Σε κάθε φάση της πορείας της ζωής μας συναντιόμαστε με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές εμπειρίες, ιδέες και πεποιθήσεις από τις δικές μας. Για να συναναστραφούμε και να επικοινωνήσουμε μαζί τους χρειάζεται να είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο. Να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, να γνωριστούμε σε βάθος, να συνεργαστούμε, να μοιραστούμε εμπειρίες. Αυτές οι «συναντήσεις» συχνά δεν είναι εύκολες και αυτονόητες. Ωστόσο, πάντα φέρνουν εκπλήξεις, μας εμπλουτίζουν, μας μεγαλώνουν και μας ωριμάζουν.
Και η Εκκλησία, ξεπερνώντας τα σύνορα της Παλαιστίνης, βγήκε στον κόσμο και συναντήθηκε με «διαφορετικούς» ανθρώπους. Ανθρώπους, δηλαδή, που είχαν μεγαλώσει σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον, είχαν λάβει ελληνική παιδεία, ακολουθούσαν έναν άλλον τρόπο ζωής καθώς και άλλες θρησκευτικές παραδόσεις. Χρησιμοποιώντας την ελληνική ευρέως διαδεδομένη γλώσσα της εποχής, την «ελληνιστική κοινή», η Εκκλησία επικοινώνησε και συνομίλησε μαζί τους. Αν και αυτή η συνάντηση δεν ήταν πάντα εύκολη, βαθμιαία οδήγησε σε σπουδαίες συνθέσεις. Κι αυτές εκφράστηκαν παντού: στη θεσμική οργάνωση της κοινωνίας, στις ιδέες, στα έργα τέχνης, στα γράμματα και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Στη θεματική αυτή ενότητα, αρχικά θα διερευνήσετε τις δικές σας εμπειρίες συναντήσεων, διαλόγου και επιρροών. Στη συνέχεια θα προσπαθήσετε να κατανοήσετε και να αποτιμήσετε τη συνάντηση της Εκκλησίας με τον Ελληνισμό. Πιο συγκεκριμένα, να αναγνωρίσετε τον ρόλο της ελληνικής γλώσσας στη διάδοση και ανάπτυξη της νέας πίστης, να ανακαλύψετε τα προβλήματα που προέκυψαν από αυτήν τη συνάντηση, να εξετάσετε πόσο ο ένας κόσμος επηρέασε τον άλλο και να αξιολογήσετε τη σημασία αυτής της σύνθεσης που κληροδοτήθηκε στις επόμενες γενιές.
Η ζωή είναι συνάντηση: οικογένεια, φιλίες, παρέες, ομάδες, χώροι, δικτυακές κοινότητες… Θετικές και αρνητικές επιρροές στη ζωή μας – Μεγαλώνουμε μέσα από συνθέσεις.
-Σε παρακαλώ, εξημέρωσέ με! είπε.
-Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
-Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα απ’ τους εμπόρους.
Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις,
για όλα τα προβλήματα της ζωής,
ούτε έχω απαντήσεις
στις αμφιβολίες ή τους φόβους
σου,
αλλά μπορώ να σε ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου […]
Δεν μπορώ να αποτρέψω τον
πόνο σου
όταν κάποια λύπη σου σχίζει την
καρδιά,
αλλά μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια,
για να τη φτιάξω από την
αρχή […]
… ούτε διεκδικώ να ‘μαι πρώτος,
δεύτερος ή ο τρίτος στη δική σου.
Φτάνει που με θες για φίλο…
Χόρχε Λούις Μπόρχες
Ο Γκασμέντ είναι ένα δεκαπεντάχρονο Αλβανόπουλο που φτάνει ως πρόσφυγας στην Ελλάδα. Στον συνοικισμό που ζει, αντιμετωπίζει τόσο δυσπιστία, φόβο και απόρριψη, όσο και αγάπη και προστασία. Με τη στάμπα του λαθρομετανάστη γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και βιώνει την απόγνωση. Η φλογέρα του είναι η σταθερή του παρηγοριά. Κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του παίζει και η φιλία. Ένας μικρός Έλληνας, ο Στέλιος, με το παρατσούκλι «Τσάκαλος», ένα αγόρι παρατημένο, με παραβατική συμπεριφορά, όχι μόνο γίνεται φίλος με τον Γκασμέντ, αλλά καταφέρνει και ο ίδιος να αλλάξει, να υποστηρίξει τον φίλο του στα δύσκολα, να ωριμάσει.
Κάθε πρωί ο Γκασμέντ ξυπνούσε απ’ τα χαράματα για να προλάβει τις δουλειές του. Κατέβαινε τη ράχη παίζοντας πάντα τη φλογέρα του και γύριζε όταν ο ήλιος έγερνε βαριεστημένος κατά το βουνό. Βαριεστημένος ποτέ δεν ένιωθε ο Γκασμέντ. Όχι γιατί οι αντοχές του ήταν μεγαλύτερες από του ήλιου, μα γιατί εκείνος είχε έναν αλλιώτικο ήλιο μέσα του. Την αισιόδοξη διάθεση να χαίρεται κάθε στιγμή της ζωής του και να παλεύει να την κάνει καλύτερη, κόντρα στις φουρτούνες και στα κάθε είδους δόκανα που του έστηνε εκείνη […]
Εκείνο το βράδυ είχε έρθει απρόσμενα ο Τσάκαλος στο σπίτι τους. Θά ’μενε μαζί τους, γιατί ο πατέρας του χρειάστηκε να μείνει στο Λουτράκι για δουλειές. Κάθισαν στην αυλή […]
- Ξέρεις, Γκασμέντ, του είπε, σου έχω μια έκπληξη.
- Σαν τι έκπληξη;
- Να, αποφάσισα να πάω του χρόνου σε μια σχολή στο Λουτράκι και να πάρω το δίπλωμα του κηπουρού.
Ξαφνιάστηκε ο Γκασμέντ.
- Μπράβο! Πώς σου ήρθε η ιδέα;
- Μου μίλησε η γιαγιά Μαριγώ. Μου είπε, μάλιστα, άμα θέλω, να έρθει κι εκείνη μαζί μου τον πρώτο καιρό, να με φροντίζει.
- Μπράβο στην κυρα-Μαριγώ! Μονολόγησε ο Γκασμέντ κι ο Τσάκαλος φρόντισε να εξηγήσει:
- Θέλει να προκόψω. Με βλέπει σαν εγγόνι της από τότε που ήρθε σπίτι μας και με έκανε καλά από το τσίμπημα μιας …
- Ξέρω, μου το έχει πει. Όμως εσύ την αγαπάς το ίδιο; Ρώτησε πονηρά ο Γκασμέντ.
- Το ίδιο και περισσότερο. Και για να ξέρεις, εγώ θέλω να πάρω το χαρτί πρώτα για κείνη.Θέλω να καμαρώνει για μένα. Και κείνη κι ο πατέρας μου κι η μαμά σου κι εσύ! […]
- Τα όνειρα και οι στόχοι στη ζωή μας είναι σαν τα αστέρια που μας φωτίζουν και μας οδηγούν
- Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, είπε κομπιάζοντας ο Στέλιος, αλλά θα προσπαθήσω να πάρω αυτό το χαρτί.
- Αν το θέλεις πραγματικά, θα το καταφέρεις. Αν πάλι όχι, η προσπάθεια και μόνο αξίζει. Λέγε πάντα μέσα σου …
- «Ο Στέλιος ο Τσάκαλος θα τα καταφέρει!» …
- Ξέρεις κάτι, Γκασμέντ;
- Τι Τσάκαλε;
- Σ’ αγαπώ.
- Κι εγώ σ’ αγαπώ, Τσάκαλε. Έλα τώρα πάμε για ύπνο.
Προτάσεις για εργασίες και δραστηριότητες στην τάξη
Η Κοινή Ελληνιστική
Ο Χριστός κήρυξε το Ευαγγέλιό του στην αραμαϊκή γλώσσα. Οι Απόστολοί του, όμως, για να εκπληρώσουν την οικουμενικότητα της αποστολής τους, χρειαζόταν να απευθυνθούν στους ανθρώπους στη γλώσσα που μπορούσαν να καταλάβουν. Έτσι, χρησιμοποίησαν την Ελληνιστική Κοινή ή Αλεξανδρινή κοινή, τη γλώσσα δηλαδή που μιλούσαν σε μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, από την Αίγυπτο έως την Ινδία. Η «Κοινή» αυτή ήταν εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που, χάρη στις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, διαδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε ευρέως και έγινε μια σχεδόν παγκόσμια γλώσσα της εποχής.
… Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς ·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι …
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς …
Όπως ήδη γνωρίσαμε, ο Απόστολος Παύλος ήταν Ιουδαίος με αυστηρά εβραϊκή εκπαίδευση και ανατροφή και με την εβραϊκή γλώσσα να μιλιέται στο σπίτι του. Εκείνη όμως την εποχή, η πατρίδα του, η Ταρσός, ήταν έδρα πολλών φιλοσόφων, ανώτερη από την Αθήνα και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στα γράμματα. Στην πόλη αυτή ο Παύλος διδάχτηκε την ελληνική γλώσσα και ήρθε σε επαφή με την παιδεία, τη σκέψη και τη ζωή του ελληνισμού. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να απευθυνθεί στον εθνικό κόσμο πέρα από τα όρια της Παλαιστίνης, ο Παύλος χρησιμοποιώντας την Ελληνική γλώσσα μπόρεσε να μιλήσει στην καρδιά και στο μυαλό των ανθρώπων της εποχής και να ιδρύσει εκκλησιαστικές κοινότητες ως στις τέσσερις γωνιές του τότε κόσμου.
