Αρχαία Ελληνική Γλώσσα (Γ΄ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Όστρακα με τα ονόματα των τριών προσωπικοτήτων (Αριστείδης, Κίμων, Θεμιστοκλής) που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Αθήνας τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τα Μηδικά. Και οι τρεις αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της εξορίας (Αθήνα, Μουσείο Αγοράς).
O θεσμός του οστρακισμού

Μια τιμητική εξορία

Α. Κείμενο

Ο ρήτορας Αισχίνης (περ. 389-314 π.Χ.), πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, εναντιώθηκε με τον λόγο του Κατὰ Κτησιφῶντος στην πρόταση του Κτησιφώντα να τιμηθεί με χρυσό στεφάνι ο Δημοσθένης για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Ύστερα από την ήττα του στη σχετική δίκη και την αποτυχία της φιλομακεδονικής πολιτικής του αναγκάστηκε να εκπατριστεί στη Μικρά Ασία και στη Ρόδο. Στις επιστολές που σώθηκαν με το όνομά του, οι οποίες όμως δεν προέρχονται από αυτόν, παρουσιάζεται ως εξόριστος. Στο απόσπασμα που ακολουθεί γίνεται λόγος για το πώς αντιμετωπίζει ο συγγραφέας την εξορία του.

Οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ὅσοι φεύγουσιν ἀδίκως, ἢ δέονται τῶν πολιτῶν ὅπως ἐπανέλθωσιν, ἢ διαμαρτόντες τούτου λοιδοροῦσι τὰς ἑαυτῶν πατρίδας, ὡς φαύλως αὐτοῖς προσφερομένας· ἐγὼ δὲ ἐπείπερ ἅπαξ ἀναξίως ὧν ἐπολιτευσάμην ἠτύχησα, καὶ κατηγορῶν ἄλλων αὐτὸς ἑάλων, ἄχθομαι μέν, ὥσπερ εἰκός ἐστιν, ἀγανακτῶ δὲ οὐδέν. Οὐ γὰρ οὕτως ἔγωγε ἠλίθιός εἰμι ὥστε, ἐξ ἧς πόλεως Θεμιστοκλῆς ὁ τὴν Ἑλλάδα ἐλευθερώσας ἐξηλάθη, καὶ ὅπου Μιλτιάδης, ὅτι μικρὸν ὤφειλε τῷ δημοσίῳ, γέρων ὢν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἀπέθανε, ταύτῃ τῇ πόλει Αἰσχίνην τὸν Ἀτρομήτου φεύγοντα ἀγανακτεῖν οἴεσθαι δεῖν, εἴ τι τῶν εἰωθότων Ἀθήνησιν ἔπαθεν. Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ λαμπρὸν εἰκότως μοι νομίσαιμ’ ἂν αὐτὸ γενέσθαι, τὸ μετ’ ἐκείνων ἐν ἀδοξίᾳ παρὰ τοῖς ἔπειτα ἀνθρώποις καὶ ἄξιος τοῦ ὅμοια παθεῖν ἐκείνοις γεγονέναι.

