Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα (Β Γυμνασίου) - βιβλίο μαθητή (εμπλουτισμένο)

ραψωδία Α 54-306

Συνέλευση των Αχαιών
Η σύγκρουση του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα

Εικόνα 6. Ο Αχιλλεύς. Ερυθρόμορφος αμφορέας, 450 περίπου π.Χ. Ρώμη, Μουσείο Βατικανού (αντίγραφο).
  • Αποκάλυψη της αιτίας του κακού: ο ρόλος του Αχιλλέα
  • Φιλονικία Αχιλλέα και Αγαμέμνονα
  • Άχιλλέως μῆνις
Εικόνα 6. Ο Αχιλλεύς.
Ερυθρόμορφος αμφορέας,
450 περίπου π.Χ. Ρώμη,
Μουσείο Βατικανού (αντίγραφο).
Ο Αχιλλέας συγκαλεί
συνέλευση του στρατού.
Τα θεία βέλη στον στρατόν πετούσαν εννιά μέρες,
και την δεκάτην τον λαόν συγκάλεσε ο Πηλείδης,
ως η θεά τον διδάξεν η Ήρα η λευκοχέρα,
που εθλίβονταν τους Δαναούς να βλέπει πως πεθαίναν.
Και αφού συνάχθηκε ο λαός εις ένα μέρος όλος,
ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σηκώθη και τους είπε·
«Ατρείδη, να γυρίσουμε, θαρρώ, θ' αναγκασθούμε
στα γονικά μας άπρακτοι, αν δεν πεθάνουμ' όλοι,
αφού μας φθέρνει λοιμική και πόλεμος αντάμα.
Λοιπόν ας ερωτήσομεν ή μάντιν ή ιερέα
ή ονειροκρίτην
—έρχεται και τ' όνειρο απ' τον Δία —
να ειπεί γιατί εχόλωσε τόσο σ' εμάς ο Φοίβος·
μη κάποιο τάμα του έλειψε, μη του 'λειψ' εκατόμβη·
ίσως, αν του καούν αρνιά και ερίφια διαλεμένα,
θελήσει το θανατικό να διώξει από κοντά μας».
Αυτά είπε κι εκάθισε· και τότε ο Θεστορίδης
ο Κάλχας εσηκώθηκεν, ορνεοσκόπος πρώτος
που εγνώριζ' όλα μέλλοντα, παρόντα, περασμένα
και οδήγησε στην Ίλιον των Αχαιών τα πλοία

μ' αυτό το πνεύμα μαντικό που του 'χε δώσει ο Φοίβος.

55




60




65




70
Ο μάντης διστάζει Σ' αυτούς καλοπροαίρετα τότε ομιλούσ' εκείνος:
«Με προσκαλείς, διίφιλε Πηλείδη, να εξηγήσω,
πώς εγεννήθηκε ο θυμός του μακροβόλου Φοίβου·
θέλει το ειπώ· μόνον εσύ στοχάσου και όμοσέ μου
να με βοηθήσεις πρόθυμα με λόγον και με χέρι
,
ότι θ' ανάψω την χολήν ανδρός που των Αργειών
δεσπόζει και ολ' οι Αχαιοί του είναι υποταγμένοι·
όταν θυμώσει στον μικρόν, νικά ο βασιλέας·
ότι αν χωνεύσει την χολήν σ' εκείνην την ημέραν,
όμως το πάθος άσπονδο στα στήθη μέσα τρέφει
να ξεθυμάνει στο εξής· και σκέψου αν θα με σώσεις».

75




80
Οι διαβεβαιώσεις
του Αχιλλέα
Και ο γοργοπόδης προς αυτόν Πηλείδης αποκρίθη:
«Άφοβα λέγε τον χρησμόν όποιον ηξεύρει ο νους σου·
ότι, μα τον Απόλλωνα, που τες ευχές ακούει,
Κάλχα, και συ των Δαναών προσφέρεις τους χρησμούς του,
όσο εγώ ζω κι εδώ στην γην βλέπω το φως του ηλίου,
βαρύ κανείς επάνω σου το χέρι δεν θα βάλει
των Δαναών όλων κανείς, και μήτε ο Αγαμέμνων
που σήμερα των Αχαιών καυχάται ότ' είναι ο πρώτος».
85




90
Η αιτία του κακού Και ο μάντις ο ακατάκριτος επήρε θάρρος κι είπε:
«Τάμα ποσώς δεν του 'λειψε, μήτ' εκατόμβη, αλλ' είναι
ο ιερέας αφορμή, που αψήφησ' ο Ατρείδης·
την κόρη δεν απόλυσε, τα λύτρα δεν εδέχθη,
ιδού γιατί μας έθλιψε και θα μας θλίψει ο Φοίβος.
Ουδ' απ' τους Δαναούς ποτέ την λοιμική θα διώξει
πριν δοθεί οπίσω του πατρός η λαμπρομάτα κόρη
άλυτρη, ανεξαγόραστη και αγίαν εκατόμβην
στον Χρύσην αποστείλομεν· τότ' ίσως ίλεως γίνει».


