2η ΣKHNH, ΣT. 1779-1812 |
|
|
ΘΕO. |
Αχ! ο δυστυχισμένος, μιας γυναίκας |
|
H Αντιδραση
του Θεοκλυμενου –
H Επεμβαση
του Υπηρετη
|
|
οι πονηριές να με γελάσουν.1 Πάει ο γάμος.
Το πλοίο αν θα μπορούσα να προφτάσω,
γοργά τους ξένους θα ’πιανα· όμως τώρα
θα εκδικηθώ σκληρά τη Θεονόη,
που, ενώ έβλεπε η προδότρα στο παλάτι |
1780 |
|
το Μενέλαο, δε μου το ’πε.2 Άλλον κανένα
δε θα γελάσει πια με τους χρησμούς της. |
1785 |
YΠΗΡΕΤΗΣ3 |
Αφέντη μου, πού πας; Ποιον θα σκοτώσεις; |
|
ΘΕO. |
Όπου το δίκιο θέλει· εσύ τραβήξου. |
|
YΠH. |
Τρανό κακό λογιάζεις· δε σ’ αφήνω.4 |
|
|
ΘΕO. |
Προστάζεις τον αφέντη εσύ, ένας σκλάβος ; |
1790 |
|
YΠH. |
Ναι, γιατί σκέψη έχω σωστή.5 |
|
|
ΘΕO. |
Σωστή δεν είναι, αν δε μ’ αφήσεις ...6 |
|
|
YΠH. |
Δε θα σ’ αφήσω.7 |
|
|
ΘΕO. |
Nα θανατώσω μια αδερφή κακούργα. |
|
|
YΠH. |
Μεγάλη η ευσέβειά της. |
1795 |
|
ΘΕO. |
Με πρόδωσε. |
|
|
YΠH. |
Για το καλό σου, δίκαια έχει πράξει. |
|
|
ΘΕO. |
Το ταίρι μου να δώσει σ’ άλλον άντρα; |
|
|
YΠH. |
Σ’ εκείνον που του ανήκει.8 |
|
|
ΘΕO. |
Δικαίωμα στη γυναίκα μου ποιος έχει; |
1800 |
|
YΠH. |
Αυτός που την επήρε απ’ το γονιό της. |
|
|
ΘΕO. |
Μα εμένα μου τη χάρισεν η τύχη. |
|
|
YΠH. |
Η δικαιοσύνη ωστόσο σου την πήρε. |
|
|
ΘΕO. |
Δικός μου δικαστής εσύ θα γίνεις; |
|
|
YΠH. |
Αν όμως σου μιλάω μυαλωμένα; |
1805 |
|
ΘΕO. |
Λοιπόν θα με προστάζουν, δεν προστάζω; |
|
|
YΠH. |
Για τ’ άδικο όχι, μόνο για το δίκιο. |
|
|
ΘΕO. |
Φαίνεται θέλεις να πεθάνεις. |
|
|
YΠH. |
Ναι, σκότωσέ με, αλλά την αδελφή σου |
|
|
|
δε θα σ’ αφήσω να τη σφάξεις. Είναι
για τον καλό το σκλάβο η πιο μεγάλη
δόξα, να τον σκοτώσουν οι αφέντες. |
1810 |
|
- O Θεοκλύµενος αισθάνεται την ντροπή µεγαλύτερη, αφού τον κορόιδεψε µια γυναίκα.
- Η οργή του Θεοκλύµενου είναι µεγάλη, γιατί, όπως έχουµε πληροφορηθεί από την ίδια τη Θεονόη (στ. 983-984), ο Θεοκλύµενος της είχε αναθέσει να του ανακοινώσει την άφιξη του Μενέλαου στην Αίγυπτο.
- Μερικοί µελετητές πιστεύουν ότι ο Θεοκλύµενος δε συνοµιλεί µε τον Yπηρέτη αλλά µε την Kορυφαία του Χορού. Ωστόσο, ο Θεοκλύµενος µάλλον φαίνεται να απευθύνεται σε άτοµο αρσενικού γένους. Eπιπλέον είναι πιο φυσικό, καθώς ορµάει εξαγριωµένος στα δώµατα της αδελφής του για να τη σκοτώσει, να εµποδίζεται από τον υπηρέτη της (θεράποντα).
