Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

17ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ

1. Βαθμοί και παραθετικά των επιθέτων

189. Η ιδιότητα ή ποιότητα που φανερώνει ένα επίθετο μπορεί να υπάρχει σε δύο ή περισσότερα όντα, αλλά σε διαφορετικό βαθμό. Για να δηλώσουν το διαφορετικό αυτό βαθμό, τα επίθετα έχουν κανονικά ξεχωριστούς τύπους (μονολεκτικούς ή περιφραστικούς) που λέγονται βαθμοί των επιθέτων: σοφός μὲν Σοφοκλῆς, σοφώτερος δ' Εὐριπίδης, ἀνδρῶν δ' ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτηςφίλος, μᾶλλον φίλος, μάλιστα φίλος.

190. Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις:

1) Όταν το επίθετο φανερώνει απλώς μια ιδιότητα ή ποιότητα ενός όντος, χωρίς σύγκριση προς άλλο, λέγεται επίθετο θετικού βαθμού ή απλώς θετικό: ὁ δίκαιος ἀνήρ.

2) Όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς ένα άλλο ή προς πολλά άλλα που λογαριάζονται σαν ένα, λέγεται επίθετο συγκριτικού βαθμού, ή απλώς συγκριτικό: οὗτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου – χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων.

3) Όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα του ίδιου είδους, λέγεται επίθετο υπερθετικού βαθμού ή απλώς υπερθετικό· και:

α) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λέγεται υπερθετικό απόλυτο: οὗτός ἐστι δικαιότατος·

β) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί λέγεται υπερθετικό σχετικό: Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων.

191. Το συγκριτικό και το υπερθετικό ενός επιθέτου μαζί λέγονται μ' ένα όνομα παραθετικά του επιθέτου.

192. Όπως στη νέα ελληνική, έτσι και στην αρχαία, τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται ή με μία λέξη (και τότε λέγονται μονολεκτικά) ή με δύο λέξεις (και τότε λέγονται περιφραστικά).

 

2. Κανονικός σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών

193. Τα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, σχηματίζονται κανονικά από το θετικό, αφού στο θέμα (του αρσεν. γένους) προστεθούν ορισμένες καταλήξεις που λέγονται παραθετικές καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι:

για το συγκριτικό: -τερος, -τέρα, -τερον·

για το υπερθετικό: -τατος, -τάτη, -τατον.

Έτσι τα παραθετικά που σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι δευτερόκλιτα επίθετα, τρικατάληκτα με τρία γένη. Π.χ.

πτωχὸς

(θ. πτωχο-)

συγκρ.

πτωχό-τερος,

πτωχο-τέρα,

πτωχό-τερον

υπερθ.

πτωχό-τατος,

πτωχο-τάτη,

πτωχό-τατον

βαρὺς

(θ. βαρυ-)

συγκρ.

βαρύ-τερος,

βαρυ-τέρα,

βαρύ-τερον

υπερθ.

βαρύ-τατος,

βαρυ-τάτη,

βαρύ-τατον

ἀληθὴς

(θ. ἀληθεσ-)

συγκρ.

ἀληθέσ-τερος,

ἀληθεσ-τέρα,

ἀληθέσ-τερον

υπερθ.

ἀληθέσ-τατος,

ἀληθεσ-τάτη,

ἀληθέσ-τατον

μέλας

(θ. μελαν-)

συγκρ.

μελάν-τερος,

μελαν-τέρα,

μελάν-τερον

υπερθ.

μελάν-τατος,

μελαν-τάτη,

μελάν-τατον

χαρίεις

(θ. χαριετ-)

συγκρ.

χαριέσ-τερος,

χαριεσ-τέρα,

χαριέσ-τερον

(πβ. § 173 καί § 70, 3)

υπερθ.

χαριέσ-τατος,

χαριεσ-τάτη,

χαριέσ-τατον

ἄχαρις

(θ. ἀχαριτ-)

συγκρ.

ἀχαρίσ-τερος,

ἀχαρισ-τέρα,

ἀχαρίσ-τερον

(πβ. § 70, 3)

υπερθ.