95




100
Αντίδραση του Αγαμέμνονα





Αυτά είπε κι εκάθισε· σηκώθη ευθύς ο ήρως
πολλών κυρίαρχος λαών, ο Ατρείδης Αγαμέμνων
φαρμακωμένος· και η χολή τα μαύρα σωθικά του
πλημμύριζ' όλα, και άστραφταν τα μάτια του ωσάν φλόγες.
Με βλέμμα κακοσήμαντο στον Κάλχαντα είπε πρώτα:
«Μάντι κακών, όχι, ποτέ πρόσχαρό τι δεν μου 'πες,
και ο νους σου πάντοτε αγαπά κακά να προμαντεύει·
λόγον δεν είπες συ ποτέ καλόν ούτ' έχεις πράξει.
Και τώρα εδώ στους Δαναούς χρησμολογείς και λέγεις,
οπώς για τούτο συμφορές τους δίδει ο μακροβόλος,
ότι την πλούσια ξαγορά της θυγατρός του Χρύση
δεν δέχθηκα· ναι, θέλω εγώ καλύτερα την κόρη
σπίτι μου, αφού την προτιμώ της νυμφευτής μου ακόμα
της Κλυταιμνήστρας και ποσώς κατώτερη δεν είναι
στην κλάση, στο ανάστημα, στη γνώμη και στα έργα.
Και όμως αν συμφέρει αυτό, θε να την αποδώσω·
το καλό θέλω του λαού, ποτέ τον όλεθρό του·
αλλά δώρο ετοιμάσετε σ' εμένα ευθύς, τι μόνος
εγώ δεν πρέπει αδώρητος να μείνω των Αργείων
και όλοι το βλέπετε ότι αλλού το δώρο μου πηγαίνει».




105




110




115




120
Σύγκρουση Αχιλλέα
και Αγαμέμνονα
Του αντείπεν ο φτερόποδος ισόθεος Πηλείδης:
«Ένδοξε Ατρείδη, περισσά φιλόπλουτε, τι λέγεις;
Οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί πώς θα σου δώσουν δώρον;
Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα;
Ὀσ' απ' τες χώρες, πήραμε, εμοιρασθήκαν όλα
και να τα ξανακάμομε σωρό δεν είναι πρέπον·
αλλά συ τώρα στον θεόν απόλυσε την κόρη,
και τετραπλά θ' ανταμειφθείς, αν ποτέ δώσει ο Δίας
οι Αχαιοί να πάρομε την πυργωμένην Τροίαν».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Αν και γενναίος, μη ζητείς με απάτην να με πάρεις,
θείε Πηλείδη, κι εύκολα δεν θα με καταπείσεις,
να έχεις συ το δώρο σου και εγώ να το στερούμαι·
θέλεις και με παρακινείς την κόρη ν' αποδώσω·
αλλ' αν δώρον ισότιμο της αρεσιάς μου λάβω
απ' τους γενναίους Αχαιούς, αρκεί, και αν δεν μου δώσουν,
θα έλθω με το χέρι μου να πάρω ή το δικό σου
το δώρον ή του Αίαντος ή κείνο του Οδυσσέως·
κι εις όποιον έλθω, την χολήν, θαρρώ, θα του κινήσω·
αλλ' όλ' αυτά μετέπειτα μαζί θα τα σκεφθούμε.
Τώρα στην θείαν θάλασσαν μαύρο ας συρθεί καράβι
με κουπηλάτες διαλεκτούς, και ας θέσομ' εκατόμβην
μέσα και ας ανεβάσομε την κόρην Χρυσηίδα,
και αρχηγός του να είν' εκεί των βουληφόρων ένας,
ο Αίας, ο Ιδομενεύς ή ο θείος Οδυσσέας,
ή συ Πηλείδη, των ανδρών ω τρομερέ και μόνε,
με τες ευχές σου τον θεόν να μας εξιλεώσεις».
Άγρια τον εκοίταξε και απάντησε ο Πηλείδης:
«Ωιμένα πανουργότατε, μ' αναίδειαν ενδυμένε,
και ποιος από τους Αχαιούς θα δράμει, αν τον ζητήσεις,
είτε εις ταξίδι πρόθυμος, είτε εις πολέμου αγώνα;
Εγώ δεν ήλθα εξ αφορμής των λογχοφόρων Τρώων
να πολεμήσ', ότι ποσώς εκείνοι δεν μου πταίουν·
τα βόδια μήτε τ' άλογα δεν βγήκαν να μου πάρουν
μήτε στην μεγαλόσβολην, την ανδροθρέπτραν Φθίαν
ποτέ μου εβλάψαν τους καρπούς, ότ' είναι ανάμεσόν μας
όρη κατάσκια πολλά και πέλαγ' αγριωμένα·
αλλά για τον Μενέλαο και, αναίσχυντε, για σένα
ήλθομεν όλοι εκδίκησιν να πάρομε των Τρώων,

και συ, ω σκυλοπρόσωπε, λησμονημένα τα 'χεις.
Και τώρ' αυτό το δώρο μου να πάρεις φοβερίζεις
που 'ναι αμοιβή των κόπων μου κι οι Αχαιοί μου εδώσαν·
κι ίσια με σε δεν έχω εγώ δώρο καλό ποτέ μου,
όταν καλά τειχόκαστρα πατούμε της Τρωάδος·
αλλά το βάρος του σφοδρού πολέμου πρώτος έχω
εγώ και αν τύχει μοιρασμός, τρανό συ παίρνεις δώρο,
κι εγώ με δώρο μικροστό και αγαπητό γυρίζω
στες πρύμνες από τον σκληρόν αγώνα του πολέμου·
στην Φθίαν τώρ' αναχωρώ· καλύτερα να γύρω
στον τόπον μου με τα κυρτά καράβια, και δεν θέλω
εδώ να μείνω ατίμητος τα πλούτη να σου αυξήσω».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Φύγε, αν το θέλεις, φύγ' ευθύς· και χάριν μου να μένεις,
εγώ δεν σε παρακαλώ· κοντά μου υπάρχουν και άλλοι
να με δοξάσουν, κι έξοχα ο πάνσοφος Κρονίδης·
και απ' τους διοθρέπτους βασιλείς συ είσαι ο μισητός μου·
ότι την έριδα διψάς, τες μάχες, τους πολέμους·
και αν είσαι τόσο δυνατός, είναι θεού το δώρον·
σπίτι σου με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου άμε,
των Μυρμιδόνων δέσποζε· κι εγώ δε σε λογιάζω
και στην χολήν σου αδιαφορώ· κι ιδού τι σου κηρύττω:
Καθώς εμένα μου αφαιρεί την Χρυσηίδα ο Φοίβος
—κι εκείνην με συντρόφους μου και με δικά μου πλοία
θα στείλω — και το δώρον σου την κόρην του Βρισέως,
εις την σκηνήν σου θα 'λθω, εγώ να πάρω, για να μάθεις,
πόσο σου είμαι ανώτερος εγώ και να τρομάζει
και άλλος μ' εμέ να συγκριθεί και όμοιος να γίνει εμπρός μου».



