Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
back next

Α. ΤO ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝO

§ 68

Αντικείμενο ονομάζεται ο όρος της πρότασης που δηλώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει ή στο οποίο αναφέρεται η ενέργεια του υποκειμένου.

Το αντικείμενο, όταν είναι ουσιαστικό ή λέξη / φράση σε θέση ουσιαστικού (ουσιαστικοποιημένη), τίθεται πάντοτε σε μια από τις πλάγιες πτώσεις: γενική, δοτική, αιτιατική.

§ 69

Ως αντικείμενο τίθεται:

  1. α) Oυσιαστικό:
    Οἱ Ἀθηναῖοι ἐφρούρουν τὰ τείχη.
    N.E.: Η μητέρα έφτιαξε φαγητό.
  2. β) Επίθετο, μετοχή ή αντωνυμία:
    Τοὺς ξένους ἀδικεῖ σφόδρα.
    Ἐκάλεσε τοὺς ἐργαζομένους.
    Εὐμενῶς ἐδέξατο ἡμᾶς.
    N.E.: • Aπέφευγε τους πονηρούς και τους ξιπασμένους. Πρότεινα εσένα για αρχηγό.
  3. γ) Απαρέμφατο (άναρθρο ή έναρθρο):
    Ξύνεδροι βούλονται γίγνεσθαι.
    Οἱ ἔφιπποι φοβοῦνται τὸ καταπεσεῖν.
    N.E.: Έχουν διατηρηθεί κάποια αρχαία απαρέμφατα που τίθενται στον λόγο και ως αντικείμενα:
              Αυτό το παιδί έχει λέγειν.
  4. δ) Άκλιτη λέξη ή φράση με άρθρο:
    Τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ ἠνδραπόδισε. (υποδούλωσε)
    N.E.: • Δεν είπα ακόμη το ναι. Ποιος είπε το «μολών λαβέ»;
  5. ε) Εμπρόθετος προσδιορισμός με ή χωρίς άρθρο:
    Ἑώρων τοὺς ἀπὸ Φυλῆς εὐτυχοῦντας.
    Διέφθειραν ἐς ὀκτακοσίους. (Σκότωσαν περίπου οχτακόσιους.)
    N.E.: Μίλησα στον διευθυντή.
  6. στ) Δευτερεύουσα ονοματική πρόταση (βλ. § 173α):
    Λέγουσιν ὅτι δεκαταῖος ἀφίκετο ἐπὶ τὸ ὄρος.
    Φοβεῖται μὴ τὰ ἔσχατα πάθῃ.
    N.E.: • Είπε ότι θα έρθει. Φοβάται μην εκτεθεί.
Γενικές παρατηρήσεις
  1. α) Το αντικείμενο μπορεί να παραλείπεται, όταν εύκολα εννοείται:
    Τἀληθῆ ἐρῶ καὶ οὐκ ἀποκρύψομαι. [τἀληθῆ ]
    N.E.: Ξεκλείδωσε να μπω. [την πόρτα]
  2. β) Το αντικείμενο μπορεί να είναι:
    1. άμεσο ή έμμεσο (βλ. § 71)
    2. εξωτερικό (βλ. § 75α)
    3. εσωτερικό (βλ. § 75β):
      • εσωτερικό αντικείμενο του αποτελέσματος (βλ. § 75β1)
      • κυρίως εσωτερικό αντικείμενο ή σύστοιχο (βλ. § 75β2).

Το αντικείμενο των μεταβατικών ρημάτων

§ 70

Τα μεταβατικά ρήματα διακρίνονται σε:

  1. α) Μονόπτωτα· δέχονται ένα αντικείμενο ή περισσότερα στην ίδια πλάγια πτώση, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά ή χωρίζονται με κόμμα:
    Ἐπαινοῦμεν τοὺς δικαίους.
    Ἐπαινοῦμεν οὐ μόνον τοὺς δικαίους ἀλλὰ καὶ τοὺς συνετοὺς καὶ τοὺς σοφούς.
    N.E.: • Αγόρασε βιβλία. Αγόρασε βιβλία και τετράδια.
  2. β) Δίπτωτα· δέχονται δύο αντικείμενα σε δύο διαφορετικές πλάγιες πτώσεις ή δύο αντικείμενα σε αιτιατική, από τα οποία το ένα είναι πρόσωπο και το άλλο πράγμα:
    Ἔδωκε τὰ γράμματα τοῖς φίλοις.
    Διδάσκουσι τοὺς παῖδας σωφροσύνην.
    N.E.: • Της πήραν το δίπλωμα. Μαθαίνει την Άννα χορό.

Αντί της αιτιατικής πράγματος ως αντικείμενο μπορεί να τεθεί απαρέμφατο ή, όπως και στη Ν.Ε., δευτερεύουσα πρόταση:
Ἐκέλευσεν τοὺς τοξότας ἐκτοξεύειν ἐς τοὺς βαρβάρους.
Δείξομεν τοῖς βαρβάροις ὅτι δυνάμεθα τοὺς ἐχθροὺς τιμωρεῖσθαι.
N.E.: Μου είπε ότι βιάζεται.

