη δύναμη που ασκείται πάνω της: Χρησιμοποίησε τη σιδερόβεργα ως ~ για να μετακινήσει το βαρύ φορτίο. 2 παρόμοιο εξάρτημα μηχανήματος ή μηχανισμού που το θέτει σε λειτουργία ή ρυθμίζει τη λειτουργία του: ο ~ ταχυτήτων του αυτοκινήτου. 3 (μτφ.) παράγοντας που προκαλεί εξέλιξη ή με τον οποίο επιτυγχάνεται κτ: Ο τουρισμός λειτουργεί ως ~ της οικονομικής ανάπτυξης.

μπάζω: [προφ.] 1 (μτβ.) βάζω κπ μέσα σ' έναν χώρο: Μπάσε τους ξένους στο σαλόνι και περίμενε! 2 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) επιτρέπω σε κτ να μπει: Κλείσε το παράθυρο, μπάζει (κρύο)! 3 (μτφ., μτβ.) κατατοπίζω, ενημερώνω κπ: Τα εξήγησε λεπτομερώς, για να μας μπάσει στο νόημα. 4 (αμτβ., για ύφασμα, ρούχα) γίνομαι μικρότερος = στενεύω, μπαίνω, μαζεύω: Έμπασε το πουκάμισο στο πλύσιμο.

μπαίνω: (αμτβ.) βγαίνω 1 προχωρώ από έξω προς το εσωτερικό ενός χώρου = [επίσ.] εισχωρώ: ~ στην αίθουσα / στο αεροπλάνο. ~ σε κπ: κάνω επίθεση σε κπ (πραγματική ή λεκτική). ~ μέσα: α. σχηματίζω βαθούλωμα: Η πόρτα του αυτοκινήτου έχει μπει μέσα. β. παθαίνω οικονομική ζημιά: Τα έξοδα ήταν πολλά και τα έσοδα λίγα, κι έτσι μπήκα μέσα. γ. πάω φυλακή. ~ στη ζωή κπ: ανακατεύομαι στην προσωπική ζωή κάποιου. κτ ~ στο μυαλό κπ: το καταλαβαίνει ή του γίνεται έμμονη ιδέα. 2 τοποθετούμαι κάπου ή με κπ τρόπο: Οι μαθητές να μπουν σε τριάδες! 3 αρχίζω να βρίσκομαι, εμφανίζομαι σε κπ κατάσταση, θέση κτλ.: H ελληνική εκπαίδευση ~ σε μια κρίσιμη περίοδο αλλαγών. ~ στο Δημόσιο (διορίζομαι) / στο πανεπιστήμιο. 4 χωράω: Πάχυνα και δεν ~ στα ρούχα μου. 5 (για ύφασμα, ρούχα) γίνομαι μικρότερος = στενεύω, μπάζω, μαζεύω: Τα βαμβακερά μπαίνουν στο πλύσιμο. μπάσιμο το: 1 [προφ.] το να μπαίνει κανείς κάπου και (συνεκδ.) το σημείο από το οποίο μπαίνει. 2 ΑΘΛ η είσοδος ενός παίκτη στην περιοχή της αντίπαλης ομάδας για να πετύχει γκολ, καλάθι κτλ.: Έκανε ένα εντυπωσιακό ~ και σούταρε στην αριστερή γωνία.

Από το ΑΕ ἐμβαίνω.

μπάλα η: 1 σφαιρικό αντικείμενο που κατασκευάζεται από δέρμα, καουτσούκ ή πλαστικό και χρησιμοποιείται σε παιχνίδια ή στον αθλητισμό: ~ μπάσκετ / ποδοσφαίρου. 2 (συνεκδ.) το ποδόσφαιρο: Αν κάθε απόγευμα παίζεις ~, πότε θα διαβάσεις; 2 κάθε αντικείμενο ή μάζα σε σχήμα σφαίρας: ~ χιονιού. με παίρνει η ~: παθαίνω κτ κακό μαζί με άλλους, χωρίς ωστόσο να φταίω πραγματικά: Μόνο δύο έκαναν φασαρία στο μάθημα, αλλά πήρε η ~ όλη την τάξη. μπαλιά η: το χτύπημα και η πορεία που ακολουθεί η μπάλα: Έκανε μία μακρινή ~ στην αντίπαλη περιοχή.