Ο Παύλος πήγε και στην Αθήνα. Περπάτησε στην Αγορά της πρωτεύουσας της φιλοσοφίας. Και λένε ότι απογοητεύτηκε πολύ βλέποντας ότι η πόλη «ήταν παραδομένη στην ειδωλολατρία». Επισκέφτηκε την εβραϊκή συναγωγή στην Αθήνα και μίλησε με στωικούς και επικούρειους φιλόσοφους. Εκείνοι τον οδήγησαν στον Άρειο Πάγο και του ζήτησαν να τους μιλήσει: «Δεν μπορούμε να μάθουμε κι εμείς ποια είναι αυτή η καινούρια διδασκαλία που κηρύσσεις σε όλο τον κόσμο; Κάτι καινούριο έχεις να μας πεις. Θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε τι είναι». Μπορείς να τη φανταστείς εκείνη τη στιγμή, Σοφία; Ένας Εβραίος, στην Αγορά της Αθήνας, να μιλάει για κάποιο Σωτήρα, που πέθανε στο σταυρό κι αναστήθηκε τρεις μέρες αργότερα! Από τότε κιόλας, από την πρώτη επίσκεψη του Παύλου στην Αθήνα, διαισθανόμαστε το χάος που χωρίζει την ελληνική φιλοσοφία από τη χριστιανική διδασκαλία περί λύτρωσης. Φαίνεται, όμως, ότι ο Παύλος έχει καταλάβει καλά τους Αθηναίους. Ανεβασμένος στον Άρειο Πάγο – ανάμεσα στους περήφανους ναούς της Ακρόπολης – τους απευθύνει το λόγο και τους λέει: «Άνδρες Αθηναίοι…αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ 17,22‐31).
Ο Παύλος στην Αθήνα, Σοφία! Έτσι άρχισε να σταλάζει σιγά σιγά μέσα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ο χριστιανισμός. Σαν κάτι διαφορετικό – πολύ διαφορετικό από τη φιλοσοφία των επικούρειων, των στωικών ή των νεοπλατωνικών. Παρ’ όλες τις διαφορές, όμως, ο Παύλος βρίσκει ένα γερό στήριγμα σ’ όλες αυτές τις φιλοσοφίες. Διαπιστώνει ότι η αναζήτηση του Θεού είναι ριζωμένη μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Αυτό δεν ήταν κάτι καινούριο για τους Έλληνες. Το καινούριο στο κήρυγμα του Παύλου είναι πως ο Θεός αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και συναντήθηκε πραγματικά μαζί τους. Δεν είναι, λοιπόν, ένας «φιλοσοφικός» θεός, που οι άνθρωποι καλούνται να γνωρίσουν με τη διάνοια και με τη λογική τους. Και δε μοιάζει καθόλου με τα αγάλματα των θεών, «τα καμωμένα από πέτρα, χρυσάφι ή ασήμι» ‐ απ’ αυτά
είχαν ένα σωρό στην Ακρόπολη και στην Αγορά. «Ο Θεός, όμως, δεν κατοικεί σε ναούς χτισμένους από τα ανθρώπινα χέρια». Είναι ένας προσωπικός Θεός, που επεμβαίνει στην ιστορία και πεθαίνει στο σταυρό για χάρη των ανθρώπων.
Όταν ο Παύλος τέλειωσε την ομιλία του στον Άρειο Πάγο, αρκετοί από τους ακροατές του τον κορόιδεψαν, επειδή είχε πει ότι ο Χριστός είχε αναστηθεί εκ νεκρών. Έτσι μας λένε οι Πράξεις των Αποστόλων. Αλλά κάποιοι άλλοι είπαν: «Θα μας ξαναμιλήσεις γι’ αυτό, γιατί θέλουμε να μάθουμε περισσότερα». Κι άλλοι, τέλος, τον ακολούθησαν κι έγιναν χριστιανοί.
Γ. Γκάαρντερ, Ο κόσμος της Σοφίας
Από κει κι έπειτα μιλούσε κάθε μέρα στη σχολή κάποιου που τον έλεγαν Τύραννο. Αυτό γινόταν δύο χρόνια συνέχεια. Έτσι, μπόρεσαν να ακούσουν το λόγο του Κυρίου Ιησού όλοι όσοι κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας, Ιουδαίοι και Έλληνες.
Πραξ 19, 9-10
Κατά τη δεκαετία 50-60 μ.Χ. […] η αναλογία των Ελλήνων στις χριστιανικές κοινότητες σε σχέση με τους Ιουδαίους αυξάνει διαρκώς ωσότου, από μειονότητα που ήταν αρχικά, να γίνει τελικά η πλειονότητα των μελών των κοινοτήτων. Ο Τιμόθεος, ο Τίτος, ο Λουκάς είναι οι πρώτοι Έλληνες που ασκούν ηγετικό ρόλο στην Εκκλησία. Υπάρχουν επίσης πολλοί απόστολοι, όπως ο Ανδρόνικος και η Ιουνία, ο Ακύλλας και η Πρίσκιλλα που εργάζονται στην Κόρινθο (Πραξ 18,2), ο αλεξανδρινός λόγιος Απολλώς, που κηρύττει στην Έφεσο (Πραξ 28, 24), ο Φίλιππος, ο Αριστίων που κηρύττουν στη Μικρά Ασία.
Μητρ. Περγάμου, Ιωάννης Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων
Προτάσεις για εργασίες και δραστηριότητες στην τάξη
Ο Κανόνας της Αγίας Γραφής
Μιλώντας για τον «χριστιανικό κανόνα» της Αγίας Γραφής, εννοούμε το σύνολο των βιβλίων που συγκροτεί την Παλαιά Διαθήκη (το πρώτο δηλαδή μέρος της Αγίας Γραφής) και την Καινή Διαθήκη (το δεύτερο μέρος της Αγίας Γραφής). Ο Κανόνας προέκυψε από την ανάγκη να καθοριστούν τα βιβλία εκείνα που εκφράζουν την αυθεντική πίστη της Εκκλησίας, ώστε να αποκλειστούν μεταγενέστερα έργα που είτε ήταν ψευδεπίγραφα είτε περιείχαν μη αποδεκτές ή και λαθεμένες διδασκαλίες.
Η αρχαία ελληνική λέξη κανών δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμιση, το όργανο που χρησιμοποιείται για τη χάραξη γραμμών (χάρακας). Μεταφορικά η λέξη κανών σημαίνει καθετί που χρησιμεύει ως μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή. Έτσι, τα βιβλία του Κανόνα, εφόσον θεωρείται ότι περιέχουν τον θείο λόγο που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους, αποτελούν το μέτρο και τον γνώμονα της πίστης και της ζωής του χριστιανού. Η διαμόρφωση, ωστόσο, του κανόνα της Αγίας Γραφής πέρασε από πολλά στάδια.
Θεωρείται το αρχαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο με κείμενο από την Καινή Διαθήκη. Χρονολογείται περίπου στο 100 – 125 μ.Χ. Ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο το 1920. Το μέγεθός του είναι 8,9 Χ 6 εκ. και είναι γραμμένο και στις δύο όψεις. Κάθε όψη περιέχει 7 γραμμές από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (18, 31-33 και 18, 37-38).
Όταν […] το μήνυμα του Χριστιανισμού ως νέας θρησκείας άρχισε να εξαπλώνεται και να διεκδικεί μια θέση στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, προέκυψε η ανάγκη να διαφοροποιήσει το γλωσσικό του όργανο, προκειμένου να διεισδύσει και στις τάξεις των μορφωμένων.
Η ανάγκη υπεράσπισης της νέας θρησκείας έναντι των λογίων εθνικών, έργο που είχαν αναλάβει οι Απολογητές, οδήγησε στη χρήση μιας γλώσσας υψηλότερης με φιλοσοφική επιχειρηματολογία προκειμένου να πεισθούν οι μορφωμένοι. Αυτή ήταν η κλασική αττικίζουσα. […] Συμπερασματικά, η ελληνική χριστιανική γραμματεία χρησιμοποίησε τόσο την δημώδη ελληνιστική όσο και την αττικίζουσα γλώσσα με την ίδια άνεση και ευκολία. Αξιοποίησε με τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο όλα τα μέσα που της παρείχε η ελληνική γλώσσα και όλα τα γλωσσικά επίπεδα, δίχως στεγανά και προκαταλήψεις.
Άννα Κόλτσιου,«Η γλώσσα της χριστιανικής γραμματείας»
Τη γλώσσα μας, αφού πρώτα την εκπαιδεύσαμε με τους έξωθεν λόγους, έπειτα την εξευγενίσαμε με τους θείους λόγους.
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Εις εαυτόν
Κατά την εποχή της εμφάνισης του Χριστιανισμού […] από θρησκευτική άποψη, η κοινωνία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μια κατεξοχήν πλουραλιστική κοινωνία. Ανάμεσα στις διάφορες ειδωλολατρικές θρησκείες επικρατούσε ένα καθεστώς συναλλαγής και αλληλεπίδρασης. […] Ο θρησκευόμενος άνθρωπος είχε τη δυνατότητα και την τάση να δοκιμάζει διάφορες θρησκείες και λατρείες: διεκατείχετο από την επιθυμία της σωτηρίας κι επιζητούσε το θεϊκό εκείνο πρόσωπο που θα μπορούσε να δώσει απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματά του και στην επιθυμία του για σωτηρία. […] Ο Χριστιανισμός από νωρίς επιτίθεται με δριμύτητα εναντίον των ειδωλολατρικών θεοτήτων και μύθων, εναντίον της λατρείας και ηθικής, εναντίον και αυτών ακόμη των εθνικών φιλοσοφικών συστημάτων. «Τι κοινόν μεταξύ Αθηνών και Ιερουσαλήμ;», ρωτάει ο Τερτυλλιανός. […] Αυτοί όμως που, κατά τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, «φοβούνται την ελληνική φιλοσοφία, όπως τα παιδιά φοβούνται τα φαντάσματα», που υιοθετούν μια απόλυτα αρνητική στάση, αποτελούν εξαίρεση. Γιατί όλοι σχεδόν οι Διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας, αυτοί που προέρχονται από το ελληνιστικό πνευματικό και θρησκευτικό περιβάλλον και που γνωρίζουν πολύ καλά την ελληνική σκέψη και τις παγανιστικές θρησκείες, θα κρατήσουν απέναντί τους στάση μάλλον εκλεκτική.
Αστ. Αργυρίου, «Εκκλησία, Οικουμένη, Πολιτική»
Στα μέσα του 2ου μ.Χ. αι. μια ομάδα συγγραφέων με ελληνική παιδεία και φιλοσοφική κατάρτιση ανέλαβε να υπερασπιστεί την χριστιανική πίστη απέναντι στις κατηγορίες που αποτελούσαν και βασική αιτία των αμείλικτων διωγμών εναντίον των χριστιανών. Αυτοί ήταν οι Απολογητές.
