Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ξ
ξάγρυπνος
ξώφαλτσος

Ξάγρυπνος -η -ο: αυτός που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί τη νύχτα = άυπνος: Έμεινα ~ όλη τη νύχτα από τον θόρυβο. ξαγρυπνώ μππ. ξαγρυπνισμένος: (αμτβ.) μένω ξύπνιος τη νύχτα, δεν μπορώ να κοιμηθώ. ξαγρύπνημα το.

Οι λ. αγρυπνώ, ξαγρυπνώ και ξενυχτώ αναφέρονται όλες στην απουσία ύπνου, αλλά με διαφορές μεταξύ τους: κπ ξαγρυπνά, όταν δεν καταφέρνει να κοιμηθεί (ξαγρύπνησα, γιατί μ' ενοχλούσε η φασαρία), ξενυχτά, όταν δεν κοιμάται και κάνει κτ άλλο (ξενύχτησα διαβάζοντας), ενώ αγρυπνά, όταν δεν κοιμάται για να προσέχει κπ ή κτ (αγρύπνησε φροντίζοντας τον άρρωστο).

ξανά (επίρρ.): ακόμη μια φορά = πάλι: Μη με ρωτήσεις ~, το έχω πει ήδη τρεις φορές! ~ και ~: συνέχεια, επαναλαμβανόμενα σε ενοχλητικό βαθμό.

ξανα- & ξανά- & ξαν- (πριν από α): ως α΄συνθ. δηλώνει επανάληψη της έννοιας του β΄συνθ.


Σύνθετα με ξανα-
επανάληψη ενέργειας
ξαναβάζω
ξαναβγάζω
ξαναγεμίζω
ξαναδίνω
ξανακοιμάμαι
ξαναλέω
ξανανάβω
ξαναπέφτω
ξαναρχίζω
ξανάρχομαι & ξαναέρχομαι
ξαναστέλνω
ξανατρώω
ξαναφτιάχνω
ξαναχορεύω

ξανθός -ή & -ιά -ό: 1 (για τρίχες) αυτός που έχει ανοιχτό κίτρινο ή χρυσαφί χρώμα: ~ μαλλιά / ανταύγειες. 2 αυτός που έχει ανοιχτό κίτρινο, περίπου ξανθό χρώμα: ~ μπίρα / σταφίδα. ξανθός ο, & -ιά η: πρόσωπο με ξανθά μαλλιά. ξανθαίνω αόρ. ξάνθυνα: 1 (μτβ.) δίνω σε κτ ή κπ ξανθό χρώμα. 2 (αμτβ.) αποκτώ ξανθό χρώμα: Τα μαλλιά της το καλοκαίρι ~. ξανθωπός -ή -ό.

ξαπλώνω -ομαι: 1 (αμτβ.) απλώνω το σώμα μου σε κρεβάτι, καναπέ κτλ.=πλαγιάζω. 2 (μτβ.) τοποθετώ κπ ή κτ σε οριζόντια ή πλάγια θέση: Ξαπλώστε την στο πεζοδρόμιο για τις πρώτες βοήθειες! ξάπλα η: [οικ.] 1 το να ξαπλώνει κπ: Θα ρίξουμε κάτι ξάπλες στις διακοπές! 2 τάση για τεμπελιά = [οικ.] αραλίκι: Συνήθισε στην ~ και δεν ψάχνει για δουλειά. ξάπλα (επίρρ.): σε θέση ξαπλωμένου = ξαπλωτά: Κάτσε ~, σου λέω! ξάπλωμα το. ξαπλωτός -ή -ό: αυτός που είναι ξαπλωμένος ή γενικά σε πλάγια θέση = πλαγιασμένος. ξαπλωτά (επίρρ.).

ξάστερος -η -ο: 1 (για ουρανό) αυτός που δεν έχει σύννεφα και επιτρέπει να φαίνονται τα αστέρια = ανέφελος. 2 (μτφ.) αυτός που διακρίνεται για καθαρότητα, εντιμότητα, φωτεινότητα ή διαύγεια = καθαρός: ~ βλέμμα / πρόσωπο /κουβέντα. ξάστερα (επίρρ.): κυρ. στην εκφρ. καθαρά και ~: με κάθε ειλικρίνεια και χωρίς υπονοούμενα = απερίφραστα, [οικ.] σταράτα: Θα σου το πω ~: δε σε θέλω! ξαστερώνει: τριτοπρόσ. (αμτβ.) 1 (για τον ουρανό) γίνεται ξάστερος: Αμέσως μετά την μπόρα, ο ουρανός ξαστέρωσε. 2 (μτφ.) κτ γίνεται καθαρό, φωτεινό ή διαυγές: Ξαστέρωσε το πρόσωπό της, όταν έμαθε τα καλά νέα. ξαστεριά η: η κατάσταση του ξάστερου ουρανού, κυρίως τη νύχτα = αστροφεγγιά.

ξαφνιάζω -ομαι μππ. ξαφνιασμένος: (μτβ.) προκαλώ σε κπ απορία, έκπληξη ή φόβο με κτ που δεν περίμενε = εκπλήσσω, αιφνιδιάζω: Μας ξάφνιασε ευχάριστα η απόφασή της να έρθει μαζί μας. Ο ξαφνικός θόρυβος μας ξάφνιασε και πεταχτήκαμε τρομαγμένοι. ξαφνικός -ή -ό: αυτός που συμβαίνει απότομα και χωρίς να το περιμένουμε = αιφνίδιος, αναπάντεχος, απροσδόκητος, απρόσμενος αναμενόμενος: ~ επίσκεψη. ξαφνικά (επίρρ.). ξαφνικό το: γεγονός που δεν περιμένουμε. ξάφνιασμα το: αυτό που νιώθουμε όταν ξαφνιαζόμαστε: Όταν της έκανε πρόταση γάμου, ένιωσε ~.

ξε- & ξέ- & ξ- (πριν από φωνήεν): πρόθημα που δηλώνει 1 α. ενέργεια ή κατάσταση αντίθετη από αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ.: ξεβάφω. β. το τέλος μίας κατάστασης & (ειδικ.) του χρονικού διαστήματος που εκφράζει το β΄ συνθ.: ξεμεθώ, ξεκαλοκαιριάζω. γ. κίνηση προς τα έξω ή μακριά (από αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ.): ξεπορτίζω. δ. επιτατική σημασία: ξεκουφαίνω. 2 [οικ.] (συνήθ. με ονόματα & σε στερεότυπες εκφρ.) αδιαφορία ή ένσταση σε κάτι που έχει ήδη ειπωθεί: Ωραίος ξε-ωραίος, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει!