μπαλόνι το: φούσκα από λεπτό, ελαστικό υλικό που φουσκώνει με αέρα ή αέριο και χρησιμοποιείται στη διακόσμηση ή σε παιχνίδια: Στο τέλος της εκδήλωσης πολλά πολύχρωμα μπαλόνια πέταξαν στον ουρανό. μπαλονάκι το: υποκορ. 1 μικρό μπαλόνι. 2 ΙΑΤΡ μέθοδος με την οποία ανοίγουν οι φραγμένες αρτηρίες και (συνεκδ.) το ειδικό εργαλείο αυτής της μεθόδου: Ο θείος μου έκανε εγχείρηση με ~.

μπαλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 επιδιορθώνω φθαρμένο ή σκισμένο σημείο (π.χ. ρούχο, παπούτσι) ράβοντας ή κολλώντας πάνω του άλλο κομμάτι από ίδιο ή ανάλογο υλικό. 2 κυρ. στο τα ~: (μτφ.) διορθώνω ή δικαιολογώ πρόχειρα σφάλμα ή κατάσταση: Προσπάθησε να τα μπαλώσει μουρμουρίζοντας μια δικαιολογία! μπάλωμα το: 1 το να μπαλώνει κπ κτ και το κομμάτι που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό. 2 (μτφ.) πρόχειρη ενέργεια: Χρειάζονται ριζικές αλλαγές, όχι μπαλώματα. μπαλωματής ο: [παρωχ.] επαγγελματίας που επιδιορθώνει παπούτσια = τσαγκάρης.

μπάνιο το: 1 πλύσιμο του σώματος με νερό και σαπούνι. 2 ειδικά διαμορφωμένος χώρος σε σπίτι ή ξενοδοχείο που διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για να κάνει κπ μπάνιο = λουτρό: Είμαι στο ~ και ξυρίζομαι. 3 κολύμπι: Να μην πάτε στα βαθιά, γιατί δεν ξέρετε καλό ~! μπανιαρίζω -ομαι & μπανιάρω -ομαι: (μτβ.) κάνω μπάνιο σε κπ: ~ το μωρό της. μπανιέρα η: μεγάλη λεκάνη στην οποία κπ κάνει μπάνιο: Το μπάνιο τους είχε μία μεγάλη κυκλική ~.

μπάντα1 & πάντα η: [προφ.] πλευρά, μεριά: Να κοιμηθείς από την άλλη ~, γιατί ροχαλίζεις. βάζω / αφήνω κτ στην ~: (για χρήματα) αποταμιεύω: Βάλαμε ένα ποσό στην ~ για τα γεράματά μας. βάζω κπ στην ~: τον βάζω στο περιθώριο.

μπάντα2 η: 1 ορχήστρα με κρουστά και πνευστά όργανα: Θα παίξει η ~ του δήμου Κερκυραίων. 2 ραδιοφωνική ζώνη συχνοτήτων: η ~ των FM.

μπαρ το άκλ.: 1 κατάστημα που λειτουργεί κυρίως βράδυ για κατανάλωση ποτών. 2 κυλικείο σε θέατρο, κινηματογράφο κτλ. μπαράκι το (υποκορ.). μπάρμαν ο, μπαργούμαν η άκλ.: πρόσωπο που σερβίρει ποτά σε μπαρ. μπαρόβιος ο, -ια η: πρόσωπο που συχνάζει σε μπαρ.

μπάρα η: 1 μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο: Βάλε την ~ στην πόρτα, για να μην μπει κανείς! 2 μακρόστενος πάγκος σε μπαρ πάνω στον οποίο οι πελάτες ακουμπούν και πίνουν τα ποτά τους.

