Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

34ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Προεισαγωγικές παρατηρήσεις για τη σύνθεση

409. Είδαμε (§ 374) ότι στη σύνθεση βασικό στοιχείο είναι το θέμα καθενός από τα συνθετικά μέρη από τα οποία σχηματίζονται οι σύνθετες λέξεις.

Ειδικότερα στη σύνθεση παρατηρούμε τα ακόλουθα:

1) Καθένα από τα δύο συνθετικά μέρη μπορεί να είναι κλιτό ή άκλιτο μέρος του λόγου. Π.χ.

Πρώτο συνθετικό κλιτό: (λόγος + γράφω) λογογράφος

Πρώτο συνθετικό άκλιτο: (ὑπὲρ + μέγεθος) ὑπερμεγέθης

Δεύτερο συνθετικό κλιτό: (σὺν + γράφω) συγγράφω

Δεύτερο συνθετικό άκλιτο: (ὑπὲρ + ἄνω) ὑπεράνω.

2) Όταν το α΄ συνθετικό είναι όνομα πρωτόκλιτο ή δευτερόκλιτο, τότε ο χαρακτήρας του κανονικά αποβάλλεται εμπρός από το αρχικό φωνήεν του β΄ συνθετικού: (κιθάρα + ᾄδω) κιθαρῳδός· (στρατός, θ. στρατο- + ἄρχω) στρατάρχης.

Αν όμως το β΄ συνθετικό άρχιζε άλλοτε από Ϝ ή σ, τότε ή φυλάγονται τα δύο φωνήεντα ή συναιρούνται ή αποβάλλεται το τελικό φωνήεν του α΄ συνθετικού. Π.χ.

α) φυλάγονται τα δύο φωνήεντα: (ἀγαθὸ-ς + Ϝέργον, ἔργον) ἀγαθοεργός·

β) συναιρούνται: (κακὸς + Ϝέργον, ἔργον) κακοῦργος· (ξίφος + Ϝέλκω) ξιφουλκός· (κλῆρο-ς + σέχω) κληροῦχος·

γ) αποβάλλεται το τελικό φωνήεν του α΄ συνθ.: (αἰχμὴ + Ϝαλωτός, Ϝαλίσκομαι) αἰχμ-άλωτος· (ἡνία + σέχω) ἡνίοχος.

3)   Όταν το αρχικό φωνήεν του β΄ συνθετικού είναι βραχύχρονο (ᾰ, ε, ο), τότε κανονικά εκτείνεται: (στρατὸς + ἄγω) στρατ-ηγός· (ἅρμα, γεν. ἅρματος + ἐλαύνω) ἁρματ-ηλάτης· (λόχος + ἄγω) λοχ-ᾱγός· (στερητ. α + ὁμαλός) ἀνώμαλος.

Δεν εκτείνεται όμως το αρχικό φωνήεν του β΄ συνθετικού, αν εμπρός απ’ αυτό υπήρχε άλλοτεϜ ή σ: (αἰχμὴ + Ϝαλωτὸς - Ϝαλίσκομαι) αἰχμάλωτος· (ἡνία + σέχω) ἡνίοχος. Επίσης δεν εκτείνεται, αν είναι θέσει μακρόχρονο: (ναῦ-ς + ἄρχω) ναύ-αρχος· (αὐτός + ἀρκέω) αὐτ-άρκης.

 

Α΄ Πρώτο συνθετικό

1. Κλιτό ως πρώτο συνθετικό

α) Ουσιαστικό

410. Όταν το πρώτο συνθετικό είναι ουσιαστικό, κανονικά μένει το θέμα του αμετάβλητο, ιδίως όταν το ουσιαστικό είναι δευτερόκλιτο: (ἀγγελία + φέρω) ἀγγελια-φόρος· (ἀγορὰ + νέμω) ἀγορα-νόμος· (νίκη + φέρω) νικη-φόρος· (λόγος + γράφω) λογο-γράφος· (ξύλον + κόπτω) ξυλο- κόπος· (λεώς + φέρω) λεω-φόρος· (ναῦς + μάχομαι) ναυ-μάχος· (ἄστυ + γείτων) ἀστυ-γείτων· (παῖς, γεν. παιδ-ός + ἄγω) παιδ-αγωγός· (σέλας + φέρω) σελασ-φόρος· (τέλος, θ. τελεσ- + φέρω) τελεσ-φόρος κ.ά.

411. Πολλών όμως ουσιαστικών το θέμα μετασχηματίζεται:

1)   Το θέμα πολλών πρωτόκλιτων και τριτόκλιτων ουσιαστικών μετασχηματίζεται και λήγει σε -ο από αναλογία προς τα δευτερόκλιτα: (ἅμαξα + πήγνυ-μι) ἁμαξο-πηγός· (ὕλη + τέμνω) ὑλο-τόμος· (ἀκτίς, γεν. ἀκτῖν-ος + βάλλω, θ. βαλ-, βολ-) ἀκτινο-βόλος· (ἀνδριάς, γεν. ἀνδριάντ-ος + ποιῶ) ἀνδριαντο-ποιός· έτσι και: ἰχθυο-τρόφος, κρεο-φάγος, παιδο-νόμος κ.ά.

2)   Το θέμα μερικών δευτερόκλιτων και τριτόκλιτων ουσιαστικών μετασχηματίζεται και λήγει σε ή από αναλογία προς τα πρωτόκλιτα: (βιβλίον + γράφω) βιβλια-γράφος· (ἔλαφος + βάλλω) ἐλαφη-βόλος· (θάνατος + φέρω) θανατη-φόρος· (λαμπάς, γεν. λαμπάδ-ος + φέρω) λαμπαδη-φόρος.