§ 71

Aπό τα δύο διαφορετικά αντικείμενα ενός δίπτωτου ρήματος το ένα ονομάζεται άμεσο, γιατί σ' αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου, και το άλλο ονομάζεται έμμεσο, γιατί σ' αυτό μεταβαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκειμένου. Με βάση την πτώση εκφοράς του αντικειμένου, άμεσο είναι το αντικείμενο σε αιτιατική και έμμεσο το αντικείμενο σε γενική ή δοτική. Όταν το ρήμα συντάσσεται με γενική και δοτική, άμεσο είναι το αντικείμενο σε γενική, ενώ, όταν το ρήμα συντάσσεται με δύο αιτιατικές, άμεσο είναι το αντικείμενο που δηλώνει πρόσωπο:

Άμεσο + Έμμεσο
αιτιατική γενική ή δοτική
αιτιατική
προσώπου
αιτιατική πράγματος ή
απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση
γενική δοτική
απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση
γενική ή δοτική

Αὐτοὺς ἀπεστέρησαν βίου. [άμεσο – έμμεσο]
Ἀποδώσω τὰ ἡμίσεα τοῖς φίλοις. [άμεσο – έμμεσο]
Διδάσκει τοὺς νέους τὴν ἀρετήν. [άμεσο – έμμεσο]
Ἔπεισαν τοὺς Θηβαίους βοηθεῖν. [άμεσο – έμμεσο]
Ἡ ἀριθμητικὴ διδάσκει ἡμᾶς ὅσα ἐστὶν τὰ τοῦ ἀριθμοῦ. [άμεσο – έμμεσο]
Τῶν τιμῶν τοῖς φίλοις μεταλαμβάνομεν. [άμεσο – έμμεσο]
Πρόξενος ἐδεῖτο τοῦ Κλεάρχου μὴ ποιεῖν ταῦτα. [έμμεσο – άμεσο]
Εἶπε τῷ Ξενοφῶντι ὅτι ἀποπέμψει αὐτόν. [έμμεσο – άμεσο]

N.E.: Η πτώση του άμεσου αντικειμένου είναι η αιτιατική (έναντι της γενικής, που είναι η πτώση του έμμεσου αντικειμένου) και μάλιστα η αιτιατική προσώπου (όταν και τα δύο αντικείμενα είναι σε αιτιατική), όπως και στην Α.Ε. Όταν όμως η αιτιατική προσώπου ισοδυναμεί με εμπρόθετο προσδιορισμό, τότε αυτή είναι έμμεσο αντικείμενο. Γενικά, έμμεσο είναι το αντικείμενο (σε γενική ή σε αιτιατική) που μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο προσδιορισμό:
Κάνεις κακό του παιδιού. Έδωσε τροφή στα ζώα. Με ρώτησε κάτι.
[αλλά:] Με έμαθε γράμματα. [σ' εμένα: έμμεσο]

1. Μονόπτωτα ρήματα

  1. α) Μονόπτωτα ρήματα με γενική

    § 72

    Αντικείμενο σε γενική δέχονται ρήματα τα οποία σημαίνουν:

