καβάλα → καβαλάω καβαλάρης → καβαλάω καβαλαρία → καβαλάω καβαλάρισσα → καβαλάω καβαλάω καβαλικεύω κάβος καγχάζω καγχασμός → καγχάζω καημός καθ’ → κατά1 καθ- → κατα- κάθ- → κατα- καθαίρεση → καθαιρώ καθαιρώ καθαίρω καθαρά → καθαρός καθαρεύουσα καθαρίζω → καθαρός καθαριότητα → καθαρός καθάρισμα → καθαρός καθαρισμός → καθαρός καθαριστήριο → καθαρός καθαριστής → καθαρός καθαριστικό → καθαρός καθαριστικός → καθαρός καθαρίστρια → καθαρός καθαρός καθαρότητα → καθαρός κάθαρση → καθαίρω καθαρτήριο → καθαίρω κάθε κάθειρξη καθεμιά → καθένας καθεμία → καθένας καθένα → καθένας καθένας καθεστώς καθεστωτική → καθεστώς καθεστωτικός → καθεστώς κάθετα → κάθετος κάθετη → κάθετος καθετί κάθετος καθετότητα → κάθετος καθέτως → κάθετος καθηγητής καθηγητικός → καθηγητής καθηγήτρια → καθηγητής καθήκον καθηλώνω καθήλωση → καθηλώνω καθημερινά → καθημερινός καθημερινή → καθημερινός καθημερινός καθημερινότητα → καθημερινός καθημερινώς → καθημερινός καθησυχάζω καθησυχαστικά → καθησυχάζω καθησυχαστικός → καθησυχάζω καθιερωμένα → καθιερώνω καθιερώνω καθιέρωση → καθιερώνω καθίζηση καθίζω → κάθομαι καθισιό → κάθομαι κάθισμα → κάθομαι καθίσταμαι → καθιστώ καθιστικό → κάθομαι καθιστικός → κάθομαι καθιστός → κάθομαι καθιστώ καθοδικά → κάθοδος καθοδικός → κάθοδος κάθοδος → κατα- κάθοδος καθολικά → καθολικός Καθολική → καθολικός Καθολικιά → καθολικός καθολικισμός → καθολικός καθολικό → καθολικός καθολικός καθολικότητα → καθολικός καθόλου κάθομαι καθομιλουμένη καθορίζω καθορισμός → καθορίζω καθοριστικά → καθορίζω καθοριστικός → καθορίζω καθρέπτης → καθρέφτης καθρεπτίζω → καθρέφτης καθρεφτάκι → καθρέφτης καθρέφτης καθρεφτίζω → καθρέφτης καθρέφτισμα → καθρέφτης καθυστερημένα → καθυστερώ καθυστερημένος → καθυστερώ καθυστέρηση → καθυστερώ καθυστερώ καθώς1 καθώς2 → καθώς1 και καινός καινοτομικός → καινοτομώ καινοτόμος → καινοτομώ καινοτομώ *καινούργιος → καινούριος καινούριος καίρια → καίριος καιρικός → καιρός καίριος καιρός καίω κακεντρέχεια → κακεντρεχής κακεντρεχής κακία → κακός κακίζω κάκιωμα → κακιώνω κακιώνω κακό → κακός κακο- κακό- → κακο- κακοαναθρεμμένος → κακο- κακόβουλα → κακόβουλος κακόβουλος κακόγνωμος → κακο- κακόγουστος → κακο- κακογραμμένος → κακο- κακοδιάθετος → κακο- κακοζωισμένος → κακο- κακοήθεια → κακοήθης κακόηθες → κακοήθης κακόηχος → κακο- κακοκαιρία → κακο- κακοκαρδίζω → κακο- κακόκεφος → κακο- κακολογώ → κακο- κακομαθαίνω → κακο- κακομεταχειρίζομαι → κακο- κακομιλώ → κακο- κακομοίρα → κακομοίρης κακομοίρης κακομοιριά → κακομοίρης κακομοιριασμένος → κακομοίρης κακομοίρικος → κακομοίρης κακόμοιρος → κακομοίρης κακοντυμένος → κακο- κακοπαντρεύω → κακο- κακοπέραση → κακο- κακοπερνώ → κακο- κακοπέφτω → κακο- κακόπιστος → κακο- κακοπληρωτής → κακο- κακοποίηση → κακοποιώ κακοποιός → κακοποιώ κακοποιός → -ποιώ κακοποιώ κακοπροαίρετος → κακο- κακοραμμένος → κακο- κακορίζικος → κακο- κακός κακοσμία → κακο- κακοστρωμένος → κακο- κακότεχνος → κακο- κακότροπος → κακο- κακότυχος → κακο- κακούργημα → κακούργος κακουργηματικός → κακούργος κακούργος κακόφημος → κακο- κακοφτιαγμένος → κακο- κακοχτενισμένος → κακο- κακόψυχος → κακο- κακώς → κακός καλά → καλός καλάθι καλαθιά → καλάθι καλαμάρι1 καλαμάρι2 καλαμένιος → καλάμι1 καλάμι1 καλάμι2 καλαμιά1 → καλάμι1 καλαμιά2 → καλάμι2 καλαμωτή → καλάμι1 κάλεσμα → καλώ καλή → καλός καλημέρα καλημερίζω → καλημέρα καληνύχτα καληνυχτίζω → καληνύχτα καληνυχτώ → καληνύχτα καλησπέρα καλησπερίζω → καλησπέρα καλλιγραφία καλλιγραφικά → καλλιγραφία καλλιγραφικός → καλλιγραφία καλλιγράφος → καλλιγραφία καλλιέργεια → καλλιεργώ καλλιεργημένος → καλλιεργώ καλλιεργήσιμος → καλλιεργώ καλλιεργητής → καλλιεργώ καλλιεργητικός → καλλιεργώ καλλιεργήτρια → καλλιεργώ καλλιεργώ καλλιτέχνημα → καλλιτέχνης καλλιτέχνης καλλιτεχνία → καλλιτέχνης καλλιτέχνιδα → καλλιτέχνης καλλιτεχνικά → καλλιτέχνης καλλιτεχνικός → καλλιτέχνης καλλιτέχνις → καλλιτέχνης καλλονή κάλλος καλλωπίζω → κάλλος καλλωπισμός → κάλλος καλλωπιστικός → κάλλος καλό → καλός καλο- καλό- → καλο- καλοαναθρεμμένος → καλο- καλοβαλμένος → καλο- καλοβλέπω → καλο- καλόβολος → καλο- καλόβουλος → καλο- καλοβουρτσισμένος → καλο- καλογερεύω → καλόγερος1 καλογερική → καλόγερος1 καλογερικός → καλόγερος1 καλογερίστικος → καλόγερος1 καλόγερος1 καλόγερος2 καλόγερος3 καλόγηρος → καλόγερος1 καλόγνωμος → καλο- καλογριά → καλόγερος1 καλόγρια → καλόγερος1 καλοδεχούμενος → καλο- καλοδιάθετος → καλο- καλοδουλεμένος → καλο- καλοζωισμένος → καλο- καλοήθεια → καλοήθης καλόηθες → καλοήθης καλοήθης καλοθρεμμένος → καλο- καλοκάγαθος → καλο- καλοκάθομαι → καλο- καλοκαίρι καλοκαιρία → καλο- καλοκαιριάζει → καλοκαίρι καλοκαιριάτικα → καλοκαίρι καλοκαιριάτικος → καλοκαίρι καλοκαιρινός → καλοκαίρι καλοκαρδίζω → καλο- καλόκαρδος → καλο- καλοκοιτάζω → καλο- καλομαθαίνω → καλο- καλοντυμένος → καλο- καλοπαντρεύω → καλο- καλοπέραση → καλο- καλοπερνώ → καλο- καλοπέφτω → καλο- καλοπιάνω → καλο- καλόπιστος → καλο- καλοπληρώνω → καλο- καλοπροαίρετος → καλο- καλορίζικος → καλο- καλός καλοστέκομαι → καλο- καλοσυγυρισμένος → καλο- καλοσυνάτα → καλός καλοσυνάτος → καλός καλοσύνη → καλός καλοσυνηθίζω → καλο- καλότροπος → καλο- καλότυχος → καλο- καλοφαγάς → καλο- καλοφτιαγμένος → καλο- καλοχτενισμένος → καλο- καλοψήνω → καλο- καλόψυχος → καλο- καλπάζω καλπάζων → καλπάζω καλπασμός → καλπάζω κάλπη κάλπικος κάλυμμα → καλύπτω καλύπτω καλυτέρευση → καλός καλυτερεύω → καλός κάλυψη → καλύπτω καλώ καλώς → καλός *καλωσύνη → καλοσύνη καμάρι καμαρώνω → καμάρι καμαρωτά → καμάρι καμαρωτός → καμάρι κάμερα καμιά → κανένας καμία → κανένας *καμμιά → καμιά *καμμία → καμία καμπάνα καμπάνια καμπή καμπίσιος → κάμπος κάμπος καμπόσο → κάμποσος κάμποσο → κάμποσος καμπόσος → κάμποσος κάμποσος κάμπτω καμπύλη → καμπύλος καμπύλος καμπυλότητα → καμπύλος καμπυλωτός → καμπύλος κάμψη → κάμπτω καν κανάλι κάνει → κάνω κανείς → κανένας κανένα → κανένας κανένας *κάνη → κάννη κάννη κανονάκι → κανόνι κανόνας κανόνι κανονιά → κανόνι κανονιέρης → κανόνι κανονίζω → κανόνας κανονικά → κανόνας κανονικός → κανόνας κανονικότητα → κανόνας κανονιοβολισμός → κανόνι κανονιοβολώ → κανόνι κανονισμός → κανόνας κανονιστικός → κανόνας κάνω καπελάς → καπέλο κάπελας → καπηλειό καπέλο καπελού → καπέλο καπέλωμα → καπέλο καπελώνω → καπέλο καπετάν → καπετάνιος καπετάνιος