μπάσκετ (μπολ) το άκλ.: ΑΘΛ ομαδικό παιχνίδι στο οποίο οι δύο αντίπαλες ομάδες κερδίζουν πόντους βάζοντας την μπάλα στο καλάθι = καλαθοσφαίριση. μπασκετμπολίστας ο, -ίστρια η.

μπαταρία η: 1 συσκευή που αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια ή χρησιμεύει ως πηγή ηλεκτρικού ρεύματος: Το αυτοκίνητό μου έμεινε από ~. απλή / αλκαλική ~. γεμίζω τις μπαταρίες μου: αποκτώ ξανά ενέργεια, ξεκουράζομαι: ~ όταν πηγαίνω διακοπές. 2 τμήμα της βρύσης που έχει τη δυνατότητα ανάμειξης ζεστού και κρύου νερού.

μπάτσος1 ο & μπάτσα η & μπάτσο το: [οικ.] χαστούκι: Θα σου ρίξω καμιά ~ αν κοροϊδέψεις πάλι. μπατσίζω: (μτβ.) χαστουκίζω κπ.

μπάτσος2 ο, μπατσίνα η: [υβρ.] αστυνομικός.

μπερδεύω -ομαι: (μτβ.) 1 μπλέκω κτ με κτ άλλο ή βάζω πράγματα μαζί με άτακτο τρόπο, ώστε να μην ξεχωρίζουν: Mπέρδεψες τα καλώδια και να δω πώς θα τα ξεχωρίσω! = μπλέκω. Ποιος μπέρδεψε τα βιβλία μου με αυτά που ήταν στο τραπέζι; = ανακατεύω. 2 δεν ξεχωρίζω στο μυαλό μου παρόμοια πράγματα ή κάνω κπ να μην τα ξεχωρίζει: ~ τις δύο λέξεις γιατί έχουν κοντινές σημασίες. = συγχέω, μπλέκω. Με ~ με αυτά που λες. ~ τα λόγια μου / τη γλώσσα μου: λέω ασάφειες ή τραυλίζω. 3 συνήθ. παθ. ασχολούμαι με ύποπτη δραστηριότητα = μπλέκομαι: Μην μπερδεύεσαι σε ύποπτες συναλλαγές, θα μετανιώσεις! μπέρδεμα το: 1 μπλέξιμο ή ανακάτεμα πραγμάτων: ~ σκοινιών. 2 σύγχυση: Υπάρχει ~ στη διατύπωση του τρίτου θέματος. 3 συνήθ. πληθ. δυσκολία, πρόβλημα: Έχει μπερδέματα με την αστυνομία.

μπήγω & [σπάν.] μπήζω & μπήχνω -ομαι: [οικ.] (μτβ.) 1 βάζω κάτι μυτερό και μακρύ μέσα σε στερεό σώμα πιέζοντας ή χτυπώντας το = χώνω: ~ έναν πάσσαλο στο έδαφος. 2 εκδηλώνω συναίσθημα με έντονο και απότομο τρόπο: ~ τα γέλια / τα κλάματα.

Από το ΑΕ ἐμπήγνυμι (ἐν + πήγνυμι).

μπλέκω -ομαι: = μπερδεύω 1 (μτβ.) βάζω κτ μαζί με κτ άλλο, έτσι ώστε να μην ξεχωρίζουν: Έμπλεξα τις κλωστές. 2 (μτβ.) δεν ξεχωρίζω στο μυαλό μου παρόμοια πράγματα ή κάνω κπ να μην τα ξεχωρίζει = συγχέω: Έχω διαβάσει, αλλά ~ τις χρονολογίες στην Ιστορία. 3 α. (μτβ.) βάζω κπ σε δυσάρεστη, ύποπτη κατάσταση: Ποιος μας έμπλεξε σ' αυτή την ιστορία; β. (αμτβ.) μπαίνω σε δυσάρεστη, ύποπτη κατάσταση: Έμπλεξε με κακές παρέες. μπλέξιμο το.