    1. Μνήμη ή λήθη, όπως μέμνημαι (θυμάμαι), μνημονεύω, ἐπιλανθάνομαι (ξεχνώ) κ.τ.ό.:
      Ἀχιλλέως καὶ Πατρόκλου μέμνησθε καὶ Ὁμήρου.
      Δέδοικα μὴ ἐπιλαθώμεθα τῆς οἴκαδε ὁδοῦ.
    2. Επιμέλεια, φροντίδα, φειδώ και τα αντίθετά τους, όπως ἐπιμελοῦμαι, κήδομαι (φροντίζω), ἀμελῶ, ὀλιγωρῶ, φείδομαι, ἀφειδῶ κ.τ.ό.:
      Ἐπιμελοῦνται τῆς ἀρετῆς.
      Οἱ θεοὶ τῶν ἀσεβούντων οὐκ ἀμελοῦσι.
      Χρόνου φείδου.
    3. Χωρισμό, αποχή, απομάκρυνση, απαλλαγή, όπως χωρίζομαι, ἀπέχω, ἀφίεμαι, ἀφίσταμαι, ἀπαλλάττομαι κ.τ.ό.:
      Λακεδαιμόνιοι πλέον ἀπέχουσι τῶν βαρβάρων.
      Χῖοι ἀφίστανται Ἀθηναίων.
    4. Έναρξη ή λήξη, όπως ἄρχω, ἄρχομαι, λήγω, παύομαι κ.τ.ό.:
      Παρόντων πάντων ἤρχετο τοιοῦδε λόγου.
      Λῆγε τῶν πόνων ἔτι πονεῖν δυνάμενος.
    5. Εξουσία, όπως ἄρχω, βασιλεύω, δεσπόζω, ἡγεμονεύω, ἡγοῦμαι, κρατῶ (νικώ, υπερισχύω), προΐσταμαι, στρατηγῶ κ.τ.ό.:
      Γῆς καὶ θαλάττης ἦρχον Λακεδαιμόνιοι.
      Νηλεὺς τῆς Ἰωνικῆς ἀποικίας ἡγεῖτο.
      Ἀθηναῖοι Μήδων ἐκράτησαν.
    6. Συμμετοχή, πλησμονή (αφθονία) ή στέρηση, όπως κοινωνῶ, μεταλαμβάνω, μετέχω, γέμω, δέω, δέομαι (έχω ανάγκη), στεροῦμαι, χρῄζω κ.τ.ό.:
      Τὸ ἀνθρώπινον γένος μετείληφεν ἀθανασίας.
      Kαὶ τὰ φυτὰ μετέχει ζωῆς.
      Παραδείγματος τὸ παράδειγμα αὐτὸ δεδέηκε.
    7. Επιθυμία, απόλαυση –εκτός από τα ρήματα ἀγαπῶ, ποθῶ, φιλῶ που συντάσσονται με αιτιατική– όπως ἐπιθυμῶ, ἐρῶ (αγαπώ με πάθος), ἐφίεμαι (επιθυμώ πολύ), ὀρέγομαι κ.τ.ό.:
      Τῆς εἰρήνης ἐπεθυμήσαμεν.
      Οἱ φιλοχρήματοι ἐφίενται τῶν δώρων.
      Ὁ φιλότιμος τῆς ὑπεροχῆς ὀρέγεται.
    8. Αίσθηση, αντίληψη –εκτός από το ρήμα ὁρῶ που συντάσσεται με αιτιατική– όπως αἰσθάνομαι, ἅπτομαι, ἀκούω, γεύομαι, ἀντιλαμβάνομαι, ἐπιλαμβάνομαι, ὀσφραίνομαι, πυνθάνομαι (πληροφορούμαι) κ.τ.ό.:
      Σιγῇ καὶ δικαίως ἡμῶν ἀκούετε.
      Ἡ ψυχὴ τῆς ἀληθείας ἅπτεται.
      Ὀλίγοι αὐτῶν σίτου ἐγεύσαντο.
    9. Απόπειρα, επιτυχία ή αποτυχία, όπως πειρῶμαι, (ἐπι)τυγχάνω, ἀξιοῦμαι, ἀποτυγχάνω, ἁμαρτάνω (σφάλλω, αποτυγχάνω), ψεύδομαι (εξαπατώμαι) κ.τ.ό.:
      Οἱ εὐγενεῖς ἀξιοῦνται τιμῆς.
      Φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν.
      Τῆς ἰδίας ἐλπίδος ἅπαντες ἐψεύσθησαν.
    10. Υπεροχή, διαφορά, σύγκριση, όπως πλεονεκτῶ, ὑπερτερῶ, προέχω, ὑπερέχω, ἀριστεύω, πρωτεύω, διαφέρω, (ὑπο)λείπομαι, ὑστερῶ, ἡττῶμαι, μειονεκτῶ, προτιμῶ κ.τ.ό.:
      Ἰδίᾳ οὐδεὶς ὑπερεῖχε τῶν πολλῶν.
      Διαφέρει τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος.
      Μειονεκτοῦσιν οἱ τύραννοι τῶν ἰδιωτῶν.
    11. Tέλος, όσα ρήματα είναι σύνθετα με τις προθέσεις ἀπό, ἐκ, κατά, πρό, ὑπέρ:
      Τὸ μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀπέχει.
      Μὴ καταφρόνει ἐθῶν γεροντικῶν.
      Πολλοῖς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας.
      Ὑπερορᾷ τῶν καθεστώτων νόμων. (περιφρονεί)

    N.E.: Oι παραπάνω κατηγορίες ρημάτων συντάσσονται με αιτιατική ή εμπρόθετο προσδιορισμό σε θέση αντικειμένου. Λίγα είναι άλλωστε τα ρήματα που στη Ν.Ε. συντάσσονται με γενική, η οποία μάλιστα μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο:
    Μου διέφυγε μια λεπτομέρεια. [διέφυγε από μένα]

    Γενική παρατήρηση

    Πολλά από τα ρήματα που συντάσσονται με γενική απαντούν και με άλλη σύνταξη, όπως με αιτιατική, απαρέμφατο, κατηγορηματική μετοχή (βλ. § 124), δευτερεύουσα πρόταση κ.ά.:
    Ἐκεῖνος ἔπαυσε τοὺς τυράννους.
    Οὐδεὶς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἀκόλαστος εἶναι.
    Αἰσθάνομαι ταῦτα οὕτως ἔχοντα.
    Ἄκουε τοὺς λόγους τοὺς περὶ ἀλλήλων καὶ πειρῶ γνωρίζειν τοὺς λέγοντας.
    Πυνθάνομαι ὅτι οὐκ ἄβατόν ἐστι τὸ ὄρος.

