Ότε μ' εστρατολόγουν* διά το έντιμον των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς των ενεποίησεν επί της παιδικής μου φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν, όσον η διαβεβαίωσις ότι εν Κωνσταντινουπόλει έμελλον να ράπτω τα φορέματα της θυγατρός του Βασιλέως.
Εγνώριζον πολύ καλά ότι «οι βασιλοπούλες» έχουν εξαιρετικήν τινα αδυναμίαν εις τα ραφτόπουλα, μάλιστα, όταν αυτά ηξεύρουν να τραγουδούν τους επαίνους των θελγήτρων αυτών, ενώ ράπτουν τα «βλατιά»*, με τα οποία στολίζουσι τα κάλλη των.
Εγνώριζον πως, όταν ερωτευθή καμία βασιλοπούλα με το ραφτάκι της, δεν χωρατεύει*· μόνον ερωτεύεται εις τα γερά· και αρρωστά· και πέφτει στο κρεβάτι· και γίνεται του θανατά· και κανείς ιατρός δεν ημπορεί να την ιατρεύση, καμιά μάγισσα να την φέρη στα καλά της. - Ώσπου φωνάζει επί τέλους τον πατέρα της η βασιλοπούλα και του το λέγει παστρικά παστρικά: «Πατεράκι μου, ή το ραφτόπουλο που τραγουδά τόσον εύμορφα, ή θα πεθάνω!».
O βασιλεύς άλλο παιδί δεν έχει. Τι να κάμη; Φορεί την κορώνα του στο κεφάλι, και πηγαίνει στα πόδια του ραφτόπουλου και «Στον Θεό και στα χέρια σου!» του κράζει! «Κάμε μου την χάρη να πάρης την κόρη μου. Κάμε μου την χάρη να γενής γαμβρός μου. Αλλά δείξε δα πρωτύτερα και καμιά παλληκαριά, διά να μην πέσω από την υπόληψή μου, ωσάν βασιλέας οπού είμαι».
Το ραφτόπουλο, του φαίνεται πως έχει σκαλώσει στον λαιμό του κανένα στυφό μέσπιλο* και δεν ημπορεί να καταπιή. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν έχει να καταπιή τίποτε, γιατί ως και το σάλιο του εξεράθη μες στον λάρυγγά του. Τόσο πολύ εφοβήθηκε σαν είδε τον βασιλέα με την κορώνα!
O βασιλεύς με την κορώνα τού «παπαρίζει»* τον ώμο, και το ρωτά να του ειπή και καλά: τι είναι άξιο το ραφτόπουλο να κάμη. Περιμένει δε με ενδόμυχον χαράν ν' ακούση ότι ο επίδοξος γαμβρός του είναι άξιος να κατεβάση κανένα ζωντανό λεοντάρι από τα βουνά, ή να σκοτώση κανένα δράκοντα, ή να κυριεύση κανένα βασίλειο.
Το ραφτόπουλο εις το μεταξύ επήρε θάρρος, αλλά δι' αυτό δεν έχασε και τον νου του να πα να «πετσοκόβεται» με τα θηρία, διά να γίνη γαμβρός της Μεγαλειότητός του. Το ραφτόπουλο είναι εν γένει ειρηνικός άνθρωπος. Και επειδή τα καταφέρει καλύτερα όταν ψάλλη, παρά όταν ομιλή, αποκρίνεται προς τον βασιλέα τραγουδιστά τραγουδιστά και του λέγει πως είναι άξιο και δυνατό
«να ράψη τα νυφιάτικα χωρίς ραφή και ράμμα».
«Καλά, βρε άτιμε!» βάλλει με τον νου του ο βασιλεύς, ο οποίος δεν συγκινείται πολύ πολύ από τα τραγούδια. «Θα σου δείξω εγώ πώς ξεμυαλίζεις το παιδί μου, αφού δεν έχεις ενός λεπτού παλληκαριά μες στα στήθη σου!» Έπειτα βλέπει το ραφτόπουλο με κάτι άσχημες ματιές, και – «Πολύ καλά» του λέγει «κυρ γαμβρέ! Ράψε μου λοιπόν σαράντα φορεσιές νυφιάτικες, καθώς ταιριάζουν εις μίαν βασιλοπούλαν και πρόσεξε να μην τύχη και διακρίνω καμίαν ραφήν και καμίαν κλωστήν πουθενά! Φρόντισε όμως να τας έχης ετοίμους αύριον πρωί πρωί, πριν εβγή ο ήλιος, γιατί αλλιώς – σου κόβω το κεφάλι!».