καπετάνισσα → καπετάνιος καπηλεία → καπηλεύομαι καπηλειό καπηλεύομαι κάπηλος → καπηλεύομαι καπιταλισμός καπιταλιστής → καπιταλισμός καπιταλιστικός → καπιταλισμός καπιταλίστρια → καπιταλισμός κάπνα → καπνός καπνιά → καπνός καπνίζω → καπνός κάπνισμα → καπνός καπνιστήριο → καπνός καπνιστής → καπνός καπνίστρια → καπνός καπνός κάποιος κάποτε κάπου κάπως καραβάνι καραντίνα καρατόμηση → καρατομώ καρατομώ καρβουνιάζω → κάρβουνο κάρβουνο καρδιά καρδιακή → καρδιά καρδιακός → καρδιά καρέκλα καρκινογόνος → καρκίνος καρκίνος καρπερός → καρπός καρπίζω → καρπός καρπός καρποφορία → καρποφόρος καρποφόρος καρποφορώ → καρποφόρος καρπώνομαι → καρπός κάρτα καρυδένιος → καρύδι καρύδι καρυδιά → καρύδι καρυδώνω → καρύδι καρφί καρφίτσα καρφίτσωμα → καρφίτσα καρφιτσώνω → καρφίτσα κάρφωμα → καρφί καρφώνω → καρφί καρφωτά → καρφί καρφωτός → καρφί κάστρο κατ’ → κατά1 κατ- → κατα- κάτ- → κατα- κατ’ αρχάς → σχ. καταρχήν κατ’ αρχήν → καταρχήν κατ’ εξοχήν → κατεξοχήν κατ’ ευθείαν → κατευθείαν κατά → κατά1 κατα- κατά- → κατα- κατά1 κατά2 → κατά1 καταβάλλω κατάβαση → κατεβαίνω καταβολή → καταβάλλω καταβρέχω → κατα- καταγγελία → καταγγέλλω καταγγέλλω καταγίνομαι κάταγμα κατάγομαι καταγραφή → καταγράφω καταγράφω καταγωγή → κατάγομαι καταδεικνύω καταδεικτικός → καταδεικνύω κατάδειξη → καταδεικνύω καταδεκτικός → καταδέχομαι καταδεκτικότητα → καταδέχομαι καταδέχομαι καταδίδω καταδικάζω καταδικαστέος → καταδικάζω καταδικαστικά → καταδικάζω καταδικαστικός → καταδικάζω καταδίκη → καταδικάζω καταδιωκτικό → κατα- καταδιωκτικός → κατα- καταδιώκω → κατα- καταδίωξη → κατα- καταδότης → καταδίδω καταδότρια → καταδίδω καταδυναστεύω → κατα- καταδύομαι κατάδυση → καταδύομαι καταδύτης → καταδύομαι καταδύτρια → καταδύομαι καταζητούμενη → καταζητώ καταζητούμενος → καταζητώ καταζητώ κατάθεση → καταθέτω καταθέτης → καταθέτω καταθέτρια → καταθέτω καταθέτω καταθλίβω καταθλιπτικά → καταθλίβω καταθλιπτική → καταθλίβω καταθλιπτικός → καταθλίβω κατάθλιψη → καταθλίβω καταιγίδα καταιγισμός καταιγιστικά → καταιγισμός καταιγιστικός → καταιγισμός κατακαλόκαιρο → κατα- κατάκαρδα → κατα- κατάκοιτος κατακοκκινίζω → κατα- κατάκοπος → κατα- κατακόρυφα → κατακόρυφος κατακόρυφο → κατακόρυφος κατακόρυφος κατακραυγή κατακρίνω κατακριτέος → κατακρίνω κατάκτηση → κατακτώ κατακτητής → κατακτώ | κατακτητικά → κατακτώ κατακτητικός → κατακτώ κατακτητικότητα → κατακτώ κατακτητικώς → κατακτώ κατακτήτρια → κατακτώ κατακτώ καταλαβαίνω καταλαγιάζω → κατα- καταλαμβάνω καταλήγω καταληκτικά → καταλήγω καταληκτικός → καταλήγω καταληκτικώς → καταλήγω κατάληξη → καταλήγω καταληπτός → καταλαβαίνω καταλήφθηκα → καταλαμβάνω κατάληψη → καταλαμβάνω καταληψίας → καταλαμβάνω κατάλληλα → κατάλληλος κατάλληλος καταλληλότητα → κατάλληλος καταλλήλως → κατάλληλος καταλογίζω καταλογισμός → καταλογίζω κατάλογος κατάλοιπο → κατάλοιπος κατάλοιπος κατάλυμα → καταλύω1 κατάλυση → καταλύω2 καταλύτης → καταλύω2 καταλυτικά → καταλύω2 καταλυτικό → καταλύω2 καταλυτικός → καταλύω2 καταλύω1 καταλύω2 καταμερίζω → καταμερισμός καταμερισμός καταμεσήμερο → κατα- καταμέτρηση → κατα- καταμετρώ → κατα- καταναγκάζω → κατα- καταναγκασμός → κατα- καταναγκαστικός → κατα- καταναλώνω κατανάλωση → καταναλώνω καταναλωτής → καταναλώνω καταναλωτικά → καταναλώνω καταναλωτικός → καταναλώνω καταναλωτισμός → καταναλώνω καταναλώτρια → καταναλώνω κατανέμω κατανόηση → κατανοώ κατανοητός → κατανοώ κατανομή → κατανέμω κατανοώ κατάντημα → καταντώ κατάντια → καταντώ καταντώ κατανυκτικά → κατάνυξη κατανυκτικός → κατάνυξη κατάνυξη καταπάτηση → καταπατώ καταπατητής → καταπατώ καταπατήτρια → καταπατώ καταπατώ κατάπαυση → κατα- καταπέλτης καταπέφτω → καταπίπτω κατάπια → καταπίνω καταπιέζω → κατα- καταπίεση → κατα- καταπιεστής → κατα- καταπιεστικός → κατα- καταπίνω καταπίπτω καταπληκτικά → κατάπληξη καταπληκτικός → κατάπληξη κατάπληκτος → κατάπληξη κατάπληξη καταπλήσσω → κατάπληξη καταπλήττω → κατάπληξη καταπνίγω καταπολέμηση → καταπολεμώ καταπολεμώ καταπόνηση → καταπονώ καταπονώ κατάποση → καταπίνω καταπραϋντικά → καταπραΰνω καταπραϋντικό → κατα- καταπραϋντικός → καταπραΰνω καταπρΰνω κατάπτωση → καταπίπτω κατάρα κατάργηση → καταργώ καταργώ καταριέμαι → κατάρα καταρράκτης καταρρακτώδης → καταρράκτης καταρρακτωδώς → καταρράκτης καταρρακώνω καταρράκωση → καταρρακώνω καταρράχτης → καταρράκτης κατάρρευση → καταρρέω καταρρέω καταρριπτικά → καταρρίπτω καταρριπτικός → καταρρίπτω καταρρίπτω κατάρριψη → καταρρίπτω καταρτίζω κατάρτιση → καταρτίζω καταρχάς → καταρχήν καταρχάς → σχ. καταρχήν καταρχήν κατάσβεση → κατα- κατασκευάζω κατασκεύασμα → κατασκευάζω κατασκευαστής → κατασκευάζω κατασκευαστικός → κατασκευάζω κατασκευάστρια → κατασκευάζω κατασκευή → κατασκευάζω κατασκοπεία → κατασκοπεύω κατασκοπευτικά → κατασκοπεύω κατασκοπευτικός → κατασκοπεύω κατασκοπεύω *κατασκοπία → κατασκοπεία κατάσκοπος → κατασκοπεύω κατασταλτικά → καταστέλλω κατασταλτικός → καταστέλλω κατάσταση καταστατικό → καταστατικός καταστατικός καταστέλλω κατάστημα καταστηματάρχης → κατάστημα καταστηματάρχισσα → κατάστημα καταστολή → καταστέλλω καταστρεπτικά → καταστρέφω καταστρεπτικός → καταστρέφω καταστρέφω καταστροφέας → καταστρέφω καταστροφή → καταστρέφω καταστροφικά → καταστρέφω καταστροφικός → καταστρέφω κατάσχεση κατάσχω → κατάσχεση κατατακτήριος → κατατάσσω κατάταξη → κατατάσσω κατατάσσω κατατίθεμαι → καταθέτω κατατοπίζω κατατόπιση → κατατοπίζω κατατοπιστικά → κατατοπίζω κατατοπιστικός → κατατοπίζω κατατρεγμένος → κατατρέχω κατατρέχω → κατα- κατατρέχω κατατρομάζω → κατα- κατατρομοκρατώ → κατα- κατατροπώνω κατατρόπωση → κατατροπώνω κατατρύχω καταυλισμός κατάφαση καταφατικά → κατάφαση καταφατικός → κατάφαση κατάφερα → καταφέρνω καταφέρνω καταφέρομαι καταφερτζής → καταφέρνω καταφερτζού → καταφέρνω καταφέρω καταφεύγω καταφρονεμένος → καταφρονώ καταφρονετικά → καταφρονώ καταφρονετικός → καταφρονώ καταφρονημένος → καταφρονώ καταφρονητικά → καταφρονώ καταφρονητικός → καταφρονώ καταφρόνια → καταφρονώ καταφρονώ καταφύγιο → καταφεύγω κατάφωρα → κατάφωρος κατάφωρος καταχαρούμενος → κατα- καταχθόνια → καταχθόνιος καταχθόνιος κατάχλωμος → κατα- καταχραστής → καταχρώμαι καταχράστρια → καταχρώμαι καταχρεωμένος → κατα- κατάχρηση → καταχρώμαι καταχρηστικά → καταχρώμαι καταχρηστικός → καταχρώμαι καταχρηστικώς → καταχρώμαι καταχρώμαι καταχώρηση → καταχωρίζω καταχωρίζω καταχώριση → καταχωρίζω καταχωρώ → καταχωρίζω καταψηφίζω → κατα- καταψήφιση → κατα- καταψύκτης → κατα- κατάψυξη → κατα- καταψύχω → κατα- κατεβάζω κατεβαίνω κατέβασμα → κατεβαίνω κατεβατό → κατεβαίνω κατεδαφίζω κατεδάφιση → κατεδαφίζω κατεδαφιστέος → κατεδαφίζω κατειλημμένος → καταλαμβάνω κατείχα → κατέχω κατέλαβα → καταλαμβάνω κατέληξα → καταλήγω κατελήφθην → καταλαμβάνω κατεξοχήν κατεπειγόντως → κατα- κατεπείγων → κατα- κατέπεσα → καταπέφτω κατεπλάγην → καταπλήσσω κατέπληξα → καταπλήσσω κατεργάζομαι κατεργασία → κατεργάζομαι κατέρχομαι → κατα- κατεστάλην → καταστέλλω κατέστειλα → καταστέλλω κατεστημένο κατεστραμμένος → καταστρέφω κατετάγην → κατατάσσω κατέταξα → κατατάσσω κατευθείαν κατεύθυνση → κατευθύνω κατευθυντήριος → κατευθύνω κατευθύνω κατέφυγα → καταφεύγω κατεχόμενος → κατέχω κατέχω κατηγορητήριο → κατηγορώ κατηγορία → κατηγορώ κατηγόρια → κατηγορώ κατήγορος → κατηγορώ κατηγορουμένη → κατηγορώ κατηγορούμενη → κατηγορώ κατηγορούμενος → κατηγορώ κατηγορώ κατήργησα → καταργώ κατηρτισμένος → καταρτίζω κατηύθυνα → κατευθύνω κατηφόρα → κατήφορος κατηφοριά → κατήφορος κατηφορίζω → κατήφορος κατηφορικά → κατήφορος κατηφορικός → κατήφορος κατηφορικώς → κατήφορος κατηφόρισμα → κατήφορος κατήφορος κάτι κατιτί κατιτίς → κατιτί κατοικήσιμος → κατοικώ κατοικία → κατοικώ κατοικίδιος → κατοικώ κάτοικος → κατοικώ κατοικώ κατολίσθηση κατόπιν1 κατόπιν2 → κατόπιν1 κατοπινός → κατόπιν1 κάτοπτρο κατόρθωμα → κατορθώνω κατορθώνω κατορθωτός → κατορθώνω κατοχή → κατέχω Κατοχή → κατέχω κατοχικός → κατέχω κάτοχος → κατέχω κατοχυρώνω κατοχύρωση → κατοχυρώνω κατσαρός κατσάρωμα → κατσαρός κατσαρώνω → κατσαρός κάτω κατώτατος → κάτω κατώτερος → κάτω κατωτερότητα → κάτω κατωτέρω → κάτω κατώφλι καυσαέριο καύση καύσιμο → καύση καύσιμος → καύση καυστήρας → καύση καυστικά → καυστικός καυστικός καυστικότητα → καυστικός καύσωνας καυτερός → καίω καυτηριάζω καυτηρίαση → καυτηριάζω καυτός → καίω καύχημα → καυχιέμαι καυχησιάρης → καυχιέμαι καυχησιάρικα → καυχιέμαι καυχιέμαι καφενείο → καφές καφενές → καφές καφές καφετερία → καφές καφετέρια → καφές καφετζής → καφές καφετζού → καφές καφετιέρα → καφές καχύποπτα → καχυποψία καχύποπτος → καχυποψία καχυποψία κάψα → καίω κάψιμο → καίω κει → εκεί κείμαι κειμενικός → κείμενο κείμενο κείμενος → κείμαι κείμενος → κείμαι κειμήλιο κείνος → εκείνος κείτομαι κεκλιμένος → κλίνω1 κεκορεσμένος → κορεννύω κεκτημένος κελί κενό → κενός κενός κεντρί κεντρίζω → κεντρί κεντρικά → κέντρο κεντρικός → κέντρο κέντρισμα → κεντρί κέντρο κεντρώος → κέντρο κεραία κέρασμα → κερνώ κεραυνοβόλα → κεραυνοβολώ κεραυνοβόλημα → κεραυνοβολώ κεραυνοβόλος → κεραυνοβολώ κεραυνοβολώ κεραυνός κερδίζω → κέρδος κέρδος κερί κέρινος → κερί κερκίδα κερνώ κερώνω → κερί κεφαλαίο → κεφαλαίος κεφάλαιο κεφαλαίος κεφαλή → κεφάλι κεφάλι κεφαλιά → κεφάλι κεφάτος → κέφι κέφι κηδεία → κηδεύω κηδεμόνας κηδεμονεύω → κηδεμόνας κηδεμονία → κηδεμόνας κηδεύω κηλίδα κηλιδώνω → κηλίδα κηπευτικά → κήπος κηπευτικός → κήπος κήπος κηπουρική → κήπος κηπουρικός → κήπος κηπουρός → κήπος κήρυγμα → κηρύσσω