412. Όταν το α΄ συνθετικό είναι όνομα διπλόθεμο της γ' κλίσης σε -ις (γεν. -εως), παίρνεται το θέμα που λήγει σε -ι: λεξι-θήρας· ὀφι-ό-δηκτος· πολι-οῦχος· ταξί-αρχος· φυσι-ο-λόγος κ.ά.

413. Όταν το α΄ συνθετικό είναι ουδέτερο τριτόκλιτο σε -μα (γεν. -ματος), το θέμα ή μένει ολόκληρο ή αποβάλλει τους δύο τελευταίους φθόγγους -ατ-: (ἅρμα, ἅρματ-ος) ἁρματ-ηλάτης· αλλά: ἁρμ-άμαξα·

(αἷμα, αἵματ-ος) αἱματ-ο-σταγής· αλλά: αἱμ-ο-βόρος·

(σῶμα, σώματ-ος) σωματ-ο-φύλαξ· αλλά: σωμ-ασκῶ κ.ά.

414. Μερικά ουσιαστικά, όταν είναι πρώτα συνθετικά, παρουσιάζονται με διπλό ή τριπλό θέμα. Π.χ.

ὕδωρ

α) ὑδατο-: ὑδατο-ειδής, ὑδατο-τρεφὴς

β) ὑδρ(ο)-: ὑδρ-αγωγός, ὑδρο-πότης

φρέαρ

α) φρεατ(ο)-: φρεατ-ορύκτης, φρεατο-τύμπανον (= μαγκανοπήγαδο)

β) φρε-: φρε-άντλης, φρε-ωρύχος

μέλι

α) μελιτο-: μελιτο-ειδής, μελιτο-πώλης

β) μελι-: μελί-γλωσσος, μελι-ηδής (= μέλι + ἡδύς)

πῦρ

α) πυρ-: πυρ-φόρος

β) πυρο-: πυρο-ειδής, πυρό-μαντις

γ) πυρι-: πυρί-καυστος, πυρι-φλεγής (βλ. § 428)

γῆ

α) γη-: γη-γενής, γή-λοφος, γή-πεδον

β) γεω-: γεω-γράφος, γεω-δαίτης (γῆ + δαίω), γεώ-λοφος (= γήλοφος), γεω-μέτρης, γεωργός (γῆ + Ϝέργον, ἔργον).

 

β) Επίθετο

415. Όταν το α΄ συνθετικό είναι επίθετο, κανονικά το σύνθετο σχηματίζεται από το θέμα του αρσενικού, ακόμη και αν το β΄ συνθετικό ή η όλη σύνθετη λέξη είναι γένους θηλυκού ή ουδετέρου: (ἄκρα + πόλις) ἀκρό-πολις· (θερμαὶ + πύλαι) Θερμο-πύλαι· (χίλια + τάλαντα) χιλιο-τάλαντος.

416. Όταν το α΄ συνθετικό είναι επίθετο διπλόθεμο της γ΄ κλίσης σε -υς (γεν.-εος), το σύνθετο σχηματίζεται από το θέμα που λήγει σε -υ: βαρυ-άλγητος, βαρύ-θυμος, βραδύ-πους, δασύ-μαλλος, εὐθύ-γραμμος, ὀξύ-θυμος, ταχύ-πτερος κ.ά.

417. α) Από τα κλιτά απόλυτα αριθμητικά επίθετα τα τέσσερα πρώτα, δηλ. τα εἷς, δύο, τρεῖς, τέσσαρες, ως πρώτα συνθετικά, γίνονται μον(ο)-, δι-, τρι-, τετρα-, ενώ τα λοιπά κρατούν το θέμα τους: μονό-χειρ, μον-όφθαλμος, δι-ώβολον, τρί-μηνος, τετρά-πηχυς· διακοσιο-μέδιμνος, πεντακοσι-άρχης, χιλιο-τάλαντος κτλ.

β) Τα άκλιτα απόλυτα αριθμητικά επίθετα, ως πρώτα συνθετικά, ή μένουν αμετάβλητα (και παθαίνουν μόνο τις κανονικές φθογγικές παθήσεις) ή μετασχηματίζονται και λήγουν σε (κατά το ἑπτά, ἐννέα, δέκα, τριάκοντα κτλ.): πεντε-τάλαντος, πεντ-ώβολον, πενθ-ήμερον, ἑξ-έτης, ὀκτώ-πους (= που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οχτώ πόδια), εἰκοσί-πηχυς, ἑκατόγ-χειρ, ἑκατόμ-πους· αλλά και: πεντά-δραχμον, ἑξά-μηνος, ὀκτά-πους (= που έχει οχτώ πόδια), εἰκοσά-πηχυς, ἑκατοντα-ετὴς ή -έτης κτλ.

 

γ) Ρήμα

418. Όταν το α΄ συνθετικό είναι ρήμα, το σύνθετο σχηματίζεται από το ρηματικό θέμα ή από το χρονικό (κανονικά του ενεργητ. αορίστου ή του μέλλοντα). Το θέμα αυτό κατά τη σύνθεση:

α) μένει αμετάβλητο, αν το β΄ συνθετικό αρχίζει από φωνήεν: ἐχ-έγγυον, φθιν-όπωρον· ῥίψ-ασπις, λειψ-ανδρία, σεισ-άχθεια, ῥαψ-ῳδός·

β) μετασχηματίζεται και παίρνει το φωνήεν ε ή ι ή ο στο τέλος, αν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο: ἐχ-έ-φρων, ἐχ-έ-μυθος, χαιρ-έ-κακος· ἀρχ-ι-τέκτων, ἀνεξ-ί-κακος, μνησ-ί-κακος, κρυψ-ί-νους· μειξ-ο-βάρβαρος, στρεψ-ό-δικος, φυγ-ό-πονος.