Σύνθετα με ξε-
επανάληψη ενέργειας τέλος κατάστασης ή
χρονικής
διάρκειας
κίνηση προς τα έξω επιτατική σημασία
ξεβιδώνω
ξεβολεύω
ξεβουλώνω
ξεβρομίζω
ξεδιπλώνω
ξεδιψώ
ξεθολώνω
ξεκλειδώνω
ξεκουμπώνω
ξεκουράζω
ξεκουρδίζω
ξεκρεμώ
ξεμαθαίνω
ξεματιάζω
ξεμπερδεύω
ξεμπλέκω
ξεντύνω
ξεπαγώνω
ξεπλέκω
ξεσκεπάζω
ξεσκονίζω
ξεσκουριάζω
ξεσφίγγω
ξετρυπώνω
ξετυλίγω
ξεφορτώνω
ξεφουσκώνω
ξεχρεώνω
ξεχτενίζω
ξεϊδρώνω
ξενυστάζω
ξεχειμάζω
& ξεχειμωνιάζω
ξεμυτίζω
ξεπηδώ
ξεπροβάλλω
ξεσπιτώνω
ξεστομίζω
ξεφυσώ
ξεφυτρώνω
ξεχύνομαι
ξαλαφρώνω & ξελαφρώνω
ξεγυμνώνω
ξεδιαλέγω
ξεθαρρεύω
ξελαρυγγιάζομαι

ξεγελώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ να με πιστέψει λέγοντάς του ψέματα = εξαπατώ, κοροϊδεύω, παραπλανώ: Με ξεγέλασε και του έδωσα όλα μου τα χρήματα. 2 κάνω κπ να σφάλει, να κάνει λάθος = παραπλανώ: Με ξεγέλασε ο κακός φωτισμός και νόμισα ότι σε είδα. ξεγέλασμα το.

ξεγλιστρώ & -άω: (αμτβ.) καταφέρνω με ευέλικτες κινήσεις να αποφύγω ή να ξεφύγω από κπ ή κτ: Ξεγλίστρησε από αυτούς που τον κυνηγούσαν. = διαφεύγω, ξεφεύγω. ~ από τις δύσκολες ερωτήσεις με άσχετα σχόλια. ξεγλίστρημα το.

ξεγράφω -ομαι αόρ. ξέγραψα, μππ. ξεγραμμένος: (μτβ.) 1 αφαιρώ κτ γραμμένο, κάνω να πάψει να υπάρχει = σβήνω, διαγράφω: Ξέγραψέ τον από τους μαθητικούς καταλόγους! 2 σταματώ να ασχολούμαι με κπ ή κτ ή να υπολογίζω σε αυτό(ν): Αν δε διαβάσεις, ξέγραψε το απολυτήριο! 3 (μτφ.) θεωρώ κπ ετοιμοθάνατο: Τον είχαν ξεγραμμένο οι γιατροί, αλλά συνήλθε.

ξεθεώνω -ομαι μππ. ξεθεωμένος: [οικ.] (μτβ.) κουράζω κπ πάρα πολύ = εξαντλώ, [οικ.] ξεκάνω, [οικ.] ξεπατώνω: Με ξεθέωσε στο περπάτημα! ξεθέωμα το. ξεθεωτικός -ή -ό.

ξεθυμαίνω αόρ. ξεθύμανα, μππ. ξεθυμασμένος: (αμτβ.) 1 (για υγρά) χάνω τη δύναμή μου: Το αναψυκτικό στο ποτήρι ~. 2 (μτφ.) χάνω την έντασή μου: Ξεθύμανε το πάθος του για τα πολιτικά. ~ ο αέρας / η μπόρα. 3 (μτφ.) αποβάλλω έντονο συναίσθημα μετά από ξέσπασμα: ~ με το κλάμα. ξεθύμασμα το.

Από το μσν. ξεθυμαίνω (< ελνστ. ἐκθυμαίνω «θυμώνω» (ἐκ + θυμός)), με επικράτηση της αντίθετης σημασίας.

ξεθωριάζω μππ. ξεθωριασμένος: 1 α. (αμτβ., για χρώμα) αλλοιώνομαι και αποκτώ πιο ανοιχτόχρωμη χροιά = ξασπρίζω, ξεβάφω: Ξεθώριασε το ύφασμα του καναπέ από τον ήλιο. β. (μτβ.) αλλοιώνω χρώμα και το κάνω πιο ανοιχτό. 2 (μτφ., αμτβ.) χάνω την αρχική ένταση=ατονώ, εξασθενώ δυναμώνω: Μετά από τόσα χρόνια, ξεθώριασε ο έρωτάς τους. ξεθώριασμα το.

ξεκάθαρος -η -ο: 1 αυτός που έχει καθαρό νόημα = σαφής: Έχει ~ προθέσεις, το έχει πει τι θα κάνει. 2 αυτός που είναι ειλικρινής ή μαρτυρά ειλικρίνεια = [οικ.] ντόμπρος: Θέλω μια ~ απάντηση εδώ και τώρα! ~ ματιά. ξεκάθαρα (επίρρ.). ξεκαθαρίζω -ομαι μππ. ξεκαθαρισμένος: 1 α. (μτβ.) κάνω κτ ξεκάθαρο: ~ τη στάση μου / ένα ζήτημα. β. (αμτβ.) γίνομαι ξεκάθαρος: Ξεκαθάρισε η υπόθεση. 2 (μτβ.) καθαρίζω κτ αφαιρώντας οτιδήποτε άχρηστο: ~ τα χαρτιά μου / το συρτάρι. ξεκαθάρισμα το.

ξεκάνω αόρ. ξέκανα: [οικ.] (μτβ.) 1 σκοτώνω, εξοντώνω κπ: Τον ξέκαναν για να μη μιλήσει στην αστυνομία. 2 (μτφ.) εξαντλώ σωματικά κπ = ξεθεώνω: Με ξέκανε στη δουλειά!

ξεκαρδίζομαι: (αμτβ.) γελάω πάρα πολύ: Ξεκαρδίστηκαν με τις αστείες γκριμάτσες του. ξεκαρδιστικός -ή -ό. ξεκάρδισμα το.

