Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Λ
λάβα
λώρος

Λάβα η: μάζα που ξεχύνεται από κρατήρα ενερ γού ηφαιστείου τη στιγμή της έκρηξης: Μετά την έκρηξη του ηφαιστείου, ~ κάλυψε το νησί.

λάβρος -α -ο: [επίσ.] αυτός που εκδηλώνεται με έντονο συναίσθημα ή ορμή: Είναι ~ υπερασπιστές ενός επικίνδυνου εθνικισμού. = ένθερμος. ~ κατά των κατηγορουμένων ήταν ο εισαγγελέας.=ορμητικός. λάβρα η: υπερβολική ζέστη = κάψα: Τους έκαιγε η ~ του καλοκαιριού. φωτιά και ~: α. κτ που εκδηλώνεται έντονα ή ορμητικά: Η αντεπίθεσή της ήταν ~. β. για τιμές, υπερβολικά υψηλές. λάβρα (επίρρ.).

λαβώνω -ομαι αόρ. λάβωσα, μππ. λαβωμένος: (μτβ.) 1 προκαλώ τραυματισμό σε άνθρωπο ή ζώο = πληγώνω, τραυματίζω: Λαβώθηκε από σφαίρα στο πόδι. 2 (μτφ.) προκαλώ πλήγμα ή ζημιά σε κπ ή κτ: Με λαβωμένο το γόητρό της παραδέχτηκε το λάθος της. λαβωματιά η.

λάδι το: 1 α. παχύρρευστο υγρό με χαρακτηριστικό σκουροπράσινο χρώμα, το οποίο παράγεται από την ελιά και χρησιμοποιείται στη μαγειρική: ~ ελιάς. βγάζω κπ / βγαίνω ~: παρουσιάζω κπ / παρουσιάζομαι ως αθώος: Τα κατάφερε πάλι και βγήκε ~. βγάζω κάποιου το ~: ταλαιπωρώ ή βασανίζω κπ: Μας έβγαλαν το ~ όλη μέρα στο περπάτημα. ρίχνω ~ στη φωτιά: επιδεινώνω με λόγια ή έργα μια ήδη άσχημη κατάσταση: Με την τηλεοπτική του εμφάνιση έριξε ~. β. λίπος ζωικής ή φυτικής προέλευσης: ~ κοκοφοίνικα. 2 παχύρρευστο και λιπαρό υγρό για το σώμα: αντιηλιακό ~. 3 παράγωγο του πετρελαίου που χρησιμοποιείται σε μηχανές: Γέμισα ~ και γράσα από τη μηχανή. 4 α. είδος χρώματος που παρασκευάζεται από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ειδικό έλαιο και χρησιμοποιείται στη ζωγραφική = λαδομπογιά: Δούλευε λάδια και τέμπερες. β. πίνακας ζωγραφικής με λαδομπογιά = ελαιογραφία: Η έκθεση περιελάμβανε λάδια και ακουαρέλες. 5 ειδικό υγρό με το οποίο γίνεται επάλειψη ξύλινων επιφανειών: Πέρασε το τραπέζι με ειδικό ~, προτού το βάψει. 6 (μτφ., κυρ. για τη θάλασσα) πολύ ήρεμος: Ταξιδεύαμε σε μία θάλασσα ~. λαδιά η: 1 λεκές από λιπαρή ουσία: Η ~ δε βγήκε στο πλύσιμο. 2 (μτφ.) πράξη ύπουλη και δόλια σε βάρος άλλου: Έκανε τη ~ του και έφυγε σαν κύριος. λαδώνω-ομαι αόρ. λάδωσα, μππ. λαδωμένος: (μτβ.) 1 αλείφω ή περνάω κτ με λάδι: Λάδωσα τον μηχανισμό, αλλά η πόρτα εξακολουθεί να τρίζει. 2 λερώνω με λιπαρή ουσία: Πρόσεχε πώς τρως, θα λαδώσεις τα ρούχα σου! 3 (μτφ.) δίνω χρήματα σε κπ, για να βοηθήσει υπόθεσή μου παρακάμπτοντας τον νόμο ή τις διαδικασίες=δωροδοκώ, χρηματίζω: Λάδωναν τους υπαλλήλους, για να αποφεύγουν τους ελέγχους. λάδωμα το. λαδερός -ή -ό: αυτός που είναι μαγειρεμένος με λάδι. λαδερό το: φαγητό της ελληνικής κουζίνας που δεν περιέχει κρέας. λαδής -ιά -ί: αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού.

Η λ. λάδι προέρχεται από το ΑΕ ἔλαιον με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος ( έλαιο). Τόσο το λάδι όσο και το έλαιο σχηματίζουν πολλά σύνθετα όπως λαδέμπορος, λαδομπογιά, λαδόχαρτο, λαδόξιδο, ελαιοχρωματιστής, μηχανέλαιο, ηλιέλαιο κτλ.

λάθος το: σωστό 1 ενέργεια που είναι αντίθετη με το σωστό και έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα=σφάλμα: ορθογραφικό ~. στρατηγικό ~. Το ναυάγιο οφείλεται σε ανθρώπινο ~. κατά ~: από λάθος, χωρίς να το θέλω πραγματικά σκόπιμα: Τον χτύπησα ~. 2 (καταχρ., ως άκλ. επίθ.)=λανθασμένος α. αυτός που αποκλίνει από το ορθό: η ~ απάντηση. β. αυτός που δεν είναι κατάλληλος ή που δεν ταιριάζει: Σε ~ άνθρωπο απευθύνθηκες! Πήρες ~ νούμερο! 3 (ως επίρρ.) με λάθος τρόπο=λανθασμένα: ~ κατάλαβες, δεν είπα τίποτα τέτοιο. λαθεύω αόρ. λάθεψα, μππ. λαθεμένος: (αμτβ.) κάνω λάθος=γελιέμαι: Το ένστικτό του ποτέ δε λάθεψε μέχρι τώρα. glass   σχ. λανθάνω.

λαθραίος -α -ο: 1 αυτός που γίνεται κρυφά, γιατί είναι παράνομος: Η αστυνομία διώκει τη ~ διακίνηση καυσίμων. 2 (για εμπορεύματα) αυτά που εισάγονται ή εξάγονται από μια χώρα παράνομα, χωρίς την καταβολή δασμών: ~ τσιγάρα. λαθραία (επίρρ.). glassσχ. λανθάνω.

Το επίθ. λαθραίος προέρχεται από το ΑΕ λαθραῖος, και αυτό από το επίρρ. λάθρα «κρυφά». Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα σύνθετα λαθραναγνώστης, λαθρεμπόριο, λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, λαθρομετανάστης κτλ. glass σχ. λανθάνω.

λαίμαργος -η -ο: αυτός που έχει υπερβολική όρεξη για φαγητό και τρώει γρήγορα και πολύ. λαίμαργα (επίρρ.). λαιμαργία η.

λαιμός ο: 1 α. ΑΝΑΤ το μέρος του σώματος που συνδέει το κεφάλι με τον κορμό: Τον έπιασε από τον ~ να τον πνίξει. β. το εσωτερικό του λαιμού, ο λάρυγγας και ο φάρυγγας: Με πονάει ο ~ μου. 2 (μτφ.) το επάνω τμήμα μπουκαλιού ή άλλου δοχείου, που είναι ψηλό και λεπτό.

λακωνικός -ή -ό: 1 (για άνθρ.) αυτός που εκφράζεται με λίγα λόγια, αλλά περιεκτικά: Πάντα ~, είπε δυο λόγια και καλά! 2 αυτός που είναι διατυπωμένος σύντομα και περιεκτικά: ~ δήλωση. λακωνικά (επίρρ.).

λαμβάνω -ομαι & [(σπάν.), λαϊκ.] λαβαίνω αόρ. έλαβα, παθ. αόρ. λήφθηκα & [επίσ.] ελήφθην, μππ. ειλημμένος (μτβ.) 1 είμαι ο αποδέκτης=παίρνω, δέχομαι: Λάμβανε συχνά γράμματά του. Θα λάβετε σύντομα οδηγίες. ειλημμένη απόφαση: οριστική απόφαση, που πάρθηκε και δεν αλλάζει. 2 σε εκφρ. με ουσ.: ~ θέση / μέρος / μέτρα: παίρνω (σημ. 12).~ γνώση: πληροφορούμαι, μαθαίνω. ~ χώρα: πραγματοποιούμαι. ~ υπ' όψιν / υπόψη κτ: υπολογίζω κτ, για να αποφασίσω. λήψη η: 1 το να λαμβάνει κπ κτ. 2 αποτύπωση εικόνας σε φωτογραφικό ή κινηματογραφικό φιλμ ή σε ηλεκτρονικό μέσο: νυχτερινή ~.