419. Όταν το α΄ συνθετικό είναι ρήμα συνηρημένο σε -έω, τότε εμπρός από φωνήεν ο χαρακτήρας του θέματός του αποβάλλεται, ενώ εμπρός από σύμφωνο, στη θέση του χαρακτήρα ε, το θέμα παίρνει το φωνήεν ο:

(φιλέω -ῶ, θ. φιλε-): φιλ-άνθρωπος· αλλά: φιλό-τιμος

(μισέω -ῶ, θ. μισε-): μισ-άνθρωπος· μισ-άνθρωπος· αλλά:μισο-τύραννος.

 

2. Άκλιτο ως πρώτο συνθετικό

α) Επίρρημα

420. Τα επιρρήματα ως πρώτα συνθετικά:

α) μένουν αμετάβλητα (ή παθαίνουν μόνο τις κανονικές φθογγικές μεταβολές):

(ἄγχι = κοντά) ἀγχί-αλος που είναι κοντά στη θάλασσα), ἀγχί-νους (= συνετός, μυαλωμένος)·

(ἀεὶ = πάντοτε) ἀει-θαλής, ἀει-κίνητος, ἀεί-μνηστος·

(ἄνω, κάτω, χαμαὶ κτλ.) ἀνω-φερής, κατω-φερής, χαμαί-ζηλος, χαμ-ερπής·

(δίς, τρίς κτλ.) δισ-μύριοι, τρισ-μύριοι κτλ.

(εὖ = καλά) εὐ-γενής, εὔ-ελπις, εὐ-τυχὴς κτλ.

(πάλιν) παλιν-ῳδία, παλιγ-γενεσία, παλίρ-ροια (βλ. § 70, 5 και § 68, 5)·

β) μετασχηματίζονται εμπρός από σύμφωνο και λήγουν σε ε ή ι ή ο (από αναλογία προς τα κλιτά):

(ἄγχι) ἀγχέ-μαχος· (ὀψὲ) ὀψι-μαθής· (ὄπισθεν) ὀπισθό-δομος· (δίχα) διχό-βουλος· (ὁμοῦ) ὁμο-γάστριος, ὁμό-γλωττος, ὁμο-εθνὴς κτλ.

 

β) Πρόθεση

421. Οι κύριες προθέσεις ως πρώτα συνθετικά ή μένουν αμετάβλητες ή παθαίνουν τις κανονικές φθογγικές παθήσεις (έκθλιψη, συναίρεση, τροπή ή αποβολή συμφώνων κτλ.) και:

α) όταν το β΄ συνθετικό είναι ρήμα, έχουν κανονικά επιρρηματική σημασία: ἀν-άγω (= φέρνω επάνω), εἰσ-άγω (= φέρνω μέσα), ἐξ-άγω (= φέρνω έξω), κατ-έρχομαι (= έρχομαι κάτω, κατεβαίνω), καθ-ορῶ (= βλέπω προς τα κάτω ή βλέπω καλά, καθαρά), συμ-μένω (= μένω μαζί), συ-ζῶ (= ζω μαζί)·

β) όταν το β΄ συνθετικό είναι όνομα, άλλοτε έχουν επιρρηματική σημασία, όπως ἀμφι-θάλασσος (= αυτός που έχει και από τα δύο μέρη θάλασσα), ὑπό-στεγος (= αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη), σύν-τροφος (συν + τροφή) και άλλοτε έχουν απλή προθετική σημασία, όπως ἔν-δοξος (= «ὁ ἐν δόξῃ», φημισμένος), ἔλ-λογος (= «ὁ ἐν λόγῳ», λογικός), παρά-λογος (= «ὁ παρὰ λόγον», ο μη λογικός), ὑπό-δικος (= «ὁ ὑπὸ δίκην»).

 

γ) Αχώριστο μόριο

422. Τα αχώριστα μόρια όπως είδαμε (§ 370, 7), δε λέγονται ποτέ μόνα τους παρά συνηθίζονται μόνο στη σύνθεση ως πρώτα συνθετικά και έχουν επιρρηματική σημασία (πβ. τα νεοελλ. ξε-: ξε-γράφω, ξεκουράζω κτλ.).

423. Συνηθισμένα αχώριστα μόρια της αρχαίας είναι τα ακόλουθα:

α΄) Το στερητικό ἀ-, που σημαίνει στέρηση ή άρνηση εκείνου που δηλώνει το β΄ συνθετικό (ἄ-καρπος, ἄ-υλος, ἄ-γνωστος, ἄ-δηλος, ἄ-γραπτος).

Το στερητ. ἀ- εμπρός από φωνήεν συνήθως γίνεται ἀν- (ἀν-άξιος, ἄν-ανδρος, ἀν-ίκανος, ἀν-ώμαλος) ή μένει ἀ-, αν το β΄ συνθετικό άρχιζε άλλοτε από Ϝ ή σ (ἄ-Ϝοπλος - ἄ-οπλος· ἀ-Ϝόρατος - ἀ-όρατος· ἀ-Ϝήττητος - ἀ-ήττητος· ἄ-Ϝωρος - ἄ-ωρος· ἄ-συπνος - ἄ-υπνος· έτσι και με συναίρεση: ἄκων από το ἀ-Ϝέκων, ἀ-έκων· ἀργὸς από το -Fεργός, ἀ-εργός).

β΄) Το επιτατικό ἀ-, που επιτείνει την έννοια του β΄ συνθετικού: (ἀ + τείνω) ἀ-τενής (= πολύ τεντωμένος)· ( + θ. χαν- του ἔ-χαν-ον, αόρ. β' του χάσκω) ἀ-χαν-ὴς (= που χάσκει πολύ, πολύ ανοιχτός).

