Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

β. Η κατηγορηματική μετοχή

§ 124

Η κατηγορηματική μετοχή είναι πάντα άναρθρη, απαντά σε όλους τους χρόνους που έχουν μετοχή και αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται. Δέχεται άρνηση οὐ και μεταφράζεται συνήθως με τα «ότι», «πως», «που» + οριστική ή με το «να» + υποτακτική:
Ῥᾳδίως ἐξελεγχθήσεται ψευδόμενος. (Εύκολα θα αποδειχτεί ότι ψεύδεται.)
Ἐγὼ μὲν τοίνυν ἀπείρηκα τρέχων. (Λοιπόν εγώ κουράστηκα να τρέχω.)
Οἶδα τοὺς ἐκεῖ ὑπολοίπους ἡμῶν ἀδυνάτους ἐσομένους ἀμύνασθαι.

§ 125

Η κατηγορηματική μετοχή λειτουργεί στον λόγο ως:

  1. α) Κατηγορούμενο στο υποκείμενο συνδετικού ρήματος:
    Ἦν γὰρ Περικλέους γνώμη πρότερον νενικηκυῖα.
  2. β) Κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος:
    Οἱ πολέμιοι ᾔσθοντο τὸ ὄρος ἐχόμενον.

§ 126

Με κατηγορηματική μετοχή συντάσσονται τα:

  1. α) εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω·η μετοχή έχει θέση κατηγορουμένου, μεταφράζεται ως ρήμα, ενώ η μετάφραση του ρήματος παραλείπεται:
    Προσεοικότες γίγνονται τοῖς γονεῦσιν οἱ παῖδες. (Τα παιδιά μοιάζουν στους γονείς.)
    Ἦν οὖν καὶ ἐν ἐκείνοις πολλὰ γιγνόμενα. (Γίνονταν λοιπόν πολλά και σ' εκείνα τα χρόνια.)
  2. β) δῆλός εἰμι (είμαι φανερός), διαβιῶ / διαμένω (ζω κάπου μόνιμα), διάγω / διαγίγνομαι (περνώ τον καιρό μου), οὐ διαλείπω (δε σταματώ), διατελῶ (είμαι συνεχώς), λανθάνωένω απαρατήρητος), οἴχομαι (έχω φύγει), τυγχάνω (συμβαίνει να είμαι, είμαι), φαίνομαι / φανερός εἰμι (είμαι φανερός), φθάνω (προφταίνω)· τα ρήματα αυτά μπορεί να αποδοθούν με τροπικό επίρρημα και η κατηγορηματική μετοχή που εξαρτάται από αυτά με ρήμα:
    • δῆλός εἰμι (φανερά)
    • διαβιῶ / διαμένω / διαγίγνομαι /
      διάγω / οὐ διαλείπω / διατελῶ (συνεχώς)
    • λανθάνω (κρυφά)
    • οἴχομαι (γρήγορα, αμέσως)
    • τυγχάνω (τυχαία)
    • φαίνομαι / φανερός εἰμι (φανερά)
    • φθάνω (πρώτα, πρώτος)

    Δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν προσελθεῖν. (Επιθυμούσε φανερά να έρθει.)
    Φανερὸς ἦν τοῖς νόμοις λατρεύων. (Φανερά υπηρετούσε τους νόμους.)
    Ἀλλ' αὐτοὶ φθήσονται τοῦτο δράσαντες. (Αλλ' αυτοί πρώτοι θα το κάνουν αυτό.)

