ραψωδία Ω Ἕκτορος λύτρα |
||
Περιληπτική αναδιήγηση
Οι αγώνες τελειώνουν
και οι Αχαιοί δειπνούν και κοιμούνται. Μόνο ο Αχιλλέας μένει ξάγρυπνος ως
το πρωί που δένει το πτώμα του Έκτορα στο άρμα του και το περιφέρει
τρεις φορές γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου. Αυτό το κάνει και τις
επόμενες μέρες και οι θεοί αγανακτούν με τη συμπεριφορά του απέναντι
στον νεκρό. Τη δωδέκατη μέρα ο Δίας καλεί τη Θέτιδα και τη στέλνει να
πείσει το γιο της να δεχτεί λύτρα και να παραδώσει το νεκρό Έκτορα στον
πατέρα του. Στέλνει επίσης την Ίριδα στον Πρίαμο με ανάλογες οδηγίες. Ο
γέροντας βασιλιάς της Τροίας ξεκινά αμέσως με πλούσια δώρα και με τη
συνοδεία του κήρυκα Ιδαίου για το στρατόπεδο των Αχαιών. Ο Δίας του
στέλνει τον Ερμή και τον οδηγεί με ασφάλεια ως τη σκηνή του Αχιλλέα.
Όταν ο Πρίαμος μπαίνει στη σκηνή του Αχιλλέα, ο ήρωας και οι σύντροφοί
του εκπλήσσονται. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ο Αχιλλέας φέρεται με
φιλόξενη διάθεση και σεβασμό στο γέροντα βασιλιά. Προστάζει τις δούλες
να πλύνουν και να ντύσουν τον νεκρό, ενώ παρακινεί τον Πρίαμο να
δειπνήσει μαζί του. Μετά το κοινό δείπνο των δύο αντρών, ο Αχιλλέας
διατάζει να στρώσουν κρεβάτι για το φιλοξενούμενο στο υπόστεγο της
σκηνής και υπόσχεται ενδεκαήμερη ανακωχή για να ταφεί ο Έκτορας. |
ραψωδία Ω 468-677 Η συνάντηση Πρίαμου και Αχιλλέα |
|
|
Ο Πρίαμος στη σκηνή του Αχιλλέα | Είπεν ο Ερμής κι επέταξε στες κορυφές του Ολύμπου και ξεπεζεύει ο Πρίαμος και αφήνει στον Ιδαίον αυτού στον τόπον να φυλά τα δυο ζεμέν' αμάξια. Και ίσια επήγε στην σκηνήν που έμενε ο Πηλείδης· τον ήβρε αυτού και ανάμερα οι σύντροφοι εκαθίζαν· μόνοι να τον υπηρετούν στεκόνταν ο Αυτομέδων με τον γενναίον Άλκιμον, ότ' είχε αποδειπνήσει κι ήταν ακόμη ασήκωτον εμπρός του το τραπεζι. Εμπήκε ο μέγας Πρίαμος χωρίς να τον νοήσει αυτού κανείς, και άμ' έφθασε σιμά στον Αχιλλέα, τα γόνατά του αγκάλιασε και τ' ανδροφόνα χέρια εφίλησε, που του 'σφαξαν τόσα λαμπρά παιδιά του. Και ως όταν ένας πάνερμος, που φόνον έχει κάμει εις ξένον τόπον έρχεται, στο σπίτι ανδρός πλουσίου θαυμάζουν όσοι τον ιδούν, ομοίως όταν είδε εκείνον τον θείον Πρίαμον εθαύμαζε ο Πηλείδης, θαύμαζαν και εκοιτάζονταν κι οι άλλοι ολόγυρά του. |
470 475 480 |
Εικόνα 42. Ετοιμασία του άρματος του Πρίαμου. Μελανόμορφη υδρία, 520-510 π.Χ. Μαδρίτη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (αντίγραφο). |
|
(Ω 477-479) |
Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα | Άρχισε τότε ο Πρίαμος να τον παρακαλέσει: «Θυμήσου τον πατέρα σου, ισόθεε Πηλείδη, οπού και αυτόν, ωσάν εμέ το έρμο γήρας ήβρε. Ίσως και τον στεναχωρούν οι γείτονες τριγύρω και από τον όλεθρον κανείς δεν είναι να τον σώσει. Αλλά εκείνος χαίρεται και από μακριά ν' ακούει οπού του ζεις και ολοκαιρίς ελπίζει να 'λθ' η μέρα να ιδεί τον ποθητόν του υιόν να φθάσει από τα ξένα· αλλ' ο βαριόμοιρος εγώ, δεν μόμεινε κανένα απ' όσα τέκνα εγέννησα κι εδόξασαν την Τροίαν. Είχα πενήντα ότ' έφθασαν των Αχαιών τα πλήθη. Τα δεκαννιά γεννήθηκαν όλ' από μια γαστέρα τα επίλοιπ' από σπιτικές γυναίκες, και από τόσα μόσφαξ' ο Άρης πάμπολλα και αυτόν που ακόμα μόνος την πόλιν φύλαγε κι εμάς, τον φόνευσες προτώρα, τον Έκτορα, μαχόμενον να σώσει την πατρίδα. Γι' αυτόν τώρα κατέβηκα στων Αχαιών τα πλοία με πλήθια λύτρα πόφερα, για να τον αποδώσεις. Σέβου, ω γενναίε, τους θεούς, λυπήσου με, θυμήσου τον γέροντά σου· κι είμ' εγώ ελεεινότερός του, πόπαθ' αυτό που άλλος θνητός δεν έχει πάθει ακόμη, του ανδρός οπού μ' ορφάνεψε το χέρι να φιλήσω». |
485 490 495 500 505 |
Ο Αχιλλέας αποδέχεται την ικεσία και παρηγορεί τον Πρίαμο | Τα λόγια τούτα ως άκουσε, λαχτάρισε ο Αχιλλέας να κλάψει τον πατέρα του και πιάνοντας το χέρι του γέροντος, τον άμπωσεν αγάλι από σιμά του. Κι οι δύο, με τον πόνον του καθένας τους, εκλαίαν. Εκείνος για τον Έκτορα στα πόδια του Αχιλλέως, τούτος για τον πατέρα του και ακόμη για τον φίλον Πάτροκλον, και απ' τα κλάυματα τα δώματ' αντηχούσαν. Και αφού στο κλάμα ευφράνθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης, ορθώθη απ' όπου εκάθονταν και σήκωσε απ' το χέρι τον γέροντα λυπούμενος την άσπρην κεφαλήν του, και προς αυτόν ομίλησε: «Ω δύστυχε, τωόντι πίκρες πολλές και βάσανα υπέφερε η καρδιά σου. Πώς μπόρεσες στων Αχαιών τες πρύμνες να 'λθεις μόνος τον άνδρα οπού σου εφόνευσε τόσα παιδιά γενναία να ιδείς στα μάτια; Σίδερον έχ' η καρδιά σου, ω γέρε. Αλλ' έλα τώρα κάθισε, και, αν και λυπημένοι, τους πόνους τώρ' ας κλείσομεν στα βάθη της ψυχής μας· και τίποτε δεν ωφελούν τα μαύρα κλάυματά μας· ότι στους άμοιρους θνητούς οι αθάνατοι δωρήσαν να ζουν στον πόνον και άλυποι μόνον εκείνοι μένουν. Ότι απ' όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο. Και σ' όποιον δώσει ανάμικτα ο βροντητής Κρονίδης, εκείνος πότ’ έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες, και σ' όποιον τα πικρά, τον κάμνει μαύρον κι έρμον και στ' άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει. Και του Πηλέως οι θεοί λαμπρά χαρίσαν δώρα, πανευτυχής και υπέρπλουτος να γίνει στους ανθρώπους, των Μυρμιδόνων βασιλιάς και τον καταξιώσαν θεάν να λάβει ομόκλινην, αν και θνητός εκείνος. Αλλά του εδώσαν και κακόν στο σπίτι του δεν έχει παιδιά να γίνουν βασιλείς, παρ' εν' αγόρι μόνον ολιγοήμερον, κι εγώ να τον γηροκομήσω δεν δύναμ' επειδή μακράν απ' την γλυκιάν πατρίδα