ἀχαρίσ-τατος,

ἀχαρισ-τάτη,

ἀχαρίσ-τατον

 

3. Τα παραθετικά σε -ότερος, -ότατος και -ώτερος, -ώτατος

194. Τα παραθετικά των δευτερόκλιτων επιθέτων διατηρούν το χαρακτήρα του θετικού ο, αν προηγείται συλλαβή φύσει ή θέσει μακρόχρονη (βλ. § 33)· τον εκτείνουν σε ω, αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη:

ξηρός

ξηρό-τερος

ξηρότατος

πτωχός

πτωχό-τερος

πτωχό-τατος

γενναῖος

γενναιό-τερος

γενναιό-τατος

θερμός

θερμό-τερος

θερμό-τατος

ἔνδοξος

ἐνδοξό-τερος

ἐνδοξό-τατος

αλλά: νέος νεώ-τερος νεώ-τατος· σοφός σοφώ-τερος σοφώ-τατος

 

4. Αναλογικός σχηματισμός παραθετικών

195. Τα παραθετικά μερικών επιθέτων της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζονται κανονικά με την απλή προσθήκη των παραθετικών καταλήξεων -τερος, -τατος στο θέμα τους, παρά διαμορφώνονται από αναλογία προς τα παραθετικά άλλων επιθέτων και λήγουν όπως αυτά (πβ. τα νεοελ.: ελαφρός — ελαφρύτερος όπως το βαρύτερος, χοντρός — χοντρύτερος όπως το παχύτερος, αντί για τα κανονικά ελαφρότερος, χοντρότερος).

Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις:

α) -έστερος, -έστατος

Κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. -ονος), καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (=αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) και πένης:

σώφρων

(θ. σωφρον-)

σωφρον-έσ-τερος

σωφρον-έσ-τατος

εὐδαίμων

(θ. εὐδαιμον-)

εὐδαιμον-έσ-τερος

εὐδαιμον-έσ-τατος κ.ά.

ἄκρατος

(θ. ἀκρατο-)

ἀκρατ-έσ-τερος

ἀκρατ-έσ-τατος

(και ἀκρατό-τατος)

ἄσμενος

(θ. ἀσμενο-)

ἀσμεν-έσ-τερος

ἀσμεν-έσ-τατος

(και ἀσμενώ-τερος

ἀσμενώ-τατος)

ἐρρωμένος

(θ. ἐρρωμενο-)

ἐρρωμεν-έσ-τερος

ἐρρωμεν-έσ-τατος

πένης

(θ. πενητ-)

πεν-έσ-τερος

πεν-έσ-τατος

 

β) -ούστερος, -ούστατος

Το επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθ. το όνομα νοῦς σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος (κατά τα παραθετικά σε -έστερος, -έστατος με συναίρεση):

ἁπλοῦς

(θ. ἁπλοο-)

ἁπλούστερος

ἁπλούστατος

(από το)

ἁπλο-έσ-τερος

ἁπλο-έσ-τατος)

εὔνους

(θ. εὐνοο-)

εὐνούστερος

εὐνούστατος

(από το)

εὐνο-έσ-τερος

εὐνο-έσ-τατος)

 

γ) -ίστερος, -ίστατος

Τα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος (= φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ίστερος, -ίστατος (κατά τα παραθετικά του ἄχαρις: ἀχαρίστερος, ἀχαρίστατος· βλ. § 193):

ἅρπαξ

(θ. ἁρπαγ-)

ἁρπαγ-ίσ-τερος

ἁρπαγ-ίσ-τατος

βλὰξ

(θ. βλακ-)

βλακ-ίσ-τερος

βλακ-ίσ-τατος

λάλος

(θ. λαλο-)

λαλ-ίσ-τερος

λαλ-ίσ-τατος

κλέπτης

(θ. κλεπτα-)

κλεπτ-ίσ-τερος

κλεπτ-ίσ-τατος

πλεονέκτης

(θ. πλεονεκτα-)