γ΄) Το άθροιστικό ἀ-, που σημαίνει άθροιση ή έχει την έννοια του “μαζί”· αυτό αρχικά είχε δασεία: ἅ-πας, ἁ-πλοῦς κτλ., αλλά η δασεία αποσιωπήθηκε πρώτα στις λέξεις που είχαν δασύπνοο σύμφωνο (ἀ-δελφός, ἀ-κόλουθος, κτλ.), και αργότερα από αναλογία και σε άλλες λέξεις.

δ΄) Το στερητικό νη-, που σημαίνει ό,τι και το στερητικό ἀ-, αλλά είναι πιο σπάνιο: (νη + ποινή) νήποινος, νηποινεὶ (= ατιμώρητα), νηνεμία (με συναίρεση από το νη + ἄνεμος = έλλειψη ανέμων), νωδός (με συναίρ. από το νη + ὀδοὺς = που δεν έχει δόντια)· νη-πενθὴς (= που δεν πενθεί).

ε΄) Τα επιτατικά ἀρι-, ἐρι-, ζα-, που σημαίνουν ό,τι και το επιτατικό ἀ-: ἀρί-δηλος (= πολύ φανερός), ἀρι-ζήλωτος (= πολύ ζηλωτός, αξιοζήλευτος), ἐρί-τιμος (= πολύτιμος), ζά-πλουτος (= πολύ πλούσιος).

Ϛ΄) Το δυσ-, που έχει την έννοια του κακός, ή του δύσκολος (αντίθετο του εὖ): δύσ-μορφος (= που έχει κακή μορφή, άσχημος), δυσ-τυχὴς (= κακότυχος), δύσ-βατος (= δυσκολοδιάβατος), δύσ-λυτος (= που λύνεται δύσκολα) κτλ.

ζ΄) Το ἡμι- (από το οποίο το επίθετο ἥμισυς = μισός): ἡμι-θανής, ἡμί- θεος κτλ.

 

Β΄ Δεύτερο συνθετικό

1. Κλιτό ως δεύτερο συνθετικό

α) Ουσιαστικό

424. Όταν το β΄ συνθετικό είναι ουσιαστικό, η σύνθετη λέξη μπορεί να είναι ή ουσιαστικό και αυτή (π.χ. ἑλληνο-ταμίας) ή επίθετο (π.χ. πολυ-μήχανος).

1)   Όταν το β΄ συνθετικό είναι ουσιαστικό και η σύνθετη λέξη είναι και αυτή ουσιαστικό, τότε το β΄ συνθετικό συνήθως μένει αμετάβλητο: ἑλληνο-ταμίας, πρωτ-αγωνιστής, ἁρμ-άμαξα, κατα-δίκη· ἡμί-θεος, τραγ-έλαφος, ἀμφι-θέατρον· ἱερό-μαντις, χαμαι-λέων, ἀκρό-πολις.

2)   Όταν το β΄ συνθετικό είναι ουσιαστικό και η σύνθετη λέξη είναι επίθετο, τότε το β΄ συνθετικό:

α) μένει αμετάβλητο, αν η σύνθετη λέξη παίρνει μορφή επιθέτου (δικατάληκτου ή μονοκατάληκτου): ἀ-θάνατος, ἄ-καρπος, ἀ-χίτων, εὐ-δαίμων, εὔ-θυμος, πάν-δημος, πολύ-τροπος· ῥίψ-ασπις, ἄ-παις, μακρό-χειρ κ.ά.

β) μετασχηματίζεται κατά τα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος ή -ιος ή κατά τα τριτόκλιτα σε -ης, -ων:

σε -ος, δικατάλ.:

(ἡμέρα) ἐφ-ήμερος, (ἀρχὴ) ἄν-αρχος, (νεφέλη) ἀ-νέφελος, (αἷμα) ὅμ-αιμος, (σῶμα) ἀ-σώματος κ.ά.

σε -ιος:

(θάλαττα) ἐπι-θαλάττιος, (φυλὴ) ἐμ-φύλιος, (οὐρανὸς) ἐπ-ουράνιος, (χθών, γεν. χθον-ὸς) ὑπο-χθόνιος, (νὺξ) παν-νύχιος κ.ά.

σε -ης, γεν. -ους,

δικατάλ.:

(βάθος) ἀ-βαθής, (βάρος) ἀ-βαρής, ἰσο-βαρής, (πλάτος) ἀ-πλατής, ἰσο-πλατής, (τέλος) εὐ-τελής, πολυ-τελής, (μέγεθος) εὐ-μεγέθης κ.ά.

σε -ων, γεν. -ονος,

δικατάλ.:

(γνώμη) εὐ-γνώμων, (μνήμη) ἀ-μνήμων, (κτῆμα) ἀκτήμων, (πρᾶγμα) ἀ-πράγμων, πολυ-πράγμων κ.ά.

 

β) Επίθετο

425. Το επίθετο ως β΄ συνθετικό μένει αμετάβλητο (γιατί η σύνθετη λέξη είναι και αυτή επίθετο με την ίδια κατάληξη): (βατὸς) ἄβατος, δύσ-βατος· (γνωστὸς) ἄ-γνωστος· (δῆλος) ἄ-δηλος, εὔ-δηλος· (θαυμαστὸς) ἀξιο-θαύμαστος· (ἴσος) ἄν-ισος· (καλὸς) πάγ-καλος· (μέγας) πάμ-μεγας· (ὁμαλὸς) ἀν-ώμαλος· (ποικίλος) πολυ-ποίκιλος· (σοφὸς) πάνσοφος· (συνήθης) ἀ-συνήθης κ.ά.

