Wolfgang Borchert, «Τις νύχτες κοιμούνται και τα ποντίκια επίσης»

Το σπασμένο παράθυρο στα μισογκρεμισμένα τείχη χασμουριόταν κατακόκκινο στον απογευματινό ήλιο. Μαύρη σκόνη χόρευε ανάμεσα στις απότομες καμινάδες. Τα σκουπίδια μύριζαν.

Ο μικρός είχε τα μάτια κλειστά. Όταν άνοιγε το ένα μάτι φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινά. Κατάλαβε πως κάποιος είχε έρθει και τώρα στεκόταν μπροστά του σκοτεινός, ελαφρύς. Με τσάκωσε σκέφτηκε. Αλλά όταν μισάνοιξε τα μάτια, είδε μόνον δυο πόδια μέσα σε κακομοιριασμένο παντελόνι. Στάθηκαν μπροστά του, σχεδόν καμπουριαστά, έτσι που μπορούσε να βλέπει ανάμεσα από αυτά. Τόλμησε να κοιτάξει με ένα μικρό ανοιγόκλειμα των ματιών ψηλότερα από τα παντελοφορεμένα πόδια και αναγνώρισε έναν άνδρα ηλικιωμένο. Κρατούσε στο χέρι ένα μαχαίρι και ένα καλάθι. Και λίγο χώμα στις άκρες των δαχτύλων του.

— Τί, κοιμάσαι λοιπόν εδώ; ρώτησε ο άντρας κοιτάζοντας από την τούφα των μαλλιών μέχρι κάτω. Ο Γιούργκεν ανοιγόκλεισε τα μάτια στον ήλιο μέσα από τα πόδια του άντρα και είπε: «Όχι, δεν κοιμάμαι, πρέπει εδώ, να προσέχω». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. «Α, γι' αυτό λοιπόν εδώ το μεγάλο ραβδί;»

— «Ναι», απάντησε ο Γιούργκεν με θάρρος και έσφιξε γερά το μπαστούνι.

— «Τί προσέχεις, λοιπόν;»

— «Αυτό δεν μπορώ να το πω.» Κράτησε τα χέρια του σφιχτά γύρω από το μπαστούνι.

— «Για χρήματα, ε;» Ο άντρας άφησε το καλάθι καταγής και σκούπισε το μαχαίρι εδώ και εκεί στο πίσω μέρος του παντελονιού του.

— «Όχι, καθόλου για χρήματα,» είπε ο Γιούργκεν με περιφρόνηση. «Για εντελώς κάτι άλλο.»

— «Τί άλλο λοιπόν;»

— «Δεν μπορώ να το πω. Όμως κάτι άλλο.»

— «Όχι, ε; Τότε κι εγώ, δεν θα σου πω φυσικά τί έχω εδώ μέσα στο καλάθι.»

Ο άντρας έσπρωξε με το πόδι το καλάθι και έχωσε μέσα το μαχαίρι.

— «Χα, μπορώ να σκεφτώ τί υπάρχει μέσα στο καλάθι,» θάρρεψε ο Γιούρκεν περιφρονητικά. «Τροφή για κουτάβια.»

— «Διάβολε, ναι,» είπε ο άντρας απορημένος, «είσαι ένα ετοιμόλογο αγόρι. Πόσο χρονών είσαι λοιπόν;»

— «Εννέα.»

— «Ώχου, σκέψου εννέα. Τότε ξέρεις πόσο κάνει τρεις φορές το εννέα, ε;»

— «Ασφαλώς,» είπε ο Γιούργκεν, και για να κερδίσει χρόνο, πρόσθεσε «Αυτό είναι πολύ εύκολο.» Και κοίταξε ανάμεσα από τα πόδια του άντρα. «Τρεις φορές το εννέα, ε;» ρώτησε ακόμη μια φορά, «είκοσι εφτά. Το ήξερα αμέσως.»

— «Έτσι είναι,» είπε ο άντρας. «Τόσα κουτάβια έχω ακριβώς.»

O Γιούργκεν άνοιξε το στόμα του: «Είκοσι εφτά;»

— «Μπορείς να τα δεις. Πολλά είναι ακόμη πολύ μικρά. Θέλεις;»

— «Μα δεν μπορώ. Πρέπει να προσέχω,» είπε ο Γιούργκεν αβέβαια.

— «Χωρίς σταματημό;» ρώτησε ο άντρας. «Ακόμη και τις νύχτες;»

— «Ακόμη και τις νύχτες. Συνέχεια. Πάντα.» Ο Γιούργκεν κοίταξε ψηλά πάνω από τα στραβά πόδια. «Κιόλας από το Σάββατο,» ψιθύρισε.

— «Μα δεν πηγαίνεις καθόλου στο σπίτι σου, λοιπόν; Και όμως πρέπει να φας.»

Ο Γιούργκεν ανασήκωσε μια πέτρα. Από κάτω βρισκόταν μισή φραντζόλα ψωμιού. Και ένα τενεκεδένιο κουτί.

— «Καπνίζεις;» ρώτησε ο άντρας, «έχεις λοιπόν, και μια πίπα;»

Ο Γιούργκεν έπιασε γερά το μπαστούνι του και είπε διστακτικά: «Στρίβω τσιγάρο. Η πίπα δεν μου αρέσει.»

— «Κρίμα,» ο άντρας έσκυψε στο καλάθι του. «Θα μπορούσες να δεις τα κουτάβια με την ησυχία σου. Ιδιαίτερα τα μικρότερα. Ίσως διάλεγες ένα για τον εαυτό σου. Αλλά δεν μπορείς να φύγεις από εδώ.»