[Αἰσχίνης], Ἐπιστολαί 3.1-3Αισχύνης

Γλωσσικά σχόλια

φεύγω   εξορίζομαι (πβ. ν.ε.: φυγή, φυγάς, φυγαδεύω)
δέομαι + γεν. ζητώ από κάποιον, παρακαλώ, εκλιπαρώ (πβ. ν.ε.: δέηση)
διαμαρτάνω + γεν. αποτυγχάνω
λοιδορέω, λοιδορῶ κακολογώ
ὡς φαύλως προσφερομένας επειδή κατά τη γνώμη τους συμπεριφέρθηκαν άσχημα
ἐπείπερ επειδή ακριβώς / βέβαια
ἅπαξ μία φορά
ἀναξίως ὧν ἐπολιτευσάμην κατά τρόπο ανάξιο προς όσα έκανα ως πολίτης
 ἀτυχέω, ἀτυχῶ αποτυγχάνω, ατυχώ
ἑάλων (οριστ. αορ. β΄ ρ. ἁλίσκομαι) καταδικάστηκα (πβ. ν.ε.: άλωση, ευάλωτος, αιχμάλωτος)
ἄχθομαι δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι
εἰκός ἐστιν (απρόσ. έκφραση) είναι φυσικό
οὕτως έτσι, τόσο
ἔγωγε εγώ βέβαια / τουλάχιστον
ὥστε... ταύτῃ τῇ πόλει Αἰσχίνην τὸν Ἀτρομήτου φεύγοντα ἀγανακτεῖν οἴεσθαι δεῖν ώστε... ο Αισχίνης, ο γιος του Ατρομήτου, να θεωρεί ότι πρέπει να αγανακτεί με αυτή την πόλη, επειδή είναι εξόριστος
ἐξηλάθη (ορ. παθ. αορ. α΄ρ. ἐξελαύνομαι) εξορίστηκε
τὸ δεσμωτήριον η φυλακή
εἴ τι ἔπαθεν επειδή έπαθε κάτι
τὸ εἰωθός (μτχ. ρ. εἴωθα) το συνηθισμένο
Ἀθήνησι στην Αθήνα
εἰκότως εύλογα
ἡ ἀδοξία η ασημότητα, η αφάνεια (εδώ ειρωνική η χρήση)
Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ λαμπρὸν εἰκότως μοι νομίσαιμ’ ἂν αὐτὸ γενέσθαι, τὸ μετ’ ἐκείνων ἐν ἀδοξίᾳ παρὰ τοῖς ἔπειτα ἀνθρώποις καὶ ἄξιος τοῦ ὅμοια παθεῖν ἐκείνοις γεγονέναι Αλλά εγώ τουλάχιστον θα μπορούσα να θεωρήσω ακόμα και λαμπρό αυτό που μου συνέβη, δηλαδή το ότι έχω πέσει στην αφάνεια για τις μελλοντικές γενιές μαζί με εκείνους και έχω αξιωθεί να πάθω τα ίδια με εκείνους

Ερμηνευτικά σχόλια

λαμπρὸν εἰκότως μοι νομίσαιμ’ ἂν αὐτὸ γενέσθαι: Ο συντάκτης της επιστολής δηλώνει πως η απόφαση της πόλης του να τον εξορίσει όχι μόνο δεν τον εκπλήσσει, αλλά αντίθετα αποτελεί επιβεβαίωση της αξίας του ως πολιτικού. Στο σημείο αυτό έχουμε να κάνουμε με έναν εκ πρώτης όψεως παράδοξο, από ρητορική άποψη όμως επιδέξιο συλλογισμό.

Ερωτήσεις


  1. Πώς παρουσιάζει την εξορία του ο συγγραφέας της επιστολής; Γιατί επικαλείται τις περιπτώσεις του Θεμιστοκλή και του Μιλτιάδη;
  2. Πώς αξιολογείτε την πειστικότητα του επιχειρήματος που χρησιμοποιείται στο κείμενο;
    αξιολόγηση και διατύπωση επιχειρημάτων
  3. Σε ποια σημεία του κειμένου διακρίνετε διάθεση πικρής ειρωνείας για τη στάση των Αθηναίων προς τον συντάκτη της επιστολής;
  4. Γνωρίζετε από την περίοδο της Επανάστασης του 1821 και τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες περιπτώσεις επώνυμων αγωνιστών προς τους οποίους το ελληνικό κράτος επέδειξε αγνωμοσύνη;

Β. Λεξιλογικά – Ετυμολογικά


Ψηφιακό λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (των H.G. Liddell & R. Scott, ελληνική μετάφραση) Ηλεκτρονικά λεξικά της μεσαιωνικής και νέας ελληνικής γλώσσας Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας [σχολικό εγχειρίδιο Γυμνασίου]
  1. Να σχηματίσετε ρηματικά επίθετα σε -τέος και, όπου είναι δυνατόν, σε -τος από τα σύνθετα ρ. ἐπιχειρέω-ἐπιχειρῶ, ἀναγράφω και παραδίδωμι.
  2. Από το ρ. πάσχω του κειμένου της Ενότητας:
    1. α) να γράψετε όσο περισσότερες παράγωγες λέξεις της α.ε. μπορείτε (θέματα του ρήματος: παθ-, πενθ-).
    2. β) να σχηματίσετε τις σύνθετες λέξεις της α.ε. που ζητούνται στον ακόλουθο πίνακα και να βρείτε τις παράγωγές τους.