Και ο βασιλεύς με την κορώνα δεν χωρατεύει αυτήν την στιγμήν. Το έχει πάρει απόφασιν ο φιλόδοξος άνθρωπος να σκοτώση το ραφτόπουλο, για να δώση την κόρη του εις κανένα μεγαλοσιάνο*!
Κατ' ευτυχίαν το ραφτόπουλο έχει σίγουρη τη δουλειά του και δεν σκοτίζεται πολύ πολύ. Διότι είναι – άλλοι μεν λέγουν υιός, άλλοι δε λέγουν εγγονός της Νεράιδας. Και έχει μίαν δακτυλήθραν με πάτο, την οποίαν ποτέ δεν αφαιρεί από το δάκτυλόν του.
Όλην εκείνην την εσπέραν τρώγει και πίνει και διασκεδάζει. Επάνω εις τα μεσάνυκτα που κοιμούνται ο «μάστορης» και οι «καλφάδες»*, εβγάλλει την δακτυλήθραν από το δάκτυλόν του, παίρνει μίαν χρυσήν τρίχαν που έχει αυτού μέσα φυλαγμένην, και καίει την ακρίτσα της εις την φλόγα του λυχναρίου. Εκεί παρουσιάζεται εμπρός του η χρυσόμαλλη Νεράιδα…
– Τι στενοχώρια έχεις, αγάπη μου;
– Το και το, αποκρίνεται το ραφτόπουλο, λέγοντας την ιστορία.
Θάλεια Φλωρά-Καραβία, Κωνσταντινούπολη
Η χρυσόμαλλη Νεράιδα, που του έχει τάξει να το γλιτώνη οσάκις κινδυνεύει, χτυπά τα λευκά της χεράκια τρεις φορές, και –διες εσύ!– σαράντα λευκονδυμένα Νεραϊδόπουλα, το 'να ευμορφότερο απ' το άλλο, με κάτι γλυκά τραγούδια, με κάτι μαργιόλικα* λυγίσματα εις τον αέρα, θέτουν κάθε μία εμπρός εις το ραφτάκι τα πολυτιμότερα υφάσματα της οικουμένης. Το ραφτόπουλο κόφτει και οι νεράιδες ράφτουν· και ράφτουν και τραγουδούν και αστεΐζονται και πειράζουν το ραφτόπουλο καμιά φορά τόσον ερωτότροπα, τόσον γαργαλιστικά, που, αν δεν ήτον η μητέρα τους εκεί κοντά, θα του έπαιρναν το νου του χωρίς άλλο. Μα η χρυσόμαλλη Νεράιδα τες προσέχει, τες οδηγεί και τες παρακινεί, και τελειώνουν τα νυφιάτικα, πριν λαλήσ' ο πετεινός, πριν έβγ' ο ήλιος.
Μόλις προφθάνουν να φύγουν οι Νεράιδες, να και ο βασιλέας που εμβαίνει με την κορώνα στο κεφάλι και με τους δημίους καταπόδι του: έρχεται να σφάξη το ραφτόπουλο! Αλλά εκεί που εμβαίνει βλέπει τες σαράντα νυφιάτικες φορεσιές κρεμασμένες εις το σχοινί, χωρίς ραφή και ράμμα, και θαμβώνουνται τα μάτια του: το χρυσάφι και το μαργαριτάρι, που έχουν επάνω κεντημένο, αξίζει όλο του το ψωροβασίλειο!
O βασιλεύς με την κορώνα δαγκάνει τα χείλη του. Παίρνει το ραφτόπουλο από το χέρι, το πηγαίνει στο παλάτι και του δίδει την κόρην του, και τελειώνει η ιστορία.
Ταύτα πάντα μοι τα διηγείτο ο πάππος μου, και μοι τα διηγείτο ωσάν να είχον συμβή χθες ακόμη, ωσάν να συνέβαινον ανά πάσαν στιγμήν εις τον κόσμον. Ενθυμούμαι δ' έτι και σήμερον με πόσην παιδικήν υπερηφάνειαν εισήλθον πρώτην φοράν εις την πόλιν ως νεοσύλλεκτος του «εσναφίου»* των ραπτών, αναλογιζόμενος ότι μετά τινας ημέρας θα εξήλαυνον* εκ της δι' ης επεζοπόρουν τώρα πύλης εν θριάμβω, συνοδεύων την ωραιοτέραν βασιλοπούλαν εις το χωρίον μου. Και τούτο μοι το υπέδειξεν ο παππούς. Και επειδή ο παππούς ήτο δι' εμέ ο πλέον κοσμογυρισμένος και κοσμομαθής άνθρωπος, επίστευον τους λόγους του μέχρι κεραίας*.