— «Όχι,» είπε ο Γιούργκεν λυπημένα. «Όχι, όχι.»

Ο άντρας πήρε το καλάθι και έκανε να φύγει. «Ναι, αφού πρέπει να μένεις εδώ, κρίμα.» Και έστριψε την πλάτη του. «Αν δεν με προδώσεις,» είπε τότε ο Γιούργκεν γρήγορα, «είναι για τους ποντικούς.» Τα κυρτά πόδια έκαναν ένα βήμα πίσω. «Είναι για τους ποντικούς;»

— «Ναι, αυτοί που τρώνε τους πεθαμένους. Των ανθρώπων. Ζούνε από αυτό.»

— «Ποιος το λέει αυτό;»

— «Ο δάσκαλός μας.»

— «Και προσέχεις λοιπόν τους ποντικούς;» ρώτησε ο άντρας.

— «Αυτούς; όχι δα!» Μετά είπε πολύ δυνατά: «Ο αδελφός μου βρίσκεται ακριβώς εκεί κάτω. Ναι.» Ο νεαρός έδειξε με το μπαστούνι τα γκρεμισμένα τείχη. «Στο σπίτι μας έσκασε μια βόμβα. Το φως έσβησε αμέσως στην αποθήκη. Το ίδιο και αυτός. Και όμως φωνάξαμε. Ήταν πολύ μικρότερος από μένα. Μόλις τεσσάρων χρονών. Έπρεπε να είναι ακόμη εδώ. Είναι πολύ μικρότερός μου.»

Ο άντρας κοίταξε από ψηλά τα ανάκατα μαλλιά. Και είπε ξαφνικά:

— «Ναι, δεν σας είπε λοιπόν ο δάσκαλός σας ότι τα ποντίκια κοιμούνται τις νύχτες;»

—«Όχι,» μουρμούρισε ο Γιούργκεν, και φάνηκε αρκετά κουρασμένος, «αυτό δεν μας το είπε.»

— «Άντε,» είπε ο άντρας, «είναι όμως δάσκαλος όταν δεν γνωρίζει κάτι τέτοιο; Τις νύχτες και τα ποντίκια κοιμούνται. Τα βράδια μπορεί ήσυχος να πας στο σπίτι σου. Τις νύχτες πάντα κοιμούνται. Μάλιστα, μόλις σκοτεινιάζει.»

Ο Γιούργκεν κούνησε με μικρές κινήσεις τα σκουπίδια με το μπαστούνι του.

— «Είναι γνήσια μικρά κρεβάτια αυτά,» σκέφτηκε, «όλα μικρά κρεβάτια.»

— «Ναι,» είπε ο άντρας (και τα κυρτά του πόδια στάθηκαν ανήσυχα στο πλάι.) «Ξέρεις κάτι; Θα ταΐσω τώρα γρήγορα τα κουτάβια μου και όταν νυχτώσει θα σε πάρω από εδώ. Ίσως μπορώ να φέρω ένα μαζί μου. Ένα μικράκι, ή τί νομίζεις;»

Ο Γιούργκεν κούνησε τα σκουπίδια με μικρές κινήσεις. Γνήσια, μικρά κουτάβια. Άσπρα, γκρίζα, ασπρόγκριζα. «Δεν ξέρω,» είπε σιγανά και κοίταξε τα στραβά πόδια «αν αληθινά κοιμούνται τις νύχτες.» Ο άντρας δρασκέλισε τον μισορημαγμένο τοίχο και βγήκε στον δρόμο.

— «Βεβαίως,» φώναξε από κει, «ο δάσκαλός σας θα έπρεπε να τα παρατήσει όταν δεν ξέρει τίποτε γι' αυτό.»

Τότε σηκώθηκε ο Γιούργκεν και ρώτησε. «Αν μπορούσα να πάρω ένα; Ένα άσπρο ίσως;»

— «Θα προσπαθήσω,» φώναξε ο άντρας κιόλας από τον δρόμο, «αλλά πρέπει να περιμένεις εδώ πολύ. Λοιπόν, θα πάω μαζί σου στο σπίτι, ξέρεις; Θα πρέπει επίσης να πω στον πατέρα σου πώς να κτίσει ένα σπιτάκι για τα κουτάβια. Πρέπει να το μάθεις.»

— «Ναι,» φώναξε ο Γιούργκεν. «Περιμένω. Πρέπει ακόμα να προσέχω μέχρι να βραδιάσει. Θα περιμένω σίγουρα.» Και φώναξε: «Έχομε και σανίδια στο σπίτι, σανίδια από κιβώτια,» φώναξε.

Αλλά αυτό δεν το άκουσε πια ο άντρας. Έτρεχε με τα στραβά του πόδια στον ήλιο που ήταν ακόμη κόκκινος από το απόγευμα ενώ ο Γιούργκεν μπορούσε να βλέπει αυτόν τον ήλιο μέσα από τα πόδια που ήταν τόσο στραβά! Και το καλάθι σείονταν τρελά από εδώ και από εκεί. Μέσα υπήρχε η τροφή των κουταβιών. Πράσινη τροφή που κάπως είχε γίνει γκρίζα από τα σκουπίδια.

μτφ. Σούλα Νικολοπούλου

[πηγή: περ. Ευθύνη, 246 (1992) 311-313]

εικόνα