      συνθετικά σύνθετη λέξη παράγωγη λέξη

      εὖ + πάσχω (θ. παθ-)

      (επίθ.)

      (ουσ.)

      σύν + πάσχω (θ. παθ-)

      (επίθ.)

      (ουσ.)

      (ρήμα)

      πολύ + πάσχω (θ. παθ-)

      (επίθ.)

       

      κακός + πάσχω (θ. παθ-)

      (επίθ.)

      (ουσ.)

      (ρήμα)


  3. Να αντιστοιχίσετε τα ρήματα της στήλης Α΄ με τις ομόρριζες λέξεις τους στη στήλη Β΄ (ένα στοιχείο της στήλης Α΄ περισσεύει):
    Α' Β΄
    λοιδορέω, λοιδορῶ πολίτευμα
    δέδοικα, δέδια ἀληθής
    τυγχάνω νόμισμα
    ἐκλανθάνω λοιδορία
    διαμαρτάνω δέος
    πολιτεύω εὐτυχία
    νομίζω λάθος
    δέομαι ἁμαρτία
      πολιτικός
  4. Να κατατάξετε τα ουσιαστικά της άσκησης 3 (στήλη Β΄) στην κατηγορία που ανήκουν ως προς τη σημασία τους:
    ενέργεια, κατάσταση   αποτέλεσμα ενέργειας

Γ. Σύνταξη


Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί (δηλαδή, δηλώνουν αιτία, χρόνο, σκοπό κ.ά.) της εξάρτησής τους.

1. Αιτιολογικές

Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους (δηλαδή, ρήματα που δηλώνουν χαρά, λύπη, έκπληξη, θυμό κ.ά.), αλλά και από κάθε άλλο ρήμα που χρειάζεται αιτιολόγηση.

Εισάγονται κυρίως με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι (αντικειμενική αιτιολογία), ὡς (υποκειμενική αιτιολογία), ἐπεί, ἐπειδή, διότι και εἰ (υποθετική αιτιολογία).

π.χ. Ἀθηναῖοι ἐνόμιζον ἡττᾶσθαι, ὅτι (= επειδή πράγματι) οὐ πολὺ ἐνίκων.

Θαυμάζω σε ἐν ταῖς συμφοραῖς, ὡς (= επειδή κατά τη γνώμη μου) ῥᾳδίως αὐτὰς καὶ πρᾴως φέρεις.

Ὦ Κῦρε, μὴ θαύμαζε εἴ (= στην περίπτωση που) τινες ἐσκυθρώπασαν (= κατσούφιασαν) ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων.

Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου).

π.χ. Ἄξιον Ἡρακλέους μεμνῆσθαι καὶ ὅτι τόνδε τὸν ἀγῶνα πρῶτος συνήγειρε (= διοργάνωσε) δι’ εὔνοιαν τῆς Ἑλλάδος (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).

Λακεδαιμόνιοι ἄκοντας (= παρά τη θέλησή τους) προσάγουσι τοὺς πολλοὺς ἐς τὸν κίνδυνον, ἐπεὶ οὐκ ἄν ποτε ἐπεχείρησαν (= ποτέ δε θα επιχειρούσαν) ναυμαχεῖν ἑκόντες (δυν. οριστική, αντίθετο του πραγματικού).

Δέομαί σου παραμεῖναι, ὡς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἑνὸς ἥδιον (= με μεγαλύτερη ευχαρίστηση) ἀκούσαιμι ἢ σοῦ (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).

Οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Περικλέα ἐκάκιζον, ὅτι οὐκ ἐπεξάγοι (= δεν εκστράτευε) ἐπὶ τοὺς πολεμίους (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).

Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας στην πρόταση εξάρτησής τους.

2. Τελικές

Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα κίνησης (π.χ. ἔρχομαι, φεύγω, πορεύομαι) ή σκόπιμης ενέργειας (π.χ. πράττω).

Εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα, ὅπως, ὡς.

Εκφέρονται με υποτακτική (κυρίως), οριστική ιστορικού χρόνου και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου).