κήρυκας → κηρύσσω κήρυξη → κηρύσσω κηρύσσω κηρύττω → κηρύσσω κι → και κίβδηλος κιβωτός κιλό κινδυνεύω → κίνδυνος κίνδυνος κίνημα κινηματίας → κίνημα κινηματογραφικά → κινηματογράφος κινηματογραφικός → κινηματογράφος κινηματογραφιστής → κινηματογράφος κινηματογραφίστρια → κινηματογράφος κινηματογράφος κινηματογραφώ → κινηματογράφος κίνηση → κινώ κινητήρας κινητήριος → κινητήρας κινητικός → κινώ κινητικότητα → κινώ κινητό → κινώ κινητοποίηση → κινητοποιώ κινητοποιώ κινητός → κινώ κίνητρο κινώ κιόλας κίονας κιτρινίζω → κίτρινος κιτρινίλα → κίτρινος κιτρίνισμα → κίτρινος κίτρινο → κίτρινος κίτρινος κλάδεμα → κλαδί κλαδευτήρι → κλαδί κλαδεύω → κλαδί κλαδί κλαδικός → κλάδος κλάδος κλαίγομαι → κλαίω κλαίω κλάμα → κλαίω κλασικά → κλασικός κλασικισμός → κλασικός κλασικιστής → κλασικός κλασικιστικός → κλασικός κλασικίστρια → κλασικός κλασικός κλάσμα κλασματικός → κλάσμα *κλασσικός → κλασικός κλαύτηκα → κλαίω κλάψα → κλαίω κλαψιάρης → κλαίω κλαψιάρικος → κλαίω κλαψουρίζω → κλαίω κλαψούρισμα → κλαίω κλέβω κλειδαράς → κλειδί κλειδαριά → κλειδί κλειδί κλείδωμα → κλειδί κλειδωνιά → κλειδί κλειδώνω → κλειδί κλείνω κλείσιμο → κλείνω κλειστός → κλείνω κλέφτης → κλέβω κλέφτικος → κλέβω κλέφτρα → κλέβω κλεψιά → κλέβω κλέψιμο → κλέβω κλεψύδρα κλήμα κληρικός κληροδότημα → κληροδοτώ κληροδοτώ κληρονομιά → κληρονομώ κληρονομικά → κληρονομώ κληρονομικός → κληρονομώ κληρονομικότητα → κληρονομώ κληρονόμος → κληρονομώ κληρονομώ κλήρος1 → κληρικός κλήρος2 κληρώνω → κλήρος2 κλήρωση → κλήρος2 κλήση → καλώ κλίθηκα → κλίνω2 κλίμα κλίμακα κλιμάκιο κλιμακώνω → κλίμακα κλιμάκωση → κλίμακα κλιμακωτά → κλίμακα κλιμακωτός → κλίμακα κλιμένος → κλίνω2 κλινικά → κλινικός κλινική → κλινικός κλινικός | κλίνω1 κλίνω2 κλίση1 → κλίνω2 κλίση2 → κλίνω2 κλιτικός → κλίνω2 κλιτός → κλίνω2 κλοιός κλονίζω κλονισμός → κλονίζω κλοπή → κλέβω κλοπιμαία → κλέβω κλοπιμαίος → κλέβω κλοτσηδόν → κλοτσώ κλότσημα → κλοτσώ κλοτσιά → κλοτσώ κλότσος → κλοτσώ κλοτσώ κλωνοποίηση → κλώνος2 κλωνοποιώ → κλώνος2 κλώνος1 κλώνος2 κλωστή *κλωτσώ → κλοτσώ κόβω κόγχη κοιλαράς → κοιλιά κοιλιά κοιλία κοιλιακός → κοιλιά κοίλον → κοίλος κοίλος κοιλότητα → κοίλος κοιμάμαι κοίμηση → κοιμάμαι κοιμητήριο → κοιμάμαι κοιμίζω → κοιμάμαι κοιμούμαι → κοιμάμαι κοινά → κοινός κοινό → κοινός κοινοβιακός → κοινόβιο κοινόβιο κοινοβουλευτικός → κοινοβούλιο κοινοβουλευτισμός → κοινοβούλιο κοινοβούλιο κοινοποίηση → κοινοποιώ κοινοποιώ κοινοποιώ → -ποιώ κοινός κοινότητα κοινοτικός → κοινότητα κοινοτοπία κοινότοπος → κοινοτοπία *κοινότυπος → σχ. κοινότοπος κοινωνία1 κοινωνία2 κοινωνικά → κοινωνία1 κοινωνικοποιώ → -ποιώ κοινωνικός → κοινωνία1 κοινωνικότητα → κοινωνία1 κοινωνός → κοινωνία1 κοινωνώ → κοινωνία2 κοινώς → κοινός κοίταγμα → κοιτάζω κοιτάζω κοίτασμα κοίτη κοιτίδα κοιτώ → κοιτάζω κοκαλάκι → κόκαλο κοκαλένιος → κόκαλο κοκάλινος → κόκαλο κόκαλο *κόκκαλο → κόκαλο κοκκινίζω → κόκκινος κοκκίνισμα → κόκκινος κόκκινο → κόκκινος κόκκινος κοκκινωπός → κόκκινος κόκκος κολάζω κόλακας → κολακεύω κολακεία → κολακεύω κολακευτικά → κολακεύω κολακευτικός → κολακεύω κολακεύω κόλαση → κολάζω κολάσιμος → κολάζω κολασμένος → κολάζω κολαστήριο → κολάζω κόλλα → κολλώ κόλλημα → κολλώ κολλητά → κολλώ κολλητή → κολλώ κολλητικός → κολλώ κολλητός → κολλώ κολλώ κολόνα κολοσσιαίος → κολοσσός κολοσσός κολπατζής → κόλπο κολπατζού → κόλπο κολπικά → κόλπος1 κολπικός → κόλπος1 κολπικώς → κόλπος1 κόλπο κόλπος1 κόλπος2 κολύμβηση → κολυμπώ κολυμβητήριο → κολυμπώ κολυμβητής → κολυμπώ κολυμβητικός → κολυμπώ κολυμβήτρια → κολυμπώ κολύμπι → κολυμπώ κολυμπώ κομβικός → κόμβος κόμβος κομήτης κόμμα κομμάτι1 → κόβω κομμάτι2 → κόβω κομματιάζω → κόβω κομμάτιασμα → κόβω κομματιαστά → κόβω κομματιαστός → κόβω κομματικά → κόμμα κομματικός → κόμμα *κομμουνισμός → κομουνισμός κομουνισμός κομουνιστής → κομουνισμός κομουνιστικός → κομουνισμός κομουνίστρια → κομουνισμός κομπάζω κομπασμός → κομπάζω κομπιάζω κόμπιασμα → κομπιάζω κομπιούτερ κομπιουτεράκι → κομπιούτερ κόμπλεξ κομπλεξάρω → κόμπλεξ κομπλεξικά → κόμπλεξ κομπλεξικός → κόμπλεξ κόμπος κομψά → κομψός κομψός κομψότητα → κομψός κονσερβοποιώ → -ποιώ κοντά κονταίνω → κοντός κόντεμα → κοντός κοντεύω → κοντά κοντινός → κοντά κοντός κόντυμα → κοντός κοντύτερος → κοντός κοπάδι κοπάζω κοπάνα → κοπανώ κοπανημένος → κοπανώ κοπάνησα → κοπανώ κοπανίζω → κοπανώ κοπάνισμα → κοπανώ κοπανιστός → κοπανώ κόπανος → κοπανώ κοπανώ κοπέλα κοπελιά → κοπέλα κοπή → κόβω κόπηκα → κόβω κοπιάζω1 κοπιάζω2 → κόπος κοπιαστικά → κόπος κοπιαστικός → κόπος κοπιώδης → κόπος κόπος κοπτικός → κόβω κόπτομαι κόπωση κορεννύω → κορεσμός κόρεσα → κορεννύω κορεσμός κόρη κορίτσι κοριτσίστικος → κορίτσι κορμί κορμός κορόιδεμα → κοροϊδεύω κοροϊδευτικά → κοροϊδεύω κοροϊδευτικός → κοροϊδεύω κοροϊδεύω κοροϊδία → κοροϊδεύω κορόιδο → κοροϊδεύω κορυφαία → κορυφή κορυφαίος → κορυφή κορυφή κορυφώνω → κορυφή κορύφωση → κορυφή κορφή → κορυφή κοσμάκης → κόσμος κόσμημα → κοσμώ κοσμητικός → κοσμώ κόσμια → κόσμιος κοσμικός → κόσμος κόσμιος κοσμιότητα → κόσμιος κοσμίως → κόσμιος κόσμος κοσμώ κοστίζω → κόστος κόστος κουβάλημα → κουβαλώ κουβαλητής → κουβαλώ κουβαλητός → κουβαλώ κουβαλώ κουβάρι κουβαριάζω → κουβάρι κουβάριασμα → κουβάρι κουβέντα κουβεντιάζω → κουβέντα κουβεντιαστά → κουβέντα κουβεντιαστός → κουβέντα κουδουνάω → κουδούνι κουδούνι κουδουνίζω → κουδούνι κουδούνισμα → κουδούνι κουδουνιστά → κουδούνι κουδουνιστός → κουδούνι κουζίνα κουκούλα κουκούλωμα → κουκούλα κουκουλώνω → κουκούλα κουκούτσι *κουλλούρα → κουλούρα κουλούρα κουλουράκι → κουλούρα κουλουράς → κουλούρα κουλούρι → κουλούρα κουλουριάζω → κουλούρα κουλουρτζής → κουλούρα κουλτούρα κουλτουριάρα → κουλτούρα κουλτουριάρης → κουλτούρα κουλτουριάρικα → κουλτούρα κουλτουριάρικος → κουλτούρα κουμπί κούμπωμα → κουμπί κουμπώνω → κουμπί κουμπωτός → κουμπί κούνημα → κουνώ κούνια κουνιστός → κουνώ κουνώ κούπα κουπί κουράζω → κούραση κούραση κουραστικά → κούραση κουραστικός → κούραση κουρδίζω κούρδισμα → κουρδίζω κουρδιστήρι → κουρδίζω κουρδιστός → κουρδίζω κουρέλι κουρελιάζω → κουρέλι κουρντίζω → κουρδίζω κούρντισμα → κουρδίζω κουρντιστήρι → κουρδίζω κουρντιστός → κουρδίζω κουρσάρος → σχ. πειρατής κουτά → κουτός κουταμάρα → κουτός κουτί κουτός κουτσά → κουτσός κουτσαίνω → κουτσός κουτσό → κουτσός κουτσός