125




130




135




140




145




150




155




160




165




170




175




180




185
Επέμβαση της Αθηνάς
την κρίσιμη στιγμή
 
Τα λόγια τούτα επλήγωσαν τα σπλάχνα του Αχιλλέως
κι έστρεψε δύο στοχασμούς μες στα δασιά του στήθη·
ή θε να σύρει απ' το πλευρό το ακονισμένο ξίφος
και αφού σκορπίσει όλους εκεί, να σφάξει τον Ατρείδην,
ή να σιγάσει την οργήν κρατώντας την ψυχήν του·
κι αυτά ως διαλογίζονταν στον νουν και από την θήκην
το μέγα ξίφος έσερνε, κατέβηκε ουρανόθεν
η Αθηνά, την έστελνεν η Ήρα η λευκοχέρα,
οπού αγαπούσε ολόψυχα παρόμοια και τους δύο·
του εστήθη οπίσω κι έπιασε τα ολόξανθα μαλλιά του,
σ' εκείνον μόνον φανερή και αθώρητη στους άλλους.
Ξιπάσθη αυτός, εστράφηκε κι εγνώρισεν αμέσως
την Αθηνά που φοβερήν στα μάτια λάμψιν είχε·
και ομίλησε προς την θεάν με λόγια φτερωμένα:
«Τ' ήλθες και συ, ω του Διός του αιγιδοφόρου κόρη;
Του Ατρείδη Αγαμέμνονος να ιδείς την αδικίαν;
Αλλά σου λέγω καθαρά και πίστευσε· με τούτες
τες έπαρσές του γρήγορα θα χάσει την ζωήν του».
Και η γλαυκόφθαλμη θεά σ' εκείνον απεκρίθη:
«Κατέβηκ' απ' τον ουρανόν να παύσω την οργήν σου,
εάν μ' ακούσεις· μ' έστειλεν η Ήρα η λευκοχέρα,
που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο·
έλα, την μάχην άφησε, το ξίφος σου μη σύρεις,
μόνον με λόγια τ' όνειδος που αυτός θα πάθει ειπέ του.
Ότι να γίνει θέλ' ιδείς αυτό που σου προλέγω·
τρίδιπλα δώρ' ατίμητα θα λάβεις μιαν ημέρα
γι' αυτήν την ύβριν
·τώρα συ κρατήσου και άκουσέ μας».
Κι ο φτεροπόδης προς αυτήν Πηλείδης αποκρίθη:
«Πρέπει, ω θεά, των δύο σας να σεβασθώ τον λόγον,
αν κι είν' η οργή μου φοβερή· και όμως αυτό συμφέρει,
όπου υπακούει στους θεούς κι αυτοί τον εισακούουν».
Είπε και από την αργυρήν λαβήν με το βαρύ του
χέρι στην θήκην άμπωσε πάλι το μέγα ξίφος
πειθόμενος στην Αθηνά· κι εκείνη πάλι ανέβη
στον Όλυμπον μες στους θεούς, στα δώματα του Δία.
Με βαρείς λόγους έπειτα και πάλιν ο Πηλείδης
προς τον Ατρείδη εστράφηκεν, ουδ' έπαυε η χολή του:
«Ω μέθυσε, σκυλόματε, και με καρδιάν ελάφου!
μήτε ποτέ με τον λαόν ν' αρματωθείς για μάχην,
μήτε εις καρτέρι να οδηγείς τους πρώτους πολεμάρχους
ετόλμησες· σου φαίνονται τρόμος θανάτου εκείνα·
καλύτερα στο στράτευμα των Αχαιών σ' αρέσει
όποιος σ' εσένα αντιλογά, να του αφαιρείς τα δώρα·
τωόντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα!
αλλιώς αυτό το αδίκημα θα ήταν το ύστερό σου·
αλλ' έναν λόγον θα σου ειπώ, και ομόνω μέγαν όρκον·
ναι, μα το σκήπτρο τούτ' οπού κλαδί δεν βγάζ' ή φύλλα,
καθώς αφήκε τον κορμόν στα όρη εκεί που εκόπη,
και δεν θ' αναχλωράνει, αφού τα φύλλα και το φλούδι
γύρω του ελέπισε ο χαλκός, και το φορούν στο χέρι
οι δικαιοκρίτες
Αχαιοί τους νόμους να φυλάγουν,
όπως τους έδωκεν ο Ζευς, και θα 'ναι μέγας όρκος·
θ' αποζητήσουν οι Αχαιοί μια μέρα τον Πηλείδη
όλοι και συ περίλυπος την δύναμιν δεν θα 'χεις
να τους βοηθείς, όταν πολλούς θα στρώσει χάμω η λόγχη
του ανθρωποφόνου Έκτορος και σε θα τρώγει ο πόνος,
που αψήφησες των Αχαιών τον πρώτον πολεμάρχον».

