εν ξέρω πώς, δεν ξέρω τι της ήρθε της Ποτούλας και είπε χτες το πρωί πως της μίλησε ο Γέλωνας και της είπε για τις επισκέψεις που θα μας έρθουν... Μυστήριο... Πάντως χτες μας το είπε και σήμερα γέμισε η αγορά από τους τσιγγάνους!
Παράξενο που μου φαίνεται... Όχι που ήρθανε οι τσιγγάνοι δηλαδή, οι τσιγγάνοι έρχονται συχνά στον τόπο μας, τους αρέσει η πολιτεία μας, γι' αυτό. Μα παραξενεύομαι πού το κατάλαβε η Ποτούλα. Γιατί δεν το ξέραμε, δεν το περιμέναμε.
Όμως τώρα είναι δω. Οι τσιγγάνοι. Και οι τσιγγάνες. Και τα τσιγγανάκια. Πούθε* να έρχονται άραγε... Και πού θα πάνε κατόπι. Αλλά θα μάθουμε. Ορισμένως* θα πιάσουμε φιλίες με τους τσιγγάνους. Και ορισμένως οι μανάδες μας θ' αρχίσουνε ν' ανησυχούνε και να φωνάζουνε πάλι. Πως τάχα ξελογιαζόμαστε και πως γυρνάμε στις γειτονιές πίσω από τις τσιγγάνες που λένε τη μοίρα κοιτώντας τα χέρια των κοριτσιών. Και πως δεν κάνει, δεν είναι καλά πράγματα αυτά για τα παιδιά. Και πως να μην πηγαίνουμε όταν έχουνε γλέντια, να μη ζυγώνουμε ούτε έξω από τις σκηνές τους. Αυτά θα λένε πάλι οι μανάδες μας. Κι άλλα ακόμη. Και θα μας φωνάζουνε. Το ξέρω. Τα θυμάμαι όλα από πέρσι κι από τις περασμένες χρονιές.
Αλλά εμείς λέμε: Δεν πα να φωνάζουνε... Καλοκαίρι είναι. Κι έχουμε και τους τσιγγάνους κοντά μας και να μην πηγαίνουμε; Αστείο πράγμα. Θα πηγαίνουμε.
Γιατί οι τσιγγάνοι είναι —πώς να το πω; Είναι σα γιορτινοί άνθρωποι. Καλοί άνθρωποι. Ωραίοι. Θυμάμαι τους περσινούς. Τριάντα πέντε μέρες καθίσανε. Τόσο. Εμείς όμως είχαμε προλάβει και τους γνωρίσαμε καλά καλά και τους αγαπήσαμε. Και γίναμε φίλοι. Και θα καθόντουσαν πιο πολύ ακόμα, αν δεν τους τύχαινε ένα κακό στα ξαφνικά. Αλλά ακούστε πώς:
Ήτανε βραδάκι και ήτανε άνοιξη και έβρεχε πολύ. Εμείς είχαμε μπει μέσα στις σκηνές τους και τους βλέπαμε που δουλεύανε τα χαλκώματα* και τραγουδούσανε αλλιώτικους σκοπούς. Εμείς δε μιλούσαμε. Βλέπαμε. Έξω έβρεχε πολύ. Μέσα ήταν καλά και ζεστά. Έξαφνα ακουστήκανε φωνές μέσα από τα δέντρα, πολλές φωνές μαζί και άγρια χλιμιντρίσματα αλόγου. Ανησυχήσανε οι τσιγγάνοι και μεις ανησυχήσαμε. Βγήκαμε όλοι έξω. Στο λίγο φως που ερχότανε από τις σκηνές είδαμε ένα ολόλευκο άλογο, το άλογο της Μαρίλως της τσιγγάνας να πηδάει ψηλά, ως την κορφή των δέντρων κι ως τα ουράνια. Να πηδάει αγριεμένο και να βγάζει αφρούς από το στόμα του. Κανείς δεν το ζύγωνε. Τόσο