 

γ) Ρήμα

426. Όταν το β΄ συνθετικό είναι ρήμα, η σύνθετη λέξη μπορεί να είναι πάλι ρήμα, μπορεί όμως να είναι και όνομα ουσιαστικό ή επίθετο: (λέγω) προ-λέγω· (γράφω) λογο-γράφος· (σέβω) εὐ-σεβής.

1)   Όταν η σύνθετη λέξη είναι ρήμα:

α) Το ρήμα ως β΄ συνθετικό μένει αμετάβλητο, μόνο αν το α΄ συνθετικό είναι πρόθεση:

(γράφω) ἀντι-γράφω, δια-γράφω, περι-γράφω, συγ-γράφω κτλ.

(τρέφω) ἀνα-τρέφω, δια-τρέφω, ἐκ-τρέφω, συν-τρέφω κτλ.

(ἵστημι) ἀν-ίστημι, ἀνθ-ίστημι, συν-ίστημι, ὑφ-ίστημι κτλ.

β) Αν α΄ συνθετικό είναι άλλο μέρος του λόγου εκτός από πρόθεση, τότε συνήθως δεν σχηματίζεται σύνθετο ρήμα, αλλά παρασύνθετο σε -έω από συγγενικό σύνθετο όνομα που φανερώνει το πρόσωπο που ενεργεί:

Πρόσωπο που ενεργεί:

σύνθ. όν. καλλιγράφος (από το καλὸς + γράφω) παρασύνθ. ρ. καλλιγραφῶ·

σύνθ. όν. ζωγράφος (από το ζωὸς ή ζωὴ + γράφω) παρασύνθ. ρ. ζωγραφῶ·

σύνθ. όν. ναυμάχος (από το ναῦς + μάχομαι) παρασύνθ. ρ. ναυμαχῶ·

σύνθ. όν. ἀσεβὴς (από το ἀ- στερ. + σέβω) παρασύνθ. ρ. ἀσεβῶ κτλ. (πβ. § 430, α).

2)   Όταν με ρήμα ως β΄ συνθετικό σχηματίζεται όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο), η σύνθετη λέξη (για να έχει μορφή ονόματος) παίρνει τις καταλήξεις -ς, -ης (γεν. -ου), -ος, -ης (γεν. -ους), -της, -τωρ:

(θηρά-ω -ῶ) ὀρνιθο-θήρα-ς· (νικά-ω -ῶ) ὀλυμπιο-νίκη-ς· (μετρέ-ω -ῶ) γεω-μέτρη-ς· (ὠνέ-ομαι –οῦμαι) τελ-ώνη-ς· (γιγνώ-σκ-ω) ἀ-γνώ-ς, γεν. ἀγνῶτ-ος (= άγνωστος ή εκείνος που αγνοεί)· (θνῄσκω, θ. θνη-) ἡμι-θνή-ς, γεν. ἡμι-θνῆτ-ος (= μισοπεθαμένος)· (φυλάττω, θ. φυλακ-, νυκτο-φύλακ-ς) νυκτοφύλαξ κ.ά.

-ης

α΄ κλίσ.: (ἄρχ-ω) κωμ-άρχ-ης, σχολ-άρχ-ης· (δέφ-ω = κατεργάζομαι· μέλλ. δέψω) βυρσο-δέψ-ης· (πέτ-ομαι) ὑψι-πέτ-ης κ.ά.

-ος

β΄ κλίσ.: (γράφ-ω) καλλι-γράφ-ος, λογο-γράφ-ος, ζω-γράφ-ος (από το ζωὸς ή ζωὴ + γράφω(ἄρχ-ω) γυμνασί-αρχ-ος, ταξί-αρχος· (πήγ-νυ-μι) ναυ-πηγ-ὸς κ.ά.

-ὴς

γεν. -οῦς, επίθ. γ΄ κλίσ.: (μανθάνω, θ. μαθ-) ἀ-μαθ-ής, εὐ-μαθ-ής, πολυ-μαθ-ής· (πείθ-ομαι) ἀ-πειθ-ής, εύ-πειθ-ής· (πίπτω, θ. πετ-) γονυ-πετ-ής· (σέβ-ω) ἀ-σεβ-ής, εὐ-σεβ-ής· (στάζω, θ. σταγ-) αἱμο-σταγ-ὴς ή αἱματο-σταγ-ὴς κ.ά.

-της

α΄ κλίσ.: (δί-δωμι, θ.δο-) ἐργο-δό-της· (ἐλαύνω, θ. ἐλα-) ἁρματ-ηλά-της (βλ. § 409, 3),ἰχν-ηλά-της, στρατ-ηλά-της· (ἡγέ-ομαι -οῦμαι) ἀρχ-ηγέ-της· (τίθημι, θ.θε-) νομο-θέτης κ.ά.

-(τ)ωρ

γεν. -τορος: (δαμάζω) παν-δαμά-τωρ· (κρατέ-ω -ῶ) θαλαττοκράτ-ωρ κ.ά.

 

2. Άκλιτο ως δεύτερο συνθετικό

427. Λέξη άκλιτη ως β΄ συνθετικό μένει αμετάβλητη:

(ἅμα) σύν-αμα· (ἄνω) ὑπερ-άνω· (πάλαι) ἔκ-παλαι, πρό-παλαι· (εὖγε) ὑπέρ-ευγε· (δέκα) ἕν-δεκα κ.ά.