μένω στην Τροίαν, συμφορά σ' εσέ και στα παιδιά σου. Και συ, ω γέρε, ακούομεν πανευτυχής πως ήσουν· λέγουν που απ' όσους κατοικούν στου Μάκαρος την χώραν στην Λέσβον, στον Ελλήσποντον κι επάνω στην Φρυγίαν για πλούτη και λαμπρά παιδιά συ είχες τα πρωτεία. Αλλ' αφού τούτο το κακόν οι αθάνατοι σου εφέραν, ολόγυρα στην πόλιν σου μάχες και φόνους έχεις. Υπόφερε, ας μην τήκεται στην λύπην η καρδιά σου· το πεθαμένο σου παιδί με δάκρυα ν' αναστήσεις δεν ημπορείς, και απ' τον καημόν και άλλο κακό μην πάθεις». |
510 515 520 525 530 535 540 545 550 |
Η λύτρωση του Έκτορα | Και τότε ο θείος Πρίαμος απάντησε του κι είπε: «Πώς να καθίσω διόθρεπτε, ενόσω εις τες σκηνές σου ο Έκτωρ κείτεται άταφος· α! τώρα λύσε μου τον, να τον ιδούν τα μάτια μου, και συ τα λύτρα λάβε οπού σου εφέραμε πολλά· να τα χαρείς να φθάσεις εις την πατρίδα σου, ω καλέ, που τόσο μ' ελυπήθης και την ζωήν μου εχάρισες, του ηλιού το φως να βλέπω». Με άγριο βλέμμ' απάντησε σ' εκείνον ο Πηλείδης: «Μη μ' ερεθίζεις, γέροντα, και αφ' εαυτού μου θέλω να λύσω εγώ τον Έκτορα· μου εμήνυσε και ο Δίας με την θεάν μητέρα μου, την κόρην του Νηρέως. Και ακόμη σε, ω Πρίαμε, το εννόησα, το είδα, κάποιος θεός σε οδήγησε στων Αχαιών τα πλοία. Πώς θα ερχόνταν στον στρατόν θνητός, κι αν νέος ήταν, από τους φύλακες κρυφά, πώς θα ημπορούσε μόνος της θύρας μου το μάνταλο το μέγα να σηκώσει; Μη, ω γέρε, την κατάπικρην ψυχήν μου εξαγριώνεις μήπως και σένα, ικέτης μου, ως είσαι στην σκηνήν μου, δεν λυπηθώ και παραβώ την προσταγήν του Δία». Είπε, φοβήθη ο γέροντας και υπάκουσε τον λόγον και ωσάν λεοντάρι απ' την σκηνήν πετάχθηκε ο Πηλείδης, ο Άλκιμος κατόπιν του και ο ήρως Αυτομέδων ακολουθούσαν, σύντροφοι που επροτιμούσε απ' όλους ύστερ' από τον θάνατον του ποθητού Πατρόκλου. Και τα μουλάρια ξέζεψαν εκείνοι και τους ίππους κι έμπασαν μέσα στην σκηνήν τον κήρυκα του γέρου και τον εκάθισαν εκεί· και απ' το λαμπρόν αμάξι τ' άπειρα λύτρα εσήκωσαν του Έκτορος και δύο χλαμύδες άφησαν εκεί κι έναν κάλο χιτώνα να πάρει σπίτι τον νεκρόν μ' εκείνα σκεπασμένον. Κι είπε στες δούλες τον νεκρόν να λούσουν και να χρίσουν ανάμερα, μη ο Πρίαμος θωρώντας το παιδί του μες στην καρδιά του την οργήν του πόνου δεν κρατήσει και του Αχιλλέως η ψυχή ξαγριωθεί και αμέσως τον σφάξει παραβαίνοντας την προσταγήν του Δία. Και αφού τον λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με τα μύρα και τον ενεκροστόλισαν, τον σήκωσε ο Πηλείδης ο ίδιος και τον άπλωσε στο νεκρικό κρεβάτι και οι σύντροφοι τον έβαλαν εις το λαμπρόν αμάξι. Τότ' είπε αναστενάζοντας: «Άκου, γλυκέ μου φίλε, μην, Πάτροκλε, μου χολωθείς, αυτού στον Άδη αν μάθεις πως έλυσα τον Έκτορα του γέροντος πατρός του, επειδή λύτρα όχι κακά μου έδωσε και απ’ όλα ό,τι σου πρέπει, αγαπητέ, θα σου χαρίσω μέρος». |