190




195




200




205




210




215




220




225




230




235




240




245
Μεσολάβηση του Νέστορα Είπε και χάμω επέταξε το χρυσοκαρφωμένο
σκήπτρο και πάλι εκάθισε· και από το άλλο μέρος
του Ατρείδη έβραζε η χολή· τότ' εσηκώθη ο Νέστωρ,
ο γλυκολόγος, λιγυρός ομιλητής
της Πύλου
που ωσάν το μέλι η λαλιά του εκύλ' από τα χείλη·
δυο γενεές είχαν σβησθεί των πρόσκαιρων ανθρώπων,
στην Πύλον, συνομήλικοι και συνανάστροφοί του,
τώρα εις την τρίτην γενεάν βασίλευεν ο γέρος·
αυτός τότε καλόγνωμα σ' εκείνους ομιλούσε:
«Ωιμέ! στην γην των Αχαιών μεγάλη θλίψις ήλθε!
πόσην θα είχε ο Πρίαμος χαρά και τα παιδιά του
και πόσον όλος ο λαός θα ευφραίνονταν της Τροίας,
που μάχεσθε αν εμάθαιναν οι δύο σεις που είσθε
οι κορυφές των Δαναών στην γνώση και στα όπλα.
Και ακούσετέ με, ότ' είσθε σεις κι οι δύο νεώτεροί μου,
ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,
σ' άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ' εκαταφρονούσαν.




250




255




260
Εικόνα 7. Η Βρισηίδα, το γέρας του Αχιλλέα. Ερυθρόμορφος αμφορέας περίπου 510π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο (αντίγραφο)

Εικόνα 7. Η Βρισηίδα, το γέρας του Αχιλλέα. Ερυθρόμορφος αμφορέας, περίπου 510 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο (αντίγραφο).

Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,
Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,
Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον
και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,
ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,
σφόδρ' ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ' ανδρειωμένους,
μ' άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ' αφανίσαν·
και εγώ με κείνους έσμιγα φερμένος απ' την Πύλον
μέσ' από μέρη μακρινά, και αυτοί με προσκαλέσαν
κι έκαμνα εγώ το μέρος μου στες μάχες, πλην κανένας
απ' όσους τώρα τρέφ' η γη μ' αυτούς δεν θα μετριόνταν·
και όμως εκείνοι πρόθυμοι στες συμβουλές μου εκλίναν·
αλλά και σεις ακούτε με για το καλύτερό σας·
μήτε συ, μεγαλόψυχε, την κόρην του αφαιρέσεις
που του εδωρήσαν οι Αχαιοί, και μήτε συ, Πηλείδη,
θελήσεις ν' αντιμάχεσαι στον μέγαν βασιλέα,
διότι κάτι ανώτερα τιμάται ο σκηπτροφόρος
εκείνος οπού ευδόκησε να τον δοξάσει ο Δίας·
δυνατός είσαι και θεά σ' εγέννησε μητέρα,
αλλ' είναι αυτός ανώτερος για τους πολλούς που ορίζει·
και συ να σβήσεις τον θυμόν, Ατρείδη, σ' εξορκίζω·
μη του Πηλείδη οργίζεσαι, που ασάλευτ' είναι σ' όλους
τους Αχαιούς προφυλακή του φθαρτικού πολέμου»
.
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Όλα τα είπες, γέροντα, καλά και μετρημένα·
αλλ' αυτός θέλει ανώτερος να είναι και όλων πρώτος
να 'χει όλους αποκάτω του, να βασιλεύει σ' όλους,
όλους να ορίζει· αυτό κανείς δεν θα δεχθεί, πιστεύω·
κι εάν οι αθάνατοι θεοί πολεμιστήν τον κάμαν
με τούτο και τον έβαλαν ονειδισμούς να λέγει;»
Εκεί τον λόγον του 'κοψεν ο ισόθεος Πηλείδης:
«Αληθινά δειλόψυχον θα μ' έλεγαν και αχρείον,
αν σ' ό,τ' ειπείς θα έστεργα την κεφαλήν να κλίνω·
αυτά στους άλλους πρόσταζε, και διαταγές εμένα
μη δίδεις, ότι στο εξής ποτέ δεν θα σ' ακούσω·
κι έν' άλλο ακόμα θα σου ειπώ, και ας το φυλάξει ο νους σου·
με σε ή μ' άλλους πόλεμον να στήσω για την κόρην
δεν θέλω, σεις την δώσατε, σεις μου την αφαιρείτε·
αλλ' από τ' άλλα όσα 'χω εγώ σιμά στο μαύρο πλοίον
τίποτε δεν θα δυνηθείς να πάρεις άβουλά μου.
Και αν αγαπάς, δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι·
ευθύς το μαύρο αίμα σου στην λόγχην μου θα τρέξει».
Και αφού ελογομάχησαν, εκείνοι εσηκωθήκαν
και διάλυσαν την σύνοδον στων Αχαιών τα πλοία.



265




270




275




280




285




290




295




300




305

στ. 54 εννιά: τυπικός αριθμός που σημαίνει μεγάλη ποσότητα. Εδώ δηλώνει μεγάλη χρονική διάρκεια (= μέρες και μέρες). Οι τυπικοί ομηρικοί αριθμοί είναι συνήθως πολλαπλάσια του 3, π.χ. δώδεκα ημέρες διαρκεί το ταξίδι των θεών στη χώρα των Αιθιόπων, εννιά ημέρες κουβαλούν ξύλα για την πυρά του 'Εκτορα (Ω 785) κτλ.
στ. 56 η Ήρα η λευκοχέρα: η Ήρα και η Αθηνά, εξαιτίας της προσβολής που τους έκανε ο Πάρης με την κρίση του δίνοντας «το μήλον της έριδος» στην Αφροδίτη, θα βρίσκονται σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στο πλευρό των Ελλήνων. Το επίθετο λευκοχέρα χρησιμοποιείται για να τονίσει την ομορφιά μιας θεάς ή μιας θνητής.
Το μήλο της Έριδος και η κρίση του Πάρη  Κρίση του Πάρη (εικόνα) Κρίση του Πάρη (αγγειογραφία) [πηγή: Metropolitan Museum of Art]