άγριο έγινε ξαφνικά. Δεν ξέρω γιατί αγρίεψε εκείνο το βράδυ αυτό το ωραίο και ήσυχο άλογο. Είχαμε φοβηθεί. Φοβηθήκαμε πιο πολύ ακόμη όταν για μια στιγμή το άλογο — ο Αστρίτης, έτσι το λέγανε οι τσιγγάνοι, γιατί λέει ένα παιδάκι, ένα από μας τα παιδιά, το πρωτοφώναξε έτσι, ποιο τάχα—, φοβηθήκαμε πολύ λοιπόν όταν ο Αστρίτης σ' ένα απότομο τίναγμα έσπασε το σκοινί που το κρατούσε δεμένο από το δέντρο κι έκανε καταπάνω μας. Και κατά τις σκηνές. Κι επειδή όλοι είχαμε τρομάξει και κανείς άντρας δεν κουνιότανε για να το συγκρατήσει και να το μερέψει, η Μαρίλω η τσιγγάνα, η κυρά του, πετιέται και ορμά κατά το μισότρελο Αστρίτη. Σε μια στιγμή γίνανε όλα. Σε μια στιγμή έδωσε μια και πήδησε κι ανέβηκε στη ράχη του ζώου κι άρχισε να του λέει λόγια τσιγγάνικα, γλυκά και αμέσως ύστερα να το χτυπά στα πλευρά με τα γυμνά της πόδια. Κι όπως το άλογο αγρίευε όλο και πιο πολύ και έκανε να τραβήξει κατά τους κάμπους μέσα στη νύχτα και μέσα στη βροχή, τότε και η Μαρίλω σηκώθηκε σχεδόν όρθια πάνω στη ράχη του, όρθια για να το συγκρατήσει. Αυτό πήδησε και στάθηκε όρθιο. Ολόρθο. Και λοιπόν η Μαρίλω γλίστρησε κι έπεσε από τη ράχη του αλόγου. Η Μαρίλω έπεσε και τ' άλογο χάθηκε κατά τη νύχτα και κατά τα βουνά. Οι τσιγγάνοι τρέξανε κατά την πεσμένη Μαρίλω. Και μεις τρέξαμε. Δεν κουνιότανε, δεν μπορούσε πια να κουνηθεί η όμορφη τσιγγάνα. Είχε σκοτάδι και δεν ξέρω αν κλαίγανε οι τσιγγάνοι. Εμείς όμως κλαίγαμε. Γιατί η Μαρίλω ήτανε η πιο γλυκιά και ωραία τσιγγάνα που είχε περάσει από τον τόπο μας.
Φωτογραφία από καταυλισμό τσιγγάνων
Την άλλη μέρα οι τσιγγάνοι μαζέψανε τα πράγματά τους, λύσανε τις σκηνές τους και φύγανε. Κρατούσανε τη Μαρίλω στα χέρια. Η Μαρίλω δεν μπορούσε να περπατήσει. Την πηγαίνανε σε μεγάλη πόλη με γιατρούς και νοσοκομεία. Εμείς τους πήγαμε μέχρι τη δημοσιά*. Όλα τα παιδιά μαζί τούς ξεπροβοδίσαμε. Η Μαρίλω μάς γέλαγε. Γλυκά γλυκά. Κι έλεγε πως δεν πονάει. Πονούσε όμως.
Τι να 'γινε, αλήθεια, η Μαρίλω... Να περπατάει τώρα πια; Εγώ λέω ναι. Γιατί είναι δυνατή και νέα. Γι' αυτό.
Το ξέρετε που η Μαρίλω μού έχει μάθει να ξεχωρίζω στο χέρι τη γραμμή της ζωής και τη γραμμή της αγάπης;
*πούθε: από πού * ορισμένως: σίγουρα* τα χαλκώματα (το χάλκωμα): τα χάλκινα σκεύη της κουζίνας *τη δημοσιά (η δημοσιά): το μεγάλοδημόσιο δρόμο
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
|