Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων (Ε΄ & ΣΤ΄ Δημοτικού) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

Σοφία I. Φίλντιση

Η καρδούλα

image226

image227άθε χρόνο, μόλις άνοιγε το Τριώδιο* και καμιά φορά και νωρίτερα, σ' εκείνη την άπλα ανάμεσα στη δημοσιά και το βράχο π' ακούμπαγε στη θάλασσα, γινότανε χαλασμός. Μαζευόμαστε κει όλα τα παιδιά εκείνης της γειτονιάς, της Πανηγυρίστρας, και γυρεύαμε τρόπους οι Αποκριές εκείνες να μη μοιάζουνε με τις προηγούμενες.

—  Θα ντυθώ στρατηγός, ο ένας.

—  Κι εγώ γύφτος, ο άλλος.

Το βράδυ η μάνα μου είπε πως «γύφτος δε σημαίνει και μασκαράς».

Κι αφορμή γύρευε κάθε φορά να μας ξεδιαλύνει του κόσμου τα παράξενα! Εκείνο το βράδυ μας είπε ένα σωρό για κείνους τους ανθρώπους που όλο φεύγουνε, μα που δε βλάφτουνε κανέναν, που..., ένα σωρό που... και στο τέλος κανένας δεν ντύθηκε γύφτος.

—  Δεν κάνει, τέλειωσε την κουβέντα της, εδώ δίπλα μας μένουνε οι άνθρωποι, δεν κάνει να τους περιγελάτε.

Είχε δίκιο. Μέσα στο παλιό φυλάκιο ζούσαν δυο οικογένειες μ' ένα τσούρμο παιδιά, που ήτανε φίλοι μας. Ποιον θα κοροϊδεύαμε λοιπόν;

Και, ντροπιασμένοι, πήραμε να ξύνουμε τα καλάμια για τον αϊτό μας, που...

—  Θα πάει ψηλότερα απ' όλους, είπε ο αδελφός μου.

Μα για το ψήλωμα του αϊτού, εκτός από την τέχνη που θα βάζαμε, χρειαζότανε και σπάγκος, πολύ μεγάλο κουβάρι. Θα τον περνούσαμε με κερί, για ν' αντέξει να πηγαίνει ψηλά το μεγάλο μας αϊτό χωρίς να κόβεται.

Αρχίσαμε να λέμε σιγά πως, για να πάρουμε τόσο σπάγκο, χρειαζόμαστε πολλά λεφτά. Και πώς να το ξεστομίζαμε;

Η μάνα μας, που τίποτα δεν της ξέφευγε, σαν να μην είχε ακούσει:

—  Τον περσινό σπάγκο τον έχετε; Ρώτησε, χωρίς να διακόψει τη δουλειά της.

Ξεθαρρέψαμε, κοιταχτήκαμε κι είπαμε κι οι τέσσερις μαζί:

—  Τον έχουμε, αλλά...

—  Ε, αφού τον έχετε φυλάξει, είπε, κάποιος θα πάει αύριο στου κυρίου Καγιάφα να πάρει ακόμα λίγον και...

Δεν ακούσαμε τι άλλο είπε. Είχαμε μείνει να κοιτάζουμε εκείνη τη νέα γυναίκα που πρόφταινε την κάθε μας επιθυμία, μέσα από στερήσεις, αλλά πάντα αθόρυβα, διακριτικά, σαν από μακριά.

—  Και τι σχήμα θα 'χει ο φετινός αϊτός σας; Ρώτησε χαμογελώντας, σάμπως να κρατούσε εκείνη το σπάγκο την ώρα που ψηλώνει ο αϊτός.

—  Αυτό ψάχνουμε, θέλουμε να 'ναι αλλιώτικος από τον περσινό.

—  Εγώ, είπε ο μικρός μου αδελφός, εγώ λέω να 'ναι σαν και πουλί.

—  Ποιος ο λόγος, παρατήρησε η μάνα μου, πετούν τόσα αληθινά!

—  Αστέρι,αστέρι να φκιάξουμε.

—  Αστέρι είχαμε πέρσι, είπε ο μεγάλος μας αδελφός ξύνοντας το κεφάλι του, σάμπως μέσα του να είχε όλου του κόσμου τα σχέδια για αϊτούς.

Ώρα πολλή μας πήρε να σκεφτόμαστε πώς να 'ναι ο αϊτός μας, τι χρώματα θα του βάζαμε, αν θα 'χε φουντίτσες ή ψαλιδισμένα χαρτάκια στην άκρη —βουίχτρες τα λέγαμε, γιατί, σαν άρχιζε να παίρνει ύψος ο αϊτός, βούιζαν, ώσπου εκείνος χανότανε στα σύννεφα και μαζί του και το βουητό τους.

—  Φκιάξτε τον σαν... σαν μια καρδούλα, είπε η μάνα μας, σκουπίζοντας πιάτα και ποτήρια.