  2. β) Μονόπτωτα ρήματα με δοτική

    § 73

    Αντικείμενο σε δοτική δέχονται ρήματα τα οποία σημαίνουν:

    1. Φιλική ή εχθρική διάθεση ή ενέργεια, όπως ἀρέσκω, (δια)αμιλλῶμαι, εὐνοῶ, βοηθῶ, ἀμύνω, τιμωρῶ, λυσιτελῶ (ωφελώ), ἀπειλῶ, ἐπιτιμῶ, πολεμῶ, μάχομαι, ἐναντιοῦμαι, μέμφομαι (επικρίνω), ὀργίζομαι, φθονῶ κ.τ.ό.:
      Οἱ νέοι πρεσβυτέροις διαμιλλῶνται.
      Οἱ Ἀθηναῖοι τῷ Ἀντιόχῳ ἐβοήθουν.
      Μὴ πάθωμεν ὃ ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν.
      Πολεμοῦσι τοῖς πρότερον ἀδικήσασιν.
      Ἀνόπλοις ὡπλισμένοι μάχονται.

      Εκτός από το ρήμα λυσιτελῶ, τα ρήματα που σημαίνουν ωφέλεια ή βλάβη συντάσσονται με αιτιατική:
      Ἐκείνους μὲν οὐκ ὠφελεῖ τὸ οἰκεῖον, τούτους δὲ καὶ βλάπτει.

    2. Ευπείθεια ή υποταγή και τα αντίθετά τους, όπως πείθομαι, πιστεύω, ὑπακούω, ὑπηρετῶ, δουλεύω (είμαι δούλος), ἀπειθῶ, ἀπιστῶ κ.τ.ό.:
      Ῥᾳδίως πείθεται τοῖς διαβάλλουσιν.
      Δαίδαλος Μίνῳ ἐδούλευεν.
      Ἑκὼν ἀπειθεῖ Ἀλέξανδρος τῷ μάντει.
    3. Προσέγγιση, ακολουθία, διαδοχή, μείξη ή επικοινωνία, όπως πλησιάζω, πελάζω (πλησιάζω), ἀκολουθῶ, ἕπομαι (ακολουθώ), μείγνυμαι, (ἐπι)κοινωνῶ, ὁμιλῶ (συναναστρέφομαι), χρῶμαι (χρησιμοποιώ), (ἐν) (συν) (περι)τυγχάνω (συναντώ) κ.τ.ό.:
      Ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει.
      Τὸ Γ ἕπεται τῷ Β.
      Ἐπικοινωνοῦσι αἱ ἐπιστῆμαι ἀλλήλαις.
      Μὴ πονηροῖς ὁμίλει.
      Οὐ δικαίως χρῆται τοῖς παραδείγμασι.
      Ἐκεῖ περιτυγχάνουσι τῷ στρατεύματι.

      Το ρήμα χρῶμαι συντάσσεται και με δύο δοτικές, από τις οποίες η μία είναι αντικείμενο και η άλλη κατηγορούμενο του αντικειμένου:
      Χρῶμαι τῷ προδότῃ συμβούλῳ. (ως σύμβουλο)

    4. Ισότητα, ομοιότητα, συμφωνία και τα αντίθετά τους, όπως ἰσοῦμαι, ἔοικα (μοιάζω), ὁμοιάζω, ὁμοιοῦμαι, συμφωνῶ, συνᾴδω (συμφωνώ), ὁμολογῶ, ὁμονοῶ κ.τ.ό.:
      Φιλοσόφῳ ἔοικας, ὦ νεανίσκε.
      Τὸ τῆς πόλεως ἦθος ὁμοιοῦται τοῖς ἄρχουσι.
      Τὰ γὰρ ἔργα οὐ συμφωνεῖ τοῖς λόγοις.
      Οὗτος Ἐμπεδοκλεῖ ὁμονοεῖ ἢ οὔ;
    5. Έριδα ή συμφιλίωση, όπως ἀμφισβητῶ, ἐρίζω, διαλλάττομαι, σπένδομαι (συνθηκολογώ) κ.τ.ό.:
      Οἱ ἐχθροὶ ἐρίζουσιν ἀλλήλοις.
      Ὁ κῆρυξ τῇ πρεσβείᾳ σπένδεται.
    6. «Aρμόζει», «ταιριάζει», όπως ἁρμόττει, πρέπει, προσήκει:
      Τῇ βασιλείᾳ προσήκει καλοκαγαθία.

      Όταν τα ρήματα αυτά είναι απρόσωπα, η δοτική είναι δοτική προσωπική (βλ. § 86).

    7. Tέλος, όσα ρήματα είναι σύνθετα με τις προθέσεις ἐν, ἐπί, παρά, περί, πρός, σύν, ὑπὸ ή το επίρρημα ὁμοῦ:
      Oὐκ ἐνέμεινε τοῖς ὅρκοις καὶ ταῖς σπονδαῖς.
      Οἱ δὲ ἐπιτίθενται τῷ στρατεύματι.
      Νοῦς ἀνθρώποις παρίσταται.
      Οὐδὲν ἡμῖν ἀγαθὸν παραγίγνεται.
      Πλέοντες νυκτὸς σφοδρῷ περιπίπτουσι χειμῶνι.
      Προσηύχοντο θεοῖς τοῖς Mηδίαν γῆν κατέχουσιν.
      Ἡ τούτου ἀδελφὴ ἐμοὶ συνοικεῖ.
      Ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσιν.
      Οὐκ ὁμοφρονοῦσιν ἀλλήλοις. [Bλ. και παραπάνω τα ρ. ὁμονοῶ, ὁμολογῶ.]