Εν τούτοις είχον παρέλθει αρκετοί μήνες από της αφίξεώς μας και τίποτ' ακόμη δεν κατωρθώθη. Είναι αληθές ότι ο μάστορής μου ήτον αρχιράπτης της Βαλιδέ-Σουλτάνας και, επειδή εγώ ήμην ο μικρότερος των συμμαθητών μου, με έστελλε τακτικά εις το παρά τον Βόσπορον παλάτιον αυτής πότε φέροντα μέγαν «μπόγον»* επί κεφαλής, πότε δε υπό μάλης την μεταξίνην και χρυσόκροσσον «σακούλαν», με τα κατάστιχά* του εν αυτή. Πολλάκις λοιπόν διήλθον διά πολυτελών στοών, και διά σκιερών διόδων εισέδυσα εις τους μαγικούς και μυροβόλους* «δαερέδες»* του χαρεμίου της Βαλιδέ-Σουλτάνας. Αλλά αι υπάρξεις, προς ας ηρχόμην εις σχέσεις εν αυτώ, ήσαν κυρίως οι μαύροι ευνούχοι*, με το πλατύτατον αυτών στόμα, με τους μεγάλους οδόντας απαισίως λευκάζοντας μεταξύ των χονδροειδών χειλέων των, και με κάτι άγρια βλέμματα, που με έκαμναν να τρέμω από την φρίκην μου. Ενίοτε ήθελον –οι βασιλοπούλες αναμφιβόλως– να εκφράσουν ιδιαιτέραν τινά ευαρέσκειαν προς το ραφτόπουλό των. Τότε ο πλέον φοβερός μαύρος έπιανε το πλέον φοβερό «καμτσίκι»*, ένευε προς εμέ και έμβαινεν εμπρός. Εγώ τον ηκολούθουν με το βλέμμα επί του εδάφους. Ένας δεύτερος μαύρος με ένα δεύτερο «καμτσίκι» με ηκολούθει κατά πόδας. Τοιουτοτρόπως, μεταξύ των δύο εκείνων δημίων, προεχώρουν εις τα ενδοτέρω του χαρεμίου, εν τω οποίω όμως δεν έβλεπον τίποτε άλλο, πλην του εδάφους, πού μεν στιλπνού όπως αι άρισται των χορών αίθουσαι, πού δε κεκαλυμμένου υπό βαρυτίμων ταπήτων.
Αλλ' εάν δεν έβλεπον, ήκουον τουλάχιστον. Ήκουον γυναικείας φωνάς και γέλωτας και αστεϊσμούς βαναύσους και ύβρεις ασέμνους απευθυνομένας προς τον προ εμού βαδίζοντα «Κισλαραγάν», ο οποίος εφώναζε πάσαις δυνάμεσι να κρυβώσι φεύγουσαι κατά την προσέγγισίν μου αι αμφίπολοι* και οδαλίσκαι* της Σουλτάνας, τύπτων* ανηλεώς διά της μάστιγός του τας τολμώσας να παρακύψωσιν όπισθεν των θυρών και των παραπετασμάτων, όπως ίδωσι τόσον πλησίον των ένα αρσενικόν άνθρωπον.
O μετ' εμέ ακολουθών Αιθίοψ τούτο μεν με προεφύλαττεν από του να γίνω ανάρπαστος υπό των όπισθεν λαθραίως και αψοφητί* ακολουθουσών, τούτο δε με παρεμόνευε μην τολμήσω και υψώσω τους οφθαλμούς από του εδάφους και βεβηλώσω διά του «γκιαουρικού» μου βλέμματος* τα ιερά θύματα, τα προορισμένα να θυσιασθώσι ποτέ εις στιγμιαίαν τινά ιδιοτροπίαν του μεγάλου των Κυρίου.
Εν τω μέσω τοιούτων συγκινήσεων έφθανον τέλος εις τον προς ον όρον*.