μπλοκ το άκλ.: 1 φύλλα χαρτιού ενωμένα στη μία πλευρά, ώστε να κόβονται εύκολα: ~ ζωγραφικής. 2 σύνολο από αριθμημένα χαρτάκια που εκδίδεται για συγκεκριμένο σκοπό και περιέχει σελίδες: ~ εισιτηρίων / επιταγών. 3 συμμαχία επιχειρήσεων, κομμάτων, κρατών κτλ. με κοινούς στόχους: τα κράτη του πρώην Ανατολικού ~. μπλοκάκι το: υποκορ. στις σημ. 1 & 2.

μπλόκο το: αποκλεισμός ενός χώρου με τοποθέτηση εμποδίων, έτσι ώστε να μην μπορεί να περάσει κανείς: Οι αγρότες έστησαν ~ στην εθνική οδό. μπλοκάρω -ομαι: 1 (μτβ.) αποκλείω έναν χώρο, έτσι ώστε να μην μπορεί να περάσει κανείς: Τα περιπολικά ~ τους δρόμους. 2 (μτβ.) διακόπτω ή εμποδίζω κτ: Η αντιπολίτευση με τις ενστάσεις μπλόκαρε την ψήφιση του νομοσχεδίου. 3 ΑΘΛ (μτβ.) ως τερματοφύλακας πιάνω γερά την μπάλα μετά από σουτ. 4 (αμτβ.) δεν μπορώ να σκεφτώ ή να θυμηθώ καθαρά, τα χάνω: Ο μαθητής αυτός ~, όταν τον εξετάζουν προφορικά.

μπλούζα η: 1 ρούχο που φοριέται στο πάνω μέρος του σώματος: Θα φορέσω τη μάλλινη, ~ γιατί κάνει κρύο. 2 ρούχο εργασίας που φοριέται πάνω από τα άλλα: άσπρη ιατρική ~. = ποδιά.

μπλόφα η: λόγος ή ενέργεια που αποσκοπεί στο να παραπλανήσει κπ: ~ ήταν η αρρώστια του, για να γυρίσω πίσω. μπλοφάρω: (αμτβ.) δίνω ψευδή εικόνα σε κπ με σκοπό να τον παραπλανήσω.

μπογιά η: 1 χρωστική ουσία σε στερεή ή υγρή μορφή για το βάψιμο επιφανειών, υλικών κτλ. = βαφή, χρώμα: Βούτηξε το πινέλο στην κόκκινη ~ κι άρχισε να βάφει. 2 ξύλινο μολύβι σε διάφορα χρώματα. μπογιατίζω -ομαι: βάφω. μπογιατζής ο: επαγγελματίας που βάφει κτίρια.

μποϊκοτάζ το άκλ.: παροδική και οργανωμένη διακοπή αγοράς ενός ή περισσότερων προϊόντων με σκοπό την άσκηση πίεσης σε εταιρείες, κράτη κτλ., ώστε να ενεργήσουν με ορισμένο τρόπο. μποϊκοτάρω αόρ. μποϊκοτάρισα. μποϊκοτάρισμα το.

μπόρα η: 1 δυνατή και ξαφνική βροχή μικρής διάρκειας: Μας έπιασε η καλοκαιρινή ~. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) παροδική συμφορά: Πέρασε πολλές ~ στη ζωή του.

Αντιδάνειο από την ιταλική bora «βορειοανατολικός άνεμος στην Aδριατική» (< λατ. Boreas < ΑΕ βορέας «βοριάς»).

μπορώ αόρ. μπόρεσα: (μτβ.) 1 έχω την ικανότητα για κτ: Δεν μπορούσε να δέσει τα κορδόνια μόνος του. 2 έχω τη δυνατότητα ή την ευχέρεια να κάνω κτ: Δεν ~ να σας μιλήσει τώρα, είναι απασχολημένος! Είχε πυκνή ομίχλη, δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτε γύρω μας. 3 έχω το δικαίωμα ή την άδεια να κάνω κτ: Δεν μπορείτε να μπείτε, απαγορεύεται η είσοδος! 4 ανέχομαι κπ ή κτ: Δεν ~ τη φωνή της, με εκνευρίζει. 5 απρόσ. υπάρχει η πιθανότητα: ~ και να έρθουμε, αν δεν έχουμε δουλειά.