ξεκινώ & -άω: 1 (μτβ.) κάνω κτ που δεν έκανα πριν = αρχίζω: ~ να διαβάζω / το διάβασμα. 2 (αμτβ.) η αρχή μου τοποθετείται σε ορισμένο χρονικό σημείο = αρχίζω: Οι αγώνες ~ σε δέκα μέρες. 3 (αμτβ.) φεύγω από κπ μέρος προς κπ άλλο = αναχωρώ φτάνω: ~ για το γραφείο. Ξεκίνησα από το χωριό μου και ήρθα στην πρωτεύουσα. ξεκίνημα το.

ξεκληρίζω -ομαι: (μτβ.) αφανίζω ολόκληρη οικογένεια ή γενιά, κυρ. χωρίς να αφήσω απογόνους τους: Στο τροχαίο δυστύχημα ξεκληρίστηκε ολόκληρη οικογένεια. ξεκλήρισμα το.

ξεκόβω -ομαι αόρ. ξέκοψα, παθ. αόρ. ξεκόπηκα, μππ. ξεκομμένος: 1 (αμτβ.) απομακρύνομαι, συνήθ. απότομα, από συντροφιά ή ομάδα. 2 (μτβ.) απομακρύνω κπ από συντροφιά ή ομάδα: Ξέκοψέ την από την παρέα αυτή, προτού καταστραφεί! 3 (αμτβ.) παύω να έχω μια συνήθεια: ~ από το ποτό /τα ναρκωτικά. το ~: α. αρνούμαι κτ κατηγορηματικά: Ζήτησα από τους γονείς μου να μου πάρουν αυτοκίνητο, αλλά μου το ξέκοψαν. β. δηλώνω κτ κατηγορηματικά: Τους το ξέκοψα· θα σπουδάσω στο εξωτερικό είτε το θέλουν είτε όχι!

ξεκολλώ & -άω -ιέμαι: κολλώ 1 (μτβ.) αποσπώ κτ από εκεί που ήταν κολλημένο: ~ αυτοκόλλητα / γραμματόσημα. ~ το βλέμμα / τα μάτια: απομακρύνω το βλέμμα από κπ η κτ που μου έχει τραβήξει ολοκληρωτικά την προσοχή, το ενδιαφέρον: Δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω μου! 2 (αμτβ.) αποσπώμαι από εκεί που ήμουν κολλημένος: Ξεκόλλησε η ταπετσαρία από τον τοίχο. 3 (μτφ., αμτβ.) απομακρύνομαι από κπ ή κτ στο(ν) οποίο έχω προσκολληθεί: Μου είναι αδύνατον να ξεκολλήσω από αυτό το νησί. ξεκόλλημα το κόλλημα.

ξελασπώνω: (μτφ.) 1 (μτβ.) βοηθώ κπ να βγει από δύσκολη κατάσταση, κυρίως οικονομική: Με ξελάσπωσε από τα χρέη μου. 2 (αμτβ.) βγαίνω από δύσκολη κατάσταση, κυρ. οικονομική. ξελάσπωμα το.

ξελέω αόρ. ξεείπα & ξείπα : (αμτβ.) αρνούμαι κτ που έχω πει ή για το οποίο έχω δεσμευτεί, κυρ. στην εκφρ. λέω και ~!: Οι σωστοί άντρες δε λένε και ξελένε: ό,τι πουν, το κάνουν!

ξελογιάζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να χάσει τα λογικά του, εμπνέοντάς του παράφορο έρωτα = ξεμυαλίζω: Τον ξελόγιασε και εγκατέλειψε την οικογένειά του. ξελόγιασμα το.

ξεμακραίνω αόρ. ξεμάκρυνα: (αμτβ.) 1 απομακρύνομαι με αργό ρυθμό πλησιάζω: Έβλεπε τα καράβια να ~ από το λιμάνι. 2 (μτφ.) παύω να κάνω παρέα με κπ = αποξενώνομαι. ξέμακρος -η -ο: αυτός που είναι μακριά = απόμακρος, απομακρυσμένος κοντινός: ~ μέρος /κτήμα /σπίτι. ξέμακρα (επίρρ.).

ξεμένω αόρ. ξέμεινα: (αμτβ.) 1 (+ από) παύω να έχω κτ, μου τελειώνει κτ, κυρίως επειδή δε φρόντισα να εφοδιαστώ = μένω: Ξέμεινα από τρόφιμα. 2 παραμένω σε ένα μέρος ή σε μια κατάσταση, παρά τη θέλησή μου ή αντίθετα με άλλους: Ξέμεινε στο χωριό φροντίζοντας τα χωράφια. Τέλος Αυγούστου λίγοι τουρίστες μόνο είχαν ξεμείνει στο νησί. 3 μένω πίσω από την υπόλοιπη ομάδα ή παρέα: Όλη η τάξη περίμενε δύο μαθητές που είχαν ξεμείνει στην αυλή!

ξεναγώ -ούμαι: (μτβ.) δείχνω στους επισκέπτες ενός τόπου τα αξιοθέατά του δίνοντας σχετικές πληροφορίες (ιστορικές, αρχαιολογικές κτλ.): Μας ξενάγησαν στον χώρο της Ακρόπολης. ξενάγηση η. ξεναγός ο, η: πρόσωπο που κάνει ξεναγήσεις. glass σχ. διεξάγω.

Από τα ξέν(ος) + ἄγω «οδηγώ».

ξενίζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ σε κπ έκπληξη, συνήθως δυσάρεστη = παραξενεύω: Δε με ~ η επιπόλαιη συμπεριφορά του, την περίμενα.

ξενιτιά η: ξένος τόπος ή χώρα όπου πάει κπ συνήθως για να εργαστεί, λόγω μεγάλης οικονομικής δυσχέρειας, και (συνεκδ.) η διαμονή στον συγκεκριμένο τόπο = τα ξένα: Λείπει χρόνια στην ~. ξενιτεύομαι μππ. ξενιτεμένος: (αμτβ.) φεύγω στην ξενιτιά = μεταναστεύω, αποδημώ. ξενιτεμός ο.

Από το ελνστ. ξενιτεία (από το AE ρ. ξενιτεύομαι). Επομένως, η γραφή με -ει- είναι πιο σωστή. Ο τ. ξενιτιά προέκυψε από ορθογραφική απλοποίηση.