στ. 59 γοργοπόδης: παραδοσιακό κοσμητικό επίθετο του Αχιλλέα (πρβ. στ. 122 φτερόποδος = πολύ γρήγορος στα πόδια, σαν να είχε φτερά και να πετούσε).
στ. 63-64 μάντης, ιερέας, ονειροκρίτης: οι μάντεις ερμήνευαν γενικά τα σημάδια των θεών· οι ιερείς ήταν υπεύθυνοι για τις τελετουργίες προς τους θεούς, αλλά και προφήτευαν μέσω των θυσιών, ενώ οι ονειροκρίτες προφήτευαν με βάση τα όνειρα, τα οποία επίσης έστελναν οι θεοί. Η αναφορά σε όλους αυτούς συγχρόνως δηλώνει με έμφαση την κρισιμότητα της κατάστασης, ώστε να απαιτείται με κάθε μέσο να αποκαλυφθεί η αιτία του κακού.
στ. 66 εκατόμβη: θυσία εκατό βοδιών, δηλαδή πλούσια θυσία, στην οποία τα ζώα που σφαγιάζονται μπορεί να μην είναι βόδια, αλλά αρνιά και γίδια, όπως εδώ, και ίσως λιγότερα από εκατό (π.χ. Ζ  93 και 115).
στ. 70-73 Ο Κάλχας ήταν οιωνοσκόπος (ή ορνεοσκόπος), εξηγούσε δηλαδή το πέταγμα των πουλιών, αλλά και μάντης με την ευρύτερη έννοια· τη μαντική του ικανότητα την όφειλε στον Απόλλωνα. Αυτός είχε προφητέψει στην Αυλίδα την ανάγκη θυσίας της Ιφιγένειας, γεγονός που υπαινίσσεται ο ποιητής στους στ. 72 και 107.
Κάλχας
στ. 75 διίφιλε: επίθετο ανάλογο με το θείος (στ. 7)· αποδίδεται σε πολλούς ήρωες και δηλώνει αυτόν που είναι αγαπητός στο Δία.
στ. 78-79 όμοσέ μου... με λόγον και με χέρι: ορκίσου ότι θα με υπερασπιστείς με κάθε μέσο. Ο Κάλχας αποσκοπεί να εξασφαλίσει την προστασία του Αχιλλέα με λόγια και πράξεις.
στ. 79 ανάβω την χολήν: εξοργίζω κάποιον, ενώ χωνεύω την χολήν (στ. 82): καταπίνω την οργή μου, συγκρατώ το θυμό μου (πρβ. στ. 381 με χολήν = με θυμό, θυμωμένος, χολωμένος).
στ. 93 ακατάκριτος: τέλειος, φημισμένος.
στ. 99 λαμπρομάτα: το επίθετο αποδίδει τη λάμψη των ματιών της όμορφης κόρης.
στ. 100 άλυτρη, ανεξαγόραστη: η Χρυσηίδα θα δοθεί στον πατέρα της χωρίς λύτρα. στ. 101 γίνομαι ίλεως: εξιλεώνομαι, εξευμενίζομαι.
στ. 107 ποτέ πρόσχαρο τι δεν μου 'πες: ο Αγαμέμνονας αποδέχεται απρόθυμα την εξήγηση του Κάλχαντα, γιατί και παλαιότερα οι προφητείες του μάντη ήταν δυσάρεστες γι' αυτόν (βλ. σχόλ. στ. 70-73).
στ. 122 ισόθεος: όμοιος με θεό. Το επίθετο προέρχεται από τη μυκηναϊκή ηρωολατρία· οι ήρωες θεωρούνταν όντα ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς.
στ. 126 Σ' ένα μακροχρόνιο πόλεμο, όπως ο Τρωικός, η εξασφάλιση των ειδών διατροφής γινόταν με ληστρικές εκστρατείες στις γύρω περιοχές. Από αυτές ο στρατός αποκόμιζε παντός είδους λάφυρα και αιχμαλώτους. Τις γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν ως δούλες, ενώ τους άντρες συνήθως τους σκότωναν, επειδή η πώλησή τους ήταν δύσκολη όσο δεσμεύονταν από την πολιορκία και δύσκολα μετακινούνταν.
Πόλεμοι και επιδρομές στη γεωμετρική εποχή (ΙΜΕ)