  3. γ) Pήματα που σημαίνουν έναρξη, λήξη, καρτερία, ανοχή, κάματο, όπως ἄρχω, ἄρχομαι, ἀπαλλάττομαι, ἀπολείπω, ἐπιλείπω (αφήνω), λήγω, παύω, παύομαι, ὑπάρχω (αρχίζω πρώτος), ἀνέχομαι, ἀπαγορεύω, κάμνω (κουράζομαι), καρτερῶ, ὑπομένω κ.τ.ό.:
    Ἄρξομαι διδάσκων ἐκ τῶν θείων.
    Παύσασθε περὶ τούτου κατηγοροῦντες ἀλλήλων.
    Ἀλλὰ μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν. (μην κουραστείς να ευεργετείς)
  4. δ) Pήματα που σημαίνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη και τα αντίθετά τους, όπως ἀγνοῶ, αἰσθάνομαι, ἀκούω4, γιγνώσκω, ἐπίσταμαι, εὑρίσκω, ὁρῶ, περιορῶ (αδιαφορώ, επιτρέπω), μανθάνω, ἐνθυμοῦμαι, μέμνημαι, ἐπιλανθάνομαι (ξεχνώ) κ.τ.ό.:
    Αἰσθάνομαί τινας παραβαίνοντας τοὺς νόμους.
    Μαζαῖος ἤκουσεν ἤδη προσάγοντα Ἀλέξανδρον.
    Μέμνημαι τοιαῦτα ἀκούσας σου.
  5. ε) Pήματα που σημαίνουν αγγελία, δείξη, έλεγχο, όπως (ἀν)αγγέλλω, ἐπιδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, δηλῶ, ἀποφαίνω, ἐλέγχω (αποδεικνύω), παρέχω (παρουσιάζω), φαίνω, φαίνομαι κ.τ.ό.:
    Ἐπιδείξω Μειδίαν τουτονὶ μὴ μόνον εἰς ἐμὲ ἀλλὰ καὶ εἰς ὑμᾶς ὑβρικότα.
    Καὶ μὴν οὐδ' ἀκαίρως φανησόμεθα μεμνημένοι περὶ τούτων.
  6. στ) Pήματα που σημαίνουν ψυχικό πάθος, όπως ἀγανακτῶ, αἰσχύνομαι, ἄχθομαι, ἥδομαι (ευχαριστιέμαι), χαίρω, λυποῦμαι, ὀργίζομαι, τέρπομαι, βαρέως φέρω κ.τ.ό.:
    Ἀγανακτῶ ὁρῶν τὴν συκοφαντίαν ἄμεινον τῆς φιλοσοφίας φερομένην.
    Καὶ ἐγὼ τοῖς καλῶς ἐρωτῶσι χαίρω ἀποκρινόμενος.

    Μια μετοχή που εξαρτάται από ρήμα ψυχικού πάθους μπορεί να είναι και αιτιολογική (βλ. § 129). Eίναι κατηγορηματική, όταν δηλώνει πράξη σύγχρονη προς αυτό που σημαίνει το ρήμα, και αιτιολογική, όταν δηλώνει πράξη προτερόχρονη:
    Ἀλλ' ἥδομαι, ὦ Κλέαρχε, ἀκούων σου φρονίμους λόγους. [κατηγορηματική]
    Καὶ μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι. [αιτιολογική]

  7. ζ) εὖ/καλῶς/δίκαια/κακῶς ποιῶ, χαρίζομαι, ἀδικῶ, νικῶ, περιγίγνομαι (υπερτερώ), κρατῶ, ἡττῶμαι, λείπομαι (υστερώ) κ.τ.ό. Μεταφράζονται «με το να» + υποτακτική, «που» + οριστική ή «στο να» + υποτακτική:
    Ἀδικεῖτε πολέμου ἄρχοντες καὶ σπονδὰς λύοντες. (Αδικείτε με το να αρχίζετε πόλεμο και με το να καταλύετε τις συνθήκες ειρήνης.)
    Εὖ γ' ἐποίησας ἀναμνήσας με. (Καλά έκανες που μου το θύμισες.)
    Καὶ τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες. (Δε θα φανούμε κατώτεροι από αυτόν στο να ευεργετούμε.)
Γενική παρατήρηση