Μέσα από τις «Απολογίες» τους οι συγγραφείς αυτοί εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους έναντι της κρατικής και δικαστικής ρωμαϊκής εξουσίας ως προς τις αποδιδόμενες στους χριστιανούς κατηγορίες (αθεΐα, εθνική προδοσία, συνωμοσία κατά του κράτους, θυέστεια δείπνα, ανηθικότητες) και αποδεικνύουν ότι πρόκειται για οργανωμένη θρησκευτικοπολιτική προπαγάνδα της εποχής. Ταυτόχρονα όμως στα έργα τους βρίσκουν την ευκαιρία να απευθυνθούν προς τον διανοούμενο ειδωλολατρικό κόσμο για να του παρουσιάσουν τον Χριστιανισμό ως μια θρησκεία με πολύ παλιές ρίζες που μάλιστα υπερέχει της δικής τους, καθώς κηρύττει την πίστη σε έναν Θεό και την ηθική ως καλλιέργεια των αρετών, όπως είχαν ήδη διδάξει οι μεγάλοι σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας. Με αυτόν τον τρόπο οι Απολογητές κάνουν ένα πολύ τολμηρό βήμα προσέγγισης προς τον Ελληνισμό.
Σάββας Αγουρίδης, Ο Χριστιανισμός έναντι Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού κατά τον Β΄ αι. μ.Χ.
Ο Απολογητής Ιουστίνος και ο σπερματικός λόγος
Ο Ιουστίνος γεννήθηκε στη Σαμάρεια της Παλαιστίνης από ειδωλολατρική ελληνική οικογένεια. Σπούδασε φιλοσοφία και έγινε χριστιανός στην Αίγυπτο. Από τότε και μετά, φορώντας πάντοτε την τήβεννο του φιλοσόφου, επιδόθηκε στη φιλοσοφική υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης. Άνοιξε φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη με πολλούς μαθητές. Η σχολή του, μάλιστα, λειτουργούσε και ως ναός όπου τελούνταν λατρευτικές πράξεις. Συχνά, ωστόσο, το έργο του διακοπτόταν καθώς υπήρχαν διάφορες καταγγελίες στις κρατικές αρχές σε βάρος του. Το 165 τελικά συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε μαζί με ομάδα μαθητών του, όπως επιβεβαιώνει επίσημο δικαστικό έγγραφο της εποχής. Ο Ιουστίνος ήταν αυτός που περισσότερο από όλους τους χριστιανούς θεολόγους της εποχής εκείνης ενθάρρυνε τη συνάντηση και τον εναρμονισμό μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο, μέσα σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει ως δώρο του Θεού μια έμφυτη έλξη προς το θείο και την ηθική ζωή. Είναι μια δύναμη που φωτίζει και καθοδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση και ανεύρεση της αλήθειας. Στο πλαίσιο αυτό, τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας (φιλόσοφοι, ποιητές, τραγωδοί κ.ά.) είχαν ήδη αποκαλύψει την πλάνη της λατρείας των ειδώλων, εκφράζοντας σπουδαίες αλήθειες και ηθικές – θρησκευτικές ιδέες για τον Θεό. Αυτά τα φωτεινά πνεύματα, αποκάλυψαν σπέρματα (δηλαδή τμήματα) της αλήθειας, γι’ αυτό και ο λόγος τους ονομάστηκε σπερματικός λόγος. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλαν στην προετοιμασία της ανθρωπότητας για τον ερχομό του Χριστού.
[…] Και ο Σωκράτης, ο οποίος μίλησε για τα παραπάνω με μεγαλύτερη από όλους ευγλωττία, κατηγορήθηκε για τα ίδια πράγματα, για τα οποία κατηγορούν και εμάς τους χριστιανούς. Γιατί είπαν, ότι και αυτός φέρνει νέους θεούς και δε θεωρεί ως θεούς αυτούς που παραδέχεται η πόλη. Αλλά εκείνος που έδιωξε από την πολιτεία τους κακούς ως δαίμονες και […] δίδαξε τους ανθρώπους να παραιτούνται από την αναζήτηση των πραγμάτων και τους παρακινούσε να αποδεχτούν τον άγνωστο σ’ αυτούς Θεό, αναζητώντας τον […] έλεγε: «Δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τον Πατέρα και δημιουργό όλων, ούτε είναι ασφαλές, αν Τον βρει, να μιλήσει γι’ αυτόν σε όλους».
Ιουστίνος, Απολογία Β΄
Δεχόμαστε, ακόμη, ότι η φιλοσοφία προετοιμάζει για τη γαλήνη του Χριστού, γυμνάζει το πνεύμα, ξυπνά τη νοημοσύνη και την καθιστά ικανή να εξακολουθήσει την αναζήτηση της αληθινής φιλοσοφίας.
Όπως είναι δυνατό να είναι κανείς πιστός, ακόμη κι αν είναι αγράμματος, με τον ίδιο τρόπο υποστηρίζουμε ότι είναι αδύνατο χωρίς τη μάθηση να καταλάβει κάποιος ολόκληρο το περιεχόμενο της πίστης.
Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς
Το άνοιγμα των Πατέρων της Εκκλησίας στην ελληνική παιδεία
Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούσαν και έγραφαν στη γλώσσα της εποχής, δηλαδή την ελληνική. Πέρα όμως από αυτό, χρησιμοποίησαν τη βαθιά ελληνική τους παιδεία για να απευθυνθούν όχι μόνο στους απλούς ανθρώπους, αλλά και στα μεγαλύτερα και πιο ανοιχτά και προοδευτικά πνεύματα της εποχής τους. Έτσι, για να διατυπώσουν τις χριστιανικές αλήθειες, χρησιμοποίησαν την ελληνική φιλοσοφία και ορολογία, αξιοποίησαν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και την αρχαιοελληνική τέχνη, εκπαιδεύτηκαν στην ελληνική ρητορική και διέπρεψαν ως εκκλησιαστικοί ρήτορες. Επιπλέον, υπογράμμισαν τη σημασία της ελληνικής παιδείας για όλους.
Ο Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι γονείς του Βασίλειος και Εμμέλεια κατάγονταν και οι δύο από οικογένειες μαρτύρων και ήταν πολύ πλούσιοι. Τα πρώτα γράμματα ο γιος Βασίλειος τα διδάχτηκε από τον πατέρα του, ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Συμπλήρωσε την εγκυκλοπαιδική του μόρφωση στην Καισάρεια, όπου γνωρίστηκε με τον συνομήλικό του Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και πήγε για ανώτερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε ξανά με τον Γρηγόριο. Στην Αθήνα ο Βασίλειος σπούδασε επί τέσσερα χρόνια φιλολογία, φιλοσοφία, νομικά, ρητορική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία, μουσική, ιατρική […]
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του άσκησε το επάγγελμα του συνηγόρου με τόση επιτυχία, που ανακηρύχτηκε δάσκαλος της ρητορικής. Ο δρόμος για τις ανώτατες κοινωνικές διακρίσεις ήταν ανοιχτός μπροστά του. Όμως ο νεαρός Βασίλειος ποθούσε κάτι το βαθύτερο και ουσιαστικότερο […] όπως ο ίδιος αναφέρει, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο διαπίστωσε ότι ύψιστη μορφή τελειότητας είναι το να μοιράσει κανείς τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και να επιδοθεί απερίσπαστος στον αγώνα της ηθικής και πνευματικής προκοπής. Αυτό το ιδανικό ποθούσε να πραγματοποιήσει. Για τον σκοπό αυτό επισκέπτεται τα μοναστικά κέντρα της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Μετά την επιστροφή του στην Καισάρεια, μοιράζει στους φτωχούς το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής του περιουσίας και αποσύρεται σε ερημική τοποθεσία μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο. Προσεύχονται, μελετούν, συγγράφουν, εργάζονται χειρονακτικά για να εξυπηρετούν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Το 363 χειροτονείται πρεσβύτερος στην Καισάρεια και από τότε αρχίζει η καταπληκτική δημόσια δράση του […] Το 370 ανεβαίνει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Η δράση και η ακτινοβολία του κορυφώνονται. Αλλά μόνο
για εννιά ακόμα χρόνια. Φιλάσθενος από παιδί, λιτοδίαιτος και ασκητικός δεν μπόρεσε να σηκώσει περισσότερο το βάρος της καταπληκτικά δραστήριας ζωής του. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία σαρανταεννέα ετών.
Α. Καριώτογλου – Γ. Ροδίτης, Εκκλησία, μια νέα κοινωνία σε πορεία (Γ΄ Γυμνασίου)
Στην περιοχή της Καισάρειας κάποτε έπεσε φοβερή πείνα. Αιτία η ξηρασία. Ο τόπος γέμισε πεινασμένους, που μάταια ζητούσαν τροφές. Οι πλούσιοι αμπάρωσαν τις αποθήκες τους και οι έμποροι πουλούσαν τα τρόφιμα σε υπερβολικές τιμές. Ο θάνατος θέριζε ζωές. Ο Μ. Βασίλειος, με φλογερά κηρύγματα, άρχισε έναν αγώνα κατά της πλεονεξίας και ασπλαχνίας. Αποκαλούσε τους πλεονέκτες και άσπλαχνους αυτούς ανθρώπους αγριότερους των θηρίων, γιατί δε λυπούνταν τους ομοφύλους τους, ενώ τα θηρία σέβονται τα όμοιά τους.[…] Με το κήρυγμά του κατάφερε να λυγίσει κάθε αντίσταση και να ανοίξει τις καρδιές και τις αποθήκες των συμπατριωτών του. Το αποτέλεσμα ήταν η σωτηρία πολλών ανθρώπων. Ένα έργο μεγαλεπήβολο που απαίτησε κόπους, αγώνες και θυσίες για να πραγματοποιηθεί ήταν αναμφίβολα η Βασιλειάδα. Έξω από την Καισάρεια, ο Μ. Βασίλειος έχτισε μια μικρή πόλη με νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, ξενώνες, σχολεία, εργαστήρια, ιδιαίτερα οικήματα για τους εκεί εργαζόμενους και εργοστάσια για τις ανάγκες της πόλης.