ξενοδοχείο το: κτίριο ή συγκρότημα ειδικά δια-μορφωμένο για σύντομη διαμονή: ~ πολυτελείας / α΄, β΄, γ΄ κατηγορίας. ξενοδόχος ο, η & [οικ.] ξενοδόχα η: ιδιοκτήτης ή υπεύθυνος ξενοδοχείου. λογαριάζω χωρίς τον ~: εκτιμώ κατάσταση ή παίρνω απόφαση χωρίς να λάβω υπόψη κπ σημαντικό παράγοντα: Για το πάρτι ~, αφού το σπίτι δεν είναι δικό σου! ξενοδοχειακός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ή ανήκει σε ξενοδοχείο: ~ εγκαταστάσεις / υπηρεσίες / εξοπλισμός.

ξε(γ)νοιάζω: (αμτβ.) απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανησυχίες: Ανέλαβε άλλος το μαγαζί και ξένοιασα. ξέ(γ)νοιαστος -η -ο: αυτός που δεν έχει έγνοιες = ανέμελος: ~ άνθρωπος / διακοπές / ζωή. ξέ(γ)νοιαστα (επίρρ.). ξε(γ)νοιασιά: η ιδιότητα ή κατάσταση του ξένοιαστου = ανεμελιά.

ξένος -η -ο: 1 αυτός που προέρχεται από άλλον τόπο ή άλλη χώρα ντόπιος: ~ προϊόντα / γλώσσα. 2 αυτός που δε μας ανήκει δικός μου: Μην παίρνεις το ~ βιβλίο! ξένος ο, η: 1 πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της χώρας όπου βρίσκεται μόνιμα ή προσωρινά = [επίσ.] αλλοδαπός ντόπιος, ιθαγενής: Οι ~ ενισχύουν τον τουρισμό μας. 2 πρόσωπο που δε γνωρίζουμε = άγνωστος γνωστός: Μη μιλάς σε ξένους! ξένα τα μόνο ον. και αιτ.: [οικ.] ξενιτιά. ξενικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ή ανήκει σε ξένους (ουσ., σημ. 1): ~ συνήθεια / προφορά.

ξενοφοβία η: φόβος ή απέχθεια απέναντι στους ξένους (ουσ., σημ. 1) ξενοφιλία. ξενόφοβος -η -ο. ξενοφοβικός -ή -ό.

ξενυχτώ & -άω μππ. ξενυχτισμένος: 1 (αμτβ.) περνώ όλη τη νύχτα, ή ένα μεγάλο μέρος της, χωρίς να κοιμηθώ, συνήθως για να κάνω κτ κοιμάμαι: ~ κάθε βράδυ, για να διαβάσει. Χθες ξενύχτησαν σε κάποιο μπαρ. 2 (μτβ.) δεν αφήνω κπ να κοιμηθεί: Κάθε βράδυ μας ~ το μωρό. ξενύχτης ο πληθ. ξενύχτηδες, -ισσα η: 1 πρόσωπο που ξενυχτά πολύ συχνά διασκεδάζοντας. 2 αυτός που δεν έχει κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα = ξενυχτισμένος. ξενύχτι το: το να ξενυχτά κπ: Με τόσο ~ στη δουλειά, γρήγορα πήρε προαγωγή. Έφαγε τα λεφτά του στα ξενύχτιαglass σχ. ξαγρυπνώ.

ξεπαγιάζω μππ. ξεπαγιασμένος: = παγώνω 1 (αμτβ.) κρυώνω πάρα πολύ, υποφέρω από το κρύο. 2 (μτβ.) κάνω κπ να νιώθει έντονο κρύο: Μας ξεπάγιασες, κλείσε το παράθυρο!ξεπάγιασμα το.

ξεπατώνω -ομαι: [οικ.] (μτβ.) 1 κουράζω υπερβολικά κπ, συνήθως λόγω πολλής δουλειάς, ή φθείρω, καταστρέφω κτ λόγω υπερβολικής χρήσης = ξεθεώνω, εξαντλώ. 2 (για φυτά) βγάζω από το έδαφος φυτό μαζί με τις ρίζες του = ξεριζώνω. ξεπάτωμα το.

ξεπερνώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 αποδεικνύομαι καλύτερος ή ανώτερος από κπ άλλο σε αναμέτρηση ή σύγκριση = περνώ: Τον ~ σε εξυπνάδα. 2 αντιμετωπίζω δύσκολη κατάσταση ή εμπόδιο με επιτυχία: ~ τον κίνδυνο /την κρίση. 3 περνάω σημείο ή όριο, πραγματικό ή νοητό = [επίσ.] υπερβαίνω: Ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 3,5%. 4 παθ. (για ιδέες, ενέργειες κτλ.) δεν είμαι σύμφωνος με το πνεύμα της εποχής μου, έχω αντικατασταθεί από κτ νεότερο, σύγχρονο: Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό, που δε θα ξεπεραστεί ποτέ! ξεπερασμένες αντιλήψεις / ιδέες. ξεπέρασμα το.

ξεπέφτω μππ. ξεπεσμένος: (αμτβ.) 1 χάνω σε ηθική αξία, κύρος, κοινωνική θέση, οικονομική δύναμη κτλ. = παρακμάζω, υποβαθμίζομαι: Έχασαν την περιουσία τους και ξέπεσαν. ξεπεσμένος αριστοκράτης. 2 χάνω την αξιοπρέπειά μου: Ξέπεσε χαμηλά για λίγα χρήματα. ξεπεσμός ο: ηθικός / κοινωνικός ~.

ξεπλένω -ομαι αόρ. ξέπλυνα, παθ. αόρ. ξεπλύθηκα, μππ. ξεπλυμένος: (μτβ.) 1 ρίχνω άφθονο νερό σε κτ, για να φύγει η σαπουνάδα ή για να το καθαρίσω πρόχειρα: ~ ρούχα / μαλλιά = ξεβγάζω. Ξέπλυνε το πουκάμισο αμέσως, μήπως και φύγει ο λεκές! 2 [οικ.] νομιμοποιώ, μέσω τραπεζικών διαδικασιών, χρήματα από παράνομες ενέργειες: ~ χρήματα από ναρκωτικά. 3 (μτφ.) αφαιρώ ηθικό βάρος, προσβολή: Τέτοια προσβολή μόνο με αίμα ξεπλένεται. ξέπλυμα το.