      N.E.: Oι παραπάνω κατηγορίες ρημάτων συντάσσονται με αιτιατική ή εμπρόθετο προσδιορισμό σε θέση αντικειμένου και σπάνια με γενική:
      Πολεμά τους εχθρούς. Μοιάζει του παππού του. [ή: στον παππού του]

  3. γ) Μονόπτωτα ρήματα με αιτιατική

    § 74

    Η αιτιατική είναι η κυρίως πτώση του αντικειμένου. Με αιτιατική συντάσσονται ρήματα ποικίλων σημασιών, όπως βιάζομαι, ἐπιορκῶ, θαρρῶ, κελεύω, λανθάνω (διαφεύγω την προσοχή κάποιου), λαμβάνω, μένω, οἰκῶ, ὄμνυμι (ορκίζομαι), φθάνω, (δια)φυλάττω, τιμῶ, κολακεύω, ἀδικῶ, διώκω, αἰσχύνομαι κ.ά., καθώς και ρήματα που ως απλά είναι αμετάβατα, σύνθετα όμως με πρόθεση λειτουργούν ως μεταβατικά, όπως διαβαίνω, διέρχομαι, περιίσταμαι (κυκλώνω) κ.ά.:

    Πτολεμαῖος λανθάνει τοὺς βαρβάρους.
    Παρὰ βασιλέως πολλὰς ἔλαβον καὶ μεγάλας δωρεάς.
    Τοὺς δικαίους καὶ ἀνδρείους τιμῶσι.
    Οὐ μόνον ὑμᾶς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἀδικεῖ.
    Οἱ δημαγωγοὶ τὰ πλήθη κολακεύουσι.
    Αἱ Γοργόνες τὸν Περσέα ἐδίωκον.
    Τοὺς μὲν θεοὺς φοβοῦ, τοὺς δὲ φίλους αἰσχύνου.
    Ὁ Κῦρος περιίσταται τὸν λόφον τῷ παρόντι στρατεύματι.

    § 75

    Το αντικείμενο σε αιτιατική διακρίνεται σε:

    1. α) Εξωτερικό αντικείμενο· φανερώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα που προϋπάρχει της ενέργειας του υποκειμένου, η οποία είτε επιδρά στο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα και μεταβάλλει την αρχική του κατάσταση είτε μεταβαίνει σ' αυτό χωρίς να το μεταβάλλει:
      Τὸν λιμένα ἐτείχισαν. [μεταβολή της αρχικής κατάστασης του αντικειμένου]
      Oὐ γιγνώσκω σε. [αμετάβλητη η αρχική κατάσταση του αντικειμένου]
    2. β) Εσωτερικό αντικείμενο:
      1. Eσωτερικό αντικείμενο του αποτελέσματος· φανερώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του υποκειμένου και τίθεται με ρήματα που έχουν την έννοια της δημιουργίας κάποιου πράγματος το οποίο δεν υπήρχε πριν συντελεστεί η ενέργεια του ρήματος. Tέτοια ρήματα είναι τα γεννῶ, γράφω, δημιουργῶ, ἱδρύω, κατασκευάζω, κτίζω, οἰκοδομῶ, ὀρύττω (σκάβω), παρασκευάζω, ποιῶ, τίκτω, ὑφαίνω κ.τ.ό.:
        Γράφω ἐπιστολὴν πρὸς τὸν πατέρα σου.
        Ἀλέξανδρος κατεσκεύασε φρούριον.
        Ὤρυττε τάφρον ὑπερμεγέθη.
        Ἀγῶνα ποιεῖ γυμνικόν τε καὶ ἱππικόν.
      2. Κυρίως εσωτερικό αντικείμενο ή σύστοιχο· φανερώνει το περιεχόμενο της ενέργειας του ρήματος. Eίναι ομόρριζο με το ρήμα ή προέρχεται από τη ρίζα άλλου συνώνυμου ρήματος και συνοδεύεται συνήθως από επιθετικό προσδιορισμό:
        νικῶ νίκηνπολεμῶ πόλεμονθύω θυσίας
        Τὸν ἔσχατον κίνδυνον κινδυνεύουσι.
        Οἱ Ἀθηναῖοι τοσαύτας ἑορτὰς ἑώρταζον, ὅσας οὐδεμία τῶν ἄλλων Ἑλληνίδων πόλεων, καὶ
        τοσαύτας δίκας ἐδικάζοντο, ὅσας οὐδὲ πάντες ἄνθρωποι.

        N.E.: Το αντικείμενο σε αιτιατική διακρίνεται σε εξωτερικό και σε εσωτερικό ή σύστοιχο αντικείμενο.