ΥΠΕΠΘ/ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ, Με τον Χριστό στον αγώνα (Ε΄ Δημοτικού)
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε στο χωριό Αριανζό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. […] σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στη Ναζιανζό, στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Στην Αθήνα συναντήθηκε και έγινε φίλος με το Βασίλειο. […] Τότε ο Γρηγόριος, γνώρισε και τον λίγο νεότερό του (μετέπειτα αυτοκράτορα) Ιουλιανό. Το 361 , επέστρεψε στη Ναζιανζό όπου για μικρό χρονικό διάστημα δικηγόρησε και δίδαξε ρητορική. Επειδή όμως αγαπούσε τη μοναχική ζωή, συνάντησε τον Βασίλειο και έζησαν μαζί ως ασκητές, κάτι που είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο από την εποχή των σπουδών τους στην Αθήνα. Μετά από πιέσεις του πατέρα του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Και πάλι όμως κατέφυγε κοντά στον Βασίλειο, στο ασκητήριο του Πόντου. Ο Βασίλειος τον προέτρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του κάτι που ο Γρηγόριος τελικά έκανε. Στη Ναζιανζό ο Γρηγόριος χάρη στις διπλωματικές και τις ρητορικές του ικανότητες, κατάφερε να ενώσει τους Χριστιανούς που είχαν θεολογικές διαφορές. Το 372 χειροτονήθηκε από τον Βασίλειο επίσκοπος στα Σάσιμα της Καππαδοκίας, χωρίς όμως στ’ αλήθεια να το επιθυμεί ο ίδιος καθώς προτιμούσε τη ζωή του ασκητή. […] Στα τέλη του 372, ο Γρηγόριος έφυγε από τα Σάσιμα και επέστρεψε στη Ναζιανζό, όπου και εργάστηκε ως βοηθός του επισκόπου πατέρα του. Μετά το θάνατο των γονιών του και αφού έδωσε την περιουσία του στους φτωχούς, έζησε σε μοναστήρι.
Το 379, ο Γρηγόριος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά από αίτημα της Εκκλησίας. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος (380), ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντι-
νουπόλεως. Στη διάρκεια των εργασιών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που συγκάλεσε ο Θεοδόσιος στην Κωνσταντινούπολη, ο Γρηγόριος αν και πρόεδρος της Συνόδου, πικραμένος από την αντιπολίτευση μερίδας επισκόπων και φοβούμενος πώς θα γινόταν αφορμή για περαιτέρω διαμάχες, αποφάσισε να παραιτηθεί […] Επιστρέφοντας στην Καππαδοκία, ο Γρηγόριος έγινε και πάλι επίσκοπος της Ναζιανζού. Πέρασε τα επόμενα χρόνια παλεύοντας με τους αιρετικούς του Αρειανισμού και με τα προβλήματα της υγείας του. Στα τέλη του 383, επειδή χειροτέρευσε η υγεία του παραιτήθηκε από τη θέση του. Στις 25 Ιανουαρίου 390 πέθανε στο οικογενειακό του κτήμα.
Σ. Παπαδόπουλος, Γρηγόριος ο Θεολόγος. Σπουδή του βίου και του έργου του
Εκτός από το θεολογικά του συγγράμματα, πολύ μεγάλο είναι και το ποιητικό έργο του Γρηγορίου. Έχουν σωθεί 407 ποιήματά του (περίπου 17.000 στίχοι), σχεδόν όλα τους γραμμένα προς το τέλος της ζωής του.
Από ένα επίγραμμα για τον φίλο του Βασίλειο:
Ένας είναι ο Θεός που από ψηλά κυβερνά. Έναν άξιο αρχιερέα
γνώρισε η γενιά μας: εσένα Βασίλειε, βροντόφωνο αγγελιοφόρο
της αλήθειας, φωτεινό οφθαλμό των Χριστιανών, που λάμπει με τα
κάλλη της ψυχής, δόξα μεγάλη του Πόντου καί της Καππαδοκίας.
Σε ικετεύω ακόμη καί τώρα, να σταθείς για χάρη του κόσμου, φέρνοντας
τα δώρα σου.
Αχ κουβέντες, αχ κοινό σπίτι φιλίας, αχ αγαπημένη
Αθήνα, αχ συμφωνίες του θεάρεστου βίου στα ξένα !
Μάθετε πως ο Βασίλειος πήγε στον ουρανό, όπως
επιθυμούσε, ενώ ο Γρηγόριος παραμένει στη γη
κρατώντας το στόμα του φιμωμένο.
Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Μαθήτευσε κοντά στον φημισμένο εθνικό ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο και αφού συμπλήρωσε τις φιλολογικές και τις νομικές του σπουδές, εξάσκησε για λίγο το δικηγορικό επάγγελμα με τόση επιτυχία, ώστε έγινε περιζήτητος στους κοσμικούς κύκλους της Αντιόχειας. Αναζητώντας κάτι ουσιαστικότερο από μια πετυχημένη καριέρα εγκατέλειψε την δικηγορία, βαφτίστηκε Χριστιανός και μετά το θάνατο της μητέρας του, το 372, έγινε μοναχός. Το 380 επανήλθε στην Αντιόχεια, όπου χειροτονείται διάκονος και μετά από πενταετία
πρεσβύτερος. Σαν πρεσβύτερος ο Ιωάννης έδρασε έντεκα χρόνια στην Αντιόχεια. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον Ιωάννη δεν είναι αυτή καθαυτή η ευγλωττία του. Είναι πρώτα και κύρια η αγάπη του στον Θεό, η αγάπη του στον φτωχό λαό και η αγωνιστικότητά του. Στην υπηρεσία αυτής της διπλής αγάπης βάζει και την καταπληκτική πραγματικά ευγλωττία του. Δε μιλάει για να εντυπωσιάσει, αλλά για να ερμηνεύσει τη χριστιανική πίστη και για να στηρίξει και καθοδηγήσει τον λαό του Θεού. Το δράμα της φτωχολογιάς κυριολεκτικά τον συγκλονίζει. Από τη μια υπάρχει η ολιγάριθμη, σχετικά με το κοινωνικό σύνολο τάξη των πλουσίων που ξοδεύουν τεράστια ποσά για τις πιο εξεζητημένες απολαύσεις και από την άλλη το ανώνυμο πλήθος των φτωχών –χωριστά το πλήθος των δούλων– που κυριολεκτικά πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα και την εγκατάλειψη. Η συνείδησή του εξεγείρεται. Διαμαρτύρεται, καταγγέλλει, δραστηριοποιείται για να ανακουφίσει τους πάσχοντες. Στις μέρες του η Εκκλησία της Αντιόχειας έτρεφε τρεις χιλιάδες φτωχούς […]
Κατά τον Χρυσόστομο η άγρια διαμάχη γύρω από το «δικό μου» και το «δικό σου» αποτελεί τη ρίζα όλων των κοινωνικών κακών που αναστατώνουν και δηλητηριάζουν τη ζωή των ανθρώπων: «Όπου γαρ χρήματα, εκεί έχθρας υπόθεσις και μυρίων πολέμων» […]
Η ιδεώδης μορφή κοινωνικής συμβίωσης που ταιριάζει σε χριστιανούς είναι κατά τον Χρυσόστομο η αδερφική κοινοκτημοσύνη που εφάρμοσε η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων […]
Η φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τα όρια της Αντιόχειας και το 398 ανυψώθηκε, παρά τη θέλησή του, στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως […] Βλέποντας το πνεύμα της μάταιης επίδειξης πλούτου να έχει εισχωρήσει και μέσα στην Εκκλησία, κραυγάζει: «χρυσοχοείο και αργυροκοπείο είναι η Εκκλησία ή εργαστήριο αγιότητας;» Διατάζει αυστηρές οικονομίες στα έξοδα της Αρχιεπισκοπής ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα για τα φιλανθρωπικά καθήκοντα της Εκκλησίας. Στις μέρες του η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως τρέφει εφτά χιλιάδες φτωχούς. Ο ίδιος ζει ασκητικότατα. Ο λαός τον λατρεύει και συρρέει γοητευμένος να παρακολουθήσει τα συναρπαστικά κηρύγματά του. Πολλές φορές τον διακόπτει με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. […] Όμως δημιούργησε πολλούς δυσαρεστημένους οι οποίοι συμμάχησαν και με κύριο μοχλό τη φιλόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία πέτυχαν να εξοριστεί στα βάθη της Αρμενίας. Ο λαός στασιάζει. […] Οι εχθροί του με την πρόφαση ότι θα τον μεταφέρουν σε άλλον τόπο, τον αναγκάζουν να οδοιπορεί επί τρίμηνο κάτω από αφόρητο καύσωνα. Πέθανε από εξάντληση στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 στα Κόμανα του Πόντου. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Δόξα των Θεώ πάντων ένεκεν».
Α. Καριώτογλου – Γ. Ροδίτης, Εκκλησία, μια νέα κοινωνία σε πορεία
Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών
Το 1842 το Πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών, ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και γενικά όσων σπουδάζουν, και η μέρα της κοινής μνήμης τους (30 Ιανουαρίου) είναι σχολική γιορτή.Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τον Μέγαν, και τον Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη, τω την γλώτταν χρυσορρήμονι, πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν. αυτοί γαρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν.Όλοι όσοι θαυμάζουμε τους λόγους των τριών μεγάλων φωστήρων της τρισυπόστατης θεότητας, δηλαδή τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο το θεολόγο και τον ξακουστό Ιωάννη που το στόμα του έβγαζε χρυσάφι, ας τους τιμήσουμε με ύμνους. Γιατί αυτοί φώτισαν την οικουμένη με θείες διδασκαλίες. Γιατί σαν ποταμοί σοφίας πότισαν όλη την κτίση με τα άγια νερά της θεογνωσίας, και γιατί αυτοί μεσολαβούν και παρακαλούν πάντα την Αγία Τριάδα για μας.