 

Γ΄ Νόθα σύνθετα

428. Νόθα σύνθετα λέγονται οι λέξεις που έχουν ως α΄ συνθετικό ακέραιη πτώση ονόματος και όχι απλό θέμα (βλ. § 374). Σ’ αυτά το β΄ συνθετικό ή μένει αμετάβλητο ή αλλάζει όπως στα κανονικά σύνθετα. Π.χ. (νέα + πόλις) Νεά-πολις· (ναῦς, γεν. νεὼς + οἶκος) νεώσ-οικος (= σπίτι του πλοίου, τόπος όπου φυλάγονται τα πλοία, νεώριο)· (Ἕλλης + πόντος) Ἑλλήσ-ποντος· (δόρυ, δοτ. δορὶ + κτητὸς) δορί-κτητος· (γαστήρ, δοτ. γαστρὶ + μάργος = αχόρταγος, ορμητικός) γαστρί-μαργος· (πᾶσι + γνωστὸς) πασίγνωστος· (πῦρ, δοτ. πυρὶ + φλέγω) πυρι-φλεγής· (πυρὶ + πνέω) πυρί-πνους· (πᾶσι + φαίνομαι, θ. φαν-) πασι-φανής· (νοῦν + ἔχω) νουν-εχής· (φῶς + φέρω, θ. φερ- = φορ-) φωσ-φόρος· (δόρυ + φέρω) δορυ-φόρος· (ἡ ἕως = πρωί + φέρω) ἑωσ-φόρος (= που φέρνει το πρωί, το άστρο Αυγερινός) κ.ά.

 

Δ΄ Παρασύνθετα

429. Παρασύνθετα, όπως είδαμε (§ 378), είναι οι λέξεις που παράγονται από άλλες σύνθετες λέξεις. Π.χ. από τη σύνθετη λέξη φιλό-νικος (φιλῶ + νίκη) παράγεται η παρασύνθετη φιλονικέω -ῶ· από τη σύνθετη λέξη εὐ-γενὴς παράγεται η παρασύνθετη εὐγένεια κτλ. Από τις παρασύνθετες λέξεις σχηματίζονται νέες παράγωγες λέξεις με τις γνωστές παραγωγικές καταλήξεις (πβ. § 379, 2 και 3):

(σῦκον + φαίνω, θ. φαν-, σύνθετο: συκο-φάν-της) παρασύνθετα: συκοφαντέω -ῶ και συκοφαντία·

(εὖ + δαίμων, σύνθ. εὐ-δαίμων) παρασύνθ. εὐδαιμονέω -ῶ και εὐδαιμονία κτλ.

430. Τα παρασύνθετα είναι συνήθως:

α) Ρήματα σε -έω ή και άλλα:

από το συνθ. ἀ-σθεν-ὴς (στερητ. ἀ- + σθένος) παρασύνθ. ἀσθενέω -ῶ· έτσι και: (ἀ-τυχὴς) ἀτυχῶ, (δυσ-τυχὴς) δυστυχῶ, (εὐτυχὴς) εὐτυχῶ· (δενδρο-τόμος) δενδροτομῶ, (εὐ-εργέτης) εὐεργετῶ, (ζω-γράφος) ζωγραφῶ, (καλλι-γράφος) καλλιγραφῶ, (ναυ-μάχος) ναυμαχῶ, (νυκτο-φύλαξ) νυκτοφυλακῶ, (οἰκο-δόμος) οἰκοδομῶ, (ξιφο-μάχος) ξιφομαχῶ· (δυσ- + χείρ, θ. χερ- = δυσχερής) δυσχεραίνω, (ἀ-κόλαστος) ἀκολασταίνω, (ἀ-νόητος) ἀνοηταίνω κ.ά. Πβ. § 426, 1, β.

β) Ουσιαστικά αφηρημένα ή ουσιαστικά που δηλώνουν πρόσωπο:

(ἀ-μελὴς) ἀμέλεια· (δυσ-χερὴς) δυσχέρεια· (εὐ-γενὴς) εὐγένεια· (ἐφ-ίσταμαι) ἐπιστάτης· (προ-ίσταμαι) προστάτης· (προ-δίδωμι) προδότης· (ἄτακτος) ἀταξία· (ἀντι-γράφω) ἀντιγραφή, ἀντιγραφεύς· (ἀντι-λαμβάνομαι) ἀντίληψις, ἀντιλήπτωρ κ.ά.

γ) Επίθετα ρηματικά σε -τος ή -τέος ή και άλλα:

(δια-βαίνω) διαβατός, διαβατέος· (ἀφ-αιρῶ) ἀφαιρετέος· (προ-τιμῶ) προτιμητέος· (ἐκ-λέγω) ἐκλεκτέος· (ἀπο-δέχομαι) ἀποδεκτέος· (ἀπο-δείκνυμι) ἀποδεικτέος· (ἀπο-δίδωμι) ἀποδοτέος· (δια-φαίνομαι) διαφανής· (ἐπι-φαίνομαί) ἐπιφανής· (προ-πίπτω) προπετὴς κ.ά.

431. Μερικά παρασύνθετα παράγονται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνήθως λέγονται μαζί και αποτελούν μία έννοια, αλλά δεν ενώνονται σε σύνθετη λέξη. Π.χ.

(Ἄρειος Πάγος) Ἀρεοπαγίτης (βλ. § 60, 2)· (παρά θάλασσαν) παραθαλάσσιος· (παρὰ ποταμὸν) παραποτάμιος· (Μεγάλη πόλις) Μεγαλοπολίτης· (ἀνὴρ [θ. ἀνδρ-] ἀγαθὸς) ἀνδραγαθία· (καλὸς κἀγαθὸς) καλοκαγαθία· (ἐν χειρὶ [τίθημι]) ἐγχειρίζω, (κατὰ χώραν [τίθημι]) καταχωρίζω· (μετὰ χεῖρας [ἔχω]) μεταχειρίζομαι· ([ὁ] ἀπὸ [τῶν] χειρῶν [τὸν] βίοτον [ἔχων]) ἀποχειροβίοτος κ.ά. (πβ. τα νεοελλ.: Άγιος Τάφος - Αγιοταφίτης· Βόρεια Ήπειρος - Βορειοηπειρώτης· Ερυθρός Σταυρός - ερυθροσταυρίτης· δημόσιος υπάλληλος - δημοσιοϋπαλληλικός· έξω φρενών - εξωφρενικός κ.ά.).