Αλλ' εκεί, εις το τελευταίον δωμάτιον, εν ω με άφηνον οι μαύροι κλείοντες όπισθέν μου την θύραν, τι νομίζετε ότι μ' επερίμενε; Καμία ροδανθής* ξανθόκομος βασιλοπούλα, ετοίμη να πετάξη από την χαρά της εις την αγκάλην μου; Τίποτε, απολύτως τίποτε εντός του δωματίου. Εντός του τοίχου όμως, δι' ου το δωμάτιον τούτο συνεκοινώνει προς άλλο, μ' επερίμενε να τον θωπεύσω*, παπαρίζων αυτόν, ωσάν να ήτο η ερωμένη μου, σανίδινος κύλινδρος, κατεσκευασμένος ούτως, ώστε να περιστρέφεται εν τη θέσει του περί κάθετον άξονα, χωρίς να σε αφήνη να ιδής εκ των πλαγίων εις το παρακείμενον δωμάτιον. Μόλις τον εθώπευον, ως ανωτέρω, και μια λεπτή, πολύ λεπτή φωνή, ηκούετο έσωθεν:
– Ήλθες, αρνί μου;
– Μάλιστα, «Σουλτανήμ»!
O σανίδινος κύλινδρος εστρέφετο περί εαυτόν, παρουσιάζων τώρα προς εμέ εις το αντίθετον μέρος του μικράν θυρίδα, ήτις τον έκαμνε να φαίνεται ως ερμάριον. «Πατσουλή», μόσχος, άμβρα και όλα των Ινδιών τα αρώματα εμοσχοβόλουν όπισθεν της θυρίδος εκείνης. Βεβαίως θα ήτον αυτού μέσα η βασιλοπούλα μου! Ήνοιγον την θύραν εναγωνίως και εντός του περιστρεφομένου τούτου μικρού ερμαρίου με υπεδέχετο μυροβόλον και ορεκτικόν κανένα «μοχαλεμπί», κανένα «μπουρέκι» ή «μπακλαβάς», ή άλλο τι γλυκύτατον πράγμα από εκείνα, τα οποία δεν έχουν μεν γλώσσαν, αισθάνεσαι όμως, άμα τα ιδής, ότι σοι λέγουν επανειλημμένως «φάγε με». Τούθ' όπερ και έπραττον εγώ, εννοείται, χωρίς πολλών διατυπώσεων.
Μίαν ημέραν, μόλις ετελείωσα την ευχάριστον ταύτην ενασχόλησίν μου, και η λεπτή εκείνη φωνή με ερωτά εάν θέλω και άλλο τίποτε καλύτερο.
– Όχι, Σουλτανήμ, άλλο τίποτε καλύτερο από σένα δεν θέλω.
– «Άφεριμ»*, αρνί μου! Μεγάλος είσαι, μεγάλος;
Ετοιμαζόμην να της είπω ότι είμαι τόσος, ώστε ημπορούσα να έμβω εις το ερμαράκι εκείνο, να κλείσω την θυρίδα, να δώσω ένα γύρον εις τον κύλινδρον και να ευρεθώ ωσάν «μπουρέκι» εμπρός εις τους οφθαλμούς της. Αλλά ο μαύρος ευνούχος, ο οποίος εις το μεταξύ είχεν εισέλθει χωρίς να τον εννοήσω, εξεστόμισεν ύπερθεν της κεφαλής μου άσεμνον ύβριν, αποπνίξας την φωνήν εις τον λάρυγγά μου.
Η καημένη μου η βασιλοπούλα έπρεπε να λάβη την απάντησιν από το άγριον, το φοβερόν του στόμα!
– Μεγάλος, ε; χα, χα, χα! έκραξεν ο Κισλάρ αγάς γελών σαρδώνιον γέλωτα. Είναι τόσο μικρός ακόμα, που για να τον κρεμάσω αψηλά, στα μάτια σου, επαράγγειλα καινούριο σκαμνί να πατήση πάνω.