στ. 142 θεία θάλασσα: όλα τα στοιχεία της φύσης (ποτάμια, γη, αιθέρας) χαρακτηρίζονται από τον Όμηρο θεία, γιατί είναι ανώτερα απο τη φύση του ανθρώπου.
               μαύρο: παραδοσιακό, σταθερό επίθετο των πλοίων, που αποδίδει το χρώμα τους, επειδή τα έβαφαν πιθανόν με πίσσα (πρβ. επίσης σχόλ. στ.12).
στ. 145 οι βουληφόροι: αυτοί που έπαιρναν μέρος στη συνέλευση των αρίστων και εξέφραζαν την άποψή τους, δηλαδή οι αρχηγοί των αγημάτων.
στ. 146 Αίας: ο Τελαμώνιος, ο οποίος οδηγούσε δώδεκα πλοία απο τη Σαλαμία (Β 557). Ο Ιδομενέας ήταν αρχηγός των Κρητών και οδηγούσε μαζί με τον Μηριόνη ογδόντα πλοία (Β 645-652). Ο Οδυσσέας ήταν αρχηγός δώδεκα πλοίων με άντρες απο την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη, τη Ζάκυνθο και τα μέρη της απέναντι στεριάς (Β 631-635).
στ. 156 Φθία: μαζί με την Ελλάδα, που στο ιλιαδικό έπος είναι μια περιοχή στη Θεσσαλία, αποτελούν το βασικό τμήμα της επικράτειας του Πηλέα, του πατέρα του Αχιλλέα. Η περιοχή χαρακτηρίζεται μεγαλόσβολη (=με γόνομο έδαφος) και ανδροθρέπτρα (=που τρέφει τους άντρες), δηλαδή εύφορη.
στ. 159-160 Ο Αχιλλέας υποστηρίζει οτι δε συμμετέχει στην εκστρατεία για προσωπικούς λόγους. Όλοι εξάλλου, έχουν έρθει να βοηθήσουν τον Μενέλαο να εκδικηθεί τους Τρώες για την αρπαγή της Ελένης. Από άλλες πηγές (Ησίοδος, Κατάλογος, Ηοίαι) μαθαίνουμε ότι όλοι οι ήρωες, όταν ήταν μνηστήρες της Ελένης, πριν από το γάμο της με τον Μενέλαο, είχαν ορκιστεί να συμπαρασταθούν όλοι μαζί στο μέλλοντα γαμπρό αν κάποιος άρπαζε τη νύφη με βία. Ο Αχιλλέας όμως δεν ήταν δεμένος ούτε με αυτό τον όρκο, γιατί δεν υπήρξε μνηστήρας της Ελένης, αφού τότε ήταν πολύ μικρός και εκπαιδευόταν στο Πήλιο από τον Κένταυρο Χείρωνα.
στ. 161 σκυλοπρόσωπος: αναιδής, θρασύς. Συχνά στους ανατολικούς λαούς ο σκύλος συμβόλιζε την αναίδεια. Πρβ. στ.150 και 226.
στ. 165 καλά τειχόκαστρα: μικρές πόλεις στην περιοχή της Τρωάδας, που ήταν οχυρωμένες με τείχη. Βλ. σχολ. στ. 126.
στ. 169 στες πρύμνες: εκεί που είναι δεμένα τα πλοία, στον καταυλισμό των Μυρμιδόνων.
στ. 185 την κόρην του Βρισέως: τη Βρισηίδα, την οποία πήρε αιχμάλωτη ο Αχιλλέας, όταν κυρίευσε την πατρίδα της τη Λυρνησσό, μια μικρή πόλη της Τρωάδας. Την ιστορία της τη διηγείται η ίδια, όταν θρηνεί το νεκρό Πάτροκλο (Τ 286-299).
στ. 190 έστρεψε δύο στοχασμούς: ο Αχιλλέας είναι για μια στιγμή διχασμένος· ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο σκέψεις: να τραβήξει το ξίφος του ή όχι ;
στ. 195 ουρανόθεν: οι θεοί άλλοτε εμφανίζονται από τον Όλυμπο, όπου βρίσκεται και η κατοικία τους, και άλλοτε από τον ουρανό. Άλλωστε, οι πιο ψηλές κορφές του Ολύμπου χάνονται μέσα στα σύννεφα, σαν να αγγίζουν τον ουρανό.
στ. 200 ξιπάσθη αυτός: βρέθηκε σε αμηχανία, τα 'χασε, ξαφνιάστηκε.
στ. 202 φτερωμένα λόγια: τα λόγια χαρακτηρίζονται φτερωμένα (πρβ. ἔπεα πτερόεντα), επειδή διασχίζουν γρήγορα τον αέρα σαν πουλιά και κατευθύνονται από τον ομιλητή στον ακροατή.
στ. 203 αιγιδοφόρος: σταθερό επίθετο του Δία, επειδή κρατούσε («ἔφερε») την αιγίδα, δηλαδή την ασπίδα του, που ήταν φτιαγμένη από δέρμα αίγας (= γίδας, κατσίκας) και φιλοτεχνημένη από τον Ήφαιστο. Όταν ο Δίας την έσειε, προκαλούσε πανικό (αστραπές και βροντές: καταιγίδα).
στ. 207 γλαυκόφθαλμη (γλαυκῶπις στο πρωτότυπο): μια πρώτη ερμηνεία είναι «αυτή που έχει μάτια γλαύκας» ( = κουκουβάγιας), το πτηνό-σύμβολο της θεάς της σοφίας, κατάλοιπο ίσως ενός παλαιότερου ζωομορφισμού (πρβ. βοῶπις η Ήρα). Μια δεύτερη σημασία είναι «η θεά με τα γαλανά (γλαυκά) μάτια». Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, αυτό που θέλει να δηλώσει ο ποιητής είναι ότι τα φοβερά μάτια της θεάς άστραφταν, καθώς βρισκόταν σε υπερένταση.