 

Ε΄ Τονισμός των συνθέτων

432. Όπως είδαμε (§ 39, 5), στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού, αν το επιτρέπει η λήγουσα.

Αντίθετα με τον κανόνα:

1)   Τα σύνθετα (και παρασύνθετα) ουσιαστικά σε -α, -η, -μος, -ευς, -της, -τηρ τονίζονται στη λήγουσα όπως και τα αντίστοιχα απλά: (φορὰ) μισθοφορά, ἐκδορά, προσλαλιά· (βολὴ) ἀποβολή, διακοπή, συγγραφή· (λογισμὸς) συλλογισμός, περισπασμός, συναγερμός· (βασιλεὺς) ἀντιβασιλεύς, ἀρχιερεύς, διαβολεύς· (ἀγωνιστὴς) ἀνταγωνιστής, πρωταγωνιστής, συμμαθητής κ.ά.

2)   Τα σύνθετα (και παρασύνθετα) επίθετα σε -ης (-ες) της γ΄ κλίσης που έχουν δεύτερο συνθετικό ρηματικό θέμα ή θέμα ουδετέρου σε -ος συνήθως τονίζονται στη λήγουσα: ἀμελὴς (-ές), ἐλλιπής, εὐπρεπής, θεοφιλής, συμμιγής· εὐγενής, εὐειδής, ἀβαθὴς κ.ά.

Τονίζονται όμως στην παραλήγουσα όσα λήγουν σε -αντης, -αρκης, -ηθης, -ηρης, -μηκης, -ωδης, -μεγεθης: ἀν-άντης (= ανηφορικός), ουδέτ. ἄν-αντες (το β΄ συνθετικό ἄντα, επίρρ. = απέναντι, από την πρόθ. ἀντί)· έτσι και: κατάντης (= κατηφορικός), προσάντης (= που υψώνεται απέναντι)· αὐτ-άρκης, ουδ. αὔτ-αρκες· εὐ-ήθης (= ανόητος), ουδ. εὔ-ηθες· συν-ήθης, ουδ. σύν-ηθες· ξιφ-ήρης, ουδ. -ῆρες· ποδ-ήρης, ουδ. -ῆρες· εὐ-μήκης, ουδ. εὔ-μηκες· οὐρανο-μήκης, ουδ. οὐρανό-μηκες· δυσ-ώδης, εὐ-ώδης, ουδ. -ῶδες· εὐ-μεγέθης, ουδ. εὐ-μέγεθες. Επίσης τα επίθ. ἀν-αλήθης, φιλ-αλήθης, ουδ. -άληθες κ.ά.

3)   Τα παρασύνθετα επίθ. σε -ικος που παράγονται από σύνθετα ρήματα, τονίζονται στη λήγουσα, όπως και τα απλά, και είναι τρικατάληκτα:

(ἀπο-δείκνυμι) ἀποδεικτικός, (ἐπι-τίθεμαι) ἐπιθετικός, (προ-τρέπω) προτρεπτικός, (συμβουλεύω) συμβουλευτικός κ.ά.

4) Από τα παρασύνθετα ρηματ. επίθ. σε -τος που παράγονται από ρήματα με α΄ συνθετικό πρόθεση:

α) όσα σημαίνουν κάτι που μπορεί να γίνει τονίζονται στη λήγουσα και είναι τρικατάληκτα: (ἀνέχομαι) ἀνεκτὸς (= που μπορεί να τον ανεχτεί κανείς), (διαβαίνω) διαβατός, (διαλύω) διαλυτός, (ἐξαιρῶ) ἐξαίρετος (= που μπορεί να εξαιρεθεί), (ἐπαινῶ) ἐπαινετὸς κ.ά.

β) όσα έχουν τη σημασία του παθητ. παρακειμένου τονίζονται στην προπαραλήγουσα και είναι δικατάληκτα: (διαλύω) διάλυτος, -ος, -ον (= διαλυμένος), (διαχέω) διάχυτος, (ἐξαιρῶ) ἐξαίρετος (= που έχει εξαιρεθεί, διαλεγμένος), (περιρρέω) περίρρυτος κ.ά.

5)   Τα σύνθετα ρηματ. επίθ. σε -τος, με α΄ συνθετικό αχώριστο μόριο ή άλλο μέρος του λόγου εκτός από πρόθεση τονίζονται στην προπαραλήγουσα σύμφωνα με το γενικό κανόνα για τον τονισμό των συνθέτων και είναι δικατάληκτα: (ἀ- + βατὸς) ἄβατος, -ος, -ον, (δυσ- + βατὸς) δύσβατος, (ἡμι- + βρωτὸς) ἡμίβρωτος, (θεὸς + ἐλατὸς από το ἐλαύνω) θεήλατος, (αὐτὸς + κινητὸς) αὐτοκίνητος, (ἕτερος + κινητὸς) ἑτεροκίνητος κ.ά.