Αρκετά από τα ρήματα που συντάσσονται με κατηγορηματική μετοχή συντάσσονται και με απαρέμφατο, έχουν όμως διαφορετική σημασία. Τέτοια ρήματα είναι τα ακόλουθα:

PHMATA ΣYNTAΞH ΠAPAΔEIΓMATA
αἰδοῦμαι /
αἰσχύνομαι
+ μετοχή
(ντρέπομαι που)
Οὐ γὰρ αἰσχύνομαι μανθάνων. (Διότι δεν ντρέπομαι που μαθαίνω.)
+ απαρέμφατο
(ντρέπομαι να)
Αἰσχύνομαι εἰπεῖν τἀληθῆ. (Ντρέπομαι να πω την αλήθεια.) [από ντροπή δε λέω την αλήθεια]
γιγνώσκω + μετοχή
(γνωρίζω/καταλαβαίνω ότι)
Ἔγνω ἐγγὺς ὄντα Ἀλέξανδρον. (Kατάλαβε ότι ο Aλέξανδρος ήταν κοντά.)
+ απαρέμφατο
(κρίνω ότι, αποφασίζω να)
Ἀλέξανδρος ἔγνω διαβαίνειν τὸν Ἴστρον. (Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να διαβεί τον Ίστρο.)
μανθάνω + μετοχή
(μαθαίνω ότι)
Ἔμαθον τὰς πόλεις σφῶν ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐχομένας. (Έμαθαν ότι ο Αλέξανδρος κατείχε τις πόλεις τους.)
+ απαρέμφατο
(μαθαίνω να)
Ἔμαθον ἀκοντίζειν. (Έμαθαν να ρίχνουν ακόντιο.)
οἶδα + μετοχή
(γνωρίζω ότι/που)
Οὐδένα οἶδα μισοῦντα τοὺς ἐπαινοῦντας. (Δε γνωρίζω κανέναν που να μισεί αυτούς που τον επαινούν.)
+ απαρέμφατο
(ξέρω να, είμαι ικανός να)
Ὀλύνθιοι ἴσασι τὸ μέλλον προορᾶν. (Οι Ολύνθιοι ξέρουν να προβλέπουν το μέλλον.)
ἐπίσταμαι + μετοχή
(γνωρίζω καλά ότι)
Τοῦτον ἐπίστασθε ὑμᾶς προδόντα. (Γνωρίζετε καλά ότι αυτός σας πρόδωσε.)
+ απαρέμφατο
(ξέρω καλά να)
Τιμᾶν ἐπίστασθε τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας. (Ξέρετε καλά να τιμάτε τους γενναίους άνδρες.)
φαίνομαι + μετοχή
(είναι φανερό ότι, φανερά)
Πάντων τῶν ἡλίκων διαφέρων ἐφαίνετο. (Φανερά υπερείχε απ' όλους τους συνομηλίκους.)
+ απαρέμφατο
(δίνω την εντύπωση ότι)
Γελοῖός σοι φαίνομαι εἶναι. (Σου δίνω την εντύπωση ότι είμαι γελοίος.)

  1. Τα ρήματα ἀκούω και αἰσθάνομαι συντάσσονται:
    1. α) Με γενική + κατηγορηματική μετοχή, όταν δηλώνουν άμεση αντίληψη:
      Ἤκουσα δέ ποτε αὐτοῦ καὶ περὶ οἰκονομίας διαλεγομένου. [άκουσα ο ίδιος]
    2. β) Με αιτιατική + κατηγορηματική μετοχή, όταν δηλώνουν έμμεση αντίληψη:
      Ἀλέξανδρος ἤκουσεν ἐν τῷ ὄπισθεν αὑτοῦ ὄντα Δαρεῖον. [άκουσε από άλλους]
    3. γ) Με αιτιατική + ειδικό απαρέμφατο, όταν δηλώνουν ένα γεγονός αβέβαιο:
      Ἤκουσεν αὐτὸν καλὸν κἀγαθὸν εἶναι. [άκουσε ως φήμη]