πλεονεκτ-ίσ-τερος

πλεονεκτ-ίσ-τατος

 

δ) -αίτερος, -αίτατος

Το επίθ. παλαιός σχηματίζει τα παραθετικά του με θέμα το επίρρ. πάλαι σε -αίτερος, -αίτατος:

παλαιός                          παλαίτερος                  παλαίτατος

Ανάλογα προς αυτό σχηματίστηκαν τα παραθετικά:

 

γεραιός (= γέροντας, σεβαστός)     γεραί-τερος    γεραί-τατος

σχολαῖος (=αργός, αργοκίνητος)    σχολαί-τερος             σχολαί-τατος

 

Από αυτά αποσπάστηκε η κατάληξη -αίτερος, -αίτατος, με την οποία σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε -ος:

ἴσος

ἰσ-αί-τερος

ἰσ-αί-τατος

ὄψιος (= ὄψιμος)

ὀψι-αί-τερος

ὀψι-αί-τατος

(πλησίος)

ττλησι-αί-τερος

πλησι-αί-τατος

πρῷος (από το πρώιος = πρωινός)

πρῳ-αί-τερος

πρῳ-αί-τατος

εὔδιος

εὐδι-αίτερος

εὐδι-αί-τατος

(και

εὐδιέσ-τερος

εὐδιέσ-τατος)

ἥσυχος

ἡσυχ-αί-τερος

ἡσυχ-αίτατος

(και

ἡσῠχώ-τερος

ἡσῠχώ-τατος)

ἴδιος

ἰδι-αί-τερος

ἰδι-αί-τατος

(και)

ἰδιώ-τερος

ἰδιώ-τατος)

φίλος

φιλ-αί-τερος

φιλ-αίτατος

(και

φιλ-ίων ή φίλ-τερος

φίλ-τατος)

 

5. Ανώμαλα παραθετικά (σε -ίων, -ιστος)

196. Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στο υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:

Θετικός

Συγκριτικός

Υπερθετικός

(θέμα)

1. αἰσχρός

ὁ, ἡ αἰσχίων

τὸ αἴσχιον

αἴσχιστος

(αἰσχ-, πβ. αἶσχ-ος)

2. ἐχθρὸς

ὁ, ἡ ἐχθίων

τὸ ἔχθιον

ἔχθιστος

(ἐχθ-, πβ. ἔχθ-ος = έχθρα)

και ομαλά

ἐχθρό-τερος

ἐχθρό-τατος

(ἐχθρο-)

3. ἡδὺς

ὁ, ἡ ἡδίων

τὸ ἥδιον

ἥδιστος

(ἡδ-)

4. καλός

ὁ, ἡ καλλίων

τὸ κάλλιον

κάλλιστος

(καλλ-, πβ. κάλλ-ος)

5. μέγας

ὁ, ἡ μείζων

τὸ μεῖζον

μέγιστος

(μεγ-)

6. ῥᾴδιος

ὁ, ἡ ῥᾴων

τὸ ῥᾷον

ῥᾷστος

(ῥα-)

7. ταχύς

ὁ, ἡ θάττων

τὸ θᾶττον

τάχιστος

(θαχ-)

8. ἀγαθὸς

ὁ, ἡ ἀμείνων

τὸ ἄμεινον

ἄριστος

(ἀμεν- και ἀρ-, πβ. ἀρ-ετὴ)

»

ὁ, ἡ βελτίων

τὸ βέλτιον

βέλτιστος

(βελτ-)

»

ὁ, ἡ κρείττων

τὸ κρεῖττον

κράτιστος

(κρετ-, κρατ-, πβ. κράτ-ος)

»

ὁ, ἡ λῴων

τὸ λῷον

λῷστος

(λω-)

9. κακός

ὁ, ἡ κακίων

τὸ κάκιον

κάκιστος

(κακ-)

»

ὁ, ἡ χείρων

τὸ χεῖρον

χείριστος

(χερ-, χειρ-)

10. μακρός

μακρό-τερος

μακρό-τατος

(ομαλά)

»

μήκιστος

(μηκ-, πβ. μῆκ-ος)