555 560 565 570 575 580 585 590 595 |
Εικόνα 43. Η ικεσία του Πρίαμου. Ερυθρόμορφος σκύφος, γύρω στο 485-480 π.Χ. Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (αντίγραφο). |
Το μυθολογικό παράδειγμα της Νιόβης - Το κοινό δείπνο Αχιλλέα και Πρίαμου | Και στην σκηνήν εγύρισε ο ισόθεος Πηλείδης και στο θρονί του εκάθισε προς τον αντίκρυ τοίχον κι έλεγε προς τον Πρίαμον: «Ω γέρε, ως εποθούσες ο υιός σου τώρα ελύθηκε και κείτεται στην κλίνην· και το πρωί θα τον ιδείς, μαζί σου να τον πάρεις. Και τώρα να δειπνήσομεν, ω γέρε, ας στοχασθούμε· ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη τροφήν να πάρ' η δύστυχη σ' εκείνην την ημέραν που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα, έξι ανδρειωμέν' αγόρια της και έξι θυγατερες· τ' αγόρια ο Φοίβος εφόνευσε με τ' αργυρό του τόξο, τες κόρες πάλ' η Άρτεμις από χολήν που επήραν, ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη, πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δύο μόνον. Και όμως οι δύο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας. Κι οι επουράνιοι θεοί τους δέκα τους εθάψαν αλλά στο δάκρ' απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη τροφήν να πάρ' η δύστυχη· και τώρα στου Σιπύλου τα έρμα όρη τ' άγρια, κει που ησυχάζουν νύμφες από χορούς που έστησαν στες άκρες του Αχελώου, τον πόνον πόχει απ' τους θεούς και πετρά ως είναι τρέφει. Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε. Θα κλαίγεις εις την Ίλιον το αγαπητό παιδί σου κατόπιν· ότι δάκρυα πολλά θα σου γεννήσει». Είπε, σηκώθη κι έσφαξεν αρνί λευκό σαν χιόνι, το γδάραν το συγύρισαν οι σύντροφοί του ως πρέπει, με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες και όμορφα αφού το 'ψησαν απ' την φωτιάν το σύραν· και στο τραπέζι εμοίραζεν τον άρτον ο Αυτομέδων, μέσα στα ωραία κάνιστρα, τα κρέατα ο Πηλείδης· και άπλωσαν όλοι στα καλά φαγιά που εμπρός τους είχαν. Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους, ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα την πλάση και τ' ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν Και του Πριάμου την ειδή την αγαθήν κοιτώντας και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης. |
600 605 610 615 620 625 630 |