Το ρ. λαμβάνω δημιουργεί σύνθετα (και τα παράγωγά τους) με προθέσεις: αναλαμβάνω - ανάληψη - ανειλημμένος, απολαμβάνω - απολαβές, επαναλαμβάνω - επανάληψη - επαναληπτικός, εκλαμβάνω, καταλαμβάνω - κατάληψη - κατειλημμένος - καταληπτός - ακατάληπτος, μεταλαμβάνω - μετάληψη, παραλαμβάνω - παραλαβή, περιλαμβάνω - περίληψη - περιληπτικός - περιληπτικά, προλαμβάνω - πρόληψη - προληπτικός - προληπτικά, προσλαμβάνω - πρόσληψη, συλλαμβάνω - σύλληψη.
Από τον εναλλακτικό τ. λαβαίνω σχηματίζονται και οι παράλληλοι των προηγουμένων τύποι: μεταλαβαίνω, προλαβαίνω. Τέλος οι τύποι περιλαμβάνω / καταλαβαίνω (από το λαβαίνω) διαφοροποιούνται σημασιολογικά από τους αντίστοιχους τ. από το λαμβάνω: περιλαμβάνω / καταλαμβάνω.
Προσοχή: τα σύνθετα με το -ληψη (περίληψη) προέρχονται από β΄ συνθ. λαμβάνω, σε αντίθεση με τα σύνθετα με το -λειψη (παράλειψη) που δημιουργούνται από β΄ συνθ. λείπω.

λαμπρός -ή -ό: 1 αυτός που εκπέμπει φως ή λάμψη=φωτεινός σκοτεινός: Ένας ~ ήλιος φώτιζε τον ουρανό. 2 (μτφ.) αυτός που διακρίνεται σε κπ τομέα [επίσ.]: ~ επιστήμονας = διαπρεπής. 3 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από λάμψη και μεγαλοπρέπεια: Οι ολυμπιονίκες τιμήθηκαν σε μία ~ εκδήλωση. λαμπρά (επίρρ.): συνήθως επιφωνηματικά, για να δηλώσει συναίνεση ή επιδοκιμασία=έξοχα. λαμπρότητα η. λαμπρύνω -ομαι αόρ. λάμπρυνα, παθ. αόρ. λαμπρύνθηκα: (μτβ.) προσδίδω σε κτ αίγλη, μεγαλοπρέπεια: Με την παρουσία τους λάμπρυναν την εκδήλωση.

λάμπω αόρ. έλαμψα: (αμτβ.) 1 εκπέμπω φως ή ακτινοβολία: Ένας υπέροχος ήλιος έλαμπε στον ουρανό. 2 (μτφ.) α. αποκτώ όψη που ακτινοβολεί από ευχάριστο συναίσθημα: Μόλις είδε το δώρο, το πρόσωπο του παιδιού έλαμψε. = ξαστερώνω. β. είμαι πολύ καθαρός: Το σπίτι ~ από καθαριότητα. 3 (μτφ., για κτ θετικό) φανερώνομαι ή αποδεικνύομαι πανηγυρικά: Θα λάμψει η αλήθεια. λάμψη η. λαμπερός -ή -ό.

λανθάνω αόρ. έλαθα: [επίσ.] (αμτβ.) δε γίνομαι άμεσα αντιληπτός, υπάρχω απαρατήρητος: Στην ποίησή του λανθάνει η ιδέα του θανάτου. λανθάνων -ουσα -ον: 1 αυτός που κάνει λάθη: γλώσσα λανθάνουσα. 2 αυτός που βρίσκεται κρυμμένος, που δεν είναι εμφανής ή που δεν εκδηλώνεται: Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν στα κύτταρα σε ~ κατάσταση και ενεργοποιούνται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις.

Από το ΑΕ λανθάνω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα λάθος, λαθραίος, λανθασμένος, λήθη, αλήθεια.

λανθασμένος -η -ο: αυτός που δεν είναι ορθός ή έχει σφάλμα σωστός: Αν το παιδί δώσει ~ απάντηση, ο δάσκαλος του δίνει μία ακόμα ευκαιρία. λανθασμένα (επίρρ.). glass σχ. λανθάνω.

λαός ο: 1 οι πολίτες ενός οργανωμένου κράτους: Ο ~ αποφάσισε με την ψήφο του. 2 σύνολο ανθρώπων που κατοικούν σε έναν τόπο σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο και έχουν κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό: οι ~ της Ευρώπης. 3 τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ή οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι: Είναι παιδί του ~ - δε μεγάλωσε με πλούτη. λαϊκός -ή & [προφ.] -ιά -ό: 1 αυτός που ανήκει ή απευθύνεται στον λαό: βούληση / συμμετοχή. 2 αυτός που δημιουργείται από τον λαό και είναι μέρος της παράδοσης ή του πολιτισμού του: ~ παράδοση / τραγούδι. 3 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χαμηλές κοινωνικές τάξεις: Η κυβέρνηση υποσχέθηκε να στηρίξει τα ~ στρώματα. 4 αυτός που προέρχεται από τον λαό και εκφράζει τη δική του βούληση: Δικάστηκαν από ~ δικαστήριο. 5 αυτός που δεν ανήκει στους κληρικούς κληρικός: τα ~ μέλη του συμβουλίου. (& ως ουσ.) Οι ~ διαφωνούν με τους ιερωμένους. λαϊκισμός ο: [μειωτ.] τάση ή ρεύμα στην πολιτική και την τέχνη να κολακεύονται τα συναισθήματα και οι ιδέες των απλών ανθρώπων με στόχο την εύνοιά τους. λαϊκιστής ο, -ίστρια η. λαϊκίζω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) ασκώ πολιτική με λαϊκισμούς: Στην προσπάθειά του να κερδίσει ψήφους ~ επικίνδυνα.

λάρυγγας ο & [οικ.] λαρύγγι το: ΑΝΑΤ όργανο που βρίσκεται στο ανώτερο τμήμα του αναπνευστικού σωλήνα, ανάμεσα στον φάρυγγα και την τραχεία, και περιλαμβάνει τις φωνητικές χορδές. λαρυγγικός -ή -ό.

λάσπη η: 1 παχύρρευστο μείγμα από χώμα, άμμο ή σκόνη και νερό: Μετά την πλημμύρα, οι δρόμοι γέμισαν ~. 2 (μτφ.) οτιδήποτε μοιάζει με λάσπη: Τα μακαρόνια έγιναν ~. 3 (μτφ.) διάδοση ψευδούς κατηγορίας εναντίον κπ =συκοφαντία: Δέχτηκαν τη ~ των αντιπάλων τους. 4 (μτφ.) πολύ χαμηλό επίπεδο από ηθική σκοπιά=βούρκος: Έμπλεξε με κακές παρέες, κυλίστηκε στη ~. λασπώνω -ομαι (μτβ.). λάσπωμα το.

λάστιχο το: 1 υλικό από μαλακό κι εύκαμπτο πλαστικό=καουτσούκ. 2 τα ελαστικά που καλύπτουν τις ρόδες οχημάτων. παθαίνω / με πιάνει ~: σκάει το λάστιχο του οχήματός μου. 3 ταινία υφάσματος που έχει στην ύφανσή της ελαστικά νήματα ή ταινία από καουτσούκ που χρησιμοποιείται για να σφίγγει ή να σουρώνει υφάσματα ή ρούχα: Χάλασε το ~ της φούστας και κοντεύει να μου πέσει. 4 πλαστικός σωλήνας μέσα από τον οποίο περνά νερό: Με το ~ πότισα τις αυλές. λαστιχένιος -α -ο. λαστιχωτός -ή -ό.

Το ουσ. λάστιχο προέρχεται από το ελνστ. ἐλαστός (ΑΕ ἐλατός) «εύπλαστος» μέσω του ιταλ. elastico με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος.