Έπειτα μοι ένευσε* να τον ακολουθήσω…
Τώρα, εάν συνέβαινε να έχη η Βαλιδέ-Σουλτάνα, όπως άλλοτε βασιλείς τινες της Ασίας, εις κάθε θύραν του παλατίου της ένα σοφόν γραμματέα, διατεταγμένον να εκθέτη εις λιπαρότατον* ύφος λόγου παν ό,τι συνέβαινε περί εαυτόν, δεν αμφιβάλλω ότι έκαστος αυτών ανεξαιρέτως θα εσημείωνεν εις το χρονικόν του ότι εγώ και κατ' εκείνην την ημέραν εξήλθον εκ του χαρεμίου, όπως πάντοτε, με τον ένα ευνούχον εμπρός, εκσοβούντα* τας οδαλίσκας μακράν της όψεώς μου, με τον έτερον ευνούχον κατόπιν, αμυνόμενον τας όπισθεν προσπαθούσας να με σύρωσιν από του φορέματος. Εγώ όμως διαβεβαιώ ότι, αφ' ης στιγμής ο φοβερός εκείνος «αράπης» είπεν ότι παρήγγειλε «καινούριο σκαμνί» διά να με κρεμάση, απ' εκείνης της στιγμής το έδαφος του δωματίου, εν ω ευρισκόμην, υπεχώρησεν αίφνης υπό τους πόδας μου και εγώ κατεκρημνίσθην εις άψοφον* σκοτεινόν χάος με τον ίλιγγα της κεφαλής, με την λιποθυμίαν της καρδίας, ην αισθανόμεθα ονειρευόμενοι ότι πίπτομεν, πίπτομεν, πίπτομεν από αμετρήτου ύψους αποτόμου βραχώματος, ίνα διεκφύγωμεν τον επαπειλούντα την ζωήν ημών κίνδυνον εκ μέρους τερατώδους τινός καταδιώκτου.
Πώς ευρέθην πάλιν εις το εργαστήριόν μας, περί τούτου αδυνατώ να δώσω ακριβείς πληροφορίας. Τινές των συμμαθητών μου έλεγον ότι έχασα τον δρόμον από την φοβέραν μου, τινές ότι έχασα και το μυαλό μου. Εγώ τους άφηνα να αστεΐζωνται. Μόνον όταν εσηκώθησαν οι προ εμού κομίσαντες και αυτοί «μπόγους» εις το παλάτι, και ήρχισαν να φλυαρούν πως τάχα και αυτοί έφαγαν γλυκίσματα από το στρογγυλόν, το περί τον άξονά του κινητόν εκείνο ερμάριον, και ότι το δωμάτιον μεθ' ου συνεκοινώνει στρεφόμενον δεν ήτο η αίθουσα ή ο κοιτών της βασιλοπούλας, αλλά το «κελάρι» του χαρεμίου, και ότι η γλυκεία, η πολύ γλυκεία εκείνη φωνή, δεν ήτο της αγάπης μου της βασιλοπούλας, αλλά του γηραλεοτάτου ευνούχου του παλατίου – μόνον τότε κατεξανέστη* το αίσθημα της φιλοτιμίας μου και εμάλωσα με όλους, και περιήλθον εις τοιαύτην προς αυτούς διάστασιν, ώστε ούτε τους ομίλησα καν έκτοτε.
Ότι δεν εξαναπάτησα εις το χαρέμι εννοείται αφ' εαυτού. Διότι, όσον και αν εθλιβόμην αναλογιζόμενος ότι η βασιλοπούλα μου τήκεται* όπισθεν του στρογγυλού ερμαρίου παρά τας όχθας του Βοσπόρου, άλλο τόσον δεν εκαταλάμβανα διατί δεν έστελνε τέλος πάντων τον πατέρα να με ζητήση διά σύζυγόν της, όπως έκαμαν όλες οι βασιλοπούλες που εγνώρισεν ο πάππος μου.
Μετά την θλιβερήν εκείνην απογοήτευσιν, η αηδής και ανιαρά μονοτονία του πρακτικού βίου, αι δυσχέρειαι του αρχαρίου περί τα στοιχεία της τέχνης μοι εφαίνοντο δύο και τρεις φοράς βαρύτεραι. Υπό το βάρος αυτών ήρχισα να καχεκτώ* και να μαραίνωμαι καθειργμένος* εκεί, εντός του Τσαρσίου της Σταμπούλ όπισθεν των σιδηρών πυλών του Κεμπετσή-Χανίου, προς τους μολυβδοσκεπείς του οποίου θόλους ανέπεμπον ο δυστυχής τώρα ουχί πλέον θελκτικούς ήχους ερωτικών ασμάτων, αλλά τους κλαυθμούς και οδυρμούς παιδικής, καρδιοβόρου* νοσταλγίας!
Γ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Ερμής |