Ετοιμασίες για ύπνο - Ο Αχιλλέας υπόσχεται ανακωχή | Και αφού ν' αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο πρώτος ο θείος Πρίαμος προς τον Πηλείδην είπε: «Βάλε με, ω θρέμμα του Διός, αμέσως να πλαγιάσω και την γλυκιάν ανάπαυσιν είν' ώρα να χαρούμε· και μάτι εγώ δεν έκλεισα, Πηλείδη, από την ώρα που απέθανε απ' τα χέρια σου το αγαπητό παιδί μου, αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμένος· χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ' εις τούτο το στόμα, ώσπου μ' έκαμες μαζί σου να δειπνήσω». Και στους συντρόφους ο Αχιλλεύς τότ' είπε και στους δούλους κάτωθε από την αίθουσαν κρεβάτια να τους στρώσουν με πορφυρά παπλώματα και τάπητες επάνω, και με χλαμύδες χνουδωτές να σκεπασθούν μ' εκείνες. Και οι δούλες απ' το μέγαρον εβγήκαν με λαμπάδες και γρήγορα και όμορφα τους έστρωναν δυο κλίνες· και ακρογελώντας ο Αχιλλεύς τότ' είπε του Πριάμου: «Έξω θα πας να κοιμηθείς, αγαπητέ μου γέρε, των βουληφόρων Αχαιών μην κάποιος ξάφνου φθάσει, ως συνηθούν να έρχονται για να συμβουλευθούμε· και αν κάποιος απ' αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα μη δώσει ευθύς την είδησιν στον αρχηγόν Ατρείδην και του νεκρού την λύτρωσιν μην τύχει ν' αντισκόψει· ειπέ μου τώρα φανερά, πόσες ήμερες θέλεις να θάψεις τον λαμπρόν σου υιόν, και τόσες θα ησυχάζω από τον πόλεμον εγώ και θα κρατώ τα πλήθη». Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Πηλείδη, αφού το στέργεις να κάμ' ως πρέπει την ταφήν εις τον λαμπρόν υιόν μου, αυτήν την χάριν κάμε μου· γνωρίζεις οπού οι Τρώες κλειστοί 'ναι και περίφοβοι στην πόλιν, και θα φέρνουν πέρ' από δάσος μακρινό του ενταφιασμού τα ξύλα· εννέα ημέρες θέλομε στο σπίτι να τον κλαίμε, στες δέκα θα γινεί η ταφή και νεκρικό τραπέζι· στες ένδεκα θα υψώσομεν επάνω του τον τάφον, στες δώδεκα ο πόλεμος θ' αρχίσει αν είναι ανάγκη». Και προς αυτόν ο Αχιλλεύς αντείπε ο φτεροπόδης: «Θα γίνουν, γέρε Πρίαμε, και τούτα όπως τα λέγεις· τον πόλεμο, όσον καιρόν ηθέλησες θα παύσω». Αυτά 'πε και του έπιασε την δεξιάν παλάμην απ' τον αρμόν, ότ' ήθελε να μη φοβείται ο γέρος. Και έξω αυτού στον πρόδρομον επλάγιασαν εκείνοι ο κήρυξ και ο Πρίαμος, άνδρες κι οι δυο με γνώση. Και μες στα βάθη της σκηνής κοιμήθηκε ο Πηλείδης κι είχε καλήν του ομόκλινην την κόρη του Βρισέως. |
635 640 645 650 655 660 665 670 675 |
στ. 468 είπεν ο Ερμής: ο Ερμής συμβούλευσε τον Πρίαμο να προσπαθήσει να συγκινήσει τον Αχιλλέα θυμίζοντάς του τα αγαπημένα του πρόσωπα. στ. 474 είχε αποδειπνήσει: μόλις είχε τελειώσει το δείπνο του. Ο Αχιλλέας, έπειτα από προτροπή της μητέρας του (Ω 126-132), είχε αποφασίσει να διακόψει τη νηστεία που είχε επιβάλει στον εαυτό του όσο θρηνούσε τον Πάτροκλο. στ. 480 πάνερμος: χτυπημένος από βαριά συμφορά. στ. 483 τον θείον: το επίθετο υπογραμμίζει την εντυπωσιακή παρουσία του Πρίαμου και δικαιολογεί την έντονη έκπληξη (πρβ. θαυμάζω = εκπλήσσομαι, στ. 482, 483, 484) που προκάλεσε σε όλους η εμφάνισή του. στ. 486 ισόθεε Πηλείδη: ο τιμητικός χαρακτηρισμός πιέζει ψυχολογικά τον Αχιλλέα να αποδεχθεί την ικεσία. Εξάλλου, όπως έχετε μάθει από την Οδύσσεια (π.