Και να μελετούμε τα έργα των ποιητών, των πεζογράφων και των ρητόρων, και να συναναστρεφόμαστε με όλους τους ανθρώπους, απ’ όπου μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια για τη φροντίδα της ψυχής. Λοιπόν, όπως οι βαφείς, αφού προηγουμένως φροντίσουν να ετοιμάσουν καθετί που θα βάψουν, τότε ρίχνουν το χρώμα, έτσι κι εμείς, αν θέλουμε να διατηρήσουμε ανεξίτηλη τη δόξα του καλού για πάντα, πρέπει να προετοιμαστούμε πρώτα με τη μελέτη των έργων της εξωχριστιανικής παιδείας, και κατόπιν να ακούσουμε τις ιερές και μυστικές αλήθειες του Ευαγγελίου.
Οφείλουμε να εξασκήσουμε το μάτι της ψυχής μας πάνω σε άλλα βιβλία, που δεν διαφέρουν ριζικά από τις Θείες Γραφές, σα να είχαμε να κάνουμε με σκιές και με καθρέφτες […] Και όταν το μάτι μας θα συνηθίσει να βλέπει τον ήλιο μέσα στο νερό, θα μπορέσει ίσως να τον κοιτάξει και κατευθείαν […] Στον αγώνα μας να κερδίσουμε την ουράνια βασιλεία, μας χρειάζεται μια μεγάλη προετοιμασία για την οποία έχουμε την ανάγκη όλων των ανθρώπων, ανάγκη κοινω-
νίας με όλους τους ανθρώπους του πνεύματος: τους λογοποιούς, τους ρήτορες, τους ποιητές. Η θύραθεν γραμματεία και σοφία θα μας προσφέρουν την προετοιμασία που χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε τη διδασκαλία των θείων μυστηρίων.
Μ. Βασίλειος, Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων
Νομίζω πως έχει γίνει παραδεκτό από όλους τους συνετούς ανθρώπους ότι η παιδεία είναι το πρώτο από τα αγαθά που έχουμε∙ και όχι μόνο η χριστιανική μας παιδεία, που είναι η πιο εκλεκτή και επιδιώκει τη σωτηρία και την ομορφιά των θείων πραγμάτων, αλλά και η εξωχριστιανική παιδεία, την οποία πολλοί χριστιανοί, επειδή έχουν σχηματίσει λανθασμένη αντίληψη γι’ αυτήν, την περιφρονούν, γιατί, όπως ισχυρίζονται, κρύβει δόλιους σκοπούς, είναι επικίνδυνη και απομακρύνει από τον Θεό. Γιατί όπως ακριβώς δεν πρέπει να περιφρονούμε τον ουρανό, τη γη και τον αέρα και όσα υπάρχουν σ’ αυτά, επειδή μερικοί έχουν σχηματίσει λάθος αντιλήψεις και αντί να λατρεύουν τον Θεό λατρεύουν τα δημιουργήματά του∙ αλλά αφού παίρνουμε από αυτά ό,τι είναι χρήσιμο για τη ζωή και την απόλαυσή μας, αποφεύγουμε ό,τι είναι επικίνδυνο […] κατά τον ίδιο τρόπο και από αυτά που μας προσφέρει η εξωχριστιανική παιδεία αποδεχτήκαμε ό,τι είναι χρήσιμο στην έρευνα και στις θεωρητικές αναζητήσεις, ενώ αποκρούσαμε καθετί που οδηγεί στην ειδωλολατρία, στην πλάνη και στην καταστροφή.
Γρηγόριος ο Θεολόγος, Επιτάφιος εις Μέγαν Βασίλειον
Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι τα πράγματα κυλούσαν χωρίς προβλήματα. Και οι δύο πλευρές, χριστιανοί και εθνικοί, κατέφευγαν στη βία. Οι εθνικοί χειροδικούσαν, πρόσβαλλαν και παρεμπόδιζαν τις θρησκευτικές συνάξεις των αντιπάλων τους. Μα και οι χριστιανοί εχθρεύονταν τους εθνικούς και κατέστρεφαν τα ιερά τους, διότι εκείνη την εποχή το γκρέμισμα του ναού σήμαινε ήττα, εκθρόνιση, εκδίωξη ή κατάργηση του θεού που λατρευόταν σε αυτόν. Ο Χρυσόστομος θεωρεί καύχημα των χριστιανών ότι έσωσαν πολλά εθνικά βιβλία από τον αφανισμό. Επίσης, παρά τις ύβρεις των χριστιανών κατά της θύραθεν παιδείας, τα βυζαντινά μοναστήρια διέσωσαν τα έργα την αρχαία γραμματεία.
Οι χριστιανοί δεν είναι σωστό να καταστρέφουν την πλάνη με τον εξαναγκασμό και τη βία, αλλά να απεργάζονται τη σωτηρία των ανθρώπων με την πειθώ, το λόγο και την ηπιότητα.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Λόγος εις τον μακάριον Βαβύλαν
[Σε μια εποχή σφοδρών συγκρούσεων ο Χρυσόστομος διακηρύσσει ότι] … είναι ύβρις προς τον Θεό να του ζητάμε πράγματα εναντίον των εχθρών μας.
Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί του μη δημοσιεύειν τα αμαρτήματα των αδελφών…
Προτάσεις για εργασίες και δραστηριότητες στην τάξη
Όταν ο Ιουλιανός ανέβηκε στο θρόνο, ο παλιός κόσμος και η ειδωλολατρία δεν είχαν ακόμα πεθάνει. Ο αυτοκράτορας ήταν γοητευμένος από την τέχνη, την παιδεία και τη σοφία του αρχαίου κόσμου. Πιστεύοντας ότι ο Χριστιανισμός δε συμβιβάζεται με την ελληνική φιλοσοφία, στράφηκε με πάθος κατά τηςνέας πίστης και το 362 μ.Χ. κήρυξε την αποκατάσταση της εθνικής θρησκείας. Ο Ιουλιανός ονόμαζε τους χριστιανούς περιφρονητικά «Γαλιλαίους» και δεν τους αναγνώριζε το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Με διάταγμά του προσπάθησε να απομακρύνει τους χριστιανούς δασκάλους από την εκπαίδευση, γιατί θεωρούσε ότι κάθε εκπαιδευτικός ήταν υποχρεωμένος να σέβεται τους εθνικούς θεούς. Όμως, τόσο η πολιτική όσο και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιουλιανού δεν είχαν επιτυχία. Επιχειρώντας να εισβάλλει στην Περσία, σκοτώθηκε σε μια φοβερή υποχώρηση το καλοκαίρι του 363 μ.Χ.
Αν και ο Ιουλιανός από τα μικρά του χρόνια έκλινε περισσότερο προς τη λατρεία των εθνικών θεών και, καθώς σιγά σιγά μεγάλωνε, φλεγόταν από την επιθυμία να την ασκήσει, όμως, επειδή είχε πολλούς λόγους να φοβάται, ό,τι σχετικό έκανε το έκανε με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα. Αλλά όταν έλειψαν οι φόβοι του και είδε ότι είχε φτάσει ο καιρός να πραγματοποιήσει ελεύθερα την επιθυμία του, φανέρωσε τα μυστικά της καρδιάς του και με σαφή και ρητά διατάγματα έδωσε εντολή να ανοίξουν οι ειδωλολατρικοί ναοί, να γίνονται θυσίες στους βωμούς και γενικά να ξαναγυρίσει η ειδωλολατρία.
Αμμιανός Μαρκελλίνος, Ιστορία
Εμείς οι εθνικοί έχουμε πάρει από την Ελλάδα την ευχέρεια του λόγου και τις τέχνες και τη λατρεία των Θεών της, ενώ εσείς οι χριστιανοί το μόνο που έχετε είναι η αμάθεια και η χοντροκοπιά. Αυτά μόνον ξέρετε.
Στο όνομα των θεών, δεν επιθυμώ καθόλου να θανατωθούν οι οπαδοί του Ιησού, ούτε να τιμωρούνται άδικα, ούτε να έχουν οποιαδήποτε κακομεταχείριση. Δηλώνω, ωστόσο, ότι όσοι λατρεύουν τους θεούς πρέπει να έχουν απόλυτη προτεραιότητα. Επειδή, εξαιτίας της τρέλας των οπαδών του Ιησού, παραλίγο να τιναχτούν τα πάντα στον αέρα, ενώ η ευμένεια των θεών μάς έχει σώσει όλους. Πρέπει λοιπόν να τιμούμε τους θεούς καθώς και τους ανθρώπους και τις πόλεις που τους σέβονται.
Τι λέτε, λοιπόν; Για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, το Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη και το Λυσία, δεν ήσαν οι θεοί κεφαλές της παιδείας; Μήπως δεν θεωρούσαν προστάτες τους, άλλοι τον Ερμή και άλλοι τις Μούσες; Είναι λοιπόν παράλογο, έτσι νομίζω, κάποιοι που δουλειά τους είναι να ερμηνεύουν τα έργα όλων αυτών, συγχρόνως να καταφρονούν τους θεούς που εκείνοι τίμησαν.
(Από επιστολές του Ιουλιανού)
Όταν […] ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, που είχε μεγαλώσει με τις μυστικές θρησκείες και τα ελληνικά, φώναζε ότι το ελληνίζειν δεν είναι χριστιανικό, του απαντάει ο περίφημος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο συμμαθητής του, στη διατριβή του με τον περίφημο τίτλο: "Τίνος το ελληνίζειν", εξηγώντας του ότι ο ελληνικός τρόπος δεν είναι μόνον η γλώσσα, αλλά και να έχεις την τεχνολογική ικανότητα, την καπατσοσύνη, να έχεις τον τρόπο να αντιμετωπίζεις τις αντιξοότητες με τον ελληνικό τρόπο.
Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο;
Η γλώσσα δεν ανήκει μόνο σ’ εκείνους που τη βρήκαν, αλλά σε όλους όσους τη χρησιμοποιούν, όπως συμβαίνει και με τις τέχνες.
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Α' Κατὰ Ιουλιανού
Είπατε τω βασιλεἰ, χαμαί πἐσε
δαίδαλος αυλά·
ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην,
ου μάντιδα δάφνην
ου παγάν λαλέουσαν,
απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Να πείτε στον βασιλιά πως το καλοφτιαγμένο
ιερό γκρεμίστηκε∙
Ο Φοίβος δεν έχει πια χώρο να μείνει,
ούτε δάφνη που μπορεί να προφητεύει
ούτε πηγή που έχει μιλιά,
και το νερό που μιλάει έχει στερέψει κι αυτό.
