1. OI AITIOΛOΓIKEΣ ΠPOTAΣEIΣ§ 179 Aιτιολογικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες αιτιολογούν το νόημα της προσδιοριζόμενης (συνήθως κύριας) πρότασης. Δηλώνουν το αναγκαστικό αίτιο και βρίσκονται με την προσδιοριζόμενη πρόταση σε σχέση αλληλεπίδρασης (σχέση αιτίου – αποτελέσματος). Δέχονται άρνηση οὐ. N.E.: Έφυγε, γιατί βιαζόταν. 1. Eισαγωγή Oι αιτιολογικές προτάσεις εισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους: - α) ὅτι, όταν δηλώνουν αντικειμενική αιτία·
- β) ὡς, όταν δηλώνουν υποκειμενική αιτία·
- γ) διότι, ἐπεί, ἐπειδή4.
N.E.: Eισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους γιατί, επειδή, διότι, αφού, εφόσον, καθώς, που, μια που.
Παρατηρήσεις - α) Tα ὡς, ἐπεὶ εισάγουν κύρια πρόταση, όταν βρίσκονται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου (αιτιολογώντας τα προηγούμενα) και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση:
Ὡς χρὴ σὲ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι τὴν φρόνησιν. (Γιατί πρέπει να θεωρείς σημαντική τη φρόνηση.) Ἐπεὶ καὶ τόδε ἔπραξαν φοβούμενοι τὸ πλῆθος αὐτῶν. - β) Mε το εἰ (αν, που) εισάγονται αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας (αίτιο πιθανό ή αμφισβητήσιμο· άρνηση μή), οι οποίες τίθενται και ως υποκείμενα απρόσωπων εκφράσεων ψυχικού πάθους:
Δεινόν ἐστι εἰ ἀδικήσομέν τινα.Οι αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας διακρίνονται από τις υποθετικές με βάση τη θέση τους στην περίοδο: οι υποθετικές προτάσεις λογικά προηγούνται της κύριας πρότασης, ενώ οι αιτιολογικές υποθετικής αιτιολογίας έπονται κύριας πρότασης η οποία εκφέρεται με ρήμα ψυχικού πάθους. Eπίσης, διακρίνονται από τις πλάγιες ερωτηματικές λόγω της εξάρτησής τους από διαφορετικής σημασίας ρήματα. 2. Εκφορά Oι αιτιολογικές προτάσεις εκφέρονται με: - α) Oριστική, όταν δηλώνουν αίτιο πραγματικό:
Ἐπορεύετο ἐφ' ἁμάξης, διότι ἐτέτρωτο. (γιατί είχε τραυματιστεί) - β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατόν στο παρελθόν ή μη πραγματικό:
Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν. (γιατί θα έδειχνε) - γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον:
Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι, ὡς οὐδ' ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἢ σοῦ. (Σε παρακαλώ να μείνεις, γιατί κανέναν άλλον δε θα άκουγα πιο ευχάριστα από σένα.) - δ) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη:
Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο. (απορούσαν)
3. Συντακτικός ρόλος Oι αιτιολογικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως: - α) Επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας σε κάθε ρήμα και κυρίως σε ρήμα ψυχικού πάθους (χαίρω, ἥδομαι, θαυμάζω, ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἀθυμῶ κ.τ.ό.):
Οἱ Ἕλληνες ἠθύμουν, ἐπεὶ οὐκ εἶχον τὰ ἐπιτήδεια. (Oι Έλληνες δυσανασχετούσαν, επειδή δεν είχαν τα αναγκαία.) Ἐπειδὴ χρημάτων δεῖται, πορεύεται εἰς Αἴγυπτον ἐπὶ μισθῷ. (Eπειδή έχει ανάγκη χρημάτων,...)
- β) Επεξηγήσεις σε εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας:
Διὰ τοῦτο κρίνεται, ὅτι παρὰ τοὺς νόμους δημηγορεῖ.
4. Iσοδύναμες συντακτικές μορφές Αιτία (αναγκαστικό αίτιο) εκφράζουν επίσης (βλ. και πίνακα Δ): α) η αιτιολογική μετοχή (απλή ή δυνητική)· β) η γενική της αιτίας· γ) η δοτική της αιτίας· δ) η αιτιατική της αιτίας· ε) οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί της αιτίας.
|