στ. 214-215 δώρ’ ατίμητα… την ύβριν: συγκράτησε το θυμό σου σήμερα και δε θα αργήσει η μέρα που θα λάβεις ανεκτίμητα, πολύτιμα δώρα για την τωρινή προσβολή.
στ. 220-221 άμπωσε πάλι το μέγα ξίφος: έσπρωξε πάλι το ξίφος στη θήκη του.
στ. 226 σκυλόματε, και με καρδιάν ελάφου: αναιδή (βλ. σχόλ. στ. 161) και δειλέ.
στ. 232 αχρείους κυβερνάς: το νόημα της φράσης ολοκληρώνεται στον επόμενο στίχο: αν δεν ήταν αχρείοι αυτοί που κυβερνάς, θα ξεσηκώνονταν εναντίον σου, ώστε η τωρινή αδικία που διαπράττεις να ήταν η τελευταία πράξη σου.
                λαοφάγος (στο πρωτότυπο δημοβόρος): αυτός που ιδιοποιείται τα αγαθά που ανήκουν σε όλο το στράτευμα (λαός = στρατός).
στ. 234 ομόνω (< ὄμνυμι): ορκίζομαι (βλ. σχόλ.στ.78-79).
στ. 238 ελέπισε ο χαλκός: το χάλκινο μαχαίρι ή γενικά κάποιο κοπτικό εργαλείο τού αφαίρεσε το φλοιό. Τα έπη περιγράφουν την Εποχή του Χαλκού, δηλαδή την περίοδο πριν από την Εποχή του Σιδήρου (περίπου 1100 π.Χ.), όταν τα εργαλεία κατασκευάζονταν από ορείχαλκο.
στ. 238-239 το φορούν… οι δικαιοκρίτες: το κρατούν όσοι ασκούν δικαστική εξουσία, όπως οι βασιλιάδες (πρβ. σχόλ. στ. 14 και εικόνα 8).
στ. 244 του ανθρωποφόνου Έκτορος: ο Έκτορας, γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, είναι ο αρχηγός των Τρώων και ο πιο ισχυρός πολέμαρχός τους, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ανθρωποφόνος ή ανδροφόνος.
στ. 246 χρυσοκαρφωμένο: στολισμένο με χρυσά καρφιά.
στ. 248-249 ο Νέστωρ... λιγυρός ομιλητής: ο Νέστορας, βασιλιάς της Πύλου, ήταν ο γηραιότερος ήρωας της τρωικής εκστρατείας. Τώρα είναι η τρίτη γενιά στην οποία βασιλεύει (στ. 251-253), και αν υπολογίσουμε κάθε γενιά από 30 χρόνια, πρέπει να βρισκόταν ήδη στην ηλικία των 70-75 χρόνων. Επειδή οι λόγοι του ήταν πάντα συμβιβαστικοί και χαρακτηρίζονταν από σοφία, του αποδίδεται από τον ποιητή η ιδιότητα του γλυκολόγου και του λιγυρού, δηλαδή αυτού που είχε καθαρή και διαπεραστική φωνή, όπως κάθε ικανός ρήτορας.
στ. 259 Ο ιδανικός τύπος του ομηρικού ήρωα συνδύαζε ικανότητες στη γνώση και στη μάχη (πρβ. «ώστε να γίνεις έξοχος στον λόγον και στην πράξιν», Ι 443).
στ. 263 κ.εξ. Ο Νέστορας συνηθίζει να χρησιμοποιεί παραδείγματα ως μέσα πειθούς. Εδώ αναφέρεται στην Κενταυρομαχία, τη μυθική σύγκρουση μεταξύ των Κενταύρων (μυθικού ιππικού λαού του Πηλίου που τους φαντάζονταν από τη μέση και πάνω ανθρώπους και από τη μέση και κάτω άλογα) και Λαπιθών (ρωμαλέου λαού της Θεσσαλίας με βασιλιά τον Πειρίθοο). Όταν ο Πειρίθοος γιόρταζε τους γάμους του με την Ιπποδάμεια, κάλεσε στη γιορτή και τους Κενταύρους, οι οποίοι όμως μεθυσμένοι όρμησαν να ατιμάσουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Έτσι ξέσπασε η Κενταυρομαχία, στην οποία νίκησαν τελικά οι Λαπίθες (στ. 269).
Κενταυρομαχία
στ. 272 έκαμνα εγώ το μέρος μου στες μάχες: ο Νέστορας πολεμούσε μόνος του, ίσως χωρίς άρμα και ηνίοχο να τον βοηθήσει, όπως αναφέρει επίσης στο στ.Λ 720.
στ. 273 Συχνά στον Όμηρο οι άνθρωποι παλαιότερων εποχών εξιδανικεύονται και παρουσιάζονται ανώτεροι από τους συγχρόνους του ποιητή.
στ. 274 στες συμβουλές μου εκλίναν: η ουσία του μυθολογικού παραδείγματος του Νέστορα: ακόμα και οι πιο δυνατοί μαχητές άλλων εποχών υπάκουαν στις συμβουλές μου.
στ. 276 μεγαλόψυχε: δυνατέ. Το επίθετο μάλλον αναφέρεται στη δύναμη που έχει ο Αγαμέμνονας λόγω του αξιώματος του αρχιστράτηγου, σε αντιδιαστολή προς τη δύναμη της παλικαριάς που αντιπροσωπεύει ο Αχιλλέας.
στ. 284-285 Ο Αχιλλέας είναι το ακλόνητο προπύργιο των Αχαιών απέναντι στους Τρώες. Αυτό δεν θα αργήσει να φανεί: η αποχώρησή του από τη μάχη θα φέρει ήττες στους Αχαιούς, ενώ η επάνοδός του μετά το θάνατο του Πάτροκλου θα προκαλέσει το θάνατο του Έκτορα, γεγονός που θα σημάνει το τέλος της Τροίας.