      Παρατηρήσεις
      1. α) Με σύστοιχο αντικείμενο συντάσσονται και ρήματα που δεν είναι ενεργητικά μεταβατικά:
        νοσῶ νόσον [αλλά και: ἀσθενῶ νόσον ] – ζῶ ζωὴν
      2. β) Ένα ρήμα που συντάσσεται με αιτιατική προσώπου ως εξωτερικό αντικείμενο μπορεί να δεχτεί και σύστοιχο αντικείμενο (βλ. και § 76):
        Ἕκαστον εὐεργετῶ τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν.
        N.E.: Τη στόλισε στολίδια πλουμιστά.
      3. γ) Πολλές φορές η σύστοιχη αιτιατική παραλείπεται και τότε ως σύστοιχο αντικείμενο λειτουργεί ο επιθετικός προσδιορισμός σε ουδέτερο γένος πληθυντικού, συνήθως, αριθμού1:
        Θηβαῖοι πολλὰ καὶ μεγάλα ἡμᾶς ἠδίκησαν. [πολλὰς καὶ μεγάλας ἀδικίας]
        Οἱ τύραννοι πλείω καὶ μείζω λυποῦνται τῶν ἰδιωτῶν. [πλείονας καὶ μείζονας λύπας]
        Ταῦτα καὶ τοιαῦτα εἶπεν Ἀλέξανδρος. [τούτους καὶ τοιούτους λόγους]
        N.E.: Ρώτησε πολλά. [πολλές ερωτήσεις]

2. Δίπτωτα ρήματα

  1. α) Δίπτωτα ρήματα με δύο αιτιατικές

    § 76

    Με δύο αιτιατικές ως αντικείμενα, αιτιατική προσώπου (άμεσο) και αιτιατική πράγματος ή σύστοιχο αντικείμενο (έμμεσο), συντάσσονται τα παρακάτω ρήματα και τα συνώνυμά τους:

    1. διδάσκω, παιδεύω, ἀναμιμνῄσκω (υπενθυμίζω), ὑπομιμνῄσκω:
      Γλῶσσαν τὴν Ἀττικὴν ἐδίδασκον τοὺς παῖδας.
      Τοῦθ' ὑμᾶς ἀναμνήσω.
      N.E.: Μας διδάσκει ιστορία.
    2. ἐνδύω, ἀμφιέννυμι, ἐκδύω (ξεντύνω):
      Ὁ πάππος τὸν Κῦρον στολὴν καλὴν ἐνέδυσε.
      N.E.: Την έντυσαν λευκά.
    3. (ἀν)ερωτῶ, αἰτῶ (ζητώ), ἀπαιτῶ:
      Αἰτεῖ τὸν Ἀγησίλαον ὁπλίτας.
      N.E.: [αλλά:] Μου ζήτησε βοήθεια. [γεν. + αιτ.]
    4. ἀποκρύπτομαι, κρύπτω, ἀφαιροῦμαι, (ἀπο)στερῶ, εἰσπράττω:
      Τὴν θυγατέραν ἔκρυπτεν τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός.
      Τοὺς διδασκάλους τοὺς μισθοὺς ἀπεστέρηκεν.
      N.E.: [αλλά:] Μου στέρησε τις διακοπές. [γεν. + αιτ.]
    Παρατήρηση

    Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δύο αιτιατικές δεν είναι πάντοτε αντικείμενα του ρήματος. Αυτές οι αιτιατικές μπορεί να είναι:

    1. α) Αντικείμενο και κατηγορούμενο του αντικειμένου, με ρήματα που έχουν τη σημασία του καλῶ, ὀνομάζω, λέγω, νομίζω, κρίνω, ἡγοῦμαι (νομίζω), θεωρῶ, ποιῶ, καθίστημι, διορίζω, αἱροῦμαι (εκλέγω), ἔχω, παρέχω:
      Δαρεῖος Κῦρον σατράπην ἐποίησε. [Α: Kῦρον]
      Φύλακας κατέστησαν ἡμᾶς. [Α: ἡμᾶς]
      Ἔχω συμμάχους τὰς μεγίστας πόλεις. [Α: πόλεις]
      N.E.: • Έκανε τον γιο του διευθυντή. Η τάξη με εξέλεξε πρόεδρο.
    2. β) Αντικείμενο και κατηγορούμενο επιρρηματικό, με ρήματα κίνησης κυρίως, ή προληπτικό, με ρήματα που δηλώνουν αύξηση ή εξέλιξη (πβ. § 15 και § 16 αντίστοιχα):
      Παρετάξαντο τὰς ναῦς μετεώρους. (στο ανοιχτό πέλαγος) [Α: τὰς ναῦς]
      Τούτους ἱππέας ἐδίδαξεν. [Α: τούτους]
      N.E.: • Έστησε το ξύλο όρθιο. Σπουδάζει τον γιο του γιατρό.
    3. γ) Αντικείμενο και αιτιατική της αναφοράς:
      Κορινθίους δὲ καὶ Ἀρκάδας καὶ Ἀχαιοὺς τί φῶμεν; (Tι να πούμε για τους Kορινθίους...;) [Α: τί]
  2. β) Δίπτωτα ρήματα με αιτιατική και γενική

    § 77

    Με δύο αντικείμενα, το ένα σε αιτιατική (άμεσο) και το άλλο σε γενική (έμμεσο), συντάσσονται ρήματα όπως:

    1. ἀκούω, μανθάνω, πυνθάνομαι (πληροφορούμαι):
      Ὑμεῖς δέ μου ἀκούσεσθε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.
      Ἀεὶ ἐπυνθανόμην ὑμῶν τὰ ἄριστα.
      N.E.: Μου έμαθε πολλά.
    2. λαμβάνω (πιάνω), ἕλκω (τραβώ), ἄγω (οδηγώ):
      Τὸν πεσόντα ποδὸς ἔλαβε.
      Ὁ ἱπποκόμος ἄγει τῆς ἡνίας τὸν ἵππον.
      N.E.: Μου τράβηξε το μανίκι.
    3. ἑστιῶ (φιλεύω), πληρῶ, πίμπλημι (γεμίζω), γεμίζω, κενῶ (αδειάζω), ἐρημῶ:
      Τῶν λόγων ἡμᾶς Λυσίας εἱστία.
      Ἐνέπλησαν βοῆς τὴν ἀγοράν.
      N.E.: [αλλά:] Με γέμισε υποσχέσεις. [αιτ. + αιτ.]
    4. ἀπαλλάττω, ἀποκλείω, ἀπολύω, ἀποστερῶ, ἐλευθερῶ:
      Πολλοὺς τῆς εἰσόδου ἀπέκλεισεν.
      Οἱ τριάκοντα ἡμᾶς πόλεως ἀπεστέρουν.
      N.E.: Του απέκλεισαν κάθε πιθανότητα.
    5. Σύνθετα με την πρόθεση κατὰ που έχουν δικανική σημασία, όπως καταγιγνώσκω, καταψηφίζομαι (καταδικάζω) κ.τ.ό.:
      Οἱ Ἀθηναῖοι θάνατον κατέγνωσαν αὐτοῦ.
      N.E.: [αλλά:] Τον καταδίκασαν σε θάνατο. [αιτ. + αιτ.]

      Με αυτά τα ρήματα η αιτιατική μπορεί να χαρακτηριστεί και ως αιτιατική της ποινής (βλ. § 153ζ).

    6. Σύνθετα με τις προθέσεις ἀπό, ἐκ, πρό:
      Ἀποτρέπει τοὺς νεωτέρους ἁμαρτημάτων.
      Ἐξέβαλον ἕδρας Κρόνον. (εκδίωξαν)
      Ἀλέξανδρος προέταξε τῶν πεζῶν τοὺς τοξότας.
      N.E.: Προτάσσει το κοινό συμφέρον του ατομικού.
    Παρατήρηση

    Η γενική στα ρήματα που συντάσσονται με αιτιατική και γενική δεν είναι πάντοτε αντικείμενο. Έτσι μπορούμε να έχουμε:

    1. α) Αιτιατική ως αντικείμενο και γενική της αξίας ή του ποσού (βλ. και § 151γ) με ρήματα όπως (ἀντ)αλλάσσω, ἀγοράζω, ὠνοῦμαι (αγοράζω), πωλῶ, ἀποδίδομαι (πουλώ), ἀξιῶ, τιμῶ κ.τ.ό.:
      Ἠλλάξαντο πολλῆς εὐδαιμονίας πολλὴν κακοδαιμονίαν.
      Ἠξίωσαν τὸν Θεμιστοκλέα τῶν μεγίστων τιμῶν.
    2. β) Αιτιατική ως αντικείμενο και γενική της αιτίας (βλ. και § 151 β) με ρήματα ψυχικού πάθους, όπως θαυμάζω, εὐδαιμονίζω, μακαρίζω, ζηλῶ, ὀργίζομαι κ.τ.ό., ή με ρήματα δικανικής σημασίας, όπως αἰτιῶμαι (κατηγορώ), δικάζω, γράφομαι (καταγγέλλω) κ.τ.ό.:
      Ζηλῶ σε καὶ μακαρίζω τῆς εὐδαιμονίας.
      Εὐκτήμων ἐγράψατο Δημοσθένην λιποταξίου.
  3. γ) Δίπτωτα ρήματα με αιτιατική και δοτική

    § 78

    Με δύο αντικείμενα, το ένα σε αιτιατική (άμεσο) και το άλλο σε δοτική (έμμεσο), συντάσσονται ρήματα που σημαίνουν:

    1. Εξίσωση, εξομοίωση, μείξη, συμφιλίωση, όπως ἐξισῶ, ἀνισῶ (εξισώνω), ὁμοιῶ, παραβάλλω, μείγνυμι, συναλλάττω (συμφιλιώνω) κ.τ.ό.:
      Ὁ σίδηρος ἀνισοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς ἐν τῷ πολέμῳ.
      Ἐδέοντο τοὺς φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσιν.
    2. Λόγο, δείξη, εντολή, προσαρμογή, αντιπαράθεση, όπως λέγω, ἀνακοινῶ, ἀποκρίνομαι, δηλῶ, σημαίνω, φαίνω, δείκνυμι, παραινῶ, ἀναγγέλλω, ἀγγέλλω, ἀντιτάσσω κ.τ.ό.:
      Οὐδὲν αὐτοῖς ἀπεκρίνατο.
      Τὰ ἱερὰ ἡμῖν οἱ θεοὶ φαίνουσιν.
      Κακίαν ἐμοὶ οὐδεμίαν δείξει.
      Ἀγγέλλει τοῖς στρατιώταις τὰ ἐκ τῶν Ἀθηνῶν.
    3. Παροχή, όπως δίδωμι, ἀποδίδωμι, παραδίδωμι, ἐπιστέλλω, παρέχω, πέμπω, φέρω, κομίζω, παρασκευάζω κ.τ.ό.:
      Οἱ θεοὶ νίκην ἡμῖν διδόασιν.
      Νικίας Γυλίππῳ ἑαυτὸν παραδίδωσι.
      Ταῦτα τοῖς προγόνοις δόξαν φέρει.
    4. Tέλος, όσα ρήματα είναι σύνθετα κυρίως με τις προθέσεις ἐν, σύν, ἐπί:
      Ἀγανακτήσασα δὲ Ἥρα μανίαν αὐτοῖς ἐνέβαλε.
      Ἁμίππους πεζοὺς συνέταξεν αὐτοῖς. (Πεζούς γρήγορους σαν άλογα παρέταξε δίπλα τους.)
      Ὁ δὲ Λυκοῦργος πλείστους πόνους αὐτοῖς ἐπέβαλε.

      N.E.: Στα ρήματα των παραπάνω κατηγοριών η δοτική της A.E. αποδίδεται με γενική ή εμπρόθετο (με, σε + αιτιατική):
      Σου είπε την αλήθεια. Τον συμφιλίωσε με τον αδερφό του. Αντέταξαν στον διάλογο τη
      βία.

  4. δ) Δίπτωτα ρήματα με γενική και δοτική

    § 79

    Με δύο αντικείμενα, το ένα σε γενική (άμεσο) και το άλλο σε δοτική (έμμεσο), συντάσσονται ρήματα που σημαίνουν:

    1. Παραχώρηση, όπως παραχωρῶ, ὑπείκω / ὑπανίσταμαι (παραχωρώ), συγγιγνώσκω (συγχωρώ κάτι σε κάποιον) κ.τ.ό.:
      Παραχωρῶ σοι τοῦ βήματος.
      Ἕδρας πάντες ὑπανίστανται βασιλεῖ.
    2. Συμμετοχή, μετάδοση, όπως μετέχω, κοινωνῶ, μεταδίδωμι, μεταλαμβάνω κ.τ.ό.:
      Μετεσχήκαμεν ὑμῖν ἱερῶν τῶν σεμνοτάτων.
      Ὀλιγαρχία τῶν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι.
    3. Επίσης, τα ρήματα φθονῶ (με τη σημασία: αρνούμαι κάτι σε κάποιον από φθόνο), μέμφομαι (επικρίνω κάποιον για κάτι), ἀντιποιοῦμαι (διεκδικώ από κάποιον κάτι) και ἀμφισβητῶ:
      Μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος.
      Τοῦδ' οὐδεὶς ἂν ἐνδίκως μέμψαιτό μοι.
      Oὔτε βασιλεῖ ἀντιποιούμεθα τῆς ἀρχῆς.
      Oὐδεὶς ἠμφεσβήτησε τῆς κληρονομίας ἐκείνῳ.
    4. Tέλος, τα ρήματα τιμῶ (με τη σημασία: ορίζω για κάποιον ποινή ως δικαστής) και τιμῶμαι (με τη σημασία: προτείνω για κάποιον ποινή ως κατήγορος ή για τον εαυτό μου ως κατηγορούμενος):
      Ἀθηναῖοι Περικλεῖ ὀλίγου δὲ καὶ θανάτου ἐτίμησαν. (παρά λίγο να καταδικάσουν και σε θάνατο)
      Τῷ πατρὶ ἐτιμήσατο δέκα ταλάντων. (πρότεινε πρόστιμο)

      Η γενική με αυτά τα δικανικά ρήματα ονομάζεται γενική της ποινής ή του τιμήματος (βλ. § 151 δ).

    N.E.: Τα ρήματα των παραπάνω κατηγοριών συντάσσονται με γενική και αιτιατική, με αιτιατική και εμπρόθετο ή με δύο εμπρόθετους προσδιορισμούς:
    Μου παραχώρησε το σπίτι του. Τον καταδίκασαν σε φυλάκιση δύο ετών. Συμμετείχε με την
    ομάδα του στους ημιτελικούς.


  1. Το σύστοιχο αντικείμενο μπορεί να παραλείπεται και όταν συνοδεύεται από ετερόπτωτο προσδιορισμό σε γενική. Τότε ως σύστοιχο αντικείμενο λειτουργεί η γενική, η οποία είτε μένει αμετάβλητη είτε μετατρέπεται σε αιτιατική:
    Οἱ λόγοι τοῦ Δημοσθένους λυχνίας ὄζουσιν. [ὀσμὴν λυχνίας]
    ἀγωνίζομαι πάλην [ἀγῶνα πάλης] – νικῶ μάχην [νίκην μάχης]
    N.E.: Mυρίζει ψητό. [μυρωδιά ψητού]