π.χ. Βασιλεὺς αἱρεῖται, οὐχ ἵνα ἑαυτοῦ καλῶς ἐπιμελῆται, ἀλλ’ ἵνα καὶ οἱ ἑλόμενοι δι’ αὐτὸν εὖ πράττωσιν (υποτακτική, προσδοκώμενο περιεχόμενο).

Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν, ὡς, μηδ’ εἰ ἐβούλετο (= ακόμα και αν ήθελε), ἐδύνατο ἐξαπατᾶν (οριστική ιστορικού χρόνου, σκοπός που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε).   

Καμβύσης τὸν Κῦρον ἐπεκάλει (= ανακάλεσε), ὅπως τὰ ἐν Πέρσαις ἐπιχώρια ἐπιτελοίη (= για να αναλάβει τις τοπικές υποθέσεις των Περσών), (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).

Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού στην πρόταση εξάρτησής τους.

3. Συμπερασματικές

Δεν εξαρτώνται από συγκεκριμένα ρήματα· συνήθως προηγείται στην εξάρτηση δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό επίρρημα (τοιοῦτος, τοσοῦτος, οὕτως κ.ά.).

Εισάγονται με τους συμπερασματικούς συνδέσμους ὥστε και ὡς.

Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και απαρέμφατο.

π.χ. Τὴν αὑτῶν δύναμιν τοσαύτην ἐπέδειξαν, ὥσθ’ ὁ μέγας βασιλεὺς οὐκέτι τῶν ἀλλοτρίων ἐπεθύμει, ἀλλ’ ἐδίδου τῶν ἑαυτοῦ καὶ περὶ τῶν λοιπῶν ἐφοβεῖτο (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).

Εὐθὺς ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω (= θα μπορούσε να καταλάβει) ὅτι ἀσμένη (= με ευχαρίστηση) ἤκουσε (δυν. οριστική, περιεχόμενο δυνατό στο παρελθόν).    

Τῆς δὲ πεζῆς στρατιᾶς οὕτως ἄπειρον τὸ πλῆθος ἦγεν, ὥστε καὶ τὰ ἔθνη τὰ μετ’ αὐτοῦ ἀκολουθήσαντα πολὺ ἂν ἔργον καταλέξαι (= θα ήταν πολύ δύσκολο να τα αναφέρω αναλυτικά), (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).

Ἔχω τριήρεις, ὥστε ἑλεῖν τὸ ἐκείνων πλοῖον (απαρέμφατο, περιεχόμενο δυνατό ή ενδεχόμενο· με απαρέμφατο εκφέρονται επίσης οι συμπερασματικές προτάσεις που δηλώνουν επιδιωκόμενο σκοπό και όρο ή συμφωνία).

Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος στην πρόταση εξάρτησής τους.

4. Εναντιωματικές-παραχωρητικές

Εκφράζουν εναντίωση προς το περιεχόμενο της πρότασης που προσδιορίζουν (συχνά προηγούνται στην εξάρτηση οι αντιθετικοί σύνδεσμοι ἀλλά, ἀλλ’ οὖν, ὅμως). Οι εναντιωματικές προτάσεις δηλώνουν αντίθεση προς κατάσταση πραγματική (που όντως ισχύει), ενώ οι παραχωρητικές προς κατάσταση που κάνουμε την παραχώρηση να δεχθούμε ότι ισχύει.

Εισάγονται με τους εναντιωματικούς συνδέσμους εἰ καί, ἂν καί (= αν και, εναντιωματικές), καὶ εἰ, καὶ ἄν (ἤν, ἐάν), οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν (ἄν ), μηδ’ εἰ, μηδ’ ἐάν (= και αν ακόμη, παραχωρητικές).

Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική και ευκτική κατά τα πρότυπα των υποθετικών προτάσεων που θα εξετάσουμε στην επόμενη Ενότητα.

π.χ. Φήσουσι γὰρ δή με σοφὸν εἶναι, εἰ καὶ μή εἰμι (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο). 

Καί μοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ θορυβήσητε, μηδ’ ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν (υποτακτική, περιεχόμενο προσδοκώμενο).

Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της εναντίωσης στην πρόταση εξάρτησής τους.