ξεπουλώ & -άω -ιέμαι μππ. ξεπουλημένος: [οικ.] (μτβ.) 1 πουλώ κτ σε πολύ χαμηλή τιμή, λόγω οικονομικής ανάγκης = [επίσ.] εκποιώ: Για να πληρώσει τα χρέη, ξεπούλησε ό,τι είχε και δεν είχε. 2 (& με παράλ. αντικ., για έμπορο) πουλώ όλο μου το εμπόρευμα ή κπ είδη σε πολύ χαμηλή τιμή: Το κατάστημα ~ λόγω ανακαίνισης. 3 [κακόσ.] (μτφ.) προδίδω κπ ή κτ (ιδέα, ιδανικό κτλ.) με αντάλλαγμα κτ υλικό: Για τα λεφτά ~ και τη μάνα του. ξεπούλημα το.

ξέρα η: βράχος που είναι καλυμμένος ή προεξέχει ελάχιστα από την επιφάνεια της θάλασσας: Το πλοίο ναυάγησε, γιατί έπεσε σε ~.

ξεραΐλα η: [οικ.] 1 έλλειψη βροχής και γενικότερα υγρασίας = ξηρασία, [επίσ.] ανομβρία: Στέγνωσαν τα χωράφια από την ~. 2 (συνεκδ.) τόπος με περιορισμένη ή καθόλου βλάστηση εξαιτίας ξηρασίας: Τα άγρια ζώα δε βρίσκουν τροφή στην ~.

ξεριζώνω -ομαι: (μτβ.) 1 τραβώ και βγάζω από το έδαφος φυτό μαζί με τις ρίζες του = ξεπατώνω: ~ αγριόχορτα. 2 (μτφ.) διώχνω με τη βία κπ από το μέρος όπου κατοικεί: Το 1922 ξεριζώθηκαν οι Έλληνες από τη Μ. Ασία. 3 (μτφ.) εξαφανίζω κτ οριστικά, συνήθως με δραστικό τρόπο = εξαλείφω: ~ το κακό συνήθειο. ξερίζωμα το: το να ξεριζώνει κπ κτ (σημ. 1 & 3). ξεριζωμός ο: το να ξεριζώνει κανείς κπ (σημ. 2): ο ~ των Ποντίων.

ξερνώ & -άω: 1 (αμτβ.) κάνω εμετό: Ένιωθα αηδία, μου ερχόταν να ξεράσω. 2 (μτβ.) βγάζω από μέσα μου κτ, συνήθως ορμητικά: Από το χτύπημα ξερνούσε αίμα. (& μτφ.) Τα πολυβόλα ξερνούσαν φωτιά. 3 (μτφ., μτβ.) αποκαλύπτω κτ: Μόλις τη ρώτησαν, το ξέρασε το μυστικό. ξέρασμα το: 1 το αποτέλεσμα του ξερνώ (σημ. 1) = εμετός, ξερατό. 2 [κακόσ.] (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για κτ αηδιαστικό: Δεν μπορώ να σε ακούω άλλο, τι ξεράσματα είναι αυτά! ξερατό το.

ξερο- & ξερό-: ως α΄συνθ. δηλώνει 1 ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ. α. είναι ξερό ή χαρακτηρίζεται από απουσία υγρών: ξερόκλαδο, ξεροκαταπίνω, ξεροψήνω. β. δεν έχει βλάστηση: ξερονήσι. γ. δεν έχει ευελιξία: ξεροκέφαλος, ξεροκεφαλιά.


Σύνθετα με το ξερο-
ξερό, χωρίς υγρά χωρίς βλάστηση
ξερόβηχας
ξεροβήχω
ξεροβόρι
ξεροκόμματο
ξερόχορτο
ξερόψωμο
ξερότοπος

ξερογλείφομαι: (αμτβ.) δείχνω ιδιαίτερη επιθυμία ή λαχτάρα για κτ ή κπ: Βλέπω τα φαγητά και ~.

ξερός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει νερό ή υγρασία, που έχει χάσει τα υγρά του: Τα καλοκαίρια το πηγάδι είναι ~, χωρίς σταγόνα νερό. = στεγνός. ~ δέρμα / χείλη / κλίμα. ~ σύκα = αποξηραμένος φρέσκος. ~ χόρτα χλωρός. 2 αυτός που δεν έχει βλάστηση: Ήταν ένα νησί ~ και άνυδρο. 3 [οικ.] (μτφ.) α. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του ή τη ζωή του = αναίσθητος, νεκρός: Ακούστηκε μία πιστολιά κι έπεσε ~ στο πάτωμα. β. αυτός που είναι πολύ κουρασμένος: Έπεσα ~ για ύπνο. 4 (μτφ.) αυτός που είναι απότομος: ~ κρότος. 5 (μτφ.) αυτός που δε συνοδεύεται από κτ άλλο και δεν είναι συνήθως αρκετός = σκέτος: Με μία ~ σύνταξη πώς να ζήσεις; ~ κεφάλι: αυτός που δεν ακούει ή δεν πείθεται από τους άλλους = ξεροκέφαλος, πεισματάρης, ισχυρογνώμων. ξερά (επίρρ.). ξερό το: [μειωτ.] 1 χέρι ή πόδι: Μάζεψε το ~ σου! 2 κεφάλι: Κάνει ό,τι κατεβάσει το ~ του! ξεραίνω -ομαι αόρ. ξέρανα, παθ. αόρ. ξεράθηκα, μππ. ξεραμένος: 1 (μτβ.) α. κάνω κτ ξερό (σημ. 1): Το καλοριφέρ ~ την ατμόσφαιρα. β. [οικ.] προκαλώ έντονο πόνο και μούδιασμα σε μέρος του σώματος: Έπεσε το σφυρί στο πόδι και με ξέρανε! 2 παθ. πέφτω σε βαθύ ύπνο, συνήθως από κούραση: Μόλις ήρθε σπίτι, έπεσε και ξεράθηκε!

Από το ΑΕ ξηρός (glass λ.).

ξέρω μόνο ενστ. & πρτ. ήξερα := γνωρίζω (μτβ.) 1 έχω κτ υπόψη μου αγνοώ: ~ ότι θα φύγετε - μου το είπε η Μαρία. 2 κατέχω ως γνώση, συνήθως μετά από μελέτη αγνοώ: ~ Αγγλικά / να γράφω. 3 έχω συναντήσει κπ ή έχω ακούσει για κπ: Τον ~, πηγαίναμε σχολείο μαζί. 4 (+ για) έχω ορισμένη εντύπωση για κπ ή κτ: Τον ήξερα για νευρικό, αλλά έπεσα έξω.