χ. ε 496-504, ν 236-241), οι θεοί ευσπλαχνίζονται τους ικέτες. στ. 498 ο Άρης: ίσως για να μην εξοργίσει τον Αχιλλέα, ο Πρίαμος αποδίδει την απώλεια των παιδιών του στον πόλεμο. Ο Αχιλλέας όμως παρακάτω (Ω 520) δεν αρνείται αυτή την ευθύνη. στ. 498-499 μόνος την πόλη φύλαγε: τονίζεται η μοναδικότητα και η γενναιότητα του Έκτορα. Επίσης, γίνεται υπαινιγμός στην πτώση της Τροίας μετά το δικό του θάνατο. στ. 509 τον άμπωσε αγάλι: τον έσπρωξε μαλακά. Η αντίδραση αυτή δηλώνει τη συναισθηματική ένταση και τη θλίψη που κατακλύζει τον Αχιλλέα. Κανονικά θα έπρεπε ο ήρωας να πιάσει το χέρι του γονατισμένου ικέτη, να τον σηκώσει αμέσως και να τον βάλει να καθίσει, όπως τελικά θα γίνει παρακάτω (στ. 515, 522). στ. 526 άλυποι: στον κόσμο των θεών οι λύπες δεν έχουν τις ίδιες σοβαρές συνέπειες που έχουν στον κόσμο των θνητών. στ. 544 στου Μάκαρος την χώραν: ο Μάκαρ ήταν ο μυθικός οικιστής της Λέσβου. στ. 545 στην Λέσβον... Φρυγίαν: το βασίλειο του Πρίαμου συνόρευε προς Νότο με τη Λέσβο, ανατολικά με τη Φρυγία και βορειοδυτικά με τον Ελλήσποντο. στ. 559 με άγριο βλέμμα: η έκφραση, όπως και οι στ. 568-572 και 585-586, αποκαλύπτει ότι το κλίμα είναι ακόμη επισφαλές για τον Πρίαμο, εξαιτίας της συναισθηματικής φόρτισης του Αχιλλέα και των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων του (εκδικητική μανία, αλλά και επιθυμία να σεβαστεί τον ικέτη). στ. 583-586 Οι στίχοι αυτοί δικαιολογούν την αιτία για την οποία ο Πρίαμος δεν πρέπει να δει τον Έκτορα (βλ. και το προηγούμενο σχόλιο). στ. 608 ισώνετο: προσπαθούσε να εξισωθεί, περηφανευόταν. Η Νιόβη, γυναίκα του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα, τιμωρήθηκε για την αλαζονεία της απέναντι στη Λητώ. στ. 615-617 στου Σίπυλου, του Αχελώου: Μετά το θάνατο των παιδιών της η Νιόβη επέστρεψε στην πατρίδα της, τη Λυδία. Ο Σίπυλος ήταν βουνό της Λυδίας, ΒΑ της Σμύρνης, ενώ ο Αχελώος ήταν ποτάμι της ίδιας περιοχής και στις όχθες του χόρευαν οι νύμφες που κατοικούσαν στο Σίπυλο. στ. 631 πλάση: σωματική διάπλαση. στ. 641 στης αυλής την λάσπην κυλισμένος: ενέργεια ένδειξης πένθους. Και ο Αχιλλέας είχε ορκιστεί να μη λουστεί πριν από την ταφή του Πάτροκλου (Ψ 40-45). στ. 647 χλαμύδες: (χλαίνας στο πρωτότυπο) μάλλινοι μανδύες που χρησίμευαν και ως σκεπάσματα ύπνου. στ. 672-673 του έπιασε την δεξιάν παλάμην απ’ τον αρμόν: από την κλείδωση. Με την ενέργεια αυτή του Αχιλλέα επισφραγίζεται η συμφιλίωση με τον Πρίαμο. |
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ |
|
||
|
|||
(Αλ. Παπαδιαμάντης, «Τ' αγνάντεμα», Άπαντα, τομ. 3ος, |