Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

Γ. ΣYNΔEΣH ME ANTIΘETIKOYΣ ΣYNΔEΣMOYΣ

§ 168

Aντιθετικοί παρατακτικοί σύνδεσμοι είναι οι: μέν, δέ, ἀλλά, ὅμως, μέντοι (όμως), καίτοι (και όμως), μὴν (όμως), ἀλλὰ μὴν (αλλά όμως, επιπλέον όμως), καὶ μὴν (και όμως, εντούτοις), οὐ μὴν ἀλλὰ (αλλά όμως), ἀτὰρ (όμως, αλλά). Από αυτούς οι σύνδεσμοι μέν, δέ, μὴν και μέντοι δεν τίθενται στην αρχή της πρότασης3:

Ὁμολογεῖ μὲν καὶ αὐτός, ὅμως δὲ καὶ τὸ ψήφισμα ὑμῖν τοῦ δήμου ἀναγνώσεται.
Ἐγὼ μὲν οἶμαι οὐδέν. Ἀλλὰ μὴν ὡς ἀληθῆ λέγω λαβέ μοι πρῶτον ταύτην τὴν μαρτυρίαν.
Καλῶς γάρ, ὦ ἑταῖρε, λέγει. Ἀτὰρ Λυσίας ἦν ἐν ἄστει.

Συνηθέστερα χρησιμοποιούνται:

  1. Οι σύνδεσμοι μὲν - δέ, οι οποίοι συνδέουν προτάσεις με αντίθετο ή διαφορετικό περιεχόμενο. Σε περίπτωση έντονης αντίθεσης του δεύτερου μέρους προς το πρώτο, χρησιμοποιούνται οι σύνδεσμοι μὲν - δ' αὖ / μέντοι / ὅμως δὲ / οὐ μὴν (ἀλλά):
    Τὴν μὲν εἰρήνην διέλυσε, τὸν δὲ πόλεμον κατεσκεύασεν.
    Οἱ μὲν ἔφευγον, οἱ δ' αὖ ἐδίωκον.
    Καὶ κραυγὴ μὲν οὐδεμία παρῆν, οὐ μὴν οὐδὲ σιγή.
    N.E.: O μεν Nίκος είναι τεμπέλης, ο δε Kώστας επιπόλαιος.

    Όταν το μὲν δεν ακολουθείται από το δὲ (σχήμα ανανταπόδοτο), τότε λειτουργεί ως μόριο με τη σημασία του «βέβαια», «μάλιστα» (βεβαιωτικό μὲν) ή του «τουλάχιστον»:
    Ἐγὼ μὲν λέγω, ἔφη, καὶ Σεύθης τὰ αὐτά. (βέβαια)
    Λέγεται δὲ καὶ ὅδε ὁ λόγος, ἐμοὶ μὲν οὐ πιθανός. (τουλάχιστον)

  2. Ο σύνδεσμος δέ, χωρίς να προηγείται ο σύνδεσμος μέν, με τη σημασία του «όμως», «αλλά». Ενδέχεται, ωστόσο, να χρησιμοποιείται και ως μεταβατικός4:

    Εἰμὶ ὁ κατηγορῶν ἐξ ἀρχῆς ἐγὼ τούτων, τούτων δ' οὐδεὶς ἐμοῦ. [αντιθετικός]
    Δημοσθένης γράφει ψήφισμα ἐκκλησίαν ποιεῖν τοὺς πρυτάνεις τῇ ὀγδόῃ ἱσταμένου τοῦ ἐλαφηβολιῶνος μηνός. Μετὰ δὲ ταῦτα ἧκον οἱ Φιλίππου πρέσβεις. [μεταβατικός]

  3. Ο σύνδεσμος ἀλλά, ο οποίος τίθεται5:
    1. α) Σε περίπτωση έντονης αντίθεσης μιας καταφατικής πρότασης προς προηγούμενη αποφατική (σχήμα κατ' άρση και θέση)6. Όταν μάλιστα η αποφατική πρόταση περιέχει τις λέξεις ἄλλος ή ἕτερος, ο ἀλλὰ έχει τη σημασία του «παρά μόνο» και δηλώνει εξαίρεση. Την ίδια σημασία έχει ύστερα από αρνητική πρόταση και ο ἀλλ' ἤ:

      Οὐ γὰρ ὁ θάνατος δεινόν, ἀλλ' ἡ περὶ τὴν τελευτὴν ὕβρις φοβερά.
      Ἐν τῷ μέσῳ ἄλλη μὲν πόλις οὐδεμία οὔτε φιλία οὔτε Ἑλληνίς, ἀλλὰ Θρᾷκες Βιθυνοί.
      Ἀργύριον μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι τάλαντον.
      N.E.: Δεν το ξέρω, αλλά θα το μάθω.