Δευτερέυουσες επιρρηματικές προτάσεις

Ασκήσεις

  1. Στο κείμενο της Ενότητας να εντοπίσετε τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις των ειδών που διδαχθήκατε, να χαρακτηρίσετε το είδος τους και να βρείτε τη συντακτική θέση τους.
  2. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε το είδος των επιρρηματικών δευτερευουσών προτάσεων:
    1. Κἂν σὺ μὴ θέλῃς, οἱ θεοὶ οὕτω βουλήσονται.
    2. Ἐνταῦθα ἐπιπίπτει χιὼν ἄπλετος, ὥστε ἀπέκρυψε καὶ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
    3. Κῦρος ἐνόμιζε φίλων δεῖσθαι, ὡς συνεργοὺς ἔχοι.
    4. Χαίρω ὅτι εὐδοκιμεῖς.
  3. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές αιτιολογικές προτάσεις:
    1. Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο.
    2. Μὴ θαυμάζετέ μου, ὅτι χαλεπῶς φέρω (= στενοχωριέμαι) τοῖς παροῦσι πράγμασιν.
    3. Ἴσως οὖν τις ἂν ἐπιτιμήσειέ μοι (= θα με κατηγορούσε), ὡς οὐκ ἐπαινῶ τούσδε τοὺς ἄνδρας.
    4. Ἐγὼ συμβουλεύσαιμι ἂν πρὸς Κλέαρχον ἀπελθεῖν, ἐπεὶ οὐδένα ἂν εὕροιμεν στρατηγὸν βελτίω.
  4. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές τελικές προτάσεις:
    1. Μὴ μέλλωμεν (= ας μη χρονοτριβούμε), ἵνα μὴ ὁ καιρὸς παρέλθῃ.
    2. Θράσυλλος Ἀθήνας ἔπλευσεν, ἵνα αἰτήσειε (= για να ζητήσει) ναῦς.
    3. Περὶ πολλοῦ ἂν ἐποιησάμην (= θα θεωρούσα πολύ σημαντικό) ἐπιστεῖλαί σοι ταῦτα (= να σου είχα δώσει αυτές τις οδηγίες) πρὸ τῆς στρατείας, ἵνα μὴ τοιούτῳ κινδύνῳ περιέπεσες.
    4. Σόλων ἀπεδήμησεν, ἵνα μή τινα τῶν νόμων οἱ Ἀθηναῖοι λύσαιεν.
  5. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές συμπερασματικές προτάσεις:
    1. Τὴν ἀλήθειαν οὕτω φαίνου προτιμῶν, ὥστε πιστοτέρους εἶναι τοὺς σοὺς λόγους μᾶλλον ἢ τοὺς σοὺς ὅρκους.
    2. Οἱ τριάκοντα πᾶν ἐποίησαν, ὥστε μὴ δοῦναι δίκην (= να μην τιμωρηθούν).
    3. Ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥστε τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω (= θα μπορούσες να θεωρήσεις) πολέμου ἐργαστήριον εἶναι.
    4. Τοιαῦτα πεποίηκεν, ὥστε πολὺ ἂν δικαιότερον διὰ ταῦτα τὰ ἔργα τοῦτον μισήσαιτε.
  6. Στις παρακάτω περιόδους να χωρίσετε τις προτάσεις και να αναγνωρίσετε από συντακτική άποψη τις δευτερεύουσες επιρρηματικές εναντιωματικές-παραχωρητικές προτάσεις:
    1. Εἰρήσεται (= θα ειπωθεί) τἀληθές, εἰ καί τισι δόξω λίαν παράδοξα λέγειν.
    2. Εἰ καὶ χρημάτων εὐποροῦμεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
    3. Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
    4. Γελᾷ ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ .
    5. Οὐδ’ εἴ με ἐκέλευες ταῦτα ποιεῖν, ἡδέως ἂν ταῦτα ἐποίουν.
    6. Οὐδ’ εἰ πάνυ ἀγαθοὶ εἴητε, τῷ λιμῷ μάχεσθαι δύναισθε ἄν.

Οὐχ οἱ τόποι τοὺς ἄνδρας ἐντίμους, ἀλλ’ οἱ ἄνδρες τοὺς τόπους ἐπιδεικνύουσι.

Ἀγησίλαος

Πλούταρχος, Ἀποφθέγματα Λακωνικά 208d-e