Θρυλούμενη απάντηση της Πυθίας του Μαντείου των Δελφών προς τον απεσταλμένο του Ιουλιανού
Προτάσεις για εργασίες και δραστηριότητες στην τάξη
Η ελληνική ως γλώσσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας
Η ελληνική γλώσσα σταδιακά κυριάρχησε στον βυζαντινό κόσμο, ο οποίος σιγά-σιγά απομακρύνθηκε από τη ρωμαϊκή παράδοση. Η ελληνική ήταν η γλώσσα την οποία μιλούσαν κυρίως στις ανατολικές και νότιες περιοχές του κράτους, ενώ η λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα της διοίκησης. Ωστόσο, η Εκκλησία, ήδη από την εμφάνισή της στην Ανατολή, χρησιμοποιούσε την ελληνική σε κάθε έκφραση της πίστης, της λατρείας και της ζωής της. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων συντάχθηκαν επίσης στα ελληνικά.
Η χρήση της ελληνικής γλώσσας σε δικαστικές αποφάσεις άρχισε να επιτρέπεται από τα τέλη του 4ου αιώνα. Ο Ιουστινιανός, ο οποίος θεωρείται «ο τελευταίος ρωμαίος αυτοκράτορας στον βυζαντινό θρόνο», με μητρική γλώσσα τη λατινική, συγκέντρωσε, κωδικοποίησε, συστηματοποίησε και αναθεώρησε το ρωμαϊκό δίκαιο. Ενώ όμως το πρώτο μέρος του νομοθετικού του έργου είναι γραμμένο στα λατινικά (Ιουστινιάνειος Κώδικας, Πανδέκτης και Εισηγήσεις), τα περισσότερα από τα νέα αυτοκρατορικά διατάγματα που εκδόθηκαν μετά το 534 μ.Χ. και ονομάστηκαν Νεαραί συντάχθηκαν στην ελληνική γλώσσα. Το γεγονός αυτό, που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν αναπόφευκτο, αποτέλεσε καινοτομία και σημαντικό σταθμό προς τον εξελληνισμό της νομοθεσίας και της διοίκησης γενικότερα.
Έναν αιώνα μετά, ο Ηράκλειος καθιέρωσε την ελληνική ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Μάλιστα, υιοθέτησε τον τίτλο «βασιλεύς» με την προσθήκη «πιστός εν Χριστώ» αντί του «Imperator Caesar Augustus».
[…] Και δε γράψαμε το νόμο στην πατροπαράδοτη γλώσσα (λατινική) αλλά σ’ αυτή την κοινή, την ελληνική, ώστε να γίνει γνωστός σε όλους, αφού θα μπορούν να τον καταλάβουν εύκολα […]
Θα πρέπει να περιμένουμε ως τη βασιλεία του Ηρακλείου (610-641) για να γίνουν τα Ελληνικά η αναμφισβήτητη επίσημη γλώσσα του κράτους. Ωστόσο η εποχή του Ιουστινιανού αποτελεί σταθμό σ’ αυτή την εξέλιξη. Να θυμίσω ότι ενώ όλη η κωδικοποιημένη Ιουστινιάνειος νομοθεσία είναι λατινική, οι νόμοι του Ιουστινιανού με τον τίτλο «Νεαραί» είναι γραμμένοι στα ελληνικά. […]
Ελληνική λοιπόν η χριστιανική οργάνωση, λειτουργία και παιδεία, ελληνόφωνοι και ελληνομαθημένοι οι διανοούμενοι της αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Βηρυτού.
Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο;
Η καλή μόρφωση ήταν το ιδανικό κάθε Βυζαντινού. Την απαιδευσία και την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας, τη θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά και κορόιδευαν τους αμαθείς. Η εκπαίδευση δεν ήταν δωρεάν. Γι’ αυτό, μόνο τα παιδιά των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων μπορούσαν να μορφώνονται, ενώ η εκπαίδευση των παιδιών από αγροτικές ή φτωχές οικογένειες φαίνεται πως ήταν από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη —πολλοί δεν γνώριζαν ούτε καν ανάγνωση ή γραφή. Παρόλα αυτά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία φέρεται να είχε μεγαλύτερο ποσοστό εγγράμματων ακόμη και από τις ελληνικές πόλεις-κράτη της αρχαιότητας! Σπουδαίες ανώτερες σχολές λειτουργούσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπως το Πανδιδακτήριο, η Πατριαρχική Σχολή, το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, καθώς και εκκλησιαστικές σχολές.
Το πρώτο πράγμα που διδασκόταν ένα παιδί, όταν γινόταν έξι χρονών, ήταν η γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν». Εκτός από το διάβασμα και το γράψιμο, τη γραμματική και το συντακτικό, γνώριζαν τους αρχαίους κλασικούς και ιδίως τον Όμηρο, που τα έργα του τα μάθαιναν απέξω. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι οι Βυζαντινοί να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν στίχους του Ομήρου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων περίπου χρονών ο μαθητής περνούσε στη ρητορική, μάθαινε δηλαδή ορθή προφορά και μελετούσε συγγραφείς, όπως τον Δημοσθένη και πολλούς άλλους. Μετά τη ρητορική έπρεπε να σπουδάσει την τρίτη επιστήμη, τη φιλοσοφία, και τις τέσσερις τέχνες, την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη μουσική και την αστρονομία. Μπορούσε επίσης να διδαχτεί νομικά, ιατρική και φυσική. Παράλληλα με τα μαθήματα αυτά έδιναν στο παιδί και θρησκευτική μόρφωση. Τα θρησκευτικά όμως τα δίδασκαν χωριστά, και οι διδάσκαλοι ήταν κληρικοί. Τα παιδιά μάθαιναν ολόκληρη τη Βίβλο. Μετά τον Όμηρο, η Βίβλος είναι η κυριότερη πηγή νύξεων και παραπομπών στη βυζαντινή λογοτεχνία.
Σ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός
Το εκπαιδευτήριο το διευθύνει ένας δάσκαλος∙ γύρω του στέκονται τα παιδιά, απασχολημένα σοβαρά άλλα με ερωτήσεις γραμματικές κι άλλα με τη συγγραφή των λεγομένων σχεδών (από τη λέξη σχέδη, δηλαδή πινακίδα από ξύλο στην επιφάνεια της οποίας έγραφαν οι μαθητές. Εκεί μπορείς να δεις και Λατίνο να εκπαιδεύεται και Σκύθη να μαθαίνει ελληνικά και Ρωμαίο να μελετά τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να μαθαίνει τα σωστά ελληνικά.
Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς
Ποια είναι, λοιπόν, τα δικά μας νέα; Ο ανιψιός σου ασχολείται με εκείνα που εξυψώνουν τον μαθητή∙ έτσι, δύο φορές την εβδομάδα εξετάζεται μπροστά μας σε ό,τι του έχουμε βάλει για διάβασμα∙ το κείμενο της γραμματικής το λέει προφορικά σχεδόν χωρίς προβλήματα∙ κλίνει την τρίτη συζυγία των βαρυτόνων ρημάτων. Όλα αυτά τα εμπεδώνει με τις ερωτήσεις και τα διδάσκεται, ώστε να είναι σε θέση να τα μεταδώσει σε άλλους.
Ανώνυμος καθηγητής του 10ου αιώνα
Τα βιβλία ήταν πολύ ακριβά -τα θεωρούσαν, μάλιστα, είδος πολυτελείας. Κάθε δάσκαλος προσπαθούσε να δημιουργήσει τη δική του μικρή προσωπική βιβλιοθήκη, με βιβλία που χρησιμοποιούσε για τη διδασκαλία, καθώς και με όσα θεωρούσε αναγκαία για τη δική του πνευματική καλλιέργεια. Αλλά οι δάσκαλοι δυσκολεύονταν να προμηθευτούν καινούργια βιβλία, καθώς ένας τόμος μεσαίου μεγέθους μπορούσε να κοστίσει όσο το μισό του ετήσιου εισοδήματος ενός πολύ καλά αμειβόμενου δημοσίου υπαλλήλου. Έτσι οι περισσότεροι δεν αποκτούσαν σε ολόκληρη τη ζωή τους πάνω από είκοσι βιβλία. Γι΄ αυτό, συνήθιζαν να δανείζονται τακτικά ο ένας από τον άλλον. Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν καταφέρει με πολλές θυσίες, να συγκροτήσουν μεγάλες προσωπικές βιβλιοθήκες.
Τρία υλικά γραφικής ύλης χρησιμοποιούνταν στο Βυζάντιο: ο πάπυρος (από το ομώνυμο φυτό που ευδοκιμούσε στις όχθες του Νείλου, αλλά και στη Συρία και την Παλαιστίνη) η περγαμηνή (από δέρματα μικρών ζώων) και το χαρτί, που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα στο Βυζάντιο μόλις τον 11ο αιώνα.
Θ. Μαρκόπουλος, στο σχολείο με … χαρτί και καλαμάρι
Σπουδαίοι βυζαντινοί διανοούμενοι
Ο Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 858 έως το 867 και από το 877 έως το 886, με πλούσιο συγγραφικό έργο, ήταν ένθερμος υποστηρικτής των γραμμάτων και πρόδρομος του λεγόμενου βυζαντινού ανθρωπισμού, ο οποίος συνδύαζε την κλασική παιδεία με τη χριστιανική πίστη. Ο Φώτιος κατόρθωσε να δημιουργήσει μια από τις πιο μεγάλες και γνωστές βιβλιοθήκες της εποχής του και χάρη στο έργο του Μυριόβιβλος διαθέτουμε πολύτιμες πληροφορίες για έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που ο ίδιος διάβασε αλλά αργότερα χάθηκαν.
Ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός ήταν περίφημος βυζαντινός λόγιος του 9ου αιώνα, με ευρεία φιλολογική μόρφωση, μαθηματικός, γεωμέτρης, αστρονόμος και φιλόσοφος. Για τρία χρόνια διετέλεσε επίσκοπος στη Θεσσαλονίκη. Η φήμη του ήταν τόση που ο χαλίφης της Βαγδάτης, Αλ-Μαμούν, ζήτησε από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο να τον στείλει να ζήσει στην αυλή του για να του μεταδώσει τις γνώσεις του.