Εικόνα 8. Ο Αχιλλέας παίρνει πρώτος το

«ναὶ μά τόδε σκῆπτρον, τὸ μέν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους
φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν,
οὐδ’ ἀναθηλήσει· περί γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε
φύλλα τε καί φλοιόν· νῦν αὖτέ μιν υἷες Ἀχαιῶν
ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας
πρὸς Διός εἰρύαται· ὁ δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος.»

(Α 233-239)

Εικόνα 8. Ο Αχιλλέας παίρνει πρώτος το λόγο στην αγορά των Αχαιών, στ. 59 κ.εξ. Ερυθρόμορφος αμφορέας, περίπου 510 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο (αντίγραφο).
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ


Στη δημοτική ποίηση συναντάμε μεγάλη ποικιλία «αδυνάτων»:

Α. Ο νεκρός είναι αδύνατο να επιστρέψει στη ζωή:
«Όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια κλωνάρια [...]
τότε κι εγώ, αδελφούλα μου, πάλι θα σ' ανταμώσω»
.

Β. Μια κόρη αρνείται την αγάπη ενός βοσκού:
«- Βλαχούλα μ', πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
- Από τα πρόβατα έρχομαι, στο σπίτι μου πηγαίνω.
- Βλαχούλα μ', δεν παντρεύεσαι, τσοπάνη άντρα να πάρεις;
- Δύνεσαι, άγουρε, δύνεσαι ό,τι σου πω να κάνεις;
Να φκιάσεις τ' αλωνάκι σου στη μέση του πελάγου
Κι ούδ' άχυρο να μη βραχεί, μηδέ σπυρί σιτάρι,
Να δεματιάσεις και τ' αυγά μ' ένα κλωνί μετάξι!»

(Βλ. Στάθης Ε. Αναστασιάδης, Η διδασκαλία των ομηρικών επών με τη βοήθεια των δημοτικών τραγουδιών και των νεοελληνικών παραδόσεων, Θεσσαλονίκη 21977, σελ. 85-87, 
και Ν.Γ. Πολίτης, Δημοτικά τραγούδια, εκδ. «γράμματα», Αθήνα 1991 [1η έκδοση 1866], αρ. 106

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ή ΕΡΓΑΣΙΑ

1. Κεντρικό θέμα της σκηνής των στ. 54-101 είναι η αποκάλυψη της αιτίας του λοιμού. Η αποκάλυψη, ωστόσο, καθυστερεί να γίνει με σαφήνεια. Ποια μέσα χρησιμοποιεί ο ποιητής για να πετύχει την καθυστέρηση και τι επιδιώκει με την τεχνική της επιβράδυνσης;
2. Ο Αγαμέμνονας, δικαιολογώντας την άρνησή του να ελευθερώσει τη Χρυσηίδα, διατυπώνει τα χαρακτηριστικά του ιδανικού τύπου γυναίκας στην ομηρική κοινωνία. Ποια ήταν αυτά; Να στηρίξετε την απάντησή σας με στοιχεία από το κείμενο.
3. Αφού δείξετε με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο ότι η έννοια της τιμής κυριαρχεί στη σκέψη τόσο του Αχιλλέα όσο και του Αγαμέμνονα, να συζητήσετε στην τάξη τι εννοούσε ο ομηρικός ήρωας στο άκουσμα της λέξης τιμή, τι σήμαινε στην Αθήνα του 5 αι. π.Χ. (άτιμος = κυρίως αυτός που έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα) και τι σημαίνει στην καταναλωτική κοινωνία της εποχής μας. Τι συμπεραίνετε σχετικά με την αλλαγή στο σημασιολογικό φορτίο των λέξεων; Πόσο αυτή η εξέλιξη εξαρτάται από τις μεταβολές που συμβαίνουν στον κώδικα αξιών κάθε κοινωνίας; [Ενδεικτικές Έννοιες Διαθεματικής προσέγγισης: Πολιτισμός, Κώδικας, Μεταβολή, Χώρος - Χρόνος]
Τιμή (ορισμός-σημασιολογίοα-οικογένειες λέξεων)
4. Οι αρχαίοι είχαν μια ανθρωπομορφική αντίληψη για τους θεούς τους: πίστευαν ότι μπορούσαν να εμφανιστούν σ' ένα θνητό, παίρνοντας τη μορφή ανθρώπου, κι ακόμη πως είχαν ανθρώπινη συμπεριφορά, συνήθειες ή ελαττώματα. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης ανήκουν και οι εμφανίσεις θεών στα ομηρικά έπη είτε με ενανθρώπιση είτε με επιφάνεια. Σε ποια από τις δυο περιπτώσεις ανήκει η εμφάνιση της Αθηνάς στον Αχιλλέα; Θυμηθείτε επίσης την εμφάνιση της ίδιας θεάς στον Τηλέμαχο (Οδύσσεια, α 188 κ.εξ.) και συζητήστε γιατί ο ποιητής επέλεξε σε κάθε σκηνή διαφορετικό τρόπο παρουσίασης της θεάς.
Η εμφάνιση της Αθηνάς στον Τηλέμαχο (εγχειρίδιο Α' Γυμνασίου)
5. Ένας χαρακτηριστικός τρόπος για να δείξουμε πως κάτι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί είναι να ισχυριστούμε ότι αυτό θα γίνει μόνον αν αλλάξει η φυσική τάξη του κόσμου. Αυτός ο τρόπος έκφρασης λέγεται «σχήμα του αδυνάτου» και τον συναντάμε στον όρκο του Αχιλλέα (στ. 234-245). Μπορείτε να πείτε με δικά σας λόγια το νόημα αυτού του όρκου;
6. Το «σχήμα του αδυνάτου» χρησιμοποιείται συχνά και στη νεοελληνική μας παράδοση. Αφού διαβάσετε τα Παράλληλα Κείμενα, να επισημάνετε αυτόν τον τρόπο έκφρασης, να συγκρίνετε τα συγκεκριμένα χωρία με τον όρκο του Αχιλλέα και να τα αναλύσετε με λίγα λόγια. [Ενδεικτικές Έννοιες Διαθεματικής προσέγγισης: Πολιτισμός, Παράδοση].
7. Προοικονομία είναι η αφηγηματική τεχνική με την οποία ο ποιητής προετοιμάζει συστηματικά τα επεισόδια που θα ακολουθήσουν στην εξέλιξη της πλοκής του έργου. Αφού θυμηθείτε παραδείγματα προοικονομίας από την Οδύσσεια και τα συζητήσετε στην τάξη, να επισημάνετε ανάλογα παραδείγματα στους στ. 213-242.
8. Να επισημάνετε στο λόγο του Νέστορα (στ. 255-285) με ποιους τρόπους ο σεβάσμιος γέροντας προσπαθεί να κατευνάσει τα οξυμμένα πνεύματα των δύο αντιπάλων.