11. μικρός

μικρό-τερος

μικρό-τατος

(ομαλά)

»

ὁ, ἡ ἐλάττων

τὸ ἔλαττον

ἐλάχιστος

(ἐλαχ-)

»

ὁ, ἡ ἥττων

τὸ ἧττον

επίρρ. ἥκιστα

(ἡκ-)

12. ὀλίγος

ὁ, ἡ μείων

τὸ μεῖον

ὀλίγιστος

(με-, ὀλιγ-)

13. πολὺς

ὁ, ἡ πλείων

τὸ πλέον

πλεῖστος

(πλε-)

 

6. Κλίση των συγκριτικών σε -ίων, -ιον (και -ων, -ον)

197. Τα συγκριτικά σε -ίων, -ιον (ή -ων, -ον) είναι δικατάληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης με τρία γένη και κλίνονται κατά το ακόλουθο παράδειγμα (πβ. § 178):

(θ. βελτιον-, βελτιοσ-)

Ενικός αριθμός

ον.

βελτίων

τὸ

βέλτιον

γεν.

τοῦ

τῆς

βελτίον-ος

τοῦ

βελτίον-ος

δοτ.

τῷ

τῇ

βελτίον-ι

τῷ

βελτίον-ι

αιτ.

τὸν

τὴν

βελτίον-α ή βελτίω

τὸ

βέλτιον

κλ.

(ὦ)

βέλτιον

(ὦ)

βέλτιον

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

αἱ

βελτίον-ες ή βελτίους

τὰ

βελτίον-α ή βελτίω

γεν.

τῶν

βελτιόν-ων

τῶν

βελτιόν-ων

δοτ.

τοῖς

ταῖς

βελτίοσι(ν)

τοῖς

βελτίοσι(ν)

αιτ.

τοὺς

τὰς

βελτίον-ας ή βελτίους

τὰ

βελτίον-α ή βελτίω

κλ.

(ὦ)

βελτίον-ες ή βελτίους

(ὦ)

βελτίον-α ή βελτίω

 

Δυϊκός (και για τα τρία γένη)

ον., αιτ., κλ. βελτίον-ε

γεν., δοτ. βελτιόν-οιν

 

7. Περιφραστικά παραθετικά. Παραθετικά μετοχών

198. Τα περιφραστικά παραθετικά (βλ. § 192) σχηματίζονται στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, με το θετικό του επιθέτου και με ορισμένο ποσοτικό επίρρημα εμπρός από αυτό. Έτσι ο συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται με το επίρρ. μᾶλλον και ο υπερθ. με το επίρρ. μάλιστα εμπρός από το θετικό:

θετ. ἐπιμελὴς             συγκρ. μᾶλλον ἐπιμελὴς      υπερθ. μάλιστα ἐπιμελὴς

(πβ. τα νεοελλ.: μικρός — πιο μικρός — ο πιο μικρός ή πολύ μικρός).

199. Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν παράλληλα και περιφραστικά παραθετικά. Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές και μερικά μονοκατάληκτα επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά.

200. 1) Μετοχές: δυνάμενος – μᾶλλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος· συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων· ὠφελῶν – μᾶλλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν κ.ά. (πβ. τα νεοελλ.: αντρειωμένος – πιο αντρειωμένος – ο πιο αντρειωμένος ή πολύ άντρειωμένος).

2) Μονοκατάληκτα επίθετα: εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων· ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς. Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά.

 

8. Ελλειπτικά παραθετικά

201. Σε μερικά επίθετα λείπει ο θετικός βαθμός ή και ένας από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά.

Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές:

1.

(ἄνω)

συγκρ.

ἀνώ-τερος

υπερθ.

ἀνώ-τατος

2.

(κάτω)

»

κατώ-τερος

»

κατώ-τατος

3.

(πρὸ)

»

πρό-τερος

»

πρῶτος (πρό-ατος)

4.

(ὑπὲρ)

»

ὑπέρ-τερος

»

ὑπέρ-τατος

5.

(ἐπικρατῶν)

»

ἐπικρατ-έστερος

»

6.