Η Άννα Κομνηνή ήταν το πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και σύζυγος του Νικηφόρου Βρυέννιου. Είχε ευρεία μόρφωση. Μεταξύ άλλων διδάχτηκε ρητορική, φιλοσοφία, ιστορία, μαθηματικά, μουσική και ιατρική. Η αρχαιομάθειά της αποτυπώνεται στο σημαντικό ιστορικό της έργο «Αλεξιάς» στο οποίο εξιστορεί το έργο του πατέρα της, συμπληρώνοντας το έργο του συζύγου της «Ύλη ιστορίας».
Ο Φώτιος δεν καταγόταν από κάποια άσημη και άγνωστη οικογένεια, αλλά από ευγενική και σπουδαία γενιά∙ τον θεωρούσαν τον πιο σημαντικό ανάμεσα σε όλους εκείνους που υπηρετούσαν την πολιτεία, τόσο για τη σύνεσή του όσο και για τη γενικότερη μόρφωσή του∙ άλλωστε, η γραμματική και η ποίηση, η ρητορική και η φιλοσοφία, ακόμη και η ιατρική, όπως και όλες σχεδόν οι κοσμικές επιστήμες τού ήσαν τόσο οικείες, ώστε να λέγεται ότι όχι μόνο υπερίσχυε όλων των συγχρόνων του, αλλά και ότι μπορούσε να συγκριθεί με τους παλαιούς [σοφούς]. Κι όλα τον ευνοούσαν, οι φυσικές ικανότητες, η μόρφωση, τα πλούτη, που του επέτρεπαν να μαζεύει κάθε λογής βιβλία […] και νύχτες ολόκληρες, άγρυπνος, μελετούσε με ιδιαίτερη επιμονή. Κι όταν έφτασε η στιγμή να καταλάβει εκκλησιαστικά αξιώματα […], φρόντισε ιδιαίτερα να διαβάσει και βιβλία που ανήκαν σε αυτόν τον χώρο.
Βίος του Πατριάρχη Ιγνατίου
Ήθελα εγώ ο ίδιος να έρθω σε σένα [τον Θεόφιλο …]∙ επειδή όμως ούτε η θρησκεία μου ούτε και ο πολύς λαός που βρίσκεται υπό την εξουσία μου επιτρέπουν κάτι τέτοιο, σε παρακαλώ να μου στείλεις για λίγο αυτόν τον άνδρα, που είναι πασίγνωστος για την επίδοσή του στη φιλοσοφία και τις άλλες επιστήμες, και να τον πείσεις να μείνει μαζί μου και να μου μεταδώσει, με τη διδασκαλία του και την αρετή του, την ίδια την επιστήμη, για την οποία άλλωστε ενδιαφέρομαι κι εγώ ιδιαίτερα […] Θα σου προσφέρω κι ένα ποσό, ως δωρεά για τον άνθρωπο αυτό, που θα φτάνει τα 20 κεντηνάρια χρυσού [μονάδα μέτρησης ίση με 100 λίτρα χρυσού], καθώς και σύναψη συνθήκης αιώνιας ειρήνης.
Θεοφάνης, Συνέχεια
Εγώ, η Άννα, […] δεν είμαι αγράμματη, αλλά σπούδασα τα ελληνικά, χωρίς να έχω παραμελήσει τη ρητορική, και μελέτησα προσεκτικά τόσο τα έργα του Αριστοτέλη όσο και τους διαλόγους του Πλάτωνος, και κόσμησα το πνεύμα μου με τα μαθηματικά, την αστρονομία και τη μουσική.
Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς
Προτάσεις για εργασίες και δραστηριότητες στην τάξη
Κάθε αρχιτεκτονικό έργο εκφράζει με τη μορφή του τις ανάγκες των ανθρώπων που το δημιουργούν. Ο αρχαιοελληνικός ναός δημιουργήθηκε για να στεγάζει το άγαλμα του Θεού και να προστατεύει το θησαυρό της πόλης. Στο εσωτερικό του έμπαιναν μόνον οι ιερείς και όσοι πρόσφεραν δώρα και αναίμακτες θυσίες στο άγαλμα του Θεού, ενώ το πλήθος των προσκυνητών έμενε απ’ έξω, γύρω από το βωμό για τις αιματηρές θυσίες. από εκεί έβλεπε μέσα από την ανοιχτή θύρα το πελώριο άγαλμα του Θεού. Ο χριστιανικός ναός διαφοροποιήθηκε γιατί είναι «εκκλησία» δηλαδή το κτίριο και συνάμα η σύναξη των πιστών, οι οποίοι δεν παρακολουθούν από έξω σαν θεατές, αλλά συμμετέχουν στο τελούμενο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η έμφαση λοιπόν της καλλιτεχνικής διαμόρφωσης δόθηκε στον εσωτερικό χώρο, ο οποίος δεν είναι απλά το μαρμαροχτισμένο μέγαρο, η κατοικία ενός θεού, αλλά η μικρογραφία του Σύμπαντος, γιατί εδώ γίνεται η συνάντηση του ενός και μοναδικού Θεού με τον άνθρωπο.
Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης
Ο Ιουστινιανός, όταν αποφάσισε να ανοικοδομήσει τον ναό της Αγίας Σοφίας, ανέθεσε το έργο σε δύο διάσημους μικρασιάτες αρχιτέκτονες, τον Α ν θ έ μ ι ο από τις Τράλλεις και τον Ι σ ί δ ω ρ ο από τη Μίλητο, διαθέτοντας τεράστια χρηματικά ποσά και επιβλέποντας ο ίδιος την εκτέλεση του έργου. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες (532 μ.Χ. 537 μ.Χ.). Οι δύο αρχιτέκτονες, αξιοποιώντας την παράδοση της ελληνιστικής τέχνης, καθώς και αυτόχθονα στοιχεία της Ανατολής (συριακά, περσικά, αιγυπτιακά), δημιούργησαν έναν πρωτότυπο τύπο ναού. Έτσι, η Αγία Σοφία είναι καρπός γόνιμης σύζευξης ελληνικής τέχνης και ανατολικών στοιχείων με τη χριστιανική πνοή. Για το χτίσιμο του ναού εργάστηκαν εντατικά 10.000 ειδικευμένοι τεχνίτες και εργάτες και μεταφέρθηκαν τα καλύτερα υλικά από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Στα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας ο Ιουστινιανός ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωσε να καταφέρει ένα τόσο λαμπρό έργο και είπε, κατά την παράδοση, τη φράση: «Νενίκηκά σε Σολομών!»
Ο αρχιτεκτονικός της τύπος προέκυψε από τον συνδυασμό της βασιλικής και του περίκεντρου ναού με τρούλο. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα, του οποίου το μέγιστο μήκος φτάνει τα 78,16 μέτρα και το πλάτος τα 71,82. Το τεράστιο κεντρικό κλίτος, που απολήγει στην αψίδα του ιερού στέφεται από γιγάντιο τρούλο, που μοιάζει να αιωρείται σε ύψος 54 μέτρων.
Η Αγία Σοφία έγινε συνώνυμο της ακμής του βυζαντινού πολιτισμού. Όλες οι κρατικές μεγάλες τελετές γίνονταν στην Αγία Σοφία: στέψη αυτοκρατόρων, βάφτιση πορφυρογέννητων, γάμοι και κηδείες αυτοκρατόρων, χειροτονίες Πατριαρχών, υποδοχές αρχηγών ορθοδόξων κρατών και αρχηγών χριστιανικών εκκλησιών, δοξολογίες και επίσημες προς τον Θεό ευχαριστίες και άλλες πατριαρχικές και αυτοκρατορικές γιορτές. Στην Αγία Σοφία υπήρχε ειδική εξέδρα (θρόνος), για τον αυτοκράτορα.
Από την Αγία Σοφία ξεκινούσαν για τους μεγάλους πολέμους και σε αυτήν γιόρταζαν τις μεγάλες νίκες. Σε αυτήν κατέφευγε ο λαός σε ώρες δύσκολες. Σε αυτήν προσεύχονταν οι πιστοί με αγωνία μέχρι τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου του 1453 να σωθεί η Πόλη από την πολιορκία των Οθωμανών. Για τον Μωάμεθ Β’, η κατάληψη της Αγία Σοφίας συμβόλιζε την επικράτηση του Ισλάμ έναντι του Χριστιανισμού.
Και όλα τα τζαμιά, προσπαθώντας είτε να την ξεπεράσουν σε μέγεθος είτε να την μιμηθούν σε χάρη, δείχνουν ότι σε καμιά περίπτωση δεν μένουν αδιάφορα μπροστά σ’ αυτή την ανερμήνευτη μεγαλοπρέπεια του θεϊκού Κάλλους της ταπεινώσεως. Και η Αγια-Σοφιά μένει σιωπηλή. Δεν ενοχλείται. Δεν ενοχλεί. Μόνο φωτίζει, παρηγορεί, ανέχεται και περιμένει.
Αρχιμ. Βασίλειος (Γοντικάκης), Το Κάλλος θα σώση τον κόσμο
Μπαίνοντας στην Αγία Σοφία, βλέπουμε να χύνεται στο κέντρο του ναού τo φως που τα εκατό περίπου παράθυρά της στέλνουν από ψηλά. Στρέφοντας το βλέμμα μας προς τα επάνω αντικρίζουμε τον τρούλο που μοιάζει να αιωρείται, καθώς το φως διαχέεται από τα σαράντα παράθυρά του, το ένα δίπλα στο άλλο. Θαρρείς και αναδύεται ο τρούλος μέσα από το φως, και, καθώς τον αισθανόμαστε να κρέμεται ανάλαφρος μέσα στις χρυσές ακτίνες του ήλιου, είναι αυτό το φως που μετατρέπει τον τρούλο σε ουρανό.