κουφαίνω → κουφός κουφάλα → κούφιος κουφαμάρα → κουφός κούφιος κουφό → κουφός κουφός κούφωμα → κουφώνω κουφώνω κουφωτός → κουφώνω κοφτά → κόβω κοφτερά → κόβω κοφτερός → κόβω κόφτης → κόβω κοφτός → κόβω κόψη → κόβω κόψιμο → κόβω κραδασμός κράμα κρανιακός → κρανίο κρανίο κράνος κράση κρασί κραταιός κράτημα → κρατώ κρατήρας κράτηση → κρατώ κρατητήριο → κρατώ κρατίδιο → κράτος κρατικοποίηση → -ποιώ κρατικός → κράτος κράτος κρατουμένη → κρατώ κρατούμενη → κρατώ κρατούμενο → κρατώ κρατούμενος → κρατώ κρατώ κραυγάζω → κραυγή κραυγαλέα → κραυγή κραυγαλέος → κραυγή κραυγή κρέας κρεατένιος → κρέας κρεάτινος → κρέας κρεατοφαγία → σχ. φαγητό κρεατοφάγος → σχ. φαγητό κρεβάτι κρεβατώνω → κρεβάτι *κρεββάτι → κρεβάτι κρέμα κρεμάλα → κρεμώ κρέμασμα → κρεμώ κρεμαστός → κρεμώ κρέμομαι → κρεμώ κρεμώ κρίκος κρίμα κρίνω Κριός → κριός κριός κρίση κρίσιμος → κρίση κριτήριο κριτής → κρίμα κριτικά → κρίμα κριτική → κρίμα κριτικός → κρίμα κρούση → κρούω κρούσμα → κρούω κρουστικός → κρούω κρούω κρύα → κρύος κρυάδα → κρύος κρύβω κρύο → κρύος κρύος κρύπτη → κρύβω κρυφά → κρύβω κρυφός → κρύβω κρύψιμο → κρύβω κρυψώνα → κρύβω κρύωμα → κρύος κρυώνω → κρύος κτένα → χτένα κτένι → χτένα κτενίζω → χτένα κτένισμα → χτένα κτήμα κτηματίας → κτήμα κτηματικός → κτήμα κτηνιατρική → κτηνίατρος κτηνιατρικός → κτηνίατρος κτηνίατρος κτήνος κτηνοτροφία κτηνοτροφικός → κτηνοτροφία κτηνοτρόφος → κτηνοτροφία κτηνώδης → κτήνος κτηνωδία → κτήνος κτηνωδώς → κτήνος *κτήριο → κτίριο κτήση κτητικά → κτήση κτητικός → κτήση κτητικώς → κτήση κτήτορας → κτήση κτίζω → χτίζω κτιριακός → κτίριο κτίριο κτίσιμο → χτίζω κτίστης → χτίζω κτιστός → χτίζω κτύπημα → χτυπώ κτυπητός → χτυπώ κτύπος → χτυπώ κτυπώ → χτυπώ κυβέρνηση → κυβερνώ κυβερνήτης → κυβερνώ κυβερνητικός → κυβερνώ κυβερνώ κυβικό → κύβος κυβικός → κύβος κύβος κύηση κυκλικά → κύκλος κυκλικός → κύκλος κύκλος κυκλοφορία → κυκλοφορώ κυκλοφοριακό → κυκλοφορώ κυκλοφοριακός → κυκλοφορώ κυκλοφορικό → κυκλοφορώ κυκλοφορικός → κυκλοφορώ κυκλοφορώ κύκλωμα κυκλώνω → κύκλος κυκλωτικά → κύκλος κυκλωτικός → κύκλος κυλιόμενος → κυλώ κύλισμα → κυλώ κυλώ κύμα κυμαίνομαι → κύμα κύμανση → κύμα κυματίζω → κύμα κυματισμός → κύμα κυματιστός → κύμα κυνηγετικός → κυνήγι κυνήγημα → κυνήγι κυνηγητό → κυνήγι κυνήγι κυνηγός → κυνήγι κυνηγώ → κυνήγι κυνικά → κυνικός κυνικός κυνικότητα → κυνικός κυνισμός → κυνικός κύπελλο κυπελλούχος → κύπελλο κυρία → κύριος1 κυριαρχία → κυρίαρχος κυριαρχικά → κυρίαρχος κυριαρχικός → κυρίαρχος κυρίαρχος κυριαρχώ → κυρίαρχος κυριεύω → κύριος1 κυριολεκτικά → κυριολεκτώ κυριολεκτικός → κυριολεκτώ κυριολεκτικώς → κυριολεκτώ κυριολεκτώ κυριολεξία → κυριολεκτώ Κύριος → κύριος1 κύριος1 κύριος2 κυριότητα → κύριος1 κυρίως → κύριος2 κύρος κυρτός *κυττάζω → κοιτάζω κυτταρικός → κύτταρο κύτταρο κώδικας κωδικοποιώ → -ποιώ κωδικός → κώδικας κώλος κώμα κωματώδης → κώμα κωμικά → κωμωδία κωμικός → κωμωδία κωμωδία κώνειο κωνικός → κώνος κώνος κωνοφόρος κωπηλασία → κωπηλατώ κωπηλάτης → κωπηλατώ κωπηλατικά → κωπηλατώ κωπηλατικός → κωπηλατώ κωπηλάτισσα → κωπηλατώ κωπήλατος → κωπηλατώ κωπηλάτρια → κωπηλατώ κωπηλατώ κωφάλαλος |