λάτρα η: φροντίδα για την καθαριότητα του σπιτιού. glass  σχ. λατρεία.

λατρεία η: 1 πίστη σε θεότητα ή σε άγιο, καθώς και το σύνολο των τελετουργικών πράξεων για την απόδοσή της: Η ~ του Βάκχου ήταν διαδεδομένη στην περιοχή. 2 υπερβολική αγάπη σε κπ και (συνεκδ.) προσφώνηση του προσώπου αυτού: Αυτό που ένιωθε γι' αυτήν ήταν ~. ~ μου! λατρεύω -ομαι. λατρευτικός - ή -ό. λατρευτικά (επίρρ.). λατρευτός -ή -ό: αυτός που τον λατρεύουν, σημ. 2. λάτρης ο, [επίσ.] λάτρις η.

Το επίθ. λάτρης σχηματίζει σύνθετα όπως αρχαιολάτρης, ειδωλολάτρης, τυπολάτρης, φυσιολάτρης κτλ. Από τα επίθ. αυτά παράγονται τα ουσ. αρχαιολατρία, ειδωλολατρία κτλ., γι' αυτό και γράφονται με -ί-, σε αντίθεση με το ουσ. λατρεία που προέρχεται από το ρ. λατρεύω. Το ρ. αυτό προέρχεται από το ΑΕ λατρεύω «υπηρετώ», η σημ. του οποίου διατηρείται και στο παράγωγο λάτρα «φροντίδα, καθαριότητα σπιτιού».

λάφυρο το: οτιδήποτε γίνεται αντικείμενο αρπαγής από τους εχθρούς κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις=λεία. λαφυραγωγώ -ούμαι (μτβ.).

λαχαίνω αόρ. έλαχα: [προφ.] (μτβ.) πέφτω σε κλήρο ή συμβαίνω τυχαία: Του έλαχαν ένα σωρό προβλήματα. λαχαίνει: απρόσ. τυχαίνει, συμβαίνει: Μου 'λαχε να το ακούσω κι αυτό! άμα λάχει: αν τύχει, πιθανόν.  glass  σχ. λαχνός.

λαχείο το: 1 μικρό χαρτί, τυπωμένο και αριθμημένο, που εκδίδεται από συγκεκριμένο φορέα, με το οποίο κπ συμμετέχει σε κλήρωση με αντίτιμο κπ έπαθλο, συνήθως χρηματικό: κρατικό / λαϊκό ~. 2 (μτφ.) ό,τι συμβαίνει σε κπ με τρόπο τυχαίο, καλή ή κακή τύχη: Αυτή η γνωριμία ήταν ~ για τον Πέτρο, έκανε την τύχη του! λαχειοπώλης ο, -ισσα η: πρόσωπο που πουλάει λαχεία.

λαχνός ο: κλήρος, μικρό χαρτί που λαμβάνει μέρος σε κλήρωση και (συνεκδ.) ο αριθμός που αναγράφεται στον κλήρο: πρώτος ~.

Τα λαχαίνω, λαχείο και λαχνός παράγονται από το αορ. θέμα λαχ- του AE ρ. λαγχάνω «τυχαίνω».

λαχτάρα η: 1 υπερβολική επιθυμία ή έντονη προσμονή για κπ ή κτ: Περίμενε με ~ να σφίξει τον γιο της στην αγκαλιά της. 2 υπερβολικός φόβος από ξαφνικό ερέθισμα: Δεν τον άκουσα που μπήκε και, όταν εμφανίστηκε μπροστά μου, πήρα μια λαχτάρα! λαχταρώ: αισθάνομαι λαχτάρα (μτβ. με τη σημ. 1, αλλά αμτβ. με τη σημ. 2): Λαχτάρησα μια εκδρομούλα! Άργησε να γυρίσει στο σπίτι και λαχτάρησα. λαχταριστός -ή -ό.

λεηλατώ -ούμαι: (μτβ.) αρπάζω βίαια πολύτιμα αντικείμενα ή χρήματα από κτίριο, πόλη, χώρα κτλ. στη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων: Οι πόλεις που έπεσαν στα χέρια του εχθρού λεηλατήθηκαν αγρίως. λεηλασία η.

λεία η: 1 ό,τι έχει αρπάξει κπ από εχθρό ως λάφυρο ή ό,τι προέρχεται από λεηλασία ή ληστεία: Μετά τη διάρρηξη, μοιράστηκαν τη ~ τους. 2 ζώο που πιάνεται από κυνηγό ή από άλλο σαρκοβόρο ζώο ως τροφή: Το λιοντάρι ετοιμάστηκε να κατασπαράξει τη ~ του.

λείος -α -ο: αυτός που είναι ομαλός και όχι τραχύς στην αφή: ~ μάγουλο. λειαίνω: (μτβ.) κάνω κτ λείο. λείανση η.

λείπω αόρ. έλειψα: 1 (αμτβ.) δεν είμαι κπ όπου έπρεπε να βρίσκομαι=απουσιάζω παρευρίσκομαι: Αυτή τη στιγμή ~, είναι στο εξωτερικό. 2 προκαλώ σε κπ δυσάρεστα συναισθήματα λόγω της απουσίας ή της έλλειψής μου: ~ η μητέρα μου / ο καφές. 3 (αμτβ.) από ένα σύνολο ή όλο, απουσιάζω ή δεν υπάρχω πια, είμαι λιγότερος: ~ ένα κομμάτι από την τούρτα.

λειτουργώ: (αμτβ.) 1 δουλεύω, εκτελώ το έργο για το οποίο είμαι προορισμένος: Το ρολόι δε ~, σταμάτησε στις εννέα. 2 είμαι ανοικτός, ώστε να προσφέρω υπηρεσίες: Οι τράπεζες δε ~ το Σάββατο. Στο ισόγειο ~ βιβλιοθήκη. 3 διαδραματίζω έναν ορισμένο ρόλο: Ο διάλογος λειτούργησε ως αφορμή για τη σύσφιξη των σχέσεων. 4 ΕΚΚΛ α. τελώ την ιερή ακολουθία σε ναό σύμφωνα με συγκεκριμένο τυπικό: Ο παπάς ~ στην ενορία μας εδώ και χρόνια. β. παθ. παρακολουθώ την ιερή ακολουθία σε ναό: Λειτουργούμαι τακτικά. λειτουργία η: 1 το να λειτουργεί κτ ή ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί: Η ~ της καρδιάς υποστηρίζεται με μηχανικά μέσα. Καθιερώθηκε η ~ των καταστημάτων σε συνεχές ωράριο. 2 ο ρόλος ή ο ειδικός προορισμός πράγματος: Η ~ του καλοριφέρ είναι να θερμαίνει το σπίτι. Θεία ~: ΕΚΚΛ η τελετή και η ακολουθία της Θείας Ευχαριστίας. λειτουργικός -ή -ό. λειτουργικότητα η. λειτουργός ο, η: αυτός που επιτελεί έργο με κοινωνικό χαρακτήρα: Κοινωνική ~ ανέλαβε τη στήριξη της οικογένειας. δημόσιος ~. λειτούργημα το.

Το λειτουργώ στις περισσότερες σημ. του προέρχεται από το ΑΕ λειτουργῶ «αναλαμβάνω δημόσιο αξίωμα με προσωπικά μου έξοδα», αλλά είναι και σημδ. από το γαλλ. fonctionner.

λεκάνη η: 1 α. δοχείο πλατύ και χαμηλό: Βάλε τα ρούχα στη ~ με λίγο απορρυπαντικό. β. κλειστή θαλάσσια έκταση: η ~ της Μεσογείου. 2 πορσελάνινο κάθισμα αποχωρητηρίου. 3 ΑΝΑΤ κοιλότητα του σκελετού στο κάτω μέρος του κορμού, με την οποία συνδέονται τα κάτω άκρα.

λεκές ο: σημάδι από λιπαρή ή άλλη ουσία: Έπεσε το κρασί στο χαλί κι έκανε ~. λεκιάζω -ομαι (μτβ.) κάνω λεκέ σε κτ ή (αμτβ.) αποκτώ λεκέ = λερώνω: Πρόσεξε μη λεκιάσεις το καινούριο σου ρούχο! Το ύφασμα αυτό λεκιάζει εύκολα.

λεκτικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ 1 αυτός που σχετίζεται με τον λόγο: ~ πλούτος / επικοινωνία. 2 αυτός που σχετίζεται με τη λέξη: ~ σφάλμα. λεκτικό το: ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζει το ύφος ενός συγγραφέα.

λέξη η: 1 ΓΛΩΣΣ η μικρότερη αυτοτελής γλωσσική μονάδα που είναι φορέας σημασίας, καθώς και η γραπτή της παράσταση: Έχω πολλές άγνωστες λέξεις στο κείμενο. δε βγάζω ~:α. δε μιλώ: Δεν έβγαλε ~ όλο το απόγευμα. β. δυσκολεύομαι να διαβάσω ή να καταλάβω κτ: ~ από όσα γράφεις εδώ. 2 πληθ. τα λόγια: Οι ~ δε φτάνουν, για να εκφράσω αυτό που νιώθω. λεξικός -ή -ό. λεξικό το: βιβλίο με γραμματικές, σημασιολογικές, ετυμολογικές κ.ά. πληροφορίες για το λεξιλόγιο μιας ή περισσότερων γλωσσών ή μιας επιστήμης: αγγλο- ελληνικό ~ ιατρικών όρων.

λεπτό το: 1 α. το ένα εξηκοστό μίας ώρας: Υπόθεση τριών λεπτών. β. πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Περίμενε ένα ~, έρχομαι μαζί σου!2 υποδιαίρεση νομισμάτων: Το ευρώ έχει 100 ~. 3 ΓΕΩΜ το ένα εξηκοστό μίας μοίρας.

λεπτομέρεια η: 1 πολύ μικρό στοιχείο ενός συνόλου, μικρό τμήμα: ~ της τοιχογραφίας σε μεγέθυνση. Μας διηγήθηκε το συμβάν με κάθε ~. 2 στοιχείο ευρύτερου συνόλου που θεωρείται δευτερεύον ή επουσιώδες: Άσε τις ~ και πες μας τα πιο σημαντικά! 3 πληθ. κατατοπιστικά στοιχεία σχετικά με κπ ή κτ: Με ενδιαφέρει το θέμα - θα μου πείτε ~; λεπτομερειακός -ή -ό & λεπτομερής -ής -έςglass σχ. αγενής. λεπτομερειακά & λεπτομερώς (επίρρ.).

λεπτός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει πάχος=αδύνατος, λιγνός παχύς, χοντρός: ~ άνδρας / σιλουέτα. 2 (μτφ.) αυτός που είναι διακριτικός, ευγενικός στη συμπεριφορά ή εκλεπτυσμένος: κοπέλα ευγενική, με ~ τρόπους. 3 (για ήχο) αυτός που είναι ψιλός, σαν παιδικός: Ακούστηκε η ~ φωνούλα του. 4 (μτφ.) αυτός που απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς: Πρόσεξε μη με εκθέσεις, η θέση μου είναι ~! λεπτά (επίρρ.). λεπταίνω αόρ. λέπτυνα : (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ ή κπ (πιο) λεπτό ή γίνομαι (πιο) λεπτός (σημ. 1 & 3)=αδυνατίζω χοντραίνω. λεπτότητα η: η ιδιότητα του λεπτού (σημ. 2 & 4).

λερώνω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να δείχνει βρόμικος=βρομίζω, [επίσ.] ρυπαίνω καθαρίζω: Μην μπαίνεις με τις λάσπες, θα λερώσεις το σπίτι! 2 (μτφ., μτβ.) κηλιδώνω ηθικά τη φήμη ή το όνομα κπ=ντροπιάζω: Με την απαράδεκτη πράξη της λέρωσε το όνομά του. λέρα η: 1 βρομιά. 2 (μτφ.) άνθρωπος ανήθικος και ανυπόληπτος.

λευκός ή -ό: 1 αυτός που έχει το χρώμα του χιονιού=άσπρος μαύρος: Στο Αιγαίο τα σπίτια είναι βαμμένα ~. 2 αυτός που έχει ανοικτό χρώμα ή ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα: ~ ψωμί / κρασί. ~ φυλή έγχρωμος, μαύρος. 3 αυτός που είναι αγνός, δε βαρύνεται από αμαρτίες ή αδικήματα: ~ ποινικό μητρώο. 4 αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που ήταν προορισμένος: ~ κόλλα: σε διαγώνισμα, κόλλα στην οποία δεν έχει γράψει κπ κτ. ~ απεργία: μορφή απεργίας, κατά την οποία οι εργαζόμενοι πηγαίνουν στη δουλειά τους, αλλά δεν εργάζονται. λευκό το: 1 το λευκό χρώμα. 2 ψηφοδέλτιο στο οποίο δεν έχει σημειώσει κπ πρόσωπο ή κόμμα που ψηφίζει, συνήθως σε ένδειξη διαμαρτυρίας: Έριξε / ψήφισε ~. λευκότητα η. λευκαίνω -ομαι (μτβ.). λεύκανση η. λευκαντικός -ή -ό. λευκαντικό το: απορρυπαντικό για ρούχα.

λεφτά τα: [προφ.] μέσο με το οποίο συναλλασσόμαστε=χρήματα: Κερδίζει πολλά ~.

λέω & [επίσ.] λέγω αόρ. είπα, παθ. αόρ. λέχθηκα & [επίσ.] ελέχθην, μππ. ειπωμένος: (μτβ.) 1 αναφέρω σε κπ κτ σε προφορικό λόγο: Μας είπαν ότι θα περάσουν αύριο. 2 (& με παράλ. αντικ.) γενικότερα, εκφράζομαι με λέξεις: Έλεγε, έλεγε, και τελειωμό δεν είχε. 3 έχω την άποψη=νομίζω, πιστεύω, φρονώ: ~ ότι πρέπει να φύγουμε τώρα. 4 (+ να) σχεδιάζω, έχω στον νου μου να κάνω κτ: ~ να πάω διακοπές σε νησί. 5 προξενώ εντύπωση: Αυτό το μέρος δε μου ~ τίποτε, μου είναι αδιάφορο. μη μου πεις!: για να δηλώσουμε έκπληξη: ~, αυτή είναι η κόρη σου; 6 δίνω σε κπ όνομα=ονομάζω, βαπτίζω: Το μωρό το είπαν Ανδρέα. 7 χαρακτηρίζω κπ: Με είπε χαζή! 8 (για λέξεις, εκφράσεις κτλ.) σημαίνω: Τι θα πει η λέξη αυτή;9 παθ. α. έχω το όνομα=ονομάζομαι: ~ Μαρία. β. απρόσ. υπάρχει η φήμη=διαδίδεται, φημολογείται: Λέγεται ότι θα ακυρωθεί ο διαγωνισμός. λόγος ο: 1 η ομιλία: O άνθρωπος, σε αντίθεση με τα ζώα, διαθέτει το χάρισμα του ~. 2 γλώσσα: προφορικός και γραπτός ~. 3 παρουσίαση σκέψεων, ιδεών: Αναζητούμε έναν νέο πολιτικό ~. 4 ομιλία μπροστά σε ακροατήριο: Ο φιλόλογος θα εκφωνήσει τον ~ για την εθνική επέτειο. 5 άδεια, δικαίωμα ομιλίας: δίνω / αφαιρώ / παίρνω τον ~. 6 συζήτηση, αναφορά σε κτ=κουβέντα: Γίνεται πολύς ~ για την οικολογική κρίση. 7 γνώμη, άποψη: Ο ~ του είναι σεβαστός από το συμβούλιο. 8 διαβεβαίωση, υπόσχεση: Δεν τηρεί τον ~ του. 9 αιτία: Όλα αυτά τα κάνει για οικονομικούς ~. 10 λογική: ορθός ~. 11 διδασκαλία, κήρυγμα: ο ~ του Θεού. λόγια τα: οτιδήποτε λέει κπ: Θα στα πω με απλά ~. λογύδριο το: υποκορ. μικρός ή σύντομος λόγος.

λέων ο: 1 [επίσ.] το λιοντάρι. 2 Λέων ο: α. ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. β. ΑΣΤΡΟΛ το πέμπτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό.

