Β. Επίθετα σε -ος, -ια, -ο
Ο μέτριος καφές είναι το αγαπημέρο ρόφημα
των Ελλήνων.
Το ψήσιμο του μέτριου καφέ είναι τέχνη.
Χωρίς μέτριο ελληνικό δεν κυλά η μέρα, λένε
πολλοί.
Οι μέτριοι καφέδες είναι η σπεσιαλιτέ
του κυρ Γιώργη.
Τον ονομάζουν «μάστορα» των μέτριων
καφέδων.
Κυρ Γιώργη! Άσε για λίγο τους μέτριους και
πιάσε δύο λουκούμια!
|
Ενικός αριθμός |
Ον. |
ο μέτριος |
η μέτρια |
το μέτριο |
Γεν. |
του μέτριου |
της μέτριας |
του μέτριου |
Αιτ. |
τον μέτριο |
τη μέτρια |
το μέτριο |
Κλ. |
- μέτριε |
– μέτρια |
– μέτριο |
|
Πληθυντικός αριθμός |
Ον. |
οι μέτριοι |
οι μέτριες |
τα μέτρια |
Γεν. |
των μέτριων |
των μέτριων |
των μέτριων |
Αιτ. |
τους μέτριους |
τις μέτριες |
τα μέτρια |
Κλ. |
– μέτριοι |
– μέτριες |
– μέτρια |
Έτσι κλίνονται τα:
φρέσκος, ελαφρός, γνωστικός, ευγενικός, θηλυκός, ξανθός, κακός, μαλακός,
νηστικός, γλυκός κ.ά.