(προτιμώμενος)

»

προτιμό-τερος

»

7.

»

ὕστερος

»

ὕστατος

8.

»

»

ὕπατος

9.

»

»

ἔσχατος

 

202. Μερικά επίθετα δε σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι:

1) όσα φανερώνουν ύλη: λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος· τοπική ή χρονική σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος· μέτρο: σταδιαῖος, πηχυαῖος· καταγωγή, συγγένεια: πατρῷος, μητρικός· μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρὸς κ.ά.

2) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό ἀ- (βλ. § 423, α): ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά.

3) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθ. ὑπὲρ (που έχουν μόνα τους υπερθετική σημασία): πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος – ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος κ.ά.

 

9. Παραθετικά επιρρημάτων

203. Πολλά επιρρήματα (βλ. § 362)της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι' αυτό σχηματίζουν παραθετικά (όπως και στη νέα: ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πάρα πολύ ωραία).

Σχηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία ελληνική:

1) Επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα. Τα επιρρήματα αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατ. του ουδετ. του συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικό έχουν τύπο όμοιο με την πληθυντική αιτιατ. του ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου:

(δίκαιος)

δικαίως

δικαιότερον

δικαιότατα

(σοφὸς)

σοφῶς

σοφώτερον

σοφώτατα

(ἀληθὴς)

ἀληθῶς

ἀληθέστερον

ἀληθέστατα

(σώφρων)

σωφρόνως

σωφρονέστερον

σωφρονέστατα

(ἡδὺς)

ἡδέως

ἥδιον

ἥδιστα

(καλὸς)

καλῶς

κάλλιον

κάλλιστα κ.ά.

 

2) Τα επιρρήματα εὖ (αντίστοιχο του επιθέτου ἀγαθός), ὀλίγον και πολύ:

εὖ – ἄμεινον – ἄριστα καιβέλτιον – βέλτιστα και κρεῖττον – κράτιστα.

ὀλίγονμεῖον – ὀλίγιστα και ἔλαττον – ἐλάχιστα καιἧττον – ἥκιστα.

πολύ – πλέον – πλεῖστα (ήπλεῖστον).

 

3) Το επίρρ. μάλα (= πολύ), που οι τρεις βαθμοί του είναι: θετ. μάλα – συγκριτ. μᾶλλον – υπερθ. μάλιστα.

 

4) Μερικά τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις -τέρω, -τάτω:

θετ.

ἄνω

συγκρ.

ἀνωτέρω

υπερθ.

ἀνωτάτω

»

ἄπωθεν (=μακριά)

»

ἀπωτέρω

»

ἀπωτάτω

»

ἐγγὺς (= κοντά)

»

ἐγγυτέρω

»

ἐγγυτάτω και

»

»

»

ἐγγύτερον

»

ἐγγύτατα και

»

»

»

ἔγγιον

»

ἔγγιστα

»

ἔξω

»

ἐξωτέρω

»

ἐξωτάτω

»

ἔσω (και εἴσω)

»

ἐσωτέρω

»

ἐσωτάτω

»

κάτω

»

κατωτέρω

»

κατωτάτω

»

πόρρω

»

πορρωτέρω

»

πορρωτάτω

»

πέρα

»

περαιτέρω

»

 

5) Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις -(αί)τερον, -(αί)τατα (βλ. § 195, δ)

θετ.

πάλαι

συγκρ.

παλαίτερον

υπερθ.

παλαίτατα

»

πρωὶ

»

πρωιαίτερον

»

πρωιαίτατα ή

»

»

»

πρῳαίτερον

»

πρῳαίτατα

»

ὀψὲ (= αργά)

»

ὀψιαίτερον

»

ὀψιαίτατα

204. Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε περιφραστικά με το μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό· π.χ.

θετ.

σοφῶς

συγκρ.

μᾶλλον σοφῶς

υπερθ.

μάλιστα σοφῶς

»

ἡδέως

»

μᾶλλον ἡδέως

»

μάλιστα ἡδέως