Από το ΑΕ εὐπορῶ «ευδοκιμώ, βρίσκω τον τρόπο».

μπουκάλι το: δοχείο με στενό λαιμό για φύλαξη υγρών: ~ κρασί. μπουκάλα η: μεγάλο μπουκάλι. μένω / αφήνω κπ ~: μένω μόνος ή αφήνω κπ μόνο του, εγκαταλείπω: Έφυγαν όλοι και με άφησαν ~.

μπουμπούκι το: 1 μισάνοιχτο άνθος: Τα δέντρα έβγαζαν νέα φύλλα και μικρά μπουμπούκια. 2 (μτφ.) για νεαρό κορίτσι χαριτωμένο. μπουμπουκιάζω: (αμτβ.) βγάζω μπουμπούκια.

Ίσως από το ΑΕ βομβύκιον < βόμβυξ «κουκούλι μεταξοσκώληκα».

μπουμπουνητό το: δυνατός και παρατεταμένος ήχος που ακολουθεί αστραπή ή κεραυνό = βροντή. μπουμπουνίζω: 1 απρόσ., ενστ. & πρτ. ακούγονται μπουμπουνητά: Έβρεχε και μπουμπούνιζε δυνατά. 2 (μτβ.) χτυπώ κπ δυνατά: Του μπουμπούνισε μια στα μούτρα.

μπουνιά η: 1 χτύπημα με τα δάχτυλα μαζεμένα: δίνω / ρίχνω ~ σε κπ. 2 η παλάμη του χεριού, όταν τα δάχτυλα είναι μαζεμένα: Είχε τα χέρια μαζεμένα σε ~.

Από το ιταλ. bugna, και αυτό από το λατ. pugna < pugnus «γροθιά, πυγμή».

μπούσουλας ο: 1 ναυτική πυξίδα. βρίσκω έναν / χάνω τον ~: βρίσκω ή χάνω τον προσανατολισμό μου. 2 (μτφ.) κτ που λειτουργεί ως πρότυπο για άλλες ενέργειες: Να χρησιμοποιήσετε τη δομή αυτή ως ~ για τις εκθέσεις σας.

μπουσουλώ & -άω: (αμτβ.) κινούμαι προχωρώντας στα τέσσερα, ακουμπώντας στα γόνατα και στα χέρια. μπουσούλημα & μπουσουλητό το. μπουσουλητά (επίρρ.).

μποφόρ το άκλ.: κλίμακα για τη μέτρηση της έντασης του ανέμου.

μπράβο (επιφ.): = εύγε 1 για τη δήλωση επιβράβευσης, θαυμασμού: ~ (σου), τα κατάφερες! 2 (ως ουσ.) επιβράβευση: Το πλήθος άρχισε τα ~.

μπράτσο το: 1 τμήμα του ανθρώπινου χεριού μεταξύ ώμου και αγκώνα: Τη σήκωσε στα γερά του μπράτσα. κάνω μπράτσα: αποκτώ καλογυμνασμένο σώμα, μυς. 2 πλαϊνό στήριγμα πολυθρόνας.

μπρίκι1 το: μικρό μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με λαβή, στο οποίο βράζουμε καφέ, νερό κτλ.

μπρίκι2 το: είδος ιστιοφόρου πλοίου με τετράγωνα πανιά.

μπρούντζος ο: κράμα χαλκού και κασσίτερου = ορείχαλκος. μπρούντζινος -η -ο: ορειχάλκινος.

μυαλό το: 1 [οικ.] ουσία του εγκεφάλου και (συνεκδ.) ο εγκέφαλος. τινάζω τα μυαλά (μου / κπ) στον αέρα: αυτοκτονώ /σκοτώνω κπ. 2 (μτφ.) σύνολο νοητικών διεργασιών: Χρειάζεται ~ να πετύχεις. 3 η ιδιότητα κπ να ενεργεί μετά από σκέψη = σύνεση: έχω / βάζω ~: είμαι συνετός / συνετίζομαι. χάνω το ~: τρελαίνομαι ή ξεμυαλίζομαι. 4 (μτφ., για πρόσ.) πολύ έξυπνος: Είναι από τα καλύτερα μυαλά στον τομέα του. μυαλωμένος -η -ο: αυτός που ενεργεί μετά από σκέψη και με σύνεση. μυαλωμένα (επίρρ.).