Και παιδευτήκαμε, μα τα καταφέραμε. Φκιάξαμε μια καρδούλα με βουίχτρες και φουντίτσες, κι ετοιμαζόμαστε να τον δοκιμάσουμε, γιατί...

—  Άμα έχει καλά ζύγια, υποστήριζε ο αδελφός μου, δε θα τον φτάνει κανένας.

Κερώσαμε* το σπάγκο, κόψαμε στρογγυλά χαρτονάκια πολύχρωμα και στη μέση τούς ανοίξαμε μια τρυπούλα· από εκείνη θα περνούσε ο σπάγκος. Τα λέγαμε γράμματα, γιατί πηγαίνανε ψηλά με τον αϊτό περπατώντας λες με βιάση πάνω στον κερωμένο σπάγκο. Και...

Και την ημέρα που αμολήσανε όλοι αϊτούς, εκεί στην άπλα, ανάμεσα στη δημοσιά και το βράχο π' ακούμπαγε τη θάλασσα, έγινε χαλασμός. Ο δικός μας ο αϊτός, η καρδούλα, πήγε ίσαμε τον ουρανό κι από κοντά και τα γράμματά μας. Εκείνα τα χρωματιστά χαρτονάκια που περπατούσανε λες πάνω στον κερωμένο σπάγκο. Η μάνα μας κοίταζε από το μπαλκόνι που ήτανε στη μεριά της δύσης και γελούσε κι ύστερα σήκωνε τα μάτια στον ουρανό που ολόκληρος έμοιαζε μια κόκκινη καρδούλα.

Μαζί μας και τα παιδιά των γύφτων, που ζούσαν στο παλιό φυλάκιο. Σαν μικροί μαύροι σπόροι από ηλιοτρόπιο μοιάζανε, που γελούσαν με κάτασπρα δόντια, που χοροπηδούσαν και χαίρονταν τ' αψήλωμα της καρδούλας, όμοια με μας. Κι η μάνα μας μ' ένα νόημα μας μήνυσε να δώσουμε το σπάγκο και σ' εκείνα τα παιδιά. Και μια το 'να και μια τ' άλλο και τ' άλλο και τ' άλλο... Ώσπου ο αϊτός μας, η καρδούλα, ένα με τον ουρανό, με το θεό των ανθρώπων και τους αγγέλους...

Τώρα, κάθε Καθαρή Δευτέρα, ανάμεσα στους πλαστικούς αϊτούς των καιρών ψάχνω την καρδούλα των παιδικών μου χρόνων. Και τη βρίσκω πάνω από το Ιόνιο, να την ψηλώνουν θαλασσοπούλια... Μια το ένα το σπάγκο της, μια το άλλο, ώσπου γίνεται ένα με τον ουρανό, το θεό των ανθρώπων και τους αγγέλους... Που 'ναι κάτι μικροί μαύροι σπόροι από ηλιοτρόπιο και τροχάνε τα φτεράκια τους στις ακτές...

image228

* Τριώδιο: Οι τρεις εβδομάδες τηςΑποκριάς (η φράση «άνοιξε το Τριώδιο» σημαίνει «άρχισαν οι Αποκριές») * κερώσαμε (κερώνω): αλείφω με κερί

Κ. Πολίτης, «Τα τσερκένια» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου]

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


image45Ερωτήσεις - Δραστηριότητες: 

  1. Γιατί η συμβολή της μάνας στην υπόθεση του διηγήματος είναι απαραίτητη; Βρείτε εκείνα τα σημεία όπου η μάνα συμμετέχει στα δρώμενα και συζητήστε τα στην τάξη.
  2. Συμφωνείτε με τη φράση της μάνας «γύφτος δε σημαίνει και μασκαράς»; Για σας τι σημαίνει γύφτος ή τσιγγάνος; Γράψτε σχετικά.
    Ε. Σαραντίτη, «Οι φίλοι μας οι τσιγγάνοι» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε΄ & ΣΤ΄ Δημοτικού]
  3. Τι σημαίνει για τη συγγραφέα η λέξη «καρδούλα»;

image230

Σοφία I. Φίλντιση  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Ηλεκτρονικός Άτλαντας Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας]

(Βανάδα Μεσσηνίας 1937)

Αρθρογραφεί σε εφημερίδες της Μεσσηνίας και διευθύνει έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια. Θέματά τους είναι η φύση, οι άνθρωποι της επαρχίας αλλά και της πόλης, η φιλία, η ειρήνη, η παράδοση. Ο ρεαλισμός και η ευαισθησία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής της. Μερικά από τα έργα της: Μισά της στεριάς μισά της θάλασσας, Το τραγούδι τον πατέρα μου, Ο Ορέστης, Η μάνα του ανέμου, Σημαντικά, Ασήμαντα.