ξεσηκώνω -ομαι αόρ. ξεσήκωσα, μππ. ξεσηκωμένος: (μτβ.) 1 προκαλώ αναστάτωση, έντονες αντιδράσεις: Η απόφαση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. 2 παροτρύνω κπ με έντονο τρόπο να κάνει κτ: Τον ξεσήκωσε να βγουν. 3 αντιγράφω κτ πιστά: Ξεσήκωσε το σχέδιο του επίπλου από ένα περιοδικό. ξεσηκωμός ο: μαζική εξέγερση. ξεσήκωμα το.

ξεσπώ & -άω: (αμτβ.) 1 (συνήθ. για κτ αρνητικό) εκδηλώνομαι ξαφνικά και έντονα: ~ καταιγίδα / εμφύλιος πόλεμος. 2 (+ σε) α. εκφράζω τα συναισθήματά μου με έντονο τρόπο: ~ σε λυγμούς. β. εκτονώνω την οργή μου σε κπ ή κτ: Είχε προβλήματα στη δουλειά και ξεσπούσε στη γυναίκα του. ξέσπασμα το.

ξεφαντώνω: (αμτβ.) διασκεδάζω με έντονο τρόπο = γλεντώ: Το πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία, ξεφαντώσαμε ως το πρωί. ξεφάντωμα το.

Από το ελνστ. ρ. ἐκφαντῶ, και αυτό από το ΑΕ ἔκφαντος «φανερωμένος».

ξεφεύγω αόρ. ξέφυγα: 1 (αμτβ.) γλιτώνω από κπ ή κτ δυσάρεστο, επικίνδυνο κτλ.: ~ από τη μιζέρια. Ξέφυγε από τα περιπολικά που τον κυνηγούσαν. = διαφεύγω. 2 (μτβ.) φεύγω από τη θέση που βρίσκομαι, συνήθως απότομα και γρήγορα, από έλλειψη ελέγχου ή προσοχής: Του ξέφυγε το τιμόνι /το παιδί από το χέρι. 3 (μτβ.) περνώ απαρατήρητος, δε γίνομαι αντιληπτός: Σου ξέφυγε ένα λάθος. δε μου ~ τίποτα: έχω τον πλήρη έλεγχο ή γνωρίζω καλά μια κατάσταση. 4 (αμτβ.) δεν είμαι σύμφωνος με τον κανόνα ή το σύνηθες: Ο πίνακας αυτός ~ από τα στερεότυπα.

ξέφτι το: κλωστή που κρέμεται από την άκρη φθαρμένου υφάσματος: Τα ρούχα της, ξεσκισμένα, κρέμονταν σε ξέφτια. ξεφτίζω & ξεφτώ & -άω (μτβ. & αμτβ.). ξέφτισμα το.

ξεφτιλίζω -ομαι μππ. ξεφτιλισμένος: (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να φαίνεται γελοίος, μειώνω το κύρος ή την αξιοπρέπεια κπ = γελοιοποιώ: Με τη νίκη του αυτή ξεφτίλισε όλα τα φαβορί.   εξευτελίζω. ξεφτίλισμα το. ξεφτίλας ο. η.

Προέρχεται, κατά άλλους, από το ξεφιτιλίζω «βγάζω το φιτίλι από το λυχνάρι», ενώ κατά άλλους από το εξευτελίζω «ταπεινώνω» (οπότε και ως ορθή γραφή προκρίνεται ο τ. ξευτιλίζω).

ξέφωτο το: έκταση γης μέσα σε δάσος, χωρίς δέντρα ή έντονη βλάστηση και, συνεπώς, με πολύ φως.

ξεχειλίζω μππ. ξεχειλισμένος: 1 (αμτβ.) α. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, με αποτέλεσμα να χύνομαι απ' έξω: Πρόσεχε, η μπίρα ~! β. (για λίμνες, ποτάμια κτλ.) πλημμυρίζω, έχω υπερβολικά μεγάλη ποσότητα νερού: Η λίμνη ξεχείλισε. ξεχείλισε το ποτήρι: για κατάσταση που ξεπερνά κάθε όριο: Φτάνει πια, ~! 2 (μτβ.) βάζω υγρό σε δοχείο, ξεπερνώντας τα χείλη του, με αποτέλεσμα να χύνεται απ' έξω. 3 (μτφ., αμτβ.) ξεπερνώ τα φυσιολογικά όρια: Ο πόνος του ξεχείλισε. ξέχειλος -η -ο. ξέχειλα (επίρρ.).

ξεχνώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 (& με παράλ. αντικ.) δε συγκρατώ στη μνήμη μου = λησμονώ θυμάμαι: Ξέχασα το όνομά του - πώς είπε ότι τον λένε; Η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται ποτέ! 2 δεν κάνω κτ ή δε φέρνω μαζί μου κτ, επειδή δεν το σκέφτηκα, δεν το θυμήθηκα θυμάμαι: Ξέχασα το πορτοφόλι μου στο σπίτι!3 παθ. αφαιρούμαι, σταματώ να σκέφτομαι κτ που με απασχολεί: Ξεχνιέται με τη μουσική. περασμένα ξεχασμένα: για δυσάρεστο γεγονός από το παρελθόν που δεν πρέπει να μας απασχολεί πια: Ας μονιάσουμε, ~ όλα! ξεχασιάρης -α -ικο: αυτός που ξεχνάει εύκολα.

ξεχωρίζω -ομαι: 1 (μτβ.) βάζω κτ χωριστά από κτ άλλο = χωρίζω: ~ τα βρόμικα ρούχα από τα καθαρά. 2 (μτβ.) αναγνωρίζω κπ ή κτ ως συγκεκριμένο ή διαφορετικό από άλλο(ν) της ίδιας κατηγορίας με βάση κπ χαρακτηριστικό = διακρίνω: Δεν ~ τα δίδυμα - είναι ίδια! 3 (μτβ.) κάνω διακρίσεις: Ποτέ δεν ξεχώρισα κανένα παιδί - όλα τα αγαπούσα το ίδιο. 4 (αμτβ.) ξεπερνώ τους ομοίους μου σε επιδόσεις = διακρίνομαι: Ως μαθητής ~ από την υπόλοιπη τάξη. ξεχωριστός -ή -ό: 1 αυτός που ξεχωρίζει (σημ. 4) = διαλεχτός, εκλεκτός: ~ άνθρωπος / ικανότητες. 2 αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωριστά από άλλους της ίδιας κατηγορίας ή αποκλειστικά για κπ ή κτ = χωριστός: Κοιμούνται σε ~ κρεβάτια. ξεχωριστά (επίρρ. στη σημ. 2). ξέχωρος -η -ο: αυτός που έχει ξεχωριστεί (σημ. 1). ξέχωρα (επίρρ. + από): 1 χωριστά: Περπατούσε ~ από τους υπόλοιπους. 2 εκτός: ~ από αυτό, έχεις κάτι άλλο να πεις;

ξεψυχώ & -άω: (αμτβ.) 1 αφήνω την τελευταία μου πνοή = πεθαίνω: Ξεψύχησε στα χέρια του γιου της. 2 (μτφ.) παύω να υπάρχω: Ξεψύχησε και η τελευταία μου ελπίδα. ξεψυχισμένος -η -ο: (μππ. ως επίθ., μτφ.) αυτός που κοντεύει να ξεψυχήσει: ~ φωνή (που σχεδόν δεν ακούγεται). ξεψυχισμένα & ξέψυχα (επίρρ.).