    2. β) Ύστερα από υποθετική ή αιτιολογική πρόταση και έχει τη σημασία του «τουλάχιστον»:
      Eἰ σῶμα δοῦλον, ἀλλ' ὁ νοῦς ἐλεύθερος.
    3. γ) Στην αρχή περιόδου ύστερα από αποφατική ή ερωτηματική πρόταση και έχει τη σημασία του «απεναντίας»:

      Μὴ φθονήσῃς, ἀλλ' ἐπίδειξον. Ἀλλ', ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ φθονήσω. (Μην αρνηθείς από φθόνο, αλλά δείξε μας. Απεναντίας, Σωκράτη, είπε, δε θα αρνηθώ.)

  4. Ο σύνδεσμος ὅμως, ο οποίος συχνά εκφέρεται μαζί με άλλους αντιθετικούς συνδέσμους: ὅμως δέ, ἀλλ' ὅμως, ὅμως μέντοι. Συνήθως τίθεται ύστερα από εναντιωματική πρόταση ή εναντιωματική μετοχή:
    Καλῶς εἴρηκας. Ὅμως δ' ἔτι λέγε τὸ τρίτον.
    Γιγνώσκων ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ ὅτι κακά ἐστιν, ὅμως αὐτὰ ποιεῖ.
    N.E.: • Μεγάλωσε κι όμως δεν ωρίμασε. Αν και πικράθηκε, όμως δεν είπε τίποτα.
  5. Οι σύνδεσμοι μέντοι (όμως, αλλά όμως) και καίτοι (και όμως). Όταν μάλιστα συνδέονται περίοδοι ή ημιπερίοδοι, απαντά συνηθέστερα ο καίτοι. Δεν είναι επίσης σπάνια η λειτουργία των μέντοι και καίτοι ως βεβαιωτικών μορίων, με τη σημασία του «βέβαια», «αλήθεια»:

    Ἐπειδὰν μέντοι τοῦτο γένηται, νίκη δ' ὑμῖν ἔσται, ἐμοὶ μέντοι θάνατος. [βεβαιωτικός – αντιθετικός]
    Ὠφέλειαν οὐδεμίαν ἐν τούτοις ἔφη ὁρᾶν· καίτοι οὐκ ἀνήκοος τούτων ἦν. [αντιθετικός]
    Μόνος ἀνθρώπων αἴτιος ἦν αὐτῷ τῆς σωτηρίας. Καίτοι τίς ἂν μείζων ταύτης εὐεργεσία γένοιτο; [βεβαιωτικός]


  1. Στην αντιθετική σύνδεση τα μέρη που συνδέονται είτε αντιτίθενται απόλυτα μεταξύ τους (αρνητική αντίθεση) είτε το ένα περιορίζει την ισχύ του άλλου, χωρίς να αλληλοαποκλείονται (περιοριστική αντίθεση):
    Τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ Τιμάρχου φήμην οὐκ ἐγὼ τούτῳ παρεσκεύασα, ἀλλ' αὐτὸς οὗτος ἑαυτῷ. [αρνητική]
    Τὸ δ' αἴτιον οὐκ ἀγνοεῖς μέν, ὅμως δὲ φράσω σοι κἀγώ. [περιοριστική]
  2. Όταν ο δὲ εκφέρεται με το μᾶλλον, εκφράζει επανόρθωση των προηγουμένων (επανορθωτικός):
    Λέγω δὴ αὖ τὸ μετὰ τοῦτο, μᾶλλον δ' ἐρωτῶ.
  3. Εκτός από τις χρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, ο ἀλλὰ χρησιμοποιείται επίσης:
    1. α) Με ρήμα σε προτρεπτική υποτακτική ή σε προστακτική· δηλώνει έντονη προτροπή και έχει τη σημασία του «εμπρός λοιπόν»:
      Περὶ τοῦ μεγίστου νῦν βουλευόμεθα τῶν ἡμετέρων. Ἀλλ' ὁρᾶτε εἰ δοκεῖ χρῆναι οὕτω ποιεῖν.
    2. β) Σε ερωτηματικές προτάσεις με το ερωτηματικό μόριο (ἀλλ' ἦ)· εκφράζει έντονη βεβαιότητα του ερωτώντος, ενώ η ερώτηση είναι συνήθως ρητορική (§ 5):
      Ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν;
  4. Kάποιες φορές αντιτίθεται με τον ἀλλὰ ένα στοιχείο αποφατικό με ένα προηγούμενο καταφατικό:
    Ταῦτα πάντα γέγονε διὰ τὴν ἡμετέραν ἄνοιαν, ἀλλ' οὐ διὰ τὴν ἐκείνου δύναμιν.