- Στο πρωτότυπο οὐκ ἀφήσοµαι πέπλων. Φαίνεται λοιπόν ότι ο υπηρέτης κρατάει από τα ρούχα το βασιλιά (σκηνοθετικός δείκτης), πράξη πρωτοφανής για ένα δούλο, γι’ αυτό και η µεγάλη κατάπληξη του Θεοκλύµενου.
- Για το δούλο, αυτό που µετράει δεν είναι η κοινωνική θέση αλλά η σωστή γνώµη, άποψη που θυµίζει αντίστοιχες των σοφιστών του 5ου αι. π.Χ.
- Για το Θεοκλύµενο αντίθετα, σωστή σκέψη για ένα δούλο είναι η τυφλή υποταγή στη θέληση του αφέντη.
- Η µορφή του κειµένου απηχεί τα συναισθήµατα των προσώπων που διαλέγονται [Θεοκλύµενος – Υπηρέτης]. ∆έκα από τους είκοσι ένα στίχους παρουσιάζουν το φαινόµενο της αντιλαβής.
- Η συζήτηση σχετικά µε το δικαίωµα της ιδιοκτησίας, σε ποιον δηλαδή «ανήκει» η Ελένη, προσδίδει στο διάλογο νοµική χροιά, στοιχείο που άρεσε πολύ στους θεατές.
|
H αφήγηση του Aγγελιαφόρου ολοκληρώθηκε. Tα νέα φαίνεται να εξοργίζουν το Θεοκλύμενο.
- Στη σκηνή εκτυλίσσεται μια έντονη λογομαχία.
- Ας γίνουμε για λίγο σκηνοθέτες. Τι θα προτιμούσες; Mια απλή λεκτική αντιπαράθεση ή μια σύγκρουση με χειρονομίες και απειλητικές
κινήσεις;
- Το κείμενο πού μας οδηγεί;
|
- O Yπηρέτης εμποδίζει το Θεοκλύμενο να ξεσπάσει την οργή του εναντίον της αδελφής του. Ας ακούσουμε το διάλογό τους.
- Ποια τα επιχειρήματα του ενός, ποια του άλλου;
- Ακούμε πολλές φορές τη λέξη «δίκαιο». Πώς το εννοεί ο καθένας τους;
- Eσύ; Tι θα θεωρούσες δίκαιο σε αυτή την περίπτωση;
- Ο άνθρωπος που αντιστέκεται με σθένος στο βασιλιά Θεοκλύμενο δεν είναι παρά ένας από τους δούλους του.
- Σε παραξενεύει η ιδέα ένας δούλος να αντιστέκεται στον αφέντη του;
- Τι εντύπωση θα έκανε στους θεατές;
|
Yπηρέτης – Θεοκλύμενος (K. Ίτσιος – Δ. Bάγιας, K.Θ.B.E., 1982, σκην. A. Bουτσινάς) |
|
|
|
Ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα της εποχής του Ευριπίδη ήταν το πρόβλημα της δουλείας. Μέσα στη δουλεία οι άνθρωποι όχι μόνο
καταπιέζονταν και γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά κι έχαναν σαν άνθρωποι και την προσωπικότητά τους. Γι' αυτό και
ο Ευριπίδης όχι μόνο δεν έμεινε αδιάφορος μπροστά στο θεσμό της δουλείας, που με τόλμη τον καταδίκασε σαν ξεπερασμένο, αλλά
και πολλές φορές εκδήλωνε στα έργα του τη συμπάθειά του για τους δούλους και συχνά το θαυμασμό του για τις αρετές που κατόρθωσαν
να διαφυλάξουν. [...] Γι' αυτό και παρουσιάζει στα έργα του δούλους ή δούλες σαν τις πιο πιστές παραμάνες είτε σαν τίμιους
και αφοσιωμένους βοσκούς, σαν πιστούς φίλους που διακρίνονται για τις αρετές τους και τις πνευματικές τους ικανότητες [...].
Φτάνει μάλιστα και ως τα άκρα και βάζει στα χείλη δούλων τέτοιες αντιλήψεις και γνώμες που συνηθίσαμε να συναντάμε στους φιλοσόφους.
Σ. Ζορμπαλάς
(Aπό το Σ. Zορμπαλάς, O ουμανισμός στο έργο του Eυριπίδη, Παπαδήμας)
|
|