ξηλώνω -ομαι μππ. ξηλωμένος: (μτβ.) 1 κόβω τις ραφές υφάσματος σε κπ σημείο ή αποσπώ κτ από το σημείο όπου είναι ραμμένο, κεντημένο κτλ.: Ξηλώθηκε ο ποδόγυρος. 2 διαλύω κτ στα μέρη από τα οποία αποτελείται: Ξηλώσαμε τη στέγη του σπιτιού. 3 [οικ.] (μτφ.) παύω κπ από τη δουλειά του = απολύω. 4 [οικ.] (μτφ.) παθ. ξοδεύω πολλά χρήματα: Αυτό το κόσμημα είναι πολύ ακριβό, θα ξηλώθηκες για τα καλά! ξήλωμα το.

ξημερώνει: 1 απρόσ. ανατέλλει ο ήλιος = χαράζει βραδιάζει: Είναι 5 η ώρα, σε λίγο θα ξημερώσει. 2 τριτοπρόσ. α. (αμτβ.) ξεκινά ορισμένη χρονική περίοδος: Αύριο ~ μια καινούρια μέρα. β. (μτβ.) επιφυλάσσω κτ για κπ: Τι θα μας ξημερώσει αύριο ο Θεός; ξημερώνομαι & ξημερώνω: (αμτβ.) με βρίσκει η καινούρια μέρα άυπνο, μένω ξύπνιος μέχρι το πρωί: Ας τελειώνουμε, ξημερωθήκαμε πια! Ξημερώσαμε παίζοντας χαρτιά. ξημέρωμα το.     

ξηρά η: έκταση γης που δεν καλύπτεται από νερό και, κατά κανόνα, από θάλασσα = στεριά.

Από το ΑΕ ξηρά (ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ξηρός).

ξηρασία η: 1 παρατεταμένη περίοδος απουσίας βροχής σε έναν τόπο = [επίσ.] ανομβρία. 2 κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται έλλειψη υδρατμών στην ατμόσφαιρα υγρασία.

ξηρός -ή & [επίσ.] -ά -ό: αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη υγρασίας: ~ δέρμα / κλίμα. ξηροί καρποί: αμύγδαλα, φιστίκια κτλ. που έχουν αποξηρανθεί. ξηρά τροφή: πρόχειρη, αμαγείρευτη τροφή, χωρίς υγρά. ξηρότητα η. ξηραίνω -ομαι (μτβ.). ξήρανση η.  glass ξερός.

ξίδι το: υγρό με έντονη ξινή γεύση, που προέρχεται συνήθως από κρασί και χρησιμοποιείται στη μαγειρική. ξιδάτος -η -ο.

Από το μσν. ξίδι(ν), και αυτό από το ελνστ. ὀξίδιον, υποκορ. του ΑΕ ὄξος. Συχνή είναι και η γραφή ξύδι, που, όμως, δε δικαιολογείται.

ξινός -ή -ό: 1 (για φαγητό ή τρόφιμο) γλυκός α. αυτός που μοιάζει στη γεύση με το ξίδι ή το λεμόνι. β. αυτός που δεν είναι ώριμος και γλυκός: ~ σταφύλια. 2 (μτφ., για άνθρ.) αυτός που είναι δύστροπος ή δυσάρεστος στην όψη: Μας κοιτούσε με ύφος ~, σαν να μη μας ήθελε εκεί. κτ μου βγαίνει ~ / βγάζω κτ ~ σε κπ: κτ ξεκινά με καλές προϋποθέσεις, αλλά καταλήγει άσχημα: Χτύπησα, και η εκδρομή μού βγήκε ξινή. ξινίζω μππ. ξινισμένος: 1 (μτβ.) κάνω κτ ξινό. 2 (αμτβ.) γίνομαι ξινός. ξινίλα η.

ξίφος το: είδος όπλου με λεπτή και μακριά λεπίδα. glass σχ. σπαθί.

ξόανο το: 1 (στην αρχαιότητα ή σε πρώιμους πολιτισμούς) ξύλινο λατρευτικό ομοίωμα θεού, συνήθως κακότεχνο. glassσχ. άγαλμα. 2 [μειωτ.] (μτφ.) άνθρωπος άσχημος ή ανόητος.glass   σχ. ξύνω.

ξοδεύω -ομαι: (μτβ.) 1 διαθέτω χρήματα για την απόκτηση αγαθού, για παροχή υπηρεσίας κτλ. = δαπανώ, χαλώ: ~ πολλά λεφτά σε ταξίδια. 2 χρησιμοποιώ αγαθό = καταναλώνω: Το καινούριο μου αυτοκίνητο ~ πολλή βενζίνη. 3 (μτφ.) χρησιμοποιώ χρόνο, δυνάμεις κτλ., συνήθως με σπατάλη: Άδικα ξόδεψα τόσες ώρες να του εξηγώ - τίποτε δεν κατάλαβε! 4 παθ. δαπανώ (μεγάλα) χρηματικά ποσά: Άσε, μην ξοδεύεσαι, πληρώνω εγώ!  glassσχ. δαπανώ. ξόδεμα το: το να ξοδεύεται ή να ξοδεύει κπ κτ και αυτό που ξοδεύει: Δεν έχω λεφτά για ~.

ξόρκι το: λόγια με μαγική δύναμη. ξορκίζω-ομαι (μτβ.).

ξοφλώ & -άω -ιέμαι: 1 [οικ.] (μτβ.) εξοφλώ. 2 (αμτβ.) χάνω τις ικανότητές μου και, συνεπώς, δεν έχω μέλλον: Ξόφλησε πια ως αθλητής μετά τον τραυματισμό του. ξοφλημένος -η -ο: (μππ. ως επίθ.) αυτός που έχει ξοφλήσει (σημ. 2).