Το Χρονικό αφηγείται την επίσκεψη απεσταλμένων του Ρώσου ηγεμόνα Βλαδίμηρου στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το Χρονικό, ο βυζαντινός αυτοκράτορας ευθύς κανόνισε ώστε οι επισκέπτες να παρευρεθούν σε λειτουργία στην Αγία Σοφία. Οι απεσταλμένοι κατόπιν ανέφεραν στον ηγεμόνα τους:
«Μας οδήγησαν σε κτήρια όπου λάτρευαν το Θεό τους και δε γνωρίζαμε αν βρισκόμασταν στον ουρανό ή στη γη […]. Στη γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και τέτοια ομορφιά, και είμαστε σε αμηχανία πώς να την περιγράψουμε. Γνωρίζουμε μόνο ότι εκεί ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους».
Οι Βυζαντινοί διακοσμούσαν συνήθως με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά τους τοίχους και τα δάπεδα των εκκλησιών, όχι μόνο για να τις ομορφύνουν, αλλά και για να μη φαίνονται τα οικοδομικά υλικά της κατασκευής. Τα περισσότερα ψηφιδωτά έγιναν τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, και μέχρι το 10ο αιώνα, τότε που η αυτοκρατορία βρισκόταν στην ακμή της. Αργότερα, επειδή κόστιζαν ακριβά, αντικαταστάθηκαν από τις τοιχογραφίες. Περίφημα είναι τα ψηφιδωτά στις εκκλησίες της Ραβέννας στην Ιταλία, όπως επίσης και αυτά της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, της Μονής Δαφνίου στην Αττική, της Νέας Μονής της Χίου, του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία και αλλού.
Μαρίζα Ντεκάστρο, Βυζαντινή Τέχνη. Οδηγός για παιδιά
Τα φαγιούμ
Η περιοχή του Φαγιούμ είναι μια κοιλάδα πλούσια σε βλάστηση, 60 χιλ. νότια του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου. Εκεί βρέθηκε μεγάλος αριθμός έγχρωμων πορτρέτων, όπως και σε άλλες περιοχές της Αιγύπτου, αλλά η περιοχή του Φαγιούμ έδωσε το όνομά της σε όλα. Πρόκειται για νεκρικά πορτρέτα, που τα περισσότερα ζωγραφίζονταν, όταν ακόμη τα πρόσωπα βρίσκονταν στη ζωή και, μάλιστα, αφού προηγουμένως έκαναν τη σχετική προετοιμασία (χτενίσματα, κόμμωση, κοσμήματα, ένδυση), για να στηθούν μπροστά στον ζωγράφο και να αποθανατιστούν στην καλύτερή τους ώρα. Στη συνέχεια έμπαινε σε κάδρο και στόλιζε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού τους. Μερικά είναι ζωγραφισμένα μετά θάνατο, κατά τη διάρκεια της ταρίχευσης, η οποία κρατούσε 70 μέρες. Κατά τη φάση της ταρίχευσης, το τοποθετούσαν στο ύψος του προσώπου της μούμιας. Τα πορτρέτα του Φαγιούμ καλύπτουν το χρονικό διάστημα των τριών πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, είναι μικρών διαστάσεων (περίπου 0,30 Χ0,20 εκ.) και ζωγραφίζονταν πάνω σε ξύλινες επιφάνειες ή σε λινό ύφασμα.
Είναι φυσικό λοιπόν, οι πρώτοι χριστιανοί ζωγράφοι των πρώτων αιώνων στην Αίγυπτο και γενικότερα στο χώρο της Ανατολής να συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα σ' αυτούς, που πριν γίνουν χριστιανοί, ιστορούσαν παρόμοια "νεκρικά πορτρέτα". Έτσι εξηγείται το πέρασμα από τα πορτρέτα Φαγιούμ στις αρχαιότερες χριστιανικές εικόνες.
Οι χριστιανικές εικόνες ζωγραφίζονται, αφού γίνει η προεργασία πάνω σε ξύλινες επιφάνειες ή σε λινό ύφασμα και χρησιμοποιείται η εγκαυστική ή κηρόχυτη τεχνική. Ζωγραφίζεται κατ΄ ενώπιον και τονίζονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου με ιδιαίτερη προτίμηση στα μεγάλα, εκφραστικά μάτια. Οι αρχαιότερες εγκαυστικές εικόνες είναι αυτές του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, χρονολογούνται από τους περισσότερους ιστορικούς της τέχνης στον 6ο αιώνα και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση […]
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα πορτρέτα του Φαγιούμ και στις κηρόχυτες εικόνες του Σινά είναι ότι τα πρώτα χρησιμοποιούν μοντέλο, ενώ οι εικόνες ακολουθούν την παράδοση και διαμορφώνουν την τυπολογία που θα σεβαστούν όλοι οι καλλιτέχνες στους μετέπειτα αιώνες. Η εικόνα, ως λατρευτικό αντικείμενο, είναι καλλιτεχνικό προϊόν προσευχής, υπηρετεί τη λατρεία, εκφράζει την πίστη και ερμηνεύει το δόγμα.
Α. Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία
Οι φορητές εικόνες βρίσκονταν παντού: στις εκκλησίες, στους τάφους, στα σπίτια. Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια οι εικόνες ήταν οι προσωπογραφίες των αγίων, οι οποίες τοποθετούνταν πάνω στον τάφο τους, ώστε οι πιστοί να τους βλέπουν. Αργότερα αυτές οι εικόνες έγιναν αντικείμενο λατρείας.
Αν παρατηρήσουμε τις εικόνες ενός αγίου που έχουν κατασκευαστεί σε διαφορετικές εποχές, θα διαπιστώσουμε ότι, παρ’ όλη την πάροδο του χρόνου, ο άγιος είναι ζωγραφισμένος σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, βλέπουμε αγίους να είναι ζωγραφισμένοι πάντοτε νέοι, όπως
για παράδειγμα ο Άγιος Γεώργιος∙ άλλοι ζωγραφίζονται πάντα ηλικιωμένοι, όπως οι Τρεις Ιεράρχες. Ο Άγιος Δημήτριος φοράει πολεμική εξάρτυση. Συχνά κάποιο σύμβολο ζωγραφίζεται δίπλα στον άγιο. Δίπλα στην Αγία Ελένη υπάρχει πάντα ο Σταυρός, γιατί εκείνη τον βρήκε∙ ο Άγιος Γεώργιος εικονίζεται μαζί με το δράκο που σκότωσε∙ στις εικόνες του Αγίου Νικολάου, προστάτη των θαλασσινών, υπάρχει πάντα κάποιο ναυτικό θέμα. Αυτή η σταθερότητα στην αναπαράσταση των αγίων προσώπων βοηθούσε και τον πλέον αγράμματο πιστό να καταλάβει ποιος άγιος εικονιζόταν.
Μαρίζα Ντεκάστρο, Βυζαντινή Τέχνη. Οδηγός για παιδιά
Προς το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στην εποχή των Παλαιολόγων, έχουν κατά κάποιο τρόπο διαμορφωθεί δύο σχολές στη ζωγραφική: η Μακεδονική και η Κρητική.
Το κέντρο δημιουργίας της Μακεδονικής σχολής βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και δείγματά της υπάρχουν σε όλη τη Μακεδονία. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι τη συναντάμε κυρίως σε τοιχογραφίες. Τα χρώματά της είναι φωτεινά και οι ζωγράφοι προσπαθούν να αποδώσουν τις μορφές με φυσικότητα.
Η Κρητική σχολή κατασκευάζει κυρίως φορητές εικόνες και όχι τοιχογραφίες. Έργα της συναντάμε σε όλη την Ελλάδα. Αυτή η σχολή χαρακτηρίζεται από μια λιτότητα και προσήλωση στην παλαιότερη βυζαντινή παράδοση, ενώ άνθισε στα μεταβυζαντινά χρόνια.
Μαρίζα Ντεκάστρο, Βυζαντινή Τέχνη. Οδηγός για παιδιά
Ο αγιογράφος ήταν καλλιτέχνης με βαθιά πίστη. Ακολουθούσε πιστά τους κανόνες που είχε θεσπίσει η Εκκλησία για τη ζωγραφική, ποτίζοντας ταυτόχρονα τα έργα του με όλο του το συναίσθημα και τη συγκίνηση προς τα θεία. Έτσι, το έργο του κάθε αγιογράφου είναι μοναδικό και πρωτότυπο. Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι το ταλέντο ήταν σταλμένο από το Θεό και το αφιέρωναν σ’ αυτόν. Σκοπός του αγιογράφου δεν ήταν να φτιάξει έναν ωραίο πίνακα, μια ωραία εικόνα. Με το ταλέντο του προσπαθούσε να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή του πιστού και να τον παροτρύνει να ακολουθήσει το παράδειγμα των αγίων μορφών, για να φτάσει κι αυτός στην τελειότητα. Οι αγιογράφοι τότε, όπως και σήμερα, μάθαιναν την τέχνη τους κοντά σε κάποιον δάσκαλο. Ο αγιογράφος Διονύσιος ο εκ Φουρνά, σε ένα βιβλίο-οδηγό που έγραψε στις αρχές του 18ου αιώνα, συστήνει στα παιδιά που έχουν ταλέντο και θέλουν να ακολουθήσουν αυτή την τέχνη να ασκηθούν μόνα τους στην αρχή κι έπειτα να μαθητεύσουν κοντά σε ένα δάσκαλο.
Η μαθητεία κρατούσε χρόνια. Ο νεαρός μαθητευόμενος, πριν πιάσει στα χέρια του πινέλο και χρώμα, περνούσε από όλα τα στάδια της δουλειάς, αρχίζοντας από τις πιο απλές εργασίες, όπως είναι το πλύσιμο των πινέλων, έως και τις πιο πολύπλοκες, όπως είναι η παρασκευή των χρωμάτων. Δουλεύοντας έτσι στο εργαστήριο του δασκάλου του, ο νεαρός μάθαινε τα μυστικά της τέχνης. Όταν ο δάσκαλος τον έκρινε πλέον ικανό, του έδινε την άδεια να εργαστεί μόνος του.
Μαρίζα Ντεκάστρο, Βυζαντινή Τέχνη. Οδηγός για παιδιά
«Όταν πρόκειται να αρχίσεις μια εικόνα, κατά πρώτον κάνε την προσευχή σου εις τον Κύριον να σε φωτίσει εις το έργον σου…»
(Φώτης Κόντογλου)
Προτάσεις για εργασίες και δραστηριότητες στην τάξη