μύγα η: μικρό δίπτερο έντομο. σαν τη ~ μες στο γάλα: για κπ ή κτ που είναι εντελώς διαφορετικός από το περιβάλλον του. βαράω / σκοτώνω μύγες: είμαι αργόσχολος. μυγιάζομαι: (αμτβ.) παρεξηγούμαι από κτ που θεωρώ υπαινιγμό για μένα.

μυελός ο: ΑΝΑΤ ΒΙΟΛ λιπώδης ουσία που βρίσκεται μέσα στα οστά. μυελώδης -ης -εςglass σχ. αγενής.

μυθιστόρημα το: ΦΙΛΟΛ πεζογράφημα μεγάλης έκτασης με πραγματικά ή φανταστικά γεγονότα, και (συνεκδ.) το αντίστοιχο λογοτεχνικό είδος: αστυνομικό / ιστορικό ~. μυθιστορηματικός -ή -ό.

μυθολογία η: το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων ενός λαού. μυθολογικός -ή -ό.

μυθομανής -ής -ές: αυτός που έχει την παθολογική τάση να επινοεί ιστορίες και να τις αφηγείται σαν να συνέβησαν πραγματικά. glass σχ. αγενής. μυθομανία η.

μύθος ο: 1 φανταστική διήγηση, συνήθως από την προφορική παράδοση των λαών, για θεούς ή ήρωες, η οποία συχνά εξηγεί με τρόπο συμβολικό φυσικά φαινόμενα, γεγονότα κτλ.: ο ~ του Προμηθέα. 2 σύντομη πλαστή διήγηση με διδακτικό χαρακτήρα: οι μύθοι του Αισώπου. 3 υπόθεση λογοτεχνικού, θεατρικού κτλ. έργου: Η εξέλιξη του ~ απαιτεί την εισαγωγή νέων προσώπων στο έργο. 4 (μτφ.) πρόσωπο ιδιαίτερα σημαντικό και γνωστό = θρύλος: Η Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε ένας ~ για το ελληνικό θέατρο. 5 φανταστική ή μη αληθής άποψη για κπ ή κτ στην οποία πιστεύουν πολλοί: Η άποψη ότι χρησιμοποιούμε μόνο το 10% του εγκεφάλου είναι ~. μυθικός -ή -ό. μυθικά (επίρρ.).

μύκητας ο: ΒΙΟΛ οργανισμός που μοιάζει με φυτό, αλλά δεν έχει χλωροφύλλη, και ζει ως σαπρόφυτο ή παράσιτο. μυκητίαση η ΙΑΤΡ: ασθένεια που προκαλείται απο παθογόνους μύκητες.

μύλος ο: 1 μηχάνημα που χρησιμεύει για να αλέθονται δημητριακά, καθώς και το κτίριο στο οποίο στεγάζεται. έγινε ~: για κατάσταση εκτός ελέγχου ή έντονη διαμάχη. 2 συσκευή για το άλεσμα σπόρων: ~ του καφέ.

μυρωδιά η: ιδιότητα προσώπου ή πράγματος που αντιλαμβανόμαστε με την όσφρηση = [επίσ.] οσμή. μυρωδάτος -η -ο: αυτός που έχει ωραία μυρωδιά. μυρίζω: 1 (αμτβ.) α. αναδίδω μυρωδιά: Ωραία ~ το φαγητό! β. αναδίδω άσχημη μυρωδιά = βρομάω: Το σπίτι ~, άνοιξε να αεριστεί! 2 (μτβ.) αντιλαμβάνομαι τη μυρωδιά πράγματος: ~ ένα λουλούδι. μυρίζομαι (μτφ., μτβ.) καταλαβαίνω κτ που έγινε κρυφά ή υποψιάζομαι κτ που πρόκειται να συμβεί: Καλά το μυρίστηκα εγώ ότι πήγαινες να ξεφύγεις!

μυς ο γεν. μυός, αιτ. μυ, πληθ. ον. μύες, γεν. μυών, αιτ. μυς: 1 ΑΝΑΤ ιστός στο σώμα ανθρώπων και ζώων: καρδιακός / σκελετικός / σπλαχνικός ~. 2 [επίσ.] ποντίκι. μυϊκός -ή -ό. μυϊκά (επίρρ.). μυώδης -ης -εςglass σχ. αγενής.

Από την ΑΕ λ. μῦς «ποντίκι». Σχηματίζει, επίσης, καταχρηστικά, τους εναλλακτικούς κλιτικούς τ. μυ στη γεν. ενικού και μύες στην αιτ. πληθ.

μυστήριο το: 1 ανεξήγητο ή περίεργο γεγονός: ~, πού να πήγε άραγε; ~ της φύσης. 2 ΘΡΗΣΚ τελετή στην οποία συμμετέχουν μόνο οι μυημένοι: Ελευσίνια Μυστήρια. 3 (στην ορθοδοξία) τελετή με την οποία μεταδίδεται η Θεία Χάρη: το ~ του γάμου / της βάπτισης. μυστήριος -α -ο: 1 αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική. 2 αυτός που έχει περίεργη ή ιδιότροπη συμπεριφορά: Μη γίνεσαι ~, έλα, θα περάσουμε ωραία! μυστηριακός -ή -ό. μυστηριώδης -ης -εςglass σχ. αγενής. μυστηριωδώς (επίρρ.).

μυστικός -ή -ό: = κρυφός φανερός 1 αυτός που γίνεται με τρόπο ώστε να μην το μάθουν άλλοι. 2 αυτός που ενεργεί ή υπάρχει χωρίς να το γνωρίζουν άλλοι: ~ πράκτορας / αστυνομία. μυστικό το: γεγονός που δε γνωρίζουν ή δεν πρέπει να μάθουν οι άλλοι: Είναι ~, μην το πεις πουθενά! μυστικά (επίρρ.). μυστικότητα η.

μύτη η: 1 ΑΝΑΤ όργανο της όσφρησης σε ζώα και ανθρώπους: μακριά / κοντή /γαλλική ~. 2 (μτφ.) η αίσθηση της όσφρησης: έχω ~: αντιλαμβάνομαι πράγματα με ευκολία: Θα τον βρω, έχω ~ εγώ! 3 (μτφ.) άκρη αντικειμένου που μοιάζει με μύτη: ~ μολυβιού / κουταλιού / παπουτσιού. στη ~ του κουταλιού: για πολύ μικρή ποσότητα. μυτερός -ή -ό = αιχμηρός.

μυώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ μέλος θρησκείας, οργάνωσης κτλ., συνήθως μέσω κπ τελετουργίας. 2 μαθαίνω σε κπ τα βασικά στοιχεία επιστήμης, τέχνης, θεωρίας κτλ.: Μυήθηκε στην τέχνη της φωτογραφίας. μύηση η. μύστης ο, -τρια η.

μυωπία η: ΙΑΤΡ αδυναμία της όρασης, η οποία δυσκολεύει κπ να δει καθαρά σε μακρινή απόσταση. μύωπας ο & [επίσ.] μύωψ ο, η. μυωπικός -ή -ό.

Από το ΑΕ μύω «κλείνω» + ὤψ - ὠπός «βλέμμα».

μώλωπας ο: σημάδι στο σώμα από χτύπημα = μελανιά. μωλωπίζω -ομαι.

μωρό το: 1 άνθρωπος ή ζώο σε πολύ μικρή ηλικία = βρέφος. 2 [χαϊδ.] προσφώνηση αγαπημένου προσώπου: ~ μου! glass  σχ. βρέφος.

μωρός -ή -ό: [επίσ.] ανόητος. μωρία η.