6)   Τα παρασύνθετα ρηματικά επίθ. σε -τέος παράγονται από σύνθετα ρήματα με α΄ συνθετικό πρόθεση και φυλάγουν πάντα τον τόνο στην παραλήγουσα: (δια-βαίνω) διαβατέος, (ἀπο-δείκνυμι) ἀποδεικτέος, (ἀπο-δίδωμι) ἀποδοτέος, (ἐπι-τρέπω) ἐπιτρεπτέον, (κατα-βάλλω) καταβλητέον, (καθ-αιρῶ) καθαιρετέον κτλ.

7)   Από τα σύνθετα ονόμ. σε -ος της β΄ κλίσης, που το α΄ συνθετικό τους είναι θέμα ονόματος ή αντωνυμίας και το β΄ συνθετικό θέμα ρήματος:

α) όσα έχουν παθητική ή αμετάβατη σημασία προπαροξύνονται: αὐτό-γραφος (= που γράφτηκε απ’ αυτόν τον ίδιο), πρωτό-τοκος (= που γεννήθηκε πρώτος), αὐτό-μολος (= που ήρθε ο ίδιος, μόνος του), ἰσό-ρροπος (= που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη) κ.ά.

β) όσα έχουν ενεργητ. μεταβατική σημασία παροξύνονται, αν η παραλήγουσα είναι βραχύχρονη: λογο-γράφος (= που γράφει λόγους), λιθο-βόλος (= που ρίχνει πέτρες), οἰνο-χόος (= που χύνει κρασί), πρωτο-τόκος (= που γέννησε πρώτη φορά), σιτο-φάγος (= που τρώει σιτάρι) κ.ά.· οξύνονται όμως, αν η παραλήγουσα είναι φύσει ή θέσει μακρόχρονη: κυν-ηγός, ναυ-πηγός, στρατ-ηγός, παιδ-αγωγός, ἀργυρ-αμοιβός, ἱππο-βοσκός, ψυχο-πομπὸς κ.ά.

 

Στ΄ Σημασία των συνθέτων

433. Τα σύνθετα κατά τη σημασία τους χωρίζονται σε προσδιοριστικά, αντικειμενικά, κτητικά και συνδετικά ή παρατακτικά.

α) Προσδιοριστικά σύνθετα

434. Προσδιοριστικά λέγονται τα σύνθετα που το πρώτο συνθετικό τους προσδιορίζει το δεύτερο. Όταν δηλ. το σύνθετο αναλυθεί κατά τη σημασία του, το α΄ συνθετικό γίνεται προσδιορισμός του δεύτερου, ή επιρρηματικός (καθαρός επιρρηματικός ή εμπρόθετος) ή προσδιορισμός σε πτώση γενική:

επιθ. προσδιορισμός:

ἀκρόπολις (= ἄκρα πόλις), πλαγίαυλος (= πλάγιος αὐλὸς)

επιρρ. »

ὀψιμαθὴς (= ὀψὲ μαθών), παλαιγενὴς (= πάλαι γενόμενος)

εμπρόθ. »

ὀρεσίτροφος (= ἐν ὄρεσι τρεφόμενος), χειροποίητος (= διὰ χειρὸς πεποιημένος)

προσδ. με γενική:

δημοκρατία (= δήμου κράτος) θεογονία (= θεῶν γένεσις) κ.ά.

(πβ. τα νεοελλ.: κοκκινόχωμα = κόκκινο χώμα· κρυφομιλώ = μιλώ κρυφά· σιδερόφραχτος = φραγμένος με σίδερα· νεροπότηρο = ποτήρι του νερού κτλ.).

 

β) Αντικειμενικά σύνθετα

435. Αντικειμενικά λέγονται τα σύνθετα που, όταν αναλυθούν κατά τη σημασία τους, το ένα συνθετικό μέρος γίνεται αντικείμενο του άλλου:

ῥίψασπις (= ὁ ῥίπτων τὴν ἀσπίδα)· μισάνθρωπος (= ὁ μισῶν τοὺς ἀνθρώπους)· λογογράφος (= ὁ γράφων λόγους)· λιθοτόμος (= ὁ τέμνων λίθους) κ.ά. (Πβ. τα νεοελλ.: ωροδείκτης = που δείχνει την ώρα· μελισσοφάγος = πουλί που τρώει τις μέλισσες κτλ.).

 

γ) Κτητικά σύνθετα

436. Κτητικά σύνθετα λέγονται όσα φανερώνουν κτήση. Αυτά μπορούν να αναλυθούν στη μετοχή ἔχων (ή άλλη κατάλληλη) με αντικείμενο το β΄ συνθετικό και επιθετικό προσδιορισμό του το α’ συνθετικό: μακρόχειρ (= ὁ ἔχων μακρὰς χεῖρας)· κακοδαίμων (= ὁ ἔχων κακὸν δαίμονα, κακὴν τύχην)· λευκόθριξ (= ὁ ἔχων λευκὰς τρίχας)· δίδραχμον, ενν. νόμισμα (= τὸ ἔχον τιμὴν δύο δραχμῶν)· πολύ-καρπος (= ὁ ἔχων, ὁ παράγων πολλοὺς καρποὺς) κ.ά.

(Πβ. τα νεοελλ.: ξανθομάλλης = εκείνος που έχει ξανθά μαλλιά· γαλανομάτης = εκείνος που έχει γαλανά μάτια κτλ.).

 

δ) Συνδετικά ή παρατακτικά σύνθετα

437. Συνδετικά ή παρατακτικά λέγονται τα σύνθετα που σημαίνουν ό,τι και τα συνθετικά τους μέρη ενωμένα με το σύνδεσμο καί: τραγ-έλαφος (τράγος καὶ ἔλαφος)· ἰατρό-μαντις (ἰατρὸς καὶ μάντις)· γλυκύ-πικρος (γλυκὺς καὶ πικρός)· λευκο-μέλας (λευκὸς καὶ μέλας) κ.ά.