ξύλο το: 1 α. σκληρό υλικό από το οποίο αποτελείται ο κορμός και τα κλαδιά των δέντρων: ~ καρυδιάς / αχλαδιάς. β. (συνεκδ.) κομμάτι ξύλου ή υλικό που προέρχεται από τον κορμό ή τα κλαδιά των δέντρων: ~ πατώματος. Τον χτύπησε με ένα ~ στο κεφάλι. Τίμιο Ξύλο: κομμάτι από τον Σταυρό του Χριστού. 2 (μτφ.) τιμωρία ή βίαιη επίθεση σε κπ με χτυπήματα στο σώμα: τρώω / δίνω / ρίχνω (ένα χέρι) ~ = δέρνω. ξύλινος -η -ο & ξυλένιος -α -ο. ξυλιά η: χτύπημα με βέργα ή με το χέρι. ξυλιάζω μππ. ξυλιασμένος: (αμτβ.) γίνομαι άκαμπτος σαν ξύλο από το κρύο: Ξύλιασαν τα χέρια μου από το κρύο! ξυλεία η: κατεργασμένα ξύλα που προέρχονται από το κόψιμο των δέντρων.

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ- (μπροστά από φωνήεν): ως α΄συνθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β΄συνθ. 1 είναι κατάλληλο για ή προέρχεται ή φτιάχνεται από ή ασχολείται με το ξύλο (σημ. 1): ξυλοκατασκευή, ξυλέμπορος. 2 σχετίζεται με το ξύλο (σημ. 2): ξυλοκοπώ.


Σύνθετα με ξυλο-
ξύλο (σημ. 1) ξύλο (σημ. 2)
ξυλάνθρακας
ξυλαποθήκη
ξυλεμπόριο
ξυλογλυπτική
ξυλόκολλα
ξυλοκόπος
ξυλοπάπουτσο
ξυλόπορτα
ξυλοσκεπή
ξυλουργείο
ξυλουργός
ξυλοδαρμός
ξυλοφορτώνω

ξύνω -ομαι παθ. αόρ. ξύθηκα & ξύστηκα, μππ. ξυ(σ)μένος: (μτβ.) 1 τρίβω με τα νύχια ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο το δέρμα μου: Έξυνε την πλάτη του, γιατί είχε φαγούρα. ~ (παλιές) πληγές: θυμίζω σε κπ κτ δυσάρεστο από το παρελθόν. 2 τρίβω με αιχμηρό αντικείμενο επιφάνεια, για να αφαιρέσω επιφανειακό στρώμα: Έξυσα τα έπιπλα, πριν τα βάψω, για να φύγει το παλιό χρώμα. 3 χρησιμοποιώ ειδικό όργανο για να κάνω κτ αιχμηρό: ~ τη μύτη του μολυβιού. ξύσιμο το. ξυστός -ή -ό: αυτός που μπορούμε να ξύσουμε: ~ λαχείο. ξυ>στά (επίρρ.): πολύ κοντά, σχεδόν εξ επαφής: Πέρασε ~ από τον τοίχο, μόνο που δεν τον ακούμπησε! ξύσμα το: οτιδήποτε βγαίνει από το ξύσιμο επιφάνειας: ~ λεμονιού. ξύστρα &ξυστήρα η & ξυστήρι το: εργαλείο με ξυράφι, κατάλληλο για το ξύσιμο μολυβιών.

Από το AE ρ. ξύω παράγονται τα ξύνω, ξυρίζω, ξυράφι και τα παράγωγά τους, ενώ ετυμολογικά συγγενές είναι και το ρ. ξέω, από το οποίο προέρχεται το ξόανο.

ξυπνώ & -άω: 1 α. (αμτβ.) παύω να κοιμάμαι κοιμάμαι: ~ στις 8 το πρωί. β. (μτβ.) κάνω κπ να σταματήσει να κοιμάται αποκοιμίζω: Φωνάζετε και θα ξυπνήσετε το μωρό! 2 (μτφ.) α. (αμτβ.) αρχίζω να αντιλαμβάνομαι (σωστά) ό,τι συμβαίνει γύρω μου: Δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε, αλλά τώρα ξύπνησα. β. (μτβ.) κάνω τους άλλους να καταλάβουν κτ: Να είσαι καλά που με ξύπνησες και κατάλαβα τι άνθρωπος είναι! ξύπνημα το. ξύπνιος -α -ο: 1 αυτός που δεν κοιμάται κοιμισμένος. 2 (μτφ.) έξυπνος: Κάνω τον ~. ξύπνιος ο: το χρονικό διάστημα που μένει κπ ξύπνιος: Και στον ~ του ονειρεύεται!

ξυπόλυτος -η -ο: αυτός που δε φοράει παπούτσια.

ξυράφι το: 1 α. λεπτή μεταλλική λάμα, συνήθως με δύο κόψεις, που χρησιμεύει για να κόβουμε κτ. β. εργαλείο με το οποίο κόβουμε τις τρίχες του σώματος ως το επίπεδο του δέρματος, ώστε να μη φαίνονται. στην κόψη του ~: επικίνδυνη ή κρίσιμη κατάσταση. 2 (μτφ.) πολύ έξυπνος: Το μυαλό του είναι ~, έχει απίστευτη αντίληψη. ξυραφάκι το: περιορισμένων χρήσεων πλαστική συσκευή ξυρίσματος. ξυρίζω -ομαι: (μτβ.) κόβω τις τρίχες του σώματος με ξυράφι: ~ το μουστάκι. ξυρίζει: 1απρόσ. (αμτβ.) έχει πολύ δυνατό και κρύο αέρα: Δεν μπορείς να σταθείς έξω, ~! 2 τριτοπρόσ. (αμτβ., για πολύ δυνατό και κρύο αέρα) φυσάει πολύ: Ο αέρας ~. ξύρισμα το. ξυριστικός -ή -όglass σχ. ξύνω.

Από το ελνστ. ξυράφιον, υποκορ. του ΑΕ ξυρόν «ξυράφι», που διατηρείται στην έκφρ. επί ξυρού ακμής «στην κόψη του ξυραφιού».

ξώφαλτσος -η -ο: αυτός που γίνεται επιφανειακά: Το χτύπημα ήταν ~, δεν τραυματίστηκε σοβαρά. ξώφαλτσα (επίρρ.).