λήγω αόρ. έληξα, μππ. ληγμένος: (αμτβ.) 1 παίρνω τέλος=τελειώνω: Η υπόθεση έληξε με αίσιο τρόπο. 2 παύω να ισχύω ή να είμαι έγκυρος ή κατάλληλος: Η προθεσμία έληξε. 3 ΓΛΩΣΣ καταλήγω, τελειώνω: Ρήματα που λήγουν σε -ώνω: διπλώνω, αραιώνω κτλ. λήξη η. ληκτικός -ή -ό. λήγουσα η: ΓΛΩΣΣ η τελευταία συλλαβή λέξης.

λήθη η χωρίς πληθ.: κατάσταση κατά την οποία κτ έχει σβηστεί από τη μνήμη=[προφ., λογοτ.] λησμονιά: Φοβάται ότι τα έργα του θα περιπέσουν στη ~.

Από το θ. του αορ. β΄ ἔλαθον του AE ρ. λανθάνω «διαφεύγω της προσοχής».

λησμονώ -ούμαι: [λογοτ.] (μτβ.) χάνω ή σβήνω από τη μνήμη μου κπ ή κτ=ξεχνώ θυμάμαι: Μη μας λησμονήσεις εκεί που θα πας!λησμονιά η: [λογοτ.] λήθη.

ληστής ο: πρόσωπο που αφαιρεί με βίαιο τρόπο ή με απειλή χρήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας που βρίσκονται στην κατοχή άλλων. ληστεία η. ληστρικός -ή -ό. ληστεύω -ομαι (μτβ.).

λίαν (επίρρ.): [επίσ.] σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρ. σε στερεότυπες εκφρ.=πολύ: ~ καλώς / επιεικώς.

λιανός -ή -ό: [οικ.] πολύ λεπτός ή αδύνατος: Έφερε κάτι ~ ξυλαράκια για το άναμμα της φωτιάς. κάνω κτ λιανά: εξηγώ με τρόπο διεξοδικό. λιανίζω (μτβ.). λιανικός -ή -ό: αυτός που πουλιέται σε μικρές ποσότητες ή που διατίθεται κατευθείαν στον καταναλωτή χοντρικός: ~ τιμή. λιανικά & -ώς (επίρρ.)

λιγνός -ή -ό: αυτός που δεν έχει πάχος=λεπτός, αδύνατος παχύς: ~ και μακρυά δάχτυλα.

λίγος -η -ο συγκρ. λιγότερος, υπερθ. ελάχιστος: 1 αυτός που είναι μικρός σε αριθμό, διάρκεια ή ποσότητα πολύς: Θα πάμε ~ μέρες στη Ρώμη. ~ φαγητό να μου βάλεις - δε θέλω πολύ. 2 αυτός που είναι μικρός, περιορισμένος ως προς την έκταση ή την ένταση: Εδώ έχει λιγότερο θόρυβο. 3 (μτφ.) αυτός που είναι μικρός σε αξία, που δεν είναι τόσο ικανός κτλ.: Μου φάνηκε ~ για τον ρόλο του Οιδίποδα. λίγο (επίρρ.) πολύ: Είναι ~ να πάρεις το πτυχίο στα τέσσερα χρόνια;

Από το μσν. λίγος που προέρχεται από το ΑΕ ὀλίγος. Το επίρρ. λίγο χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε εκφρ. ευγενείας: Έρχεσαι λίγο;

λιγοστός -ή -ό: αυτός που είναι λίγος σε ποσότητα και αριθμό πολύς: Οι πιθανότητες να τους βρουν ζωντανούς είναι ~. λιγοστεύω: 1 (μτβ.) μειώνω, περιορίζω=ελαττώνω αυξάνω: Οι πόνοι λιγόστεψαν, αλλά δεν εξαφανίστηκαν. 2 (αμτβ.) γίνομαι λιγότερος σε αριθμό ή ποσότητα=μειώνομαι, ελαττώνομαι, περιορίζομαι: Αν δεις ότι ~ το νερό στην κατσαρόλα, βάλε κι άλλο!

λιθοβολώ -ούμαι: (μτβ.) πετάω πέτρες σε κπ ή κτ=πετροβολώ: Συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι του και το λιθοβολούσαν. λιθοβολισμός ο.

Από το ελνστ. λιθοβολῶ < λίθος + βολή (< βάλλω).

λίθος ο: [επίσ.] πέτρα: πολύτιμος ~. εποχή του λίθου: ΙΣΤ ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από τη χρήση εργαλείων και όπλων από πέτρα. λίθινος -η -ο: 1 αυτός που είναι κατασκευασμένος από πέτρα=πέτρινος: ~ κατασκευή. 2 αυτός που αναφέρεται στην εποχή του λίθου.

λίκνο το: 1 τόπος που γεννήθηκε κτ σημαντικό = κοιτίδα: H αρχαία Αθήνα είναι το ~ της Δημοκρατίας. 2 [επίσ.] κούνια για μωρό. λικνίζω -ομαι: (μτβ.) κουνάω κτ ελαφρά και με ρυθμό: Τα σώματα των κοριτσιών λικνίζονταν στον ρυθμό της μουσικής. λίκνισμα το: αργή και ρυθμική κίνηση: το ~ του κορμιού.

Από το ελνστ. λικνίζω «λιχνίζω» < ΑΕ λίκνον.

λίμα1 η: μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για να λειαίνουμε επιφάνειες αντικειμένων ή των νυχιών. λιμάρω -ομαι: (μτβ.) λειαίνω ή λεπταίνω κτ με τη λίμα: Αν δεν ~ τη βίδα, δε θα μπει στη θέση της. λιμάρισμα το.

λίμα2 η: μεγάλη πείνα, λαιμαργία: Τι ~ είναι αυτή, πόσες μέρες έχεις να φας; λιμασμένος -η -ο.

Από το μσν. λιμάζω < ΑΕ λιμός.

λιμάνι το: 1 φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση θαλάσσιας ακτής ή της όχθης λίμνης ή ποταμού, στην οποία αγκυροβολούν με ασφάλεια τα πλοία: Ο Πειραιάς είναι ένα από τα πιο εμπορικά ~ της Μεσογείου. 2 πόλη που διαθέτει λιμάνι: Ο Πειραιάς έχει το μεγαλύτερο ελληνικό ~. 3 (μτφ.) το μέρος ή το άτομο στο οποίο βρίσκει κπ καταφύγιο: Η αγκαλιά της ήταν γι' αυτόν απάνεμο ~. λιμένας ο: [επίσ.] λιμάνι. λιμενικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το λιμάνι: ~ τέλη. ~ Σώμα: σώμα με στρατιωτική οργάνωση που ασκεί τον έλεγχο των λιμανιών και κάθε πλωτού μέσου. Λιμενικό το: το Λιμενικό Σώμα. λιμενικός ο, η: πρόσωπο που υπηρετεί στο Λιμενικό Σώμα. λιμενάρχης ο, η: επικεφαλής των λιμενικών αρχών σ' ένα λιμάνι. λιμεναρχείο το: υπηρεσία που διοικεί ένα λιμάνι και (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται: πληροφορίες στο ~ Ραφήνας.

λίμνη η: 1 φυσική ή τεχνητή κοιλότητα της γης με γλυκό νερό, η οποία δεν επικοινωνεί με τη θάλασσα: η ~ της Καστοριάς. 2 (μτφ.) συγκέντρωση ποσότητας υγρού σ΄ ένα μέρος: Βρέθηκε δολοφονημένος δίπλα σε μια ~ αίματος. λιμνάζω: (αμτβ.) 1 (για νερά) σχηματίζω λίμνη: Σ΄ αυτό το σημείο τα νερά της βροχής ~. 2 (μτφ.) αδρανώ, παραμένω στάσιμος: Οι αλλαγές στο σύστημα υγείας ~ εδώ και χρόνια. λιμνήσιος -α -ο: αυτός που έχει σχέση με τη λίμνη: ~ ψάρι.

λιμοκτονώ: (αμτβ.) 1 υποφέρω ή πεθαίνω από πείνα, από ασιτία: Πολλά παιδιά σε χώρες της Αφρικής ~. 2 (μτφ.) βρίσκομαι σε τόσο μεγάλη φτώχεια, που δεν έχω να φάω: Δεν έχουν χρήματα και η οικογένειά τους λιμοκτονεί.

Από το ΑΕ λιμοκτονῶ, σύνθ. από λιμός + κτονῶ (< κτείνω «σκοτώνω»).

λιμός ο: μεγάλη πείνα λόγω έλλειψης τροφίμων: Πολλοί από τους πολιορκημένους πέθαναν από ~.

Προσοχή στη διαφορετική ορθογρ. και σημ. των λ. λιμός (μεγάλη πείνα) και λοιμός (θανατηφόρα επιδημία glass λ.).

λινός -ή -ό: αυτός που είναι κατασκευασμένος από ίνες λιναριού: ~ πουκάμισο. λινό το: ύφασμα ή ρούχο από λινάρι: Είναι στη μόδα τα λινά.

λιποθυμώ & [λαϊκ.] λιγοθυμώ & -άω: (αμτβ.) χάνω ξαφνικά και προσωρινά τις αισθήσεις μου: Μόλις είδε τον αδελφό της τραυματισμένο, λιποθύμησε. λιποθυμία & [λαϊκ.] λιγοθυμιά η: ξαφνική και παροδική απώλεια των αισθήσεων. λιπόθυμος -η -ο: Έπεσε ~ από την εξαντλητική εργασία. λιποθυμικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη λιποθυμία: Υποφέρει από ~ κρίσεις.

Από το ΑΕ λιποθυμῶ από το λιπο- (< λείπω) + θυμός «καρδιά».

λίπος το: 1 στερεά οργανική ουσία που υπάρχει στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων: Κάνε δίαιτα, για να φύγει αυτό το ~! Δεν τρώω κρέας με ~.=πάχος. 2 φυτική ουσία με ανάλογη σύσταση: Η μαργαρίνη είναι φυτικό ~. λιπαίνω -ομαι: (μτβ.) 1 αλείφω κτ (κυρίως μηχανικό μέρος) με λίπος ή ειδικό λάδι, για να το προφυλάξω από τη φθορά=λαδώνω. 2 εμπλουτίζω το έδαφος με λίπασμα. λίπανση η: 1 το να λιπαίνει κπ κτ (σημ. 1)=λάδωμα. 2 εμπλουτισμός του εδάφους με λίπασμα. λιπαντικός -ή -ό. λιπαντικό το: λιπαντική ουσία. λιπαρός -ή -ό: αυτός που περιέχει λίπος: ~ δέρμα. λιπαρά τα: ουσίες που περιέχουν λίπος: γιαούρτι με λίγα ~. λιπώδης -ης -ες: αυτός που έχει λίπος ή τις ιδιότητες του λίπους: ~ ουσία. glass σχ. αγενής.

λιποτακτώ: (αμτβ.) 1 εγκαταλείπω αδικαιολόγητα τον στρατό: Όποιος ~, περνάει στρατοδικείο. 2 (μτφ.) εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου: Συμμετείχε στην απεργία, αλλά τελικά λιποτάκτησε. λιποτάκτης ο, -τρια η: πρόσωπο που λιποτακτεί: Άργησε πολλές μέρες να γυρίσει στη μονάδα του, γι' αυτό κηρύχτηκε ~. λιποταξία η.

Από το ΑΕ λιποταξία, που προέρχεται από το πρόθημα λιπο- (< λείπω) + τάξη (< τάσσω).

λιτανεία η: περιφορά εικόνων ή λειψάνων σε θρησκευτική πομπή που έχει χαρακτήρα παράκλησης: Αύριο θα γίνει η ~ της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνα.

λιτός -ή -ό: 1 αυτός που αρκείται σε λίγα, απλός και χωρίς πολυτέλεια: ~ διατροφή. 2 αυτός που δεν έχει περιττά στολίδια: Το κείμενό του έχει ακριβή και ~ διατύπωση. λιτά (επίρρ.). λιτότητα η: περιορισμός στα λίγα και άκρως απαραίτητα: μέτρα λιτότητας. Η ζωή του είχε ως γνώμονα τη ~ και τη σωφροσύνη.=ολιγάρκεια.

λίτρο το: μονάδα όγκου ή χωρητικότητας: Βάλε μου είκοσι λίτρα αμόλυβδη βενζίνη!

λιώνω: 1 α. (μτβ.) μεταβάλλω κτ στερεό σε υγρό με τη βοήθεια θερμότητας: Ο δυνατός ήλιος έλιωσε το χιόνι. β. (αμτβ.) γίνομαι υγρό από στερεό: Έλιωσαν τα χιόνια. 2 (μτβ.) κάνω κτ πολτό, το διαλύω: Πρώτα θα λιώσεις τις πατάτες. 3 (μτφ., μτβ.) νικώ, διαλύω, καταστρέφω: Την άλλη Κυριακή θα τη λιώσουμε την ομάδα σας! 4 α. (μτβ.) φθείρω κτ από τη συχνή χρήση: Μη φοράς συνέχεια τα καλά σου παπούτσια, θα τα λιώσεις! β. (αμτβ.) φθείρομαι: Έλιωσαν τα παπούτσια. 5 (μτφ.) α. (μτβ.) φθείρω, μαραζώνω: Tην έλιωνε το μαράζι της ξενιτιάς. β. (αμτβ.) Λιώνει από έρωτα για τη Μαίρη. λιώσιμο το.

Από το μσν. λιώνω < ελνστ. λειῶ (< λεῖος).

λογαριάζω -ομαι: 1 (μτβ.) υπολογίζω, μετρώ: ~ τα έξοδα αυτού του μήνα. 2 (μτβ.) παίρνω υπόψη μου, υπολογίζω: Άμα θέλει να κάνει κάτι, δε ~ κανέναν. 3 (μτβ.) θεωρώ: Δεν τον ~ για συγγενή μου μετά από αυτή την πράξη του. 4 (μτβ.) σχεδιάζω, έχω την πρόθεση: ~ να πάμε ταξίδι. ~ χωρίς τον ξενοδόχο: σχεδιάζω κτ χωρίς να υπολογίζω τον άμεσα ενδιαφερόμενο. 5 παθ. (αμτβ.) λύνω τις διαφορές μου, έρχομαι σε αναμέτρηση με κπ: Θα λογαριαστούμε οι δυο μας. λογαριασμός ο: 1 εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και υπολογισμών, μέτρημα: Θα μας κάνετε τον ~; 2 απόδειξη που δείχνει το ποσό που οφείλει κπ: Ο ~ της ΔΕΗ είναι μέσα στο συρτάρι. 3 μερίδα που ανοίγεται κυρίως σε τράπεζα και αφορά ορισμένο πρόσωπο, είδος ή σκοπό: Τα χρήματα να τα καταθέσετε στον τραπεζικό μου ~. 4 συνήθ. πληθ. (μτφ.) δοσοληψίες κάθε μορφής: Μεταξύ τους υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί από πέρυσι. ξεκαθάρισμα λογαριασμών: τακτοποίηση διαφορών με βίαιο τρόπο: H βομβιστική επίθεση ήταν ~ μεταξύ ανθρώπων του υποκόσμου.

Από το μσν. λογαριάζω < ΑΕ λογάριον, υποκορ. του λόγος.

λογικός -ή -ό: παράλογος 1 αυτός που έχει την ικανότητα να σκέφτεται με βάση τον ορθό λόγο και να ενεργεί ανάλογα: O άνθρωπος είναι ~ ον. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθή σκέψη: Μπορείς να δώσεις μια ~ εξήγηση για την αδιαφορία του; 3 αυτός που δε χαρακτηρίζεται από υπερβολές=κανονικός: Αυτό το κατάστημα έχει ~ τιμές. λογική η: το να σκέφτεται κανείς ορθά. λογικό το & λογικά τα: νους, ορθή σκέψη: Μήπως έχασε τα ~ του, τι είναι αυτά που λέει; λογικά (επίρρ.). λογικεύω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να σκεφτεί λογικά: Κοίταξε να λογικέψεις την κόρη σου, γιατί δεν τα πάει καλά στο σχολείο!

λόγιος ο, λογία η: 1 πρόσωπο που είναι πνευματικά καλλιεργημένο, με έργο κυρίως στις ανθρωπιστικές επιστήμες. 2 διανοούμενος, άνθρωπος των γραμμάτων, κυρίως της περιόδου από την Αναγέννηση μέχρι και τον 19ο αι.: Oι Έλληνες ~ μετά την Άλωση πήγαν στη Δύση. λόγιος -α -ο: αυτός που σχετίζεται ή ταιριάζει σε λόγιο: ~ ύφος / γλώσσα / προέλευση.

Από το ΑΕ λόγος.

λογισμικό το: ΠΛΗΡΟΦ προγράμματα και εφαρμογές ηλεκτρονικού υπολογιστή.

λογιστής ο, -ίστρια η: επαγγελματίας με οικονομικές σπουδές που ασχολείται με την καταγραφή της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης: Εργάζεται ως ~ σε μεγάλη επιχείρηση τροφίμων. λογιστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους λογιστές και τη λογιστική: ~ βιβλία. λογιστική η & λογιστικά τα: κλάδος της οικονομικής επιστήμης που ασχολείται με την καταγραφή και τον έλεγχο της οικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης. λογιστήριο το: τμήμα επιχείρησης που ασχολείται με την τήρηση των λογιστικών βιβλίων, και (συνεκδ.) οι εργαζόμενοι σε αυτό και ο χώρος στον οποίο στεγάζεται: Να πάρετε την αποζημίωση από το ~!

λογοκρίνω -ομαι: (μτβ.) εμποδίζω την ελευθερία της έκφρασης, παρεμβαίνοντας στο περιεχόμενο κειμένων, έργων κτλ. που δεν εγκρίνονται από την εξουσία: Τα άρθρα του είχαν λογοκριθεί πολλές φορές από τη δικτατορία. λογοκρισία η: το να λογοκρίνει κπ κτ και η υπηρεσία που ασκεί τη λογοκρισία: Η ~ χαρακτηρίζει φασιστικά καθεστώτα. λογοκριτής ο, -ίτρια η: πρόσωπο που ασκεί λογοκρισία. λογοκριτικός -ή -ό.

Από τα λόγος + κρίνω.

λογοτεχνία η: 1 καλλιέργεια του έντεχνου λόγου, παραγωγή ποιητικού λόγου και έντεχνης πεζογραφίας. 2 το σύνολο των λογοτεχνικών έργων ενός λαού, μιας εποχής κτλ.: Προτιμώ την ελληνική από την ξένη ~. λογοτέχνης ο,-ις & λογοτέχνιδα η: συγγραφέας πεζών ή ποιητικών έργων. λογοτεχνικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη λογοτεχνία ή τον λογοτέχνη: ~ κείμενο / περιοδικό. λογοτεχνικά (επίρρ.). λογοτέχνημα το: λογοτεχνικό έργο.

λοιμός ο: 1 κάθε μορφή επιδημικής ασθένειας με μεγάλη εξάπλωση. 2 πανούκλα. λοιμώδης -ης -ες: αυτός που έχει σχέση με μολυσματική ασθένεια: Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων. glass σχ. λιμός & αγενής.

λοιπός -ή -ό: υπόλοιπος: Την εκδήλωση θα χαιρετήσουν οι πολιτικές, στρατιωτικές και ~ αρχές της περιοχής. και τα λοιπά (κτλ.) ή και λοιπά (κ.λπ.): για όσα παραλείπονται, επειδή εύκολα εννοούνται. λοιπόν (σύνδ.): 1 δηλώνει συμπέρασμα ή συνέπεια που προκύπτει από τα προηγούμενα: Ώστε ~ δε θα έρθετε! 2 συνδέει δύο προτάσεις που δηλώνουν γεγονότα τα οποία γίνονται το ένα μετά το άλλο ή εξαιτίας του άλλου: Ήταν άρρωστος στις εξετάσεις· αναγκάστηκε ~ να δώσει το μάθημα άλλη μέρα. 3 (σε επιφ. χρήση) εκφράζει αμηχανία, ενδιαφέρον, δυσαρέσκεια, έκπληξη κτλ. σε σχέση με κτ που έχει προηγηθεί: Και τι έγινε, ~, που δεν ήρθε κανείς;

Από το ΑΕ λοιπός που προέρχεται από το λείπω. Από την ίδια ρίζα παράγονται και τα σύνθετα υπόλοιπος, ελλιπής, έλλειψη.

λοξός -ή -ό: 1 αυτός που δεν είναι ευθύς=πλάγιος ίσιος: Θα πάρεις τον ~ δρόμο. ~ ματιά / βλέμμα: κοίταγμα με την άκρη του ματιού: Έριχνε ~ ματιές, για να δει με ποιον μιλάω. 2 (μτφ., για πρόσ.) αυτός που είναι παράξενος, ανισόρροπος: Πρόσεξε τι θα πεις, γιατί είναι ~ και δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει. λοξά (επίρρ.).

λούζω -ομαι: 1 (μτβ.) α. πλένω τα μαλλιά κπ: Θα σε λούσω εγώ. β. (μτφ.) για έντονο, άπλετο φως: Το δωμάτιο το ~ ο ήλιος όλη μέρα. γ. (μτφ.) μαλώνω, βρίζω=επιπλήττω: Τον έλουσε με αχαρακτήριστες εκφράσεις. 2 παθ. α. πλένω τα μαλλιά μου: Μόλις λούστηκες και βγαίνεις; β. (μτβ.) παθαίνω κτ, υφίσταμαι: Αυτά που κορόιδευε, τα λούζεται τώρα ο ίδιος. λούζομαι στον ιδρώτα: ιδρώνω πολύ. λούσιμο το: 1 το πλύσιμο των μαλλιών: Το μαλλί σου χρειάζεται ~. 2 (μτφ.) το έντονο βρίσιμο: Έφαγε ένα ~ που θα το θυμάται!

Από το μσν. λούζω < ΑΕ λούω.

λουλούδι το: 1 άνθος φυτού: στεφάνι από ~. 2 φυτό που καλλιεργείται για τα άνθη του: Ποτίζω τα ~ της βεράντας. 3 (μτφ.) α. άτομο αθώο και αξιαγάπητο: Παντρεύτηκες αυτό το ~ και πρέπει να το προσέχεις. β. [ειρων.] άτομο πονηρό, ανήθικο: Συνέλαβε η αστυνομία κάτι ~! λουλουδένιος -α -ο: αυτός που είναι φτιαγμένος από λουλούδια: ~ στεφάνι. λουλουδάτος -η -ο: (κυρ. για ύφασμα) αυτός που είναι στολισμένος με σχέδια λουλουδιών: ~ φόρεμα. λουλουδίζω & λουλουδιάζω: (αμτβ.) 1 (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω. 2 (μτφ., για πρόσ.) είμαι στην ακμή μου ή σε περίοδο ευτυχίας.

λουρίδα & λωρίδα η: 1 στενόμακρο κομμάτι από κπ υλικό: Κόψε το πανί σε ~! 2 (μτφ.) στενόμακρο τμήμα επιφάνειας: στενή ~ γης. λωρίδα κυκλοφορίας: καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζονται οι δρόμοι για την κυκλοφορία των οχημάτων.

λοχεία η: 1 η κατάσταση γυναίκας που γέννησε πρόσφατα. 2 χρονικό διάστημα σαράντα περίπου ημερών μετά από τη γέννα. λεχώνα η: [οικ.] γυναίκα που γέννησε πρόσφατα.

Από το ΑΕ λοχεύω < λέχος «κρεβάτι».

λόχος ο: μονάδα του Στρατού, που αποτελείται από 130-150 άνδρες: Υπηρετεί στον ~ Διοικήσεως της Μεραρχίας. λοχαγός ο: αξιωματικός του Στρατού Ξηράς που διοικεί λόχο. λοχίας ο: υπαξιωματικός του Στρατού Ξηράς.

λυγίζω -ομαι & λυγώ & -άω -ιέμαι: 1 α. (μτβ.) κάμπτω κτ ισιώνω: Μπορείς να λυγίσεις τη βέργα; ~ τα γόνατα. β. (αμτβ.) κάμπτομαι: Tα κλαδιά της ιτιάς ~, για να μη σπάσουν από τον άνεμο. Λύγισαν τα γόνατά του από την εξάντληση. 2 (μτφ.) α. (μτβ.) καταβάλλω κπ, τον κάνω να υποχωρήσει: Tον λύγισαν οι οικονομικές δυσκολίες. β. (αμτβ.) καταβάλλομαι, νικιέμαι, χάνω το θάρρος μου: Λύγισε μπροστά στις απειλές των αστυνομικών. σειέται και λυγιέται: περπατά προκλητικά. λύγισμα το. λυγερός -ή -ό: ευλύγιστος και κομψός: ~ κορμοστασιά.

Από το ΑΕ λυγίζω < λύγος «λυγαριά».

λυγμός ο: σύσπαση των μυών του λάρυγγα, που συνοδεύει το έντονο κλάμα: Μόλις άκουσε την αυστηρή τιμωρία, ξέσπασε σε λυγμούς.

Από το ελνστ. λυγμός με αρχική σημασία «λόξιγκας».

λυμαίνομαι μόνο ενστ. και πρτ.: (μτβ.) καταστρέφω, ρημάζω ή εκμεταλλεύομαι με αθέμιτο τρόπο: Οι έμποροι ναρκωτικών λυμαίνονται την περιοχή.

λύματα τα: ακάθαρτα νερά και άλλα υγρά απόβλητα κατοικιών, βιομηχανιών κτλ.: Το ποτάμι έχει υποστεί ρύπανση από τα ~ της βιομηχανικής μονάδας.

Από το ΑΕ λῦμα «νερό της μπουγάδας».

λύνω -ομαι: (μτβ.) 1 χαλαρώνω κτ που είναι δεμένο, καταργώντας κόμπο κτλ. δένω: ~ τα κορδόνια των παπουτσιών μου. 2 απαλλάσσω κπ ή κτ από το δέσιμο δένω: Λύσε τον σκύλο να τον πάμε βόλτα! 3 (μτφ.) διακόπτω, σταματώ: Οι συμβασιούχοι δε θα λύσουν την απεργία, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. 4 βρίσκω το αποτέλεσμα: Έλυσες τις ασκήσεις; 5 επιλύω, διευθετώ τις δυσκολίες: Tο πρόβλημα λύθηκε με απόφαση του υπουργείου. 6 εξηγώ, ερμηνεύω κτ: Ποιος θα μας λύσει μια απορία; λύση η: 1 η εύρεση του αποτελέσματος σε ένα μαθηματικό πρόβλημα: Η ~ της εξίσωσης είναι γραμμένη στον πίνακα. 2 ρύθμιση των δυσκολιών: Στο πρόβλημα πρέπει να δοθεί πολιτική ~. 3 εξήγηση, ερμηνεία: H ~ του αινίγματος την παίδεψε. 4 τερματισμός, διακοπή: H ~ του αποκλεισμού των εθνικών οδών από τους αγρότες αποφασίστηκε μόλις. λύσιμο το: 1 το να λύνει κπ κτ που είναι δεμένο. 2 (μτφ.) τερματισμός μιας κατάστασης: Το ~ της πολιορκίας ήταν θέμα χρόνου. 3 εύρεση του αποτελέσματος: Με βοηθάει στο ~ των ασκήσεων. 4 εξήγηση, ερμηνεία: Tο ~ του μυστηρίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. λυτός -ή -ό: όχι δεμένος: Είχε τα μαλλιά της ~.

Από το ΑΕ λύω. Στη ΝΕ συναντάμε το λύω ως β΄ συνθ. στα σύνθ. αναλύω, παραλύω, διαλύω κτλ.

λύπη η: δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κπ για κτ άσχημο ή θλιβερό: Όλοι νιώσαμε ~ για την ατυχία του φίλου μας.=στενοχώρια, θλίψη χαρά. Νιώθω μεγάλη ~, βλέποντας τη φτώχεια τους. λυπώ -ούμαι & -άμαι: 1 (μτβ.) κάνω κπ να νιώσει λύπη, πικραίνω: Μας λύπησε πολύ η χυδαία συμπεριφορά του. 2παθ. α. (αμτβ.) αισθάνομαι λύπη, στενοχωριέμαι: ~, δε θα έρθω αύριο. β. (μτβ.) νιώθω οίκτο, συμπονώ κπ: Τον ~ για το κακό που έπαθε. λύπηση η: οίκτος, συμπόνια. λυπηρός -ή -ό: αυτός που προκαλεί λύπη: Είναι ~ το ότι παράτησες τις σπουδές σου. λυπητερός -ή -ό: αυτός που εκφράζει λύπη: ~ τραγούδι. λυπητερά (επίρρ.).

λύρα η: 1 μουσικό όργανο με χορδές το οποίο παίζεται με δοξάρι: κρητική / ποντιακή ~. 2 στην αρχαιότητα, μουσικό όργανο με χορδές που παιζόταν με τα δάχτυλα: η ~ του Απόλλωνα. λυράρης ο, -ισσα η: λαϊκός οργανοπαίχτης που παίζει λύρα: οι ~ της Κρήτης.

λυρικός -ή -ό: 1 ΦΙΛΟΛ αυτός που εκφράζει υποκειμενικά, προσωπικά συναισθήματα: ~ ποίηση. 2 αυτός που σχετίζεται με τη λυρική ποίηση: ~ ποιητής. λυρικά (επίρρ.). λυρισμός ο: 1 η έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων του δημιουργού: Στο ποιητικό του έργο είναι διάχυτος ο ~. 2 η χρήση λυρικού ύφους στην πεζογραφία, στο θέατρο κτλ: Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό έργο με έντονο ~.

λύσσα η: 1 θανατηφόρα αρρώστια των σαρκοφάγων ζώων που μεταδίδεται και στον άνθρωπο με δάγκωμα από το μολυσμένο ζώο. 2 (μτφ.) μεγάλη μανία: Και οι δύο στρατοί πολέμησαν με ~. 3 [οικ.] υπερβολικά αλμυρό φαγητό: Η μακαρονάδα είναι ~, δεν μπορώ να τη φάω. λυσσώ & -άω μππ. λυσσασμένος: (αμτβ.) 1 προσβάλλομαι από λύσσα: Πρόσεξε, ο σκύλος είναι λυσσασμένος! 2 (μτφ.) καταλαμβάνομαι από οργή, μανία, πάθος: Λύσσαξε να παντρευτεί, και τώρα το μετάνιωσε. λυσσώδης -ης -ες: αυτός που διακατέχεται από οργή, μανία=λυσσαλέος: Παρά τη ~ αντίσταση των πολιορκημένων, το κάστρο τελικά παραδόθηκε.glass σχ. αγενής. λυσσαλέος -α -ο: λυσσώδης. λυσσαλέα (επίρρ.).

λύτρα τα: χρηματικό ποσό που ζητάει ο απαγωγέας για να ελευθερώσει κπ που έχει απαγάγει ή αιχμαλωτίσει: Οι απαγωγείς ζήτησαν ~ δύο εκατομμυρίων ευρώ.

Από το ΑΕ λύτρον < λύω.

λυτρώνω -ομαι: (μτβ.) απαλλάσσω κπ από βά-σανα και συμφορές: Ο στρατός τούς λύτρωσε από τα δεινά της σκλαβιάς. λυτρωτής ο: 1 πρόσωπο που απαλλάσσει από τα δεινά, τα βάσανα=σωτήρας. 2 Λυτρωτής ο: ο Ιησούς Xριστός, ως σωτήρας του ανθρώπου. λυτρωμός ο & λύτρωση η: Ο ~ του έθνους από τη σκλαβιά. λυτρωτικός -ή -ό: αυτός που σώζει, λυτρώνει από τα δεινά. λυτρωτικά (επίρρ.).

λωποδύτης ο, -τρια & -τισσα η: 1 κλέφτης μικροποσών ή μικροαντικειμένων: Ένας ~ προσπάθησε να μου πάρει το κινητό. 2 απατεώνας: Πρόκειται για μεγάλο ~ , έχει εξαπατήσει πολλούς.

λώρος ο: ΑΝΑΤ μακρύς και λεπτός σωλήνας που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα για τη λήψη τροφής και οξυγόνου. ομφάλιος ~: α. λώρος β. (μτφ.) στενός δεσμός που μας συνδέει μ' ένα πρόσωπο ή με μια κατάσταση: Πρέπει να κόψεις τον ~ με τους